Η Ευρώπη είναι δεσμευμένη υπέρ της Ουκρανίας. Προς το παρόν…

 Για πόσο ακόμα θα στηρίζει η Ε.Ε. την Ουκρανία;

Γράφει ο Ivan Krastev

Αυτές τις ημέρες η Ευρώπη μού θυμίζει τις πρώτες εβδομάδες της πανδημίας: Ζούμε με την αίσθηση ότι το τέλος του κόσμου είναι προ των πυλών. Αλλά τη φορά αυτή, το άγχος για τα πυρηνικά όπλα της Ρωσίας έχει αντικαταστήσει τη συζήτηση για τον ιό.

Τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης είναι γεμάτα ζοφερούς τίτλους για ενεργειακές ελλείψεις, διαταραχές παροχής και διακοπές ρεύματος. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι ο πληθωρισμός και το κλιμακούμενο κόστος ζωής θα μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους σε διαμαρτυρίες. Ο αριθμός των μεταναστών που ήρθαν φέτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ήδη το ίδιο υψηλός με τον αριθμό εκείνων που ήρθαν από τη Συρία το 2015. Και η πολεμική μηχανή του Κρεμλίνου θα αυξήσει τα μεγέθη, καθώς η καταστροφή των υποδομών της Ουκρανίας αποστερεί ηλεκτρισμό και νερό από τους ανθρώπους εκεί.

Ωστόσο, ο χειμώνας του Βλαντιμίρ Πούτιν είναι απίθανο να δώσει τέλος στη δέσμευση της Ευρώπης απέναντι στην Ουκρανία. Οι συμμαχικές κυβερνήσεις μπορεί να αλλάξουν, αλλά οι κυρώσεις θα παραμείνουν σε ισχύ. Απλώς κοιτάξτε την Ιταλία, όπου η νεοεκλεγείσα ακροδεξιά κυβέρνηση έχει συνυπογράψει την ευρωπαϊκή θέση.

Η πλειονότητα των Ευρωπαίων είναι ηθικά εξοργισμένοι από τη βαρβαρότητα της Ρωσίας. Και οι πρόσφατες επιτυχίες του ουκρανικού στρατού προσθέτουν την ελπίδα στην οργή. Στην πραγματικότητα, καθώς οι Ουκρανοί σημειώνουν πρόοδο στο πεδίο της μάχης αυξάνεται και η υποστήριξη σε αυτούς. Αλλά ο πιο σημαντικός παράγοντας βρίσκεται, στην πραγματικότητα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Όταν ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν, ο στενότερος σύμμαχος του κ. Πούτιν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διακήρυξε πρόσφατα ότι “η ελπίδα για την ειρήνη ονομάζεται Ντόναλντ Τραμπ”, εξέφρασε κάτι που όλοι οι σύμμαχοι του κ. Πούτιν στην Ευρώπη έχουν αντιληφθεί: Μόνο μια αλλαγή στην αμερικανική πολιτική μπορεί να αλλάξει τη θέση της Δύσης απέναντι στην Ουκρανία. Η Αμερική και όχι η Ευρώπη είναι ο αδύναμος κρίκος όσον αφορά στη συνέχιση της υποστήριξης στο Κίεβο.

Αλλά ο πόλεμος αυτός δεν θα συνεχιστεί για πάντα. Και είναι στην ειρήνη παρά στις μάχη, που οι εντάσεις στην Ευρώπη θα φανούν ξεκάθαρες.

Υπάρχουν τρία διακριτά στρατόπεδα όσον αφορά στις σκέψεις για το πώς πρέπει να τελειώσει αυτός ο πόλεμος: οι ρεαλιστές, οι αισιόδοξοι και οι ρεβιζιονιστές. Εκπρόσωποι του καθενός εντοπίζονται μεταξύ πολιτικών και ψηφοφόρων σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά δεν εκπροσωπούνται εξίσου παντού: Στη Δυτική και τη Νότια Ευρώπη η συζήτηση γίνεται κυρίως μεταξύ ρεαλιστών και αισιόδοξων. Στην Ουκρανία και σε ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, είναι ανάμεσα σε αισιόδοξους και ρεβιζιονιστές. Η γεωγραφία και η ιστορία εξηγούν καλύτερα τις διαφορές. Οι Δυτικοευρωπαίοι φοβούνται κυρίως τον πυρηνικό πόλεμο. Οι Ανατολικοευρωπαίοι φοβούνται την επιστροφή της ρωσικής σφαίρας επιρροής στις χώρες τους σε περίπτωση ήττας της Ουκρανίας.

Οι λεγόμενοι ρεαλιστές πιστεύουν ότι στόχος της Ευρώπης πρέπει να είναι να μην κερδίσει η Ρωσία, να μην χάσει η Ουκρανία και να μην διευρυνθεί ο πόλεμος. Δείτε τις δηλώσεις του Προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, για αυτήν τη θέση. Με τη λογική αυτή, η Ουκρανία θα πρέπει να λάβει βοήθεια για να απελευθερώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της, αλλά μια ουκρανική νίκη θα πρέπει να έχει τα όριά της, γιατί η επιδίωξη αυτού του στόχου θα αύξανε πολύ τον κίνδυνο να χρησιμοποιήσει η Ρωσία τακτικά πυρηνικά όπλα. Το πιο προφανές όριο είναι ότι η Ουκρανία δεν θα πάει τόσο μακριά επιχειρώντας να ανακτήσει την Κριμαία, την οποία η Ρωσία προσάρτησε το 2014.

Οι ρεαλιστές θεωρούν δικαίως την τρέχουσα σύγκρουση ως πιο επικίνδυνη από την αμερικανο-σοβιετική αντιπαράθεση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, επειδή ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια σύγκρουση μεταξύ δύο δυνάμεων που και οι δύο πίστευαν ότι η ιστορία ήταν με το μέρος τους. Η Δύση τώρα αντιμετωπίζει έναν ηγέτη με νοοτροπία απόλυτης καταστροφής, στοιχειωμένο από το φάσμα ενός κόσμου χωρίς Ρωσία.

Το δεύτερο στρατόπεδο είναι οι αισιόδοξοι. Βλέπουν το τέλος του πολέμου όχι μόνο ως νίκη της Ουκρανίας αλλά ως το τέλος του Βλαντιμίρ Πούτιν. Υποστηρίζουν ότι η στρατιωτική ήττα της Ρωσίας και οι συνεχιζόμενες επιπτώσεις των κυρώσεων – που θα γίνουν μόνο πιο καταστροφικές – συνιστούν σαφείς ενδείξεις ότι ο χρόνος του Ρώσου προέδρου στην εξουσία είναι μετρημένος και υποστηρίζουν την απροθυμία του Προέδρου Βολοντιμίρ Ζελένσκι να διαπραγματευτεί με τον κ. Πούτιν. Οι θιασώτες αυτής της θέση, συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών Πρασίνων και των περισσότερων Ανατολικοευρωπαίων, θεωρούν ότι μόνο η απεριόριστη υποστήριξη στην Ουκρανία μπορεί να επιτύχει μια χρόνια ειρήνευση. Η Ρωσία δεν πρέπει απλώς να αναχαιτισθεί αλλά να ηττηθεί.

Οι ρεβιζιονιστές βλέπουν τον πόλεμο στην Ουκρανία όχι ως πόλεμο του κ. Πούτιν αλλά ως πόλεμο των Ρώσων. Για αυτούς, μόνη εγγύηση για ειρήνη και σταθερότητα στην Ευρώπη μετά το τέλος του πολέμου θα ήταν η μη αναστρέψιμη αποδυνάμωση της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένης της διάλυσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Υπερθεματίζουν τη στήριξη στα αυτονομιστικά κινήματα στη χώρα και ζητούν κρατηθούν μακριά από την Ευρώπη οι Ρώσοι, ανεξάρτητα από τις πολιτικές αλλαγές στη χώρα. Κατά την άποψή τους, ο πόλεμος που ξεκίνησε με τον ισχυρισμό του κ. Πούτιν ότι η Ουκρανία δεν υπάρχει πρέπει να τελειώσει με την οριστική διάλυση της ρωσικής αυτοκρατορίας. Η στρατηγική του “Τέλους της Ρωσίας” είναι, χωρίς να συνιστά έκπληξη, η πιο δημοφιλής σε χώρες που έχουν υποφέρει από την κυριαρχία της Μόσχας στο παρελθόν: την Πολωνία, τις δημοκρατίες της Βαλτικής και, φυσικά, την Ουκρανία.

Κάθε μία από αυτές τις σχολές σκέψης έχει τους εύλογους επικριτές της. Οι επικριτές της ρεαλιστικής προσέγγισης δικαίως επιμένουν ότι ο ρεαλισμός έχει ήδη δοκιμαστεί το 2015 μετά την εισβολή της Ρωσίας στην ανατολική Ουκρανία και δεν λειτούργησε. Οι μαγικοί ρεαλιστές υποφέρουν από ένα πλεόνασμα αισιοδοξίας ότι οι μέρες του κ. Πούτιν είναι μετρημένες. Επιπλέον, η αλλαγή καθεστώτος που επιθυμούν οι αισιόδοξοι είναι πιο δύσκολη στην πράξη. Πώς, τελικά, θα μπορούσαν να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις με βάση τους επιθυμητούς τους στόχους τους; Και οι εκκλήσεις των ρεβιζιονιστών για διάλυση ή παραμόρφωση της Ρωσίας θα μπορούσαν να έχουν το ακούσιο και ανεπιθύμητο αποτέλεσμα να δώσουν στους Ρώσους λόγους να πολεμήσουν σε αυτόν τον πόλεμο, κάτι που ο κ. Πούτιν απέτυχε να κάνει.

Όταν τα ρωσικά στρατεύματα βρίσκονταν στα περίχωρα του Κιέβου, οι διαφορές μεταξύ ρεαλιστών, αισιόδοξων και ρεβιζιονιστών δεν ήταν κρίσιμες. Ο μόνος στόχος ήταν να αποτραπεί η κατάρρευση της Ουκρανίας και να μην κατακτήσει ο κ. Πούτιν μία νίκη. Αλλά οι θρίαμβοι του ουκρανικού στρατού τους τελευταίους μήνες έχουν φέρει αυτές τις διαφορές πιο κοντά στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής συζήτησης. Οι αποκλίνουσες απόψεις για το πώς πρέπει να τελειώσει ο πόλεμος είναι ο πραγματικός κίνδυνος για την ευρωπαϊκή ενότητα και όχι οι απειλές του κ. Πούτιν. Αυτό θα το νιώσουμε ήδη από τον χειμώνα, όταν θα αυξηθεί η λαϊκή πίεση για έναρξη διαπραγματεύσεων με τη Μόσχα.

Οι αποκλίνουσες αφηγήσεις και οράματα για το επιθυμητό τέλος του πολέμου είναι τόσο φορτισμένα συναισθηματικά και ηθικά που οποιαδήποτε συμφωνία θα είναι οδυνηρά περίπλοκη. Αλλά χρειάζεται επειγόντως κάποιο κοινό πλαίσιο για μια επίλυση του ζητήματος του πολέμου. Χωρίς αυτό, ο φόβος των Ουκρανών ότι θα προδοθούν από τη Δύση και ο φόβος του κ. Πούτιν ότι η Ρωσία θα ταπεινωθεί στρατιωτικά τροφοδοτούν την ακραία κλιμάκωση.

* Ο Ivan Krastev είναι πρόεδρος του Κέντρου Φιλελεύθερων Στρατηγικών, μόνιμος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Επιστημών της Βιέννης και συγγραφέας του “Is It Tomorrow Yet? Paradoxes of the Pandemic”.

© 2022 Διατίθεται από το “The New York Times Licensing Group”

Αναδημοσίευση από το capital.gr

loading...