ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ AΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΠΛΟΙ ΛΑΪΚΟΙ ΜΕ ΟΣΙΟΤΗΤΑ ΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Γεννήθηκε τὸ 1889 στὸ χωριὸ Χρυσὸ κοντὰ στὰ Σάλωνα, ἀπὸ τὸν Εὐθύμιο καὶ τὴν Εὐσταθία. Σὲ μικρὴ ἡλικία ὠρφάνεψε ἀπὸ πατέρα.

Μὲ τὴ μητέρα του Εὐσταθία, τὴν ἀδελφή του Παρασκευὴ καὶ τὸν ἀδελφό του Γιάννη ἐγκαταστάθηκαν στὴν Κόρινθο καὶ ἀπὸ μικρὸς ἐργαζόταν ὡς ὑπάλληλος σὲ παντοπωλεῖο.

Ἀργότερα ἒκανε δικό του μικρὸ μαγαζὶ ποὺ πωλοῦσε τρόφιμα. Ἡ δικαιοσύνη του στὸ ζύγι ἦταν παροιμιώδης. Ἒβαζε λίγο παραπάνω γιὰ νὰ μὴν ζημιώνη τὸν πελάτη.

Ὁ ἀδελφός του σκοτώθηκε τὸ 1918 καὶ ἡ μητέρα του ἀπὸ τὴ στενοχώρια της ἔπαθε στὸ μυαλό. Ἐπίσης ἡ ἀδελφή του ἀρρώστησε, γιατί τὴ χτύπησε ἄγρια ἡ θεία της. Ὅλη τὴν ἡμέρα γύριζε στοὺς δρόμους μὲ ἕνα καλάμι καὶ τὸ βράδυ ἐρχόταν στὸ σπίτι γιὰ ὕπνο.

Ὁ Μῆτσος ὑπέμεινε τὶς βρισιὲς καὶ τὶς φωνὲς τῆς μητέρας του ἤρεμα καὶ χαμογελαστός. Τοῦ πετοῦσε στὸ πρόσωπο ὃ,τι εὕρισκε μπροστά της. Αὐτὸς πήγαινε, πλενόταν καὶ ὓστερα χαμογελαστὸς ρωτοῦσε τὴ μητέρα του ἂν θέλη κάτι.

Τὸν ἔβριζε μὲ τὰ χειρότερα λόγια λέγοντάς του: «Τοῦρκε, βάρβαρε, λύκε», καὶ αὐτὸς δὲν ἔλεγε τίποτε. Τοῦ ἔβαζε τὸ μαχαίρι στὸν λαιμό, καὶ αὐτὸς χαμογελαστὸς δὲν ἀντιδροῦσε.

Οἱ γείτονές του ἄκουγαν μέχρι ἀργὰ τὴ νύχτα τὶς φωνὲς τῆς μάννας του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΟΙΜΟΣ-ΑΘΗΝΑ

loading...