Προς αγιομάχους… (ή, οι Άγιοι είναι αλάθητοι;)

Τὸν τελευταῖο καιρὸ ἔχει ἐνταθεῖ ὁ πόλεμος ἐναντίον κάποιων Ἁγίων ἀγαπητῶν στὸ λαό, ὁ ὁποῖος τοὺς εὐσεβεῖται κι ἔχει εὐεργετηθεῖ ἀπὸ αὐτούς. Ἄνθρωποι συγκεκριμένων κύκλων, κρίνουν μὲ τὸ δικό τους ἰδιόρρυθμο τρόπο κάποιες πράξεις ἢ παραλείψεις τους καὶ σπέρνουν τὴν ἀμφιβολία στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἁγιομάχοι αὐτοί, ἢ ἔστω σκανδαλοποιοί, ἀγνοοῦν ‒ἢ καμώνονται πὼς ἀγνοοῦν‒ τὸ γεγονὸς πὼς μόνος ἀλάθητος εἶναι ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοι κάνουν λάθη, ἀκόμα καὶ σὲ θέματα Πίστεως. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι σύνηθες, οὔτε τοῦτο καθιστᾶ τοὺς ἁγίους αἱρετικούς, κάτω βέβαια ἀπὸ κάποιες προϋποθέσεις.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναγνωρίζει ὅτι μποροῦν οἱ Ἅγιοι νὰ διαπράξουν λάθη, ὄχι βεβαίως ἀπὸ «πονηρία γνώμης» (ὅπως οἱ αἱρετικοί), ἀλλά, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν αἱρετικὴ ἀσέβεια, κάπου ὑπερβάλλουν. Αὐτὸ ἀσφαλῶς δὲν σημαίνει ὅτι ἀποδεχόμαστε τὰ λάθη τους. Ἔχουμε ὅμως καὶ περιπτώσεις ποὺ οἱ Ἅγιοι προβαίνουν σὲ κάποια Οἰκονομία, σὲ θέμα ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν Πίστη, γιὰ νὰ ἀποτρέψουν κάποιο μεγαλύτερο κακό. Σὲ κάποιες ἄλλες περιπτώσεις παρατηροῦμε ἐναντιοφάνειες στὰ κείμενα κάποιων ἁγίων ποὺ ὅμως στὴν οὐσία δὲν ὑπάρχουν.

Ὁ Μ. Φώτιος ἀσχολήθηκε περισσότερο μὲ τὸ θέμα. Γράφει ὅτι «πολλοὶ ἅγιοι συνέβη νὰ πέσουν σὲ δογματικὰ σφάλματα γι’ αὐτὸ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας δὲν στηρίζεται σὲ μεμονωμένες γνῶμες ὡρισμένων ἁγίων, ἀλλὰ πρῶτα στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ κατόπιν στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδος καὶ τὴν ὁμοφωνία τῆς πλειοψηφίας τῶν Πατέρων».

Ὡς πρὸς τὸ γιατί ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει ἁγίους Του νὰ πλανηθοῦν καὶ νὰ κάνουν λάθη, ἔχουμε καὶ τὴν ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Βαρσανούφιου, ὁ ὁποῖος θέτει καὶ ἄλλους λόγους:

α)«Ἐπειδὴ δὲν ρώτησαν γιὰ τὸ συγκεκριμένο αὐτὸ θέμα τὸν Θεό, οὔτε καὶ προσευχήθηκαν ὅσο θὰ ἔπρεπε πρὶν ζητήσουν τὴν ἀπάντηση, ἀφοῦ «πᾶς ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει», σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή.

β) Ἐπειδὴ τὰ παρέλαβαν ἀπὸ παλαιότερους Γέροντες καὶ Ἁγίους καὶ δὲν κάθισαν νὰ ἐρευνήσουν, ἐὰν εἶναι ἢ ὄχι ἀλήθεια, ἔχοντας ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτούς.

γ) Γιὰ νὰ δείξει ὁ Θεός, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀκόμη καὶ οἱ Ἅγιοι, εἶναι πάντοτε πεπερασμένοι καὶ ἀτελεῖς καὶ δὲν μποροῦσαν σὲ καμμία περίπτωση νὰ καταλάβουν ὅλα τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος λέγει ὅτι, «ἐκ μέρους γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν».

δ) Γιὰ νὰ δείξει ὁ Θεὸς πάλι, ὅτι ἡ Πίστη μας εἶναι ζωντανή, ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ζῶσα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, δὲν παύει ποτὲ νὰ φωτίζει ὅποιον θέλει («τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὅπου θέλει πνεῖ») καὶ ὅποτε θέλει, γιὰ τίς ἀλήθειες τῆς Πίστεώς μας. Ἔτσι, ὅ,τι διαφεύγει σὲ κάποιον ἢ ἀφήνει ὁ ἕνας Ἅγιος, νὰ βρίσκει καὶ νὰ συμπληρώνει ὁ ἑπόμενος· καὶ ὅ,τι ἀφήνει ὁ ἑπόμενος, νὰ τὸ βρίσκει ὁ μεθεπόμενος, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Καὶ μὲ μιὰ λέξη ὅ,τι λένε οἱ πρῶτοι καὶ δὲν εἶναι ξεκάθαρο ἢ ὀρθὰ διατυπωμένο, ἔρχονται οἱ τελευταῖοι καὶ τὸ ἐπεξηγοῦν ἢ τὸ διορθώνουν, γιὰ νὰ δοξάζεται ἔτσι πάντοτε ὁ Θεός, μέσα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Του. Διότι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς καὶ τῶν πρώτων καὶ τῶν ἐσχάτων καὶ εἰς Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν» («Βίβλος Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου», σελ. 285-288).

Στὴ συνέχεια καταθέτουμε δύο κείμενα, ποὺ διαπραγματεύονται εὐρύτερα τὸ θέμα.

ΕΝΑΝΤΙΟΦΑΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΪΣΤΑΜΕΝΕΣ ΓΝΩΜΕΣ ΑΓΙΩΝ

‒Η λανθασμένη διατύπωση σε θέματα Πίστεως ή Παραδόσεως αποτελεί αίρεση;

‒Εἶναι πραγματικὰ οἱ ἅγιοι ἀλάθητοι;

Τοῦ ἀρχιμ. Εἰρηναίου Δεληδήμου

Εἶναι πραγματικὰ οἱ ἅγιοι ἀλάθητοι; Ἡ θεωρία περὶ τοῦ ἀλαθήτου τῶν «θεουμένων» ποὺ ἀναπτύσσεται …φαίνεται πειστικὴ καὶ εἶναι πραγματικὰ ὡραία. Θὰ θέλαμε εἰλικρινὰ ἔτσι νὰ εἶναι τὰ πράγματα. Ὅμως πρέπει νὰ ἐρευνήσουμε ἂν εἶναι ὄντως ἔτσι. Ἡ θεωρία φαίνεται πολὺ λογική, ἀλλὰ σ’ αὐτὰ τὰ θέματα ὑπεισέρχεται τὸ μυστήριο, ποὺ εἶναι ὑπὲρ λόγον.

Δὲν θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ δογματίσουμε γιὰ τὴ θέωσι ἐμεῖς ποὺ βρισκόμαστε πολὺ μακριὰ ἀπ’ αὐτή. Οὔτε ὅμως θὰ στηριχτοῦμε σὲ συγχρόνους εἰδικοὺς τῆς δογματικῆς θεολογίας, ἀφοῦ πρὸς τὸ παρὸν δὲν γνωρίζουμε ἂν ἀνήκουν στοὺς «θεουμένους». Θὰ ἀφήσουμε νὰ μιλήσουν οἱ μόνοι εἰδικοί, οἱ ἴδιοι οἱ ἀναχθέντες στὸ στάδιο τῆς θεοπτίας, οἱ ἀνεγνωρισμένοι ἅγιοι τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ἕνας ἀπὸ τοὺς «τρεῖς μεγάλους φωστῆρας τῆς τρισηλίου θεότητος», ἀναγνωρίζει ὅτι μποροῦν οἱ ἅγιοι νὰ διαπράξουν λάθη, ὄχι βεβαίως ἀπὸ «πονηρία γνώμης». Λέγει περὶ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Μεγάλου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας (+264, μνήμη 3η Ὀκτωβρίου), ὅτι στὸν ἀγῶνα του κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ Σαβελλίου ἔφθασε στὸ ἀντίθετο ἄκρο καὶ ὑπεστήριξε αἱρετικὲς ἰδέες ποὺ ἀργότερα χρησιμοποίησαν οἱ Ἀρειανοὶ καὶ Ἀνόμοιοι:

«Οὐ πάντα θαυμάζομεν τοῦ ἀνδρός ἔστι δὲ ἃ καὶ παντελῶς διαγράφομεν. Σχεδὸν γὰρ ταυτησὶ τῆς νῦν περιθρυλουμένης ἀσεβείας, τῆς κατὰ τὸ Ἀνόμοιον λέγω, οὗτός ἐστιν, ὅσα γε ἡμεῖς ἴσμεν, ὁ πρῶτος ἀνθρώποις τὰ σπέρματα παρασχών. Αἴτιον δέ, οἶμαι, οὐ πονηρία γνώμης, ἀλλὰ τὸ σφόδρα βούλεσθαι ἀντιτείνειν τῷ Σαβελλίῳ. Εἴωθα γοῦν ἀπεικάζειν ἐγὼ φυτοκόμῳ νεαροῦ φυτοῦ διαστροφὴν ἀπευθύνοντι, εἶτα τῇ ἀμετρίᾳ τῆς ἀνθολκῆς διαμαρτόντι τοῦ μέσου καὶ πρὸς τὸ ἐναντίον ἀπαγαγόντι τὸ βλάστημα. Τοιοῦτόν τι καὶ περὶ τὸν ἄνδρα τοῦτον γεγενημένον εὕρομεν. Ἀντιβαίνων γὰρ σφοδρῶς τῇ ἀσεβείᾳ τοῦ Λίβυος, ἔλαθεν ἑαυτὸν εἰς τὸ ἐναντίον κακὸν ὑπὸ τῆς ἄγαν φιλοτιμίας ὑπενεχθείς» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 32, 268-269).

Ἐλεγχθεὶς τότε ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἀπὸ τὸν σύγχρονό του ἐπίσκοπο Ρώμης Διονύσιο κατενόησε καὶ διόρθωσε τὰ λάθη του.

Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου Ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης (μνήμη τὴν 10η Ἰανουαρίου), τὸν ὁποῖον ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπεκάλεσε «ἄνδρα μετὰ τὸν ἀδελφὸ δεύτερον ἔν τε λόγοις καὶ τρόποις» προειδοποιεῖ ὅτι ὅσα ὁ ἴδιος γράφει στὸν «Ἀπολογητικὸν περὶ τῆς Ἑξαημέρου» δὲν πρέπει νὰ θεωροῦνται ἀλάθητα:

«Τὰ δὲ ἡμέτερα ὡς ἐν γυμνασίῳ τινὶ σχολαστικῶς ἐπιχειρούμενα τοῖς ἐντυγχάνουσι προκείσθω, μηδεμιᾶς μηδενὶ διὰ τούτων βλάβης προσγινομένης, εἴ τι παρὰ τὴν κοινὴν ὑπόληψιν ἐν τοῖς λεγομένοις εὑρίσκοιτο. Οὐ γὰρ δόγμα τὸν λόγον ποιούμεθα, ὥστε ἀφορμὴν δοῦναι τοῖς διαβάλλουσιν· ἀλλ’ ὁμολογοῦμεν ἐγγυμνάζειν μόνον ἑαυτῶν τὴν διάνοιαν, τοῖς προκειμένοις νοήμασιν, οὐ διδασκαλίαν ἐξηγητικὴν τοῖς ἐφεξῆς ἀποτίθεσθαι» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 44, 68).

Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἰδιαιτέρως ἀνέπτυξε τὸ θέμα αὐτὸ ὑπῆρξε ὁ Ἅγιος Φώτιος ὁ Μέγας, ἀντικρούοντας τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῶν Φράγκων ὅτι ὁ κάθε ἅγιος εἶναι ἀλάθητος.

Ὅσο κι ἂν φανῆ παράξενο, τὴν ἄποψι περὶ τοῦ ἀλαθήτου τῶν ἁγίων ὑπεστήριξαν πρῶτοι οἱ αἱρετικοὶ Φράγκοι. Ἐπειδὴ πίστευαν ὅτι στὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Ἀμβροσίου, Ἱερωνύμου καὶ Αὐγουστίνου βρῆκαν τὴν διδασκαλία περὶ τοῦ Filioque, καὶ ἐπειδὴ θεωροῦσαν τοὺς ἁγίους ἀλαθήτους ὑπεστήριξαν ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Filioque εἶναι ἀλάθητη καὶ πρέπει τὸ Filioque νὰ προστεθῆ ὁπωσδήποτε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως!

Ὁ Ἅγιος Φώτιος ἀπάντησε στοὺς ἰσχυρισμοὺς αὐτοὺς μὲ δύο περίφημα συγγράμματα: τὴν Ἐπιστολὴ «Τῷ Θεοφιλεστάτῳ, ἱερωτάτῳ ἀρχιερεῖ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ τῷ θαυμασιωτάτῳ καὶ περιωνύμῳ ἀρχιεπισκόπῳ καὶ μητροπολίτῃ Ἀκυλείας» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 102, 793-821) καὶ τὸν «Λόγον περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne, τόμ. 102, 280-400).

Οἱ ἀρχὲς ποὺ διατύπωσε ὁ μέγας Πατὴρ καὶ στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας μποροῦν νὰ συνοψιστοῦν στὰ ἑξῆς:

α) Πολλοὶ ἅγιοι συνέβη νὰ πέσουν σὲ δογματικὰ σφάλματα· γι’ αὐτὸ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας δὲν στηρίζεται σὲ μεμονωμένες γνῶμες ὡρισμένων ἁγίων, ἀλλὰ πρῶτα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ κατόπιν στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ τὴν ὁμοφωνία τῆς πλειοψηφίας τῶν Πατέρων.

β) Οἱ ἅγιοι ποὺ ἔπεσαν σὲ σφάλματα διαφέρουν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, διότι ἔσφαλαν μὲν ὡς ἄνθρωποι, δὲν ἐφιλονείκησαν ὅμως πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν ὅταν συνέβη νὰ ἐλεγχθοῦν. Ἀντιθέτως οἱ αἱρετικοὶ ἐμμένουν μὲ πεῖσμα στὴν πλάνη τους.

Ἂς δοῦμε ὅμως τὰ κείμενα τοῦ Ἁγίου Φωτίου:

«Ἡμεῖς δέ, ἐπεὶ καὶ ἄλλους τινὰς τῶν μακαρίων ἡμῶν Πατέρων καὶ διδασκάλων ἐν πολλοῖς τε ἄλλοις τῆς ἀκριβείας τῶν ὀρθῶν δογμάτων παρενεχθέντας καταλαμβάνοντες, τὸ μὲν παρενεχθὲν οὐ προσθήκην δεχόμεθα, τοὺς ἄνδρας δε ἀσπαζόμεθα…

Καὶ γὰρ καὶ Διοονύσιον τὸν Ἀλεξανδρείας τῷ χορῷ τῶν ἁγίων πατέρων συντάττοντες, τὰς ὑπ’ αὐτοῦ λεχθείσας πρὸς τὸν Λίβυν Σαβέλλιον Ἀρειανικὰς φωνὰς οὐμενοῦν οὐ συναποδεχόμεθα, ἀλλὰ καὶ παντελῶς ἐκτρεπόμεθα. Καὶ τὸν ἐν μάρτυσι μέγαν Μεθόδιον, ὃς τοὺς ἀρχιερατικοὺς τοῦ Πατάρων θρόνου ἐπηδαλιούχησεν οἴακας· ἔτι μὲν καὶ Εἰρηναῖον τοῦ Λουγδούνων ἐπίσκοπον, καὶ Παπίαν τὸν τῆς Ἱεραπόλεως· τὸν μέν, τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον ἀναδησάμενον· τοὺς δέ, ἄνδρας ὄντας ἀποστολικούς, καὶ τοῖς τοῦ βίου τρόποις θαυμάσιον ἐξαστράπτοντας. Ἀλλ’ οὔν, εἴ τί γε τῆς ἀληθείας ὠλιγώρησαν, καὶ παρηνέχθησαν φθέγξασθαι ἀπεναντίας τοῦ κοινοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ δόγματος, ἐν τούτοις μὲν οὐχ ἑπόμεθα· τῆς πατρικῆς δὲ τιμῆς καὶ δόξης οὐμενοῦν οὐδὲν αὐτῶν περικόπτομεν.

Ἐπιλείψει με ἡ ἡμέρα τοὺς ἄνδρας ἀπαριθμούμενον, οὓς τῇ μὲν τῶν Πατέρων τιμῇ σεμνύνομεν· ἐν οἷς δὲ τῆς ἀληθείας παρηνέχθησαν, οὐ μιμούμεθα» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne, τόμ. 102, 813-816).

Ὁ Ἅγιος Φώτιος γνώριζε πολὺ καλὰ τὰ συγγράμματα παμπόλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ εἶχε περιγράψει στὴν Μυριόβιβλό του. Γι’ αὐτό, ἀναφέροντας τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα καὶ πολλὰ ἄλλα, κατώρθωσε ἐπιτυχῶς νὰ ἀντικρούση τὸν ἰσχυρισμὸ τῶν Φράγκων ὅτι οἱ ἅγιοι εἶναι ἀλάθητοι.

Οἱ ὀρθολογιστὲς Φράγκοι προέβαλλαν τὸ σόφισμα: ἂν ἀναγνωρίζουμε κάποιον ὡς ἅγιο Πατέρα, πρέπει νὰ συμφωνοῦμε σ’ ὅ,τι εἶπε: ἂν δεχθοῦμε ὅτι εἰσηγήθη «δυσσεβῆ δόγματα», πρέπει νὰ τὸν ἀποκηρύξουμε ὡς αἱρετικό.

«Καὶ δεῖ», ἔλεγαν, «τοὺς ἱεροὺς Πατέρας μὴ δυσσεβείας ὑπάγειν ἐγκλήματι. Ἢ γὰρ εὐσεβῶς ἐδογμάτισαν καὶ χρὴ τοὺς ὅσοι Πατέρας αὐτοὺς ἐπιγράφονται, συμφρονεῖν αὐτῶν τῷ φρονήματι, ἢ τῶν δυσσεβῶν εἰσηγητὰς δογμάτων γεγονότας κἀκείνους μετὰ τοῦ φρονήματος ὡς ἀσεβεῖς ἀποπέμπεσθαι» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne, τόμ. 102, 344).

Τὸ σόφισμα ἔλεγε ὅτι, ἂν ἀποδοκιμάσουμε ὡρισμένες διδασκαλίες κάποιων ἁγίων, πρέπει νὰ ἀποδοκιμάσουμε καὶ τοὺς ἴδιους:

«Ἢ δεῖ τοὺς ἄνδρας τιμῶντας καὶ ἃ τούτοις γέγραπται μὴ παραγράφεσθαι, ἢ παραγραφομένους τῶν ρημάτων ἔνια καὶ αὐτοὺς ἐκείνους συμπαραγράφεσθαι» (τόμ. 102, 357).

Ἂν θέλεις νὰ βρῆς τὴν ἀλήθεια, «τὸν Δεσπότην αὐτὸν ἔχεις (δηλ. τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μέσα στὴν Ἁγία Γραφή)· τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων τὰς ψήφους· χορὸν θεοφόρων Πατέρων ἀριθμοῦ κρείττονα» (102, 817).

Θὰ ἔπρεπε, λέγει, νὰ ἀποδοκιμάσουμε τοὺς Πατέρες αὐτοὺς ὡς αἱρετικούς, μόνον ἂν τοὺς ἔγινε ἔλεγχος γιὰ τὰ σφάλματα καὶ δὲν μετενόησαν. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν αἱρετικῶν: ἡ πείσμων ἐμμονὴ στὴν πλάνη.

Θὰ τοὺς θεωρούσαμε λοιπὸν αἱρετικούς,

«εἰ μὲν διδαχθέντες μὴ μετέθεντο, εἰ τοῖς δικαίοις ἐλέγχοις οὐ μετεβάλλοντο». «Εἰ δὲ οἷα τὰ ἀνθρώπινα καίτοι τὰ ἄλλα τοῖς ἀρίστοις ἐνευθυμοῦντες ἢ ἀγνοίᾳ τινὶ περιέπεσαν ἢ παροράμασι ὑπηνέχησαν, οὐκ ἀντεῖπον δὲ διδασκόμενοι οὐδὲ πρὸς τὸ νουθετοῦν ἀπηυθαδειάσαντο, τί τοῦτο πρὸς σέ;» (102, 348).

Καὶ ἀλλοῦ ὁ Μέγας Φώτιος: «Ἔτι δέ, εἰ μὲν ὑπομνησθέντες περὶ τοῦ προκειμένου κεφαλαίου, τῶν εἰρημένων Πατέρων ἀντεῖπε τὸ σύνταγμα, καὶ πρὸς ἔνστασίν τινα καὶ ἀπείθειαν ἀπεθρασύναντο διέτεινάν τε τῇ αὐτῇ παρατροπῇ τῆς δόξης, καὶ ἐπ’ αὐτῆς τὸν βίον μετὰ τοὺς ἐλέγχους κατέστρεψαν, ἀνάγκη τούτους συναποβάλλεσθαι τῷ φρονήματι».

Ἂν δὲ γιὰ κάποια αἰτία ποὺ ἀγνοοῦμε ξέφυγαν ἀπὸ τὴν αὐθύτητα, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἤλεγξε κανείς, δὲν θὰ δεχθοῦμε τὰ σφάλματά τους, ἀλλὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε ὡς Πατέρες.

Ἀπὸ ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθ. Τρικαμηνᾶ

σὲ θέσεις τοῦ κ. Ἰ. Καρδάση

…Εἶναι ἀνάγκη προκειμένου νὰ ἀποδείξωμε ὅτι δὲν ὑπάρχει κατ’ οὐσίαν σύγχυσι καὶ ἀντίθεσις μεταξὺ τῶν ἁγίων, οὔτε ἀμφισβήτησι τῶν κειμένων τῆς Ἁγ. Γραφῆς, ἀλλὰ σύγχυσις ὑπάρχει κατ’ οὐσίαν μόνο μέσα μας, νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ δύο βασικὲς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.

1) Γνησία ἱερὰ Παράδοσις εἶναι ὅ,τι ἐπιστεύετο παντοῦ, πάντοτε καὶ ὑπὸ πάντων.

Τὸ παντοῦ ἔχει τοπικὴ ἔννοια καὶ σημαίνει τὴ γενικὴ πίστι καὶ ἀντίληψι τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω δηλαδὴ ἂν σὲ κάποιο σημεῖο τῆς γῆς ὑπάρχει ἀντίθετη ἄποψις ἐπὶ τοῦ θέματος ἀπὸ κάποιους. Δηλαδὴ ἡ γενικὰ ἐπικρατοῦσα πίστις καὶ ἀντίληψις ὑπερισχύει τῆς μερικῆς.

Τὸ πάντοτε ἔχει διαχρονικὴ ἔννοια καὶ σημαίνει τὴν γενικὴ πίστι καὶ ἀντίληψι τῆς Ἐκκλησίας στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἔστω καὶ ἂν σὲ κάποιες χρονικὲς περιόδους εἰσῆλθε διὰ τῆς πλάνης ἄλλη ἀντίληψις, ἡ ὁποία ἐν συνεχείᾳ καταπολεμήθηκε ὑπὸ τῶν ὁμολογητῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως π.χ. στὸ θέμα τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Μονοθελητισμοῦ, τῆς Εἰκονομαχίας κλπ.

Τὸ ὑπὸ πάντων ἔχει εἰδικὴ ἔννοια καὶ σημαίνει τὴν πίστι καὶ ἀντίληψι τῆς Ἐκκλησίας ὅπως διασώθηκε διὰ μέσου τῶν ἁγίων ἐν τῷ συνόλῳ των, ἔστω καὶ ἂν κάποιος μεμονωμένος ἅγιος ἔχει ἀντίθετη ἄποψι ἐπὶ τοῦ θέματος.

2) Ἐπὶ οἱουδήποτε θέματος ὑπερισχύει ἡ διδασκαλία τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπὸ τὴν ἐγκεκριμένη τοπική, καὶ τῆς ἐγκεκριμένης τοπικῆς Συνόδου ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν μεμονωμένων ἁγίων, καὶ τῶν ἁγίων ἀπὸ τὴν διδασκαλία οἱωνδήποτε ἄλλων θεολόγων, κληρικῶν κλπ. καί, τέλος, ἡ διδασκαλία καὶ ἡ γνώμη τῶν πλειόνων ἀπὸ τοὺς μεμονωμένους, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ οἱ μεμονωμένοι εἶναι θεολόγοι, κληρικοὶ κλπ. Αὐτὸ τὸ τονίζει στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Πηδαλίου ὁ ἅγ. Νικόδημος, προκειμένου νὰ λύση ἐκ τῶν προτέρων κάποιες ἐναντιοφάνειες.

Θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ τονίσωμε ὅτι ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐθεώρησε ποτὲ τοὺς ἁγίους ὡς ἀλανθάστους, ἀλλὰ μόνο τὶς ἐγκεκριμένες Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ὅταν λοιπὸν ὑπάρχει διισταμένη γνώμη γιὰ κάποιο θέμα μεταξὺ τῶν ἁγίων, μὲ βάσι τὶς δύο προαναφερθεῖσες ἀξιωματικὲς ἀρχὲς ἐπιλύεται αὐτομάτως, ἂν ἀναζητήσουμε τὴν διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τοῦ ἐν λόγῳ θέματος.

Ἡ διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὡς γνωστόν, ἐτίθετο ὡς βάσις καὶ ὡμολογεῖτο πίστις εἰς αὐτήν, προκειμένου, ὄχι νὰ ἐκφέρη γνώμη κάποια Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀλλὰ νὰ ἀρχίση τὶς ἐργασίες της. Ἔτσι λοιπόν, προκειμένου νὰ λύσουμε οἱοδήποτε πρόβλημα, τὸ ὁποῖο ἔχει σχέσι εἴτε μὲ τὴν πίστι καὶ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε μὲ τοὺς ἁγίους, εἴτε μὲ τὴν Ἁγ. Γραφὴ κλπ., εἶναι ἁρμόδιο νὰ γνωρίζωμε τὴν διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τοῦ θέματος καὶ μὲ αὐτὴ νὰ συνταυτιστοῦμε ἔστω καὶ ἂν διαφωνοῦν κάποιοι ἅγιοι ἡ θεολόγοι, κληρικοὶ κλπ.

Αὐτὴ ἡ διδασκαλία εἶναι κατὰ τὸν ἀπόστολο ὁ στῦλος καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας καὶ βάσει αὐτῆς γνωρίζουμε ἀκριβῶς τί πιστεύει ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὸν Ἅγ. Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο, τὸν Ἅγ. Κύριλλο κλπ.

Ἂν τώρα κάποιος ἅγιος ἡ πολὺ περισσότερο θεολόγος κλπ. διαφωνῆ καὶ ἔχει ἀντίθετο γνώμη, ἐμεῖς θεωροῦμε τὴ γνώμη του λανθασμένη καὶ προσωπική, ὄχι ἐκκλησιαστικὴ καὶ οὐδόλως δύναται νὰ ἀντιπαρατεθῆ στὴν διαχρονικὴ πίστι καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ τὴν ὑποσκελίση.

Ἕνα ἄλλο σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ προσέξωμε εἶναι το ὅτι οἱ ἅγιοι ἑρμηνεύουν τοὺς ἁγίους καὶ προσπαθοῦν νὰ ἑρμηνεύσουν ὀρθόδοξα τὰ δυσνόητα κείμενά τους, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρξη εἰς αὐτὰ ἐναντιοφάνεια μὲ τὴν διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ προσπαθοῦμε νὰ κάνωμε τὸ ἴδιο καὶ ὄχι νὰ τοὺς παρουσιάζωμε ὡς διαφωνοῦντας καὶ ἔχοντας διαφορετικὲς ἀπόψεις καὶ διδασκαλίες, διότι τότε δὲν οἰκοδομοῦμε τοὺς πιστοὺς ἀλλὰ τοὺς γκρεμίζουμε καὶ δὲν ὀρθοτομοῦμε, ἀλλὰ διχοτομοῦμε, τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Ἔτσι ἑρμηνεύει ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς τὸν Ἅγ. Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, τὸν ὁποῖο οἱ σύγχρονοι θεολόγοι μᾶς χαρακτηρίζουν ὡς ἀρειανίζοντα. Ἔτσι ἑρμηνεύουν οἱ πατέρες τὸ χωρίον τοῦ Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας «μία φύσις τοῦ Χριστοῦ σεσαρκωμένη», τὸ ὁποῖο οἱ Μονοφυσίτες ἑρμηνεύουν μὲ αἱρετικὸ τρόπο. Ἔτσι ἑρμηνεύει ὁ Ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης εἰς τὸν ὁποῖο οἱ σημερινοὶ θεολόγοι προσάπτουν πλῆθος αἱρέσεων.

Ἄκουσε ἀδελφέ, καὶ θαύμασε πὼς ὁ ὅσιος ἑρμηνεύει τὸν Ἅγ. Γρηγόριο φέροντας μάλιστα ὡς συνήγορο καὶ τὸν Ἅγ. Μ ᾶρκο τὸν ὁμολογητή, εἰς τὴν κατηγορία ποὺ οἱ σημερινοὶ θεολόγοι τοῦ προσάπτουν, ὅτι δηλαδὴ ἦτο ὑπέρμαχος τῆς θεωρίας τῶν Παπικῶν «περὶ τῆς τῶν πάντων ἀποκαταστάσεως» μὲ τὴν διεστραμμένη ἔννοια τοῦ τέλους τῆς κολάσεως τοῦ καθαρτηρίου πυρός, τῶν ἀξιομισθιῶν των ἁγίων κλπ.

Κατὰ τὸν ἴδιο ἐπίσης τρόπο ἑρμηνεύει ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης εἰς τὸ Πηδάλιο πλῆθος ἱερῶν κανόνων, οἱ ὁποῖοι φαίνονται νὰ εἶναι ἐνάντιοι σὲ ἄλλους καὶ μὲ θαυμάσιο τρόπο ἀποδεικνύει τὴν μεταξύ των συμφωνία παρὰ τὴν ἐξωτερικὴ ἐναντιοφάνεια. Ἡ βάσις δηλαδὴ σὲ ὅλα αὐτὰ εἶναι νὰ στηριχθοῦμε στὴν διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ οἱουδήποτε θέματος καὶ πρὸς αὐτὴν νὰ κατευθύνουμε τὶς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων.

Ἄν ὅμως ἑρμηνεύσωμε αὐτόνομα τοὺς ἁγίους ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα κατὰ τὸ δοκοῦν εἰς ἡμᾶς, τότε καὶ τοὺς ἁγίους θὰ παρουσιάσωμε ὡς διαφωνοῦντας μεταξὺ των καὶ σύγχυσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν θὰ προξενήσωμε καὶ ἀνάπαυσι ψυχικὴ δὲν θὰ ἔχωμε, διότι ἡ ἑρμηνευτική μας μέθοδος θὰ στηρίζεται εἰς τὸν ἐγωϊσμό. Βλέπεις ἀδελφέ, ὅτι εἰς τὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχει κανεὶς τὸ δικαίωμα νὰ διδάσκη τίποτε δικό του, οὔτε καὶ οἱ ἅγιοι, ἀλλὰ ὅλοι ὀφείλουν νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστι τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτὴ ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας ὑπαρχει καὶ γιὰ τοὺς ἁγίους, καὶ γιὰ τὰ πατερικὰ κείμενα καὶ γιὰ τὰ ὑμνολογικὰ κείμενα καὶ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο λατρεία κλπ. Ἂν τώρα κάποιος ἅγιος μὲ κάτι ἀπὸ αὐτὰ διαφωνῆ, ἐμεῖς ἁπλούστατα θεωροῦμε ὅτι ὡς ἄνθρωπος ἔκανε λάθος καὶ ἀκολουθοῦμε τὴν διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ὁποία συμφωνοῦν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἅγιοι. Ἐδῶ δηλαδὴ εὑρίσκει ἀρίστη ἐφαρμογή το «ἡ γνώμη τῶν πλειόνων κρατείτω», ποὺ ἔχει εἰπωθῆ στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ σὲ διαφόρους ἱεροὺς κανόνες τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ εἶναι σύμφωνος μὲ ὅλη τὴν ἱερὰ Παράδοσι

Πηγή εδώ : https://eugenikos.blogspot.com/search?q=%CE%94%CE%B5%CE%BB%CE%B7%CE%B4%CE%AE%CE%BC%CE%BF%CF%85

loading...