Την πλησίασα και τη ρώτησα: – Είστε από δω; – Μάλιστα! – Και τότε γιατί το κάνετε αυτό;

 «Ένα σούρουπο, καθώς ο ήλιος βασίλευε, πλησίασα το γερμανικό νεκροταφείο. Ήταν έρημο, με μόνο σύντροφο τις τελευταίες ηλιαχτίδες. 

Έκανα όμως λάθος. Υπήρχε εκεί μια ζωντανή ψυχή, μια μαυροφορεμένη ηλικιωμένη γυναίκα. 

Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα ν’ ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα. 

Την πλησίασα και τη ρώτησα:

– Είστε από δω;

– Μάλιστα!

– Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; 

Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν Κρητικούς.

Και Η απάντηση μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί:

– Παιδί μου, από την προφορά σου, φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ την περίοδο 1941-1944. 

Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης και έμεινα με το μονάκριβο γιο μου. 

Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο το 1943 και πέθανε σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης. 

Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν παιδιά μιας κάποιας μάνας σαν κι εμένα. 

Και ανάβω και στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να έρθουν εδώ κάτω. 

Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιου μου…»

(Κείμενο από έναν ελληνομαθή Γερμανό συγγραφέα που επισκέφθηκε το 1952 την Κρήτη).

loading...