Ο πράσινος Τούρκος Ερντογάν εργασία Γεωστρατηγικής-Ιστορίας από την Γιώτα Χουλιάρα.

Ερευνώντας για νέες πηγές σχετικά με την περίπτωση Ερντογάν βρήκα μια ξεχωριστή εργασία Γεωστρατηγικής-Ιστορίας. Σας προτείνω να διαβάσετε προσεκτικά ολόκληρη την εργασία θα βρείτε πολλά ενδιαφέροντα. Άγγελος-Ευάγγελος Φ. Γιαννόπουλος Γεωστρατηγικός-Γεωπολιτικός αναλυτής και αρχισυντάκτης του εβδομαδιαίου ηλεκτρονικού περιοδικού Mytilenepress. 

 

Στις 9 Ιουλίου του 2018, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος είχε επανεκλεγεί στις 24 Ιουνίου, ορκίστηκε πρόεδρος της χώρας εγκαινιάζοντας ένα νέο συνταγματικό σύστημα με ενισχυμένες εξουσίες.

Όπως ανέφερε η εφημερίδα Hurriyet, η οποία τον περασμένο Μάρτιο έπαψε πλέον να είναι ανεξάρτητη, περνώντας στα χέρια του φιλοκυβερνητικού ομίλου Demiroren, περισσότεροι από 3.000 καλεσμένοι, ανάμεσά τους 22 αρχηγοί κρατών, αντιπρόεδροι, πολιτικοί, γραφειοκράτες και υπουργοί από διάφορες χώρες, ήταν παρόντες στη μεγαλειώδη τελετή. Μια τελετή που θύμιζε έντονα σκηνές από το παρελθόν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μια τελετή όπου δεν έλειψαν φυσικά και οι σκηνές λατρείας των απλών πολιτών προς τον ανώτατο, πλέον, άρχοντα της Τουρκικής Προεδρικής Δημοκρατίας. Ενώπιον της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης (Türkiye Büyük Millet Meclisi) την οποία ίδρυσε ο πρώτος πρόεδρος της σύγχρονης Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ, ο Ερντογάν τραγούδησε συγκινημένος τον εθνικό ύμνο της χώρας του, παρουσία της οικογένειας του και ορκίστηκε να οδηγήσει την Τουρκία σε μια νέα εποχή.

Στην εποχή όπου το Ισλάμ ξεπηδάει από τις στάχτες του παρελθόντος και συνδυασμένο με τον τουρκικό εθνικισμό και την λεγόμενη «Εθνική Άποψη» (Millî Görüş) του 1969, ένα μείγμα αντιδυτικής, εθνικιστικής και ισλαμικής ιδεολογίας του Νετσμεττίν Ερμπακάν έρχεται να αντικαταστήσει το πολιτικό κατεστημένο που δημιούργησε ο Κεμάλ. «Ως πρόεδρος της χώρας, ορκίζομαι στην τιμή και την ακεραιότητά μου, ενώπιον του μεγάλου τουρκικού έθνους και της ιστορίας, να εργαστώ με όλες μου τις δυνάμεις για να προστατεύσω και να εξυμνήσω τη δόξα και την τιμή της Δημοκρατίας της Τουρκίας και να εκπληρώσω τα καθήκοντα που αναλαμβάνω με αμεροληψία» τόνισε χαρακτηριστικά και μετά το παρατεταμένο χειροκρότημα, ξεκίνησε για την μεγαλειώδη παράσταση που ένωσε το παρελθόν με το παρόν και ελπίζει να τον οδηγήσει στο μέλλον και πιο συγκεκριμένα στο 2023.

Αμέσως μετά την ορκωμοσία, ο Ερντογάν, συνοδευόμενος από την σύζυγό του Εμινέ, επισκέφθηκε το Ανίτκαμπιρ, το μαυσωλείο του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ. Το αυτοκίνητο του, μια μαύρη λιμουζίνα, γέμισε από κόκκινα λουλούδια καθώς οι απλοί πολίτες που είχαν βγει στους δρόμους, έραναν ευτυχισμένοι το νέο Τούρκο πρόεδρο.

Σαν σκηνή βγαλμένη από χολιγουντιανή ταινία με θέμα το παρελθόν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Ερντογάν και η Εμινέ, η πρώτη κυρία της χώρας πάντοτε φορώντας μαντήλα (αδιανόητο πριν μερικά χρόνια στο μυαλό των κεμαλιστών η σύζυγος του Προέδρου της χώρας να φορά μαντήλα) έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό από το πλήθος, άνδρες και γυναίκες, πολλές από τις οποίες φορούσαν επίσης μαντήλα.

Μια σκηνή που μοιραία μας παραπέμπει στην ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ «Kingdom of heaven» -Το Βασίλειο των Ουρανών (2005) με θέμα της την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τον Σαλάχ αντ-Ντιν Γιουσούφ ιμπν Αγιούμπ, γνωστό ως Σαλαντίν.

Ο Σαλαντίν, σουνίτης μουσουλμάνος κουρδικής καταγωγής, ήταν ο πρώτος σουλτάνος της Αιγύπτου και της Συρίας και ο ιδρυτής της δυναστείας των Αγιουβιδών που κυβέρνησε ένα μεγάλο τμήμα της Μέσης Ανατολής κατά τον 12ο και 13ο αιώνα μ.Χ.

Σε μια από τις τελευταίες σκηνές της συγκεκριμένης ταινίας, ο Σαλαντίν καταλαμβάνει την Ιερουσαλήμ, αφού προηγουμένως έχει κατατροπώσει τους σταυροφόρους και έχει αιχμαλωτίσει τον Γκυ των Λουζινιάν.Ο σκηνοθέτης Ρίντλεϊ Σκοτ μας δείχνει τον σουνίτη σουλτάνο να εισέρχεται με δόξα και τιμή στην ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ, την ώρα που οι εξαθλιωμένοι χριστιανοί υποστηρικτές της αποχωρούν.

Μάλιστα, γυναίκες φορώντας νικάμπ (όπου έκθετα είναι μόνο τα μάτια) ραίνουν τον νικητή Σαλαντίν με κόκκινα πέταλα ρόδων. Όπως ακριβώς συνέβη και στην ορκωμοσία του Ερντογάν όπου η πραγματικότητα αντέγραψε την κινηματογραφική τέχνη.

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο Ερντογάν θέλησε να μιμηθεί την ταινία και την θριαμβευτική είσοδο του Σαλαντίν την ημέρα της ορκωμοσίας του, σίγουρα όμως τον βολεύει στο μυαλό του απλού λαού να υπάρξει σύγκριση του προσώπου του με τον κουρδικής καταγωγής σουνίτη Σαλαντίν.

Όπως αναφέρει στο βιβλίο του Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν ο  Κωνσταντίνος Φίλης, «οι συντηρητικά θρησκευόμενοι Κούρδοι παραμένουν εκλογική πελατεία του AKP », παρά το γεγονός ότι η μεγαλύτερη πλειοψηφία του κουρδικού πληθυσμού αποτελεί ένα εσωτερικό πρόβλημα για την τουρκική ηγεσία.

Παράλληλα, η σύνδεση του Ερντογάν με τον «μυθικό» Σαλαντίν είναι βολική για τα σχέδια αξιοποίησης των Σύρων προσφύγων σουνιτικού θρησκεύματος, τους οποίους η τουρκική ηγεσία επιθυμεί να ενσωματώσει στις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας αλλοιώνοντας την δημογραφική δομή και δημιουργώντας ένα θρησκευτικό σουνιτικό κοινό. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται ο βαθιά θρησκευόμενος και συντηρητικός Ερντογάν.

Ουσιαστικά, η αφομοίωση των σουνιτών Σύρων θα διευκόλυνε την διαδικασία επανισλαμοποίησης της χώρας, την οποία επιχειρεί η κυβέρνηση. «Ο Ερντογάν πέτυχε κάτι πολύ σημαντικό.

Ανέβασε εκατομμύρια φτωχών Τούρκων στη μεσαία τάξη και τους έδωσε μια θέση στα μεσαία στρώματα της κοινωνίας, ειδικά τις γυναίκες που φορούν μαντίλα. Εκατομμύρια γυναίκες στην Τουρκία θα είναι αιώνια ευγνώμονες σ’ αυτόν, για το ότι δεν ντρέπονται να φορούν μαντίλα και μπορούν να σπουδάζουν στα τουρκικά πανεπιστήμια με τα καλυμμένα μαλλιά» έγραψε η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt .

Εξάλλου το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ΑΚP (Adalet ve Kalkınma Partisi), που ο ίδιος ίδρυσε το 2001 και παραμένει προσωπαγές και προσηλωμένο στον Ερντογάν. Για αυτό στόχευσε εξαρχής στην αποκαλούμενη λαϊκή δεξιά της Τουρκίας.

Δηλαδή σε ανθρώπους των λαϊκών στρωμάτων, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι μη προνομιούχοι, με χαμηλό επίπεδο μόρφωσης και συντηρητικές θρησκευτικές απόψεις. Ανθρώπους που προσπαθούν να βρουν το δικό τους χώρο ανάμεσα στην τουρκική αριστερά και την κεμαλική ελίτ. Από το 2002 που ανήλθε στην εξουσία, ο ισλαμιστής πολιτικός έχει αλλάξει ριζικά την εσωτερική αλλά και την εξωτερική εικόνα της Τουρκίας.

Έχοντας ως πνευματικό του πατέρα τον Νετσμεττίν Ερμπακάν, συνάπτοντας συμμαχία με τον σημερινό του αντίπαλο Φετουλάχ Γκιούλεν, επηρεασμένος φανερά από τον Τουρκούτ Οζάλ και χρησιμοποιώντας έξυπνα το δόγμα του πρώην υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, δεν δίστασε να έρθει σε ευθεία ρήξη με το κεμαλικό κατεστημένο και να επιβιώσει του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου του 2016.

Σ΄αυτό το διάστημα, η Τουρκία από ένα κοσμικό κράτος, προπύργιο των Δυτικών απέναντι στην ταραχώδη Μέση Ανατολή και αφοσιωμένο σύμμαχο του ΝΑΤΟ, μεταμορφώθηκε σε μια νέα Τουρκία που φιλοδοξεί να αναβιώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όχι όμως πλέον ως τον μεγάλο ασθενή, αλλά ως έναν στρατηγικής σημασίας συνεταίρο που θα ελέγχει τον μουσουλμανικό/αραβικό κόσμο.

Η εποχή που ο Τσάρος Νικόλαος ο Α’ σε συνομιλία που είχε με τον πρέσβη της Αγγλίας Χάμιλτον Σέιμουρ, κατά την παραμονή της έκρηξης του Κριμαϊκού πολέμου το 1853, χρησιμοποιούσε τον όρο του μεγάλου ασθενή για να περιγράψει την Τουρκία, ο οποίος αποδόθηκε στην αγγλική γλώσσα ως «Sick Man of Europe» και στη γαλλική ως «L’ Homme malade de l’Europe», ενδεχομένως οικονομικά να μην έχει παρέλθει για την τουρκική οικονομία μετά τις τελευταίες εξελίξεις, αλλά σίγουρα η τουρκική ηγεσία επιθυμεί ο όρος γεωπολιτικά να ξεχαστεί.

Ο επιθετικός αυτός προσδιορισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την διάρκεια των Βαλκανικών ανακατατάξεων, της εποχής του Ανατολικού Ζητήματος, στοίχειωνε για πολλά χρόνια την τουρκική πολιτική σκηνή.

Και, ουσιαστικά, αποτελεί το επιχείρημα του Ερντογάν κάθε φορά που ζητάει επιτακτικά επικαιροποίηση της Συνθήκης της Λωζάνης είτε με ευθείς αναφορές είτε μιλώντας για «τα σύνορα της καρδιάς μας», τα σύνορα της Τουρκίας. Διότι ο απώτερος σκοπός του σημερινού Τούρκου προέδρου είναι να ξεπεράσει τον Μουσταφά Κεμάλ, τον οποίον οι Τούρκοι αποκαλούν Ατατούρκ (Atatürk), δηλαδή πατέρα των Τούρκων, μέχρι το 2023, όπου συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους.

Ο δεύτερος στόχος του Ερντογάν είναι μέσα από την πολιτική του νεο-οθωμανισμού να επιστρέψει η Τουρκία στο ένδοξο παρελθόν της ως ένας από τους πλέον σημαντικούς παίκτες που θα καθορίζουν το μέλλον της Μέσης Ανατολής.

Αναλυτές και ειδικοί της Δύσης αποκαλούν τον Ερντογάν νέο Σουλτάνο, διακρίνοντας τις αυταρχικές του τάσεις και τις συχνές επικλήσεις του οθωμανικού παρελθόντος. Ας μου επιτραπεί να τονίσω πως διαφωνώ με τον όρο και εκτιμώ ότι ο Ερντογάν επιθυμεί να γίνει χαλίφης και η σύγχρονη Τουρκία ένα νέο, ισχυρό χαλιφάτο που θα ενώσει όλους τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μέσης Ανατολής, του αραβικού κόσμου, των Βαλκανίων, ακόμη και αυτούς που κατοικούν στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ.

Ένα χαλιφάτο εμπνευσμένο από το παναραβικό όνειρο που είχε οραματιστεί ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ο Αιγύπτιος πολιτικός που ήθελε ενωμένη την Αίγυπτο με την Συρία.

Θα ήθελα σ΄ αυτό το σημείο του άρθρου να εξηγήσω τους σχετικούς όρους ώστε να γίνει πιο κατανοητό το τελικό σχέδιο Ερντογάν για δημιουργία ενός τουρκικού/μουσουλμανικού χαλιφάτου.

Η Αυτοκρατορία (ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη imperium, που δηλώνει τη «στρατιωτική διοίκηση» στην Αρχαία Ρώμη) είναι μια γεωγραφικά εκτεταμένη ομάδα κρατών και ανθρώπων (εθνοτήτων), ενωμένων κάτω από την κυριαρχία του αυτοκράτορα ή μιας ολιγαρχίας, ο οποίος ασκεί απόλυτο εξωτερικό και εσωτερικό έλεγχο στο κράτος του.

Ο Σουλτάνος (προέρχεται από το αραβικό sultah που σημαίνει εξουσία, δύναμη) είναι ισλαμικός μοναρχικός τίτλος, ο οποίος ιστορικά έχει αποκτήσει πολλαπλές σημασίες και πολιτικούς ρόλους. Σε αντίθεση με τους προγενέστερους βασιλικούς τίτλους που συνέχισαν να χρησιμοποιούνται στον μουσουλμανικό κόσμο, ο σουλτανικός τίτλος δημιουργήθηκε σε ένα ισλαμικό πολιτικό περιβάλλον, και συνδέεται με μία θεωρητική εξουσιοδότηση από το πρόσωπο του χαλίφη.

Ο πρώτος μονάρχης που χρησιμοποίησε τον τίτλο ήταν ο Τούρκος Μαχμούτ του Γκάζνι, του οποίου οι μαμελούκοι ακόλουθοι («μαμλούκ»), δηλαδή οι στρατιωτικές δυνάμεις δούλων της εποχής, κατέλαβαν τις ανατολικές επαρχίες του χαλιφάτου των Αββασιδών.

Όντας μουσουλμάνος ο Μαχμούτ, χρησιμοποίησε τον τίτλο του σουλτάνου για να νομιμοποιήσει την πολιτική ανεξαρτησία του από την κοσμική εξουσία του χαλίφη. Η πολιτική κατάρρευση του χαλιφάτου σύντομα οδήγησε στην δημιουργία μεταγενέστερων σουλτανάτων, στα οποία ο σουλτάνος λειτουργούσε ως κυρίαρχος μονάρχης.

Ο τίτλος έγινε ευρέως γνωστός στην Δύση υπό την εσφαλμένη αντίληψη πως ήταν ο αυτοκρατορικός τίτλος των Οθωμανών, οι οποίοι όμως χρησιμοποιούσαν τον ανώτερο αυτοκρατορικό τίτλο Πατισάχ, από την αντίστοιχη περσική λέξη Padeshah που στα τούρκικα μετατρέπεται σε Padişah και σημαίνει βασιλιάς.

Ο Χαλίφης αντίθετα είναι κάτι παραπάνω από τα προαναφερθέντα. Ο χαλίφης προέρχεται από το αραβικό χαλίφα που σημαίνει κυριολεκτικά ο διάδοχος του Μωάμεθ. Πρόκειται για ηγεμονικό μουσουλμανικό κληρονομικό τίτλο, θρησκευτικό και πολιτικό. Προέρχεται από τον Αμπού Μπακρ, σύντροφο (σαχάμπι) και πεθερό του προφήτη του Ισλάμ, Μωάμεθ, ο οποίος πήρε τον τίτλο χαλίφα ρασούλ Αλά(χ) δηλαδή διάδοχος αγγέλου (αγγελιαφόρου) του Θεού.

Τον τίτλο έλαβαν οι απόγονοι του Αμπού Μπακρ και αρκετοί μουσουλμάνοι ηγεμόνες οι οποίοι χαρακτηρίζονταν και ως υπηρέτες των δυο ιερών προσκυνημάτων (τα δυο ιερά τζαμιά στη Μέκκα και την Μεδίνα) μέχρι ο τίτλος να καταργηθεί με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923.

Οι σιίτες μουσουλμάνοι αποκαλώντας τον ανώτατο θρησκευτικό τους ηγέτη ιμάμη, θεωρούν ότι ο Χαλίφης μπορεί να είναι μόνο απευθείας απόγονος του Μωάμεθ, ενώ οι σουνίτες (όπως ο Ερντογάν) υποστηρίζουν ότι το αξίωμα αυτό μπορούν να φέρουν μόνο οι απόγονοι των Κουραϊσιτών, φυλή από την οποία καταγόταν ο Μωάμεθ.

Η ιδιότητα του σουλτάνου ως χαλίφη τονίζεται ιδιαίτερα από τον ηγέτη-πρότυπο του Ερντογάν, Αμπντούλ Χαμίτ B’ (1876-1909).

Aπό τον Κεμάλ στον Ερντογάν Mετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μουσταφά Κεμάλ κατόρθωσε να αναστείλει τη βαλκανοποίηση, δηλαδή την επέκταση του κατακερματισμού της τέως αυτοκρατορίας, από το ευρωπαϊκό στο ασιατικό της τμήμα.

Η συνθήκη της Λωζάνης ενοποίησε τον πολιτικό χάρτη της Ανατολίας ανατρέποντας την συνθήκη των Σεβρών, η οποία την διασπούσε σε διάφορα κράτη.

Έτσι δημιουργήθηκε η σύγχρονη Τουρκία, ουσιαστικά ένας ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στην Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια, την ισορροπία του οποίου εγγυήθηκε ο πρώτος Πρόεδρος της, Μουσταφά Κεμάλ.

Ο Κεμάλ γνώριζε ότι ουσιαστικά τουρκικό έθνος δεν υπήρχε. Τα εδάφη του τουρκικού κράτους κατοικούνταν από έναν ετερογενή πληθυσμό, αγροτικό στην πλειοψηφία του, με διάφορες γλώσσες και παραδόσεις, αλλά με κοινή αναφορά στο Ισλάμ. Όμως ο Κεμάλ επιθυμούσε ένα σύγχρονο κράτος και αποφάσισε να περιθωριοποιήσει το ισλαμικό παρελθόν.

Ενδεχομένως πίστευε πως ήταν ο μόνος τρόπος για να σταματήσουν οι θρησκευτικές διαφορές σουνιτών, σιιτών, αλεβιτών και χριστιανών που κατοικούσαν στα εδάφη της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας. «Αδύναμος είναι ο ηγέτης που χρειάζεται τη θρησκεία για να στηρίξει την κυβέρνηση του.

Κάνοντάς το αυτό, είναι σα να κλείνει τον λαό του σε μια παγίδα. Ο λαός του θα μάθει τις αρχές της Δημοκρατίας, τις επιταγές της αλήθειας και τις διδασκαλίες της επιστήμης» ήταν μια από τις φράσεις που συνόψιζε τον τρόπο που αντιλαμβανόταν την Τουρκία, όπως αναφέρει ο Βρετανός συγγραφέας Άντριου Μάνγκο, ο οποίος έχει γράψει και την βιογραφία του.

Βέβαια, ο Κεμάλ προκειμένου να εφαρμόσει την πολιτική του, δεν δίστασε να συνεχίσει τις αγριότητες του κινήματος των Νεοτούρκων, όπως η γενοκτονία των Αρμενίων και των Ελλήνων. Στόχος του ήταν να ισχυροποιήσει την εδαφική ακεραιότητα του νεοσύστατου τουρκικού κράτους. Για να το επιτύχει αυτό, χρησιμοποίησε κάθε μέσο. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να καταργήσει το 1924 το Χαλιφάτο και να κλείσει τα ιδρύματα που λειτουργούσαν βάσει της ισλαμικής νομοθεσίας.

Στην συνέχεια απαγόρευσε την πολυγαμία, τον φερετζέ και το φέσι ενώ το 1928 επέβαλλε το λατινικό αλφάβητο. Το 1938 με νόμο υποχρέωσε κάθε Τούρκο να αποκτήσει οικογενειακό επώνυμο, υιοθετώντας για τον εαυτό του το Ατατούρκ, δηλαδή πατέρας των Τούρκων, όπως παλαιότερα είχε υιοθετήσει το Κεμάλ (Kemal) που προέρχεται από το αραβικό Κamal και σημαίνει τελειότητα*.

Επίσης με δικές του νομοθετικές ρυθμίσεις αναβάθμισε τον ρόλο των γυναικών, δίνοντάς τους το δικαίωμα ψήφου, και θέσπισε την ισότητα των δύο φύλων, ενώ επί της θητείας του καθιερώθηκε και το γρηγοριανό ημερολόγιο. Το 1934 επέτρεψε την εκλογή γυναικών στα δημόσια αξιώματα. Σημαντικές ήταν και οι προσπάθειες του για ανύψωση του εθνικού φρονήματος των Τούρκων.

Για να το πετύχει χρησιμοποίησε το εκπαιδευτικό σύστημα, αναβαθμίζοντας τον ρόλο του μαθήματος της ιστορίας, και περιόρισε σημαντικά τη θρησκευτική επιρροή. Οι αλλαγές που επέφερε στην κοινωνική ζωή των Τούρκων ο Κεμάλ, δημιούργησαν μια μορφωμένη τουρκική ελίτ που ονομάστηκε «λευκοί Τούρκοι», δηλαδή εκείνοι οι οποίοι είχαν ένα δυτικό τρόπο ζωής και εκ γενετής τις προϋποθέσεις για αξιόλογη επαγγελματική σταδιοδρομία και υψηλή ποιότητα διαβίωσης.

Σε παλαιότερο άρθρο του στην εφημερίδα Hurriyet, ο δημοσιογράφος Ερτουγρούλ Οζκόκ αναφέρει για τον λευκό Τούρκο πως πρόκειται για ένα σύγχρονο άνθρωπο που κοιτά προς το δυτικό κόσμο και το δίκαιο και έχει μεγαλώσει με τις αρχές της Δημοκρατίας.

Στον αντίποδα βρίσκονται οι αποκαλούμενοι «μαύροι Τούρκοι», η κατώτερη κοινωνικά και οικονομικά τάξη χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Με άλλα λόγια οι επαρχιώτες, οι άνθρωποι που δεν έχουν ιδιαίτερη μόρφωση, δεν είναι τεχνοκράτες, ούτε έχουν ανέλθει στα ανώτερα πολιτικά αξιώματα.

Σύμφωνα με μερικούς, η δεύτερη αυτή κατηγορία ονομάζεται και «πράσινοι Τούρκοι», επειδή είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενοι και το πράσινο είναι το ιερό χρώμα του προφήτη. O Eρντογάν ανήκει στην δεύτερη κατηγορία, των μαύρων ή πράσινων Τούρκων που παρά την ταπεινή του καταγωγή, κατάφερε να ξεφύγει από την μοίρα του και σήμερα είναι ο απόλυτος άρχοντας.

Δεν είναι τυχαίο μάλιστα το γεγονός πως συχνά θα τον δείτε να φοράει πράσινη γραβάτα, όπως έπραξε και στην συνέντευξη που παραχώρησε στον δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά τον Δεκέμβριο του 2016, λίγες μόνο ώρες πριν επισκεφτεί την Ελλάδα. Με τον Κεμάλ έχουν αρκετά κοινά σημεία καθώς και οι δυο ήταν ταπεινής καταγωγής, η οποία επιθυμούσαν να παραμείνει μυστική.

Από ποδοσφαιριστής δήμαρχος Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1954, στην περιοχή Κασίμπασα της Κωνσταντινούπολης. Η οικογένειά του είχε τουρκική και λαζική καταγωγή και διέμενε αρχικά στην περιοχή της Ριζούντας, στην οποία επέστρεψαν όταν ο Ερντογάν ήταν ακόμα μωρό.

Η καταγωγή της οικογένειας είναι από την τουρκική φυλή των Bağatlιoğlu ή Bakatoğlu, τους οποίους εγκατέστησε στην περιοχή ο Σουλτάνος Μεχμέτ Φάτιχ (Μωάμεθ ο Πορθητής) όταν κατέκτησε την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.

Ο παππούς του Ερντογάν λεγόταν Τεγιούπ (Ταϊγίπ) Μεμίς Μπακάτογλου. Ο Τεγιούπ – που ήταν τουρκικής και λαζικής καταγωγής – είχε πολεμήσει εναντίον των ρωσικών στρατευμάτων, όταν είχαν καταλάβει τον ανατολικό Πόντο (μέχρι την Τραπεζούντα) και τραυματίστηκε στην περιοχή του Αρνταχάν. Γεωργιανής καταγωγής ήταν η Χαβουλί, η πρώτη σύζυγος του πατέρα του Ερντογάν. Λέγεται ότι το 2003 ο Ερντογάν σε μια κρίση ειλικρίνειας είχε δηλώσει πως η οικογένεια του κατάγεται από την Γεωργία και συγκεκριμένα από το Μπατούμι και μετανάστευσε στην Ριζούντα.

Όμως σε τηλεοπτική του συνέντευξη το 2014 ισχυρίστηκε πως με βάση τα τουρκικά αρχεία είναι καθαρός Τούρκος και όχι Γεωργιανός ή Αρμένιος. Η μητέρα του Ερντογάν και 2η σύζυγος του πατέρα του, ήταν Τουρκάλα και λεγόταν Τενζιλέ. Στα 13 του επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παράλληλα με τα μαθήματα σε μια από τις θρησκευτικές σχολές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (σχολές İmam Hatip) αναγκαζόταν να δουλεύει στον δρόμο πουλώντας κουλούρια και λεμονάδα για να εξασφαλίσει περισσότερα χρήματα, γεγονός που χαλύβδωσε τον χαρακτήρα του.

Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στην σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών του Ακσαράι, η οποία σήμερα ανήκει στο Πανεπιστήμιο Μαρμαρά. Οι σπουδές του παλαιότερα είχαν αμφισβητηθεί καθώς λέγεται ότι ασχολήθηκε ενεργά με τα πολιτικά και δεν πήρε ποτέ πτυχίο. Ταυτόχρονα, υπήρξε ποδοσφαιριστής σε τοπική ομάδα της πόλης. Προς τιμήν του το στάδιο της γειτονιάς του Κασίμπασα, έδρα της τοπικής ομάδας Κασίμπασα Σπορ Κουλουμπού, έχει πάρει το όνομα του.

Η ενασχόληση του με το ποδόσφαιρο «το όπιο του λαού και των μαζών» όπως το χαρακτηρίζουν πολλοί, προφανώς υπήρξε διδακτική για το πολιτικό του μέλλον. Ας μη λησμονούμε ότι μέχρι στιγμής στην πολιτική του καριέρα ο Τούρκος πρόεδρος αναζητά οπαδούς και όχι υποστηρικτές.

Την περίοδο των σπουδών του εισήχθη στην αντι-κομμουνιστική Εθνική Τουρκική Φοιτητική Ένωση, ενώ αργότερα έγινε μέλος του Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας.

Μετά το πραξικόπημα του 1980 ακολούθησε μαζί με τους υποστηρικτές του Ερμπακάν το Ισλαμιστικό Κόμμα της Ευημερίας, με το οποίο συμμετείχε στο τοπικό συμβούλιο του διαμερίσματος Μπεγιογκλού της Κωνσταντινούπολης.

Στις 27 Μαρτίου 1994 εκλέχθηκε Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης το Ισλαμικό Κόμμα της Ευημερίας κρίθηκε παράνομο από το Τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο.

Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν ο Ερντογάν έγινε ένας από τους κύριους ομιλητές. Τον Δεκέμβριο του 1997, σε διαδήλωση στην περιοχή του Σιίρτ, τον τόπο καταγωγής της συζύγου του, απήγγειλε ένα ποίημα του Τούρκου εθνικιστή ποιητή των αρχών του 20ου αιώνα Ζιγιά Γκιοκάλπ. Η δημόσια ανάγνωση του συγκεκριμένου ποιήματος θεωρήθηκε από το δικαστήριο ως προτροπή για τέλεση αδικήματος και υποκίνηση σε θρησκευτικό ή φυλετικό μίσος (άρθρο 312/2 του Τουρκικού Ποινικού Κώδικα).

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε παραίτηση από την θέση του δημάρχου το 1998 και τελικά να καταδικαστεί το 1999 σε δεκάμηνη φυλάκιση, η οποία συνοδεύτηκε από αφαίρεση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Η ποινή του ολοκληρώθηκε στις 24 Ιουλίου 1999. Φαίνεται πως μέχρι στιγμής ακολουθεί την πορεία του Χίτλερ, ο οποίος απέκρυπτε την καταγωγή του και πριν την άνοδο του στον θώκο της ναζιστικής Γερμανίας είχε βρεθεί στη φυλακή για το πραξικόπημα της μπυραρίας.

Το ισλαμικών καταβολών κόμμα του (AKP, Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) κέρδισε στις εκλογές του 2002, αλλά ο ίδιος δεν μπόρεσε να γίνει άμεσα Πρωθυπουργός, λόγω κωλύματος εκλογιμότητας. Πρωθυπουργός ορίστηκε αρχικά ο στενός του συνεργάτης Αμπντουλάχ Γκιουλ. Ο Ερντογάν έγινε ο 57ος πρωθυπουργός της Τουρκίας στις 14 Μαρτίου 2003.

Στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές του 2007 (22 Ιουλίου 2007) το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης πέτυχε μεγάλη νίκη με ποσοστό 46,54% και 340 έδρες. Ποσοστό 14,25% και 71 έδρες πήραν οι Γκρίζοι Λύκοι του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (το κόμμα του σημερινού συνεταίρου του Ντεβλέτ Μπαχτσελί).

Κατόπιν της νίκης αυτής, ο Ερντογάν ορκίστηκε ξανά πρωθυπουργός. Έπειτα από τη διεξαγωγή των εκλογών, στις 12 Ιουνίου 2011, το κόμμα του Ερντογάν πέτυχε και νέα νίκη, εξασφαλίζοντας αυτοδυναμία με ποσοστό 50,2%. Ο Ερντογάν έγινε έτσι ο δεύτερος πολιτικός που κερδίζει τρεις απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις στην τουρκική ιστορία, από το 1946.

Στις συγκεκριμένες εκλογές ήρθε και η ρήξη με τον Φετουλάχ Γκιουλέν με τον οποίο είχε συμπορευθεί κάποια χρόνια νωρίτερα με στόχο να χτυπήσει το κεμαλικό καθεστώς. Ο Γκιουλέν φέρεται να απαίτησε τη συμπερίληψη 100 υποψηφίων βουλευτών του στους συνδυασμούς του ΑΚP με τον Ερντογάν να του αρνείται. Την 9η συνεχόμενη εκλογική του νίκη πέτυχε στις πρώτες άμεσες προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 10 Αυγούστου 2014 με ποσοστό 52%.

Τότε προεκλογικά σε ομιλία του είχε χαρακτηρίσει τους Τούρκους ως Osmanlı torunu (απόγονοι των Οθωμανών). Το πραξικόπημα της 15ης Ιουνίου ήρθε για να δώσει την χαριστική βολή στις ήδη διαταραγμένες σχέσεις Ερντογάν Γκιουλέν αλλά και να αποτελέσει την αρχή για έντονο λαϊκισμό, επίκληση θρησκευτικών και εθνικιστικών αξιών με σκοπό την ενίσχυση του πολιτικού προφίλ του Τούρκου προέδρου και την ταυτόχρονη αποδόμηση όσων τον αντιμάχονται.

Η πολιτική ειρωνεία της βραδιάς του πραξικοπήματος είναι πως την στιγμή που οι στρατιωτικοί είχαν υπό τον έλεγχό τους τα κρατικά media, ο Ερντογάν χρησιμοποιούσε το Face Time προκειμένου, μέσω των  ιδιωτικών ΜΜΕ και του Twitter, να δηλώσει παρών και να καλέσει τους οπαδούς του σε αντίσταση! Τότε οι οπαδοί του κινητοποιήθηκαν, βγήκαν στους δρόμους, κατέλαβαν πλατείες και το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης όπως ζήτησε ο Ερντογάν (αλλά, μην ξεχνάμε, και όπως τους καλούσαν οι ιμάμηδες από τους μιναρέδες).

Λίγα χρόνια πριν κατά τις λαϊκές αντιδράσεις με επίκεντρο την πλατεία Γκεζί, ο Ερντογάν αντιμετώπισε αρκετά ιδιωτικά ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα, ιδιαιτέρως το δημοφιλές στη γείτονα Twitter, ως μέσα αντιτουρκικής προπαγάνδας, πλέον όμως αποφάσισε να κάνει ακριβώς το αντίθετο.

Εμινέ, η νέα «βαλιντέ σουλτάν» Η Εμινέ (το όνομα της στα τούρκικα σημαίνει έμπιστη) Γκιουλμπαράν, σύζυγος του Ερντογάν, γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1955 στο Ουσκουντάρ στη Κωνσταντινούπολη. Είναι Αραβικής καταγωγής της, η οικογένειά της κατάγεται από την νοτιοανατολική επαρχία Σιίρτ (όπου ζουν κυρίως Άραβες και Κούρδοι) και το μικρότερο παιδί μιας οικογένειας με πέντε παιδιά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ MYTILENEPRESS 

loading...