Ποιος θα κρίνει ποια είδηση είναι ψευδής και ποια αληθής; Θα το κρίνει κάποιος; Και αν ναι, μέχρι να κριθεί ποιο είναι το αληθές, όλες οι αντίθετες ειδήσεις ή απόψεις θα θεωρούνται αιρετικές και «fake»;





Γράφει Κωνσταντίνος Φιλάνδρας  * —

 Τον Σεπτέμβριο του 2021, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο περιέχει πλήθος αλλαγών στον Ποινικό Κώδικα και στον κώδικα Ποινικής δικονομίας. Αυτό το οποίο αξίζει να σημειωθεί αρχικώς, είναι πως δεν πρόκειται για αλλαγές οι οποίες επιχειρούν να εκσυγχρονίσουν κάποιο παλαιό και παρωχημένο νομοθέτημα, καθώς ο νέος Ποινικός Κώδικας και Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τέθηκαν σε ισχύ τον Ιούλιο του 2019 και κατήργησαν τους παλαιούς αντίστοιχους κώδικες, άρα πρόκειται για νέα και σύγχρονα συστήματα διατάξεων, τα οποία αποτελούν τον καρπό πολυετούς διαβούλευσης και μελέτης.

Εν τούτοις, σε διάστημα μόλις δυο ετών από την θέση σε ισχύ των νέων κωδίκων, κρίθηκε από τη κυβέρνηση, αναγκαία η περαιτέρω τροποποίηση τους με κύριο γνώμονα την αυστηροποίηση αυτών. Όμως το εν λόγω νομοσχέδιο, φαίνεται να εμφορείται περισσότερο από πολιτικά κίνητρα, παρά επιστημονικά, με αποτέλεσμα με τις επικείμενες αλλαγές να συντελούνται βήματα πίσω, όσον αφορά τον θεσμό της δικαιοσύνης. Ο λόγος για αυτή την αίσθηση δικαιικής οπισθοδρόμησης, είναι ότι με το εν λόγω νομοσχέδιο, το οποίο εμφορείται από μια γενικευμένη τάση αυστηροποίησης και τιμώρησης, επιστρέφουν σε ισχύ διατάξεις που είχαν καταργηθεί από τον υφιστάμενο Ποινικό Κώδικα επειδή είχαν κριθεί παρωχημένες ή αντίθετες σε θεμελιώδεις Αρχές των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Δηλαδή δεν έχουμε να κάνουμε με πραγματικές αλλαγές, αλλά κυρίως με μια επαναφορά καταργημένων διατάξεων και γι’ αυτό το λόγο με μια οπισθοδρόμηση.

Η ανωτέρω αναφορά, ότι το εν λόγω νομοσχέδιο είναι αποτέλεσμα πολιτικών σκοπιμοτήτων και όχι επιστημονικής μελέτης (όπως θα έπρεπε), δεν είναι απλά μια αποστροφή του γράφοντος, αλλά αποκαλύπτεται στο από 24-09-2021 Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «Με το σχέδιο νόμου: Αποκαθίστανται αστοχίες του νέου Ποινικού Κώδικα που ψήφισε εσπευσμένα η προηγούμενη κυβέρνηση» (https://www.ministryofjustice.gr/?p=7575). Από αυτό το σημείο και μόνο, προκύπτει σαφής ο πολιτικο-κομματικός προσανατολισμός του εν λόγω νομοσχεδίου.

Αντικείμενο του παρόντος άρθρου, είναι η τροποποίηση του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο αφορά τη διασπορά ψευδών ειδήσεων και η τροποποίηση του οποίου, έχει προκαλέσει σωρεία αντιδράσεων γιατί με τον τρόπο τον οποίο εισάγεται, περιορίζεται το δικαίωμα του ανθρώπου στην έκφραση. Μάλιστα οι αντιδράσεις από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είναι καθολικές, ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού, κάτι το οποίο αποδεικνύει ακόμα περισσότερο τον αναχρονιστικό και εσφαλμένο πυρήνα της εν λόγω τροποποίησης.

Ας δούμε όμως πως ισχύει σήμερα το εν λόγω άρθρο και πως θα τροποποιηθεί με το νέο νομοσχέδιο.

Άρθρο 191 ΠΚ σε ισχύ: «1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους, με κίνδυνο να προκληθεί ζημία στην οικονομία, στον τουρισμό ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος της πράξης της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.»

Η εν λόγω διάταξη, τροποποίησε άρδην το άρθ.191 του παλαιού ΠΚ, που ίσχυε από το έτος 1985 και αντικαταστάθηκε από το νέο ΠΚ (4619/19). Με την εν λόγω ισχύουσα διάταξη, η διασπορά ψευδών ειδήσεων είναι αδίκημα αποτελέσματος και όχι διακινδύνευσης (όπως ήταν υπό το πρίσμα του προισχύσαντος ΠΚ), για την στοιχειοθέτηση του οποίου απαιτείται να επέλθει ο φόβος αορίστου αριθμού ανθρώπων, οι οποίοι λόγω αυτού του φόβου προβαίνουν σε μη προγραμματισμένες ενέργειες ή ματαιώνουν προγραμματισμένες ενέργειες, βλάπτοντας με τον τρόπο αυτό την ικανότητα λειτουργίας της δημόσιας τάξης. Δράστης της εν λόγω πράξης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε.

Το ισχύον άρθ.191 ΠΚ, κρίνεται επιεικέστερο του παλαιού άρθ.191 ΠΚ και περισσότερο συμβατό με τις ελευθερίες έκφρασης και λόγου, επειδή για την στοιχειοθέτηση του δεν αρκεί τα όσα διαδίδονται να είναι ικανά να προκαλέσουν ζημία, όπως ίσχυε παλαιότερα, αλλά απαιτείται να έχει επέλθει ζημία ή βλάβη της δημόσιας τάξης. Με τον τρόπο αυτό περιορίζεται η έκταση του αξιοποίνου και άρα περιορίζεται η έκταση της ποινικοποίησης των όσων αναφέρει κάποιος στα πλαίσια της άσκησης του Συνταγματικού δικαιώματος του στην έκφραση.

Αυτή η συμβατότητα του άρθ.191ΠΚ με τις ελευθερίες έκφρασης και λόγου είναι που μας ενδιαφέρει και αποτελεί τον πυρήνα αναζήτησης του παρόντος άρθρου. Εν τούτοις, με το νέο άρθρο 191 ΠΚ, το αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων μετατρέπεται και πάλι σε αδίκημα δυνητικής διακινδύνευσης, από αδίκημα αποτελέσματος που είναι σήμερα. Κάτι το οποίο σημαίνει ότι για την στοιχειοθέτηση του δεν απαιτείται να επέλθει κάποιο αποτέλεσμα, αλλά αρκεί να μπορεί να προκληθεί κίνδυνος. Αυτό συνεπάγεται υπερβολική επέκταση του αξιοποίνου και άρα περαιτέρω περιορισμό του δικαιώματος έκφρασης.

Αναλυτικότερα παρατίθεται παρακάτω το νέο άρθρο 191ΠΚ:

Άρθρο 191 ΠΚ νέου νομοσχεδίου: «1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις των προηγούμενων εδαφίων. 2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή».

Στην ουσία η εν λόγω τροποποίηση, αποτελεί επαναφορά της διάταξης όπως αυτή ίσχυε από το έτος 1985 έως και τον Ιούλιο του 2019 (με εξαίρεση την απάλειψη των φημών), όταν και αντικαταστάθηκε από το ισχύον άρθ.191ΠΚ. Πρόκειται δηλαδή για μια διάταξη η οποία έχει ήδη καταργηθεί και έχει κριθεί ξεπερασμένη από τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα. Αποτελεί μια επιστροφή στο παρελθόν. Μια επιστροφή σε μια παρωχημένη διάταξη η οποία περιστέλλει συνταγματικά και όχι μόνο δικαιώματα. Και μάλιστα πρόκειται για μια περιστολή η οποία είναι ακόμα μεγαλύτερη, εάν σκεφτούμε το μέγεθος διείσδυσης του ίντερνετ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ζώσα καθημερινότητα μας και στους τρόπους έκφρασης μας.

Συγκρίνοντας λοιπόν το ισχύον άρθρο 191 ΠΚ με την επικείμενη τροποποίηση του, προκύπτει ότι το ισχύον άρθρο περιορίζει τον τρόπο τέλεσης του εν λόγω αδικήματος, αφού απαιτεί να έχουν συμβεί περισσότερα πράγματα (φόβος και ματαίωση προγραμματισμένων ενεργειών ή τέλεση μη προγραμματισμένων ενεργειών). Στον αντίποδα αυτού, το νέο άρθ.191 ΠΚ δεν απαιτεί να έχει επέλθει κάποιο αποτέλεσμα από την διασπορά των ψευδών ειδήσεων, αλλά αρκεί να υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης φόβου των πολιτών στην οικονομία, στη δημόσια υγεία κλπ.

Επεκτείνει δηλαδή υπερβολικά το αξιόποινο. Το επεκτείνει ακόμα και σε πράξεις/ειδήσεις/απόψεις που δεν έχουν προκαλέσει κάποιο αποτέλεσμα, αλλά μπορούν να θεωρηθούν ικανές πρόκλησης του εν λόγω αποτελέσματος. Με αποτέλεσμα ο πολίτης να αναγκάζεται να σκεφτεί διπλά και τριπλά πριν εκφράσει μια άποψη (πιθανώς λανθασμένη, αλλά άποψη σε κάθε περίπτωση).

Αυτομάτως, αυτό το οποίο συνεπάγεται η επέκταση του αξιοποίνου, είναι ο περιορισμός του δικαιώματος έκφρασης του πολίτη. Ο περιορισμός του δικαιώματος ενημέρωσης. Πρόκειται για μια διάταξη που ήταν προβληματική ήδη στο παρελθόν. Όμως υπάρχουν κάποιες χαρακτηριστικές διαφορές ανάμεσα στο σήμερα και το τι συνέβαινε στο παρελθόν. Αν και πρόκειται για αδίκημα που μπορεί να το τελέσει ο οποιοσδήποτε, εν τούτοις είναι σαφές ότι ο δράστης προκειμένου να διασπείρει τις ειδήσεις, θα πρέπει να έχει στη διάθεση του ένα ακροατήριο που θα γίνει ο αποδέκτης αυτής της διασποράς.

Αυτό σημαίνει ότι υπό το πρίσμα της παλαιάς διασποράς ψευδών ειδήσεων, πριν την έλευση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της έκρηξης του διαδικτύου, αυτοί οι οποίοι τελούσαν το εν λόγω αδίκημα ήταν κυρίως δημοσιογράφοι, εκδότες εφημερίδων και πολιτικοί. Σε αυτό το συμπέρασμα θα φτάσει κάποιος αν ανατρέξει στη νομολογία για το εν λόγω αδίκημα.

Εν τούτοις, με την έκρηξη του διαδικτύου, με την διείσδυση του ίντερνετ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε κάθε έκφανση της ζωής μας, η εν λόγω διάταξη είναι προβληματική καθώς εν έτει 2021, έχουμε όλοι μας ακροατήριο (τους φίλους ή ακόλουθους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Mε αποτέλεσμα όλοι μας πλέον να πρέπει να προσέχουμε τι αναρτούμε, τι λέμε κλπ. Βέβαια, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν είναι η προσοχή των λεγόμενων μας που μας προβληματίζει, καθώς αυτή απαιτείται σε κάθε κοινωνική μας επαφή. Αυτό το οποίο προβληματίζει, είναι ότι δεν απαιτείται απλά να προσέχουμε τι θα λέμε ή τι θα αναρτούμε, αλλά απαιτείται αυτό που αναρτούμε να είναι σωστό και όχι «fake».

Σε αυτό το σημείο είναι που εγείρονται πλήθος αρνητικών αντιδράσεων για τον προσανατολισμό της εν λόγω διάταξης.

Ποιος θα κρίνει ποια είδηση είναι ψευδής και ποια αληθής;

Θα το κρίνει κάποιος;

Και αν ναι, μέχρι να κριθεί ποιο είναι το αληθές, όλες οι αντίθετες ειδήσεις ή απόψεις θα θεωρούνται αιρετικές και «fake»;

Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας, στην οποία η κάθε είδους πληροφορία και είδηση κινείται με ταχύτητες υπερηχητικές. Πλέον, ένα γεγονός ή μια είδηση έχει τη δυνατότητα να μεταφέρεται με κάθε είδους μέσο σε χρόνο ταχύτερο από ποτέ. Μέσω εφημερίδων, μέσω ραδιοφώνου ή τηλεόρασης, μέσω δημοσιογραφικών ιστοσελίδων στο διαδίκτυο, ακόμα και μέσω των προσωπικών σελίδων των πολιτών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία υπάρχει η δυνατότητα ανάρτησης της κάθε είδησης, από την οιαδήποτε ιστοσελίδα.

Και φυσικά το κάθε βιοτικό γεγονός που περιγράφεται σε μια είδηση, μπορεί να ιδωθεί από περισσότερες οπτικές γωνίες. Με έναν περίπατο στα περίπτερα ή μια διαδικτυακή βόλτα σε ειδησεογραφικούς ιστότοπους, θα δούμε την ίδια είδηση να αναφέρεται διαφορετικά από το κάθε μέσο. Αν ένας πολίτης αναρτήσει μια είδηση όπως την αντιλαμβάνεται η μειοψηφία και όχι η πλειοψηφία, θα θεωρηθεί ότι διασπείρει ψευδείς ειδήσεις;

Αλλά και η ίδια η είδηση αλλάζει πλέον σε χρόνο μηδενικό. Με την ταχύτητα μετάδοσης της πληροφορίας, αυτό που σήμερα είναι άσπρο, αύριο μπορεί να έχει γίνει μαύρο. Ποιος οριοθετεί λοιπόν ποιο είναι το αληθές και ποιο το «fake»;

Ποιος θα οριοθετεί ποια άποψη ή είδηση είναι ικανή να κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην οικονομία, στην δημόσια υγεία και ποια όχι; Μιας και η νέα διάταξη είναι τόσο αόριστη;

Η αντίθετη άποψη θα επιτρέπεται ή θα είναι αξιόποινη υπό το πρίσμα αυτής της τροποποίησης εάν θεωρηθεί ότι είναι ικανή να κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών σε έναν εκ των προαναφερόμενων τομέων;

Οι οικονομολόγοι θα μπορούν να καταθέτουν τις απόψεις τους σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Χώρας, ή θα πρέπει να ζητούν την άδεια από το Υπουργείο Οικονομικών;

Οι γιατροί;

Τι θα συμβαίνει εάν οι απόψεις του ενός επιστήμονα, διαφέρουν από τις απόψεις του άλλου;

Ο γράφων αντιλαμβάνεται τον λόγο για τον οποίο η κυβέρνηση προβαίνει στην εν λόγω τροποποίηση, η οποία είναι περισσότερο λογοκρισία και λιγότερο νομοθετική παρέμβαση. Ο λόγος λοιπόν γι’ αυτό είναι προφανώς η παραπληροφόρηση που υπάρχει (από όσους δεν επιθυμούν να υποβληθούν στο εμβόλιο) σχετικά με τους εμβολιασμούς για την καταπολέμηση του covid-19. Όμως η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου με την εν λόγω τροποποίηση, είναι πέρα για πέρα εσφαλμένη τόσο κοινωνικά όσο και δικαιικά.

Έχουμε καταφέρει ξανά σαν κοινωνία να πολωθούμε, να χωριστούμε σε στρατόπεδα με «ψεκασμένους» από τη μια και «μπολιασμένους» από την άλλη. Μια πόλωση και μια ορολογία που ο γράφων απεχθάνεται. Και φυσικά όπως σε κάθε πόλωση, αυτό το οποίο συμβαίνει είναι να μην υπάρχει δημόσια συζήτηση γιατί το κάθε στρατόπεδο έχει οχυρωθεί πίσω από τις αμετακίνητες απόψεις του, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εμφυλιακού κλίματος.

Στα πλαίσια αυτού του εμφυλιακού κλίματος επιστρατεύεται η εν λόγω λογοκρισία (τροποποίηση του άρθ.191ΠΚ), η οποία εφόσον γίνει νόμος του Κράτους, θα μπορεί φυσικά να χρησιμοποιηθεί κατά βούληση ανάλογα με το τι επιτάσσουν τα εκάστοτε κυβερνητικά συμφέροντα, σε οποιονδήποτε τομέα ενδιαφέροντος, περιορίζοντας υπέρμετρα την ελευθερία λόγου.

Θα έχει χάσει όμως η ελευθερία σε αυτή την περίπτωση. Γι’ αυτό κρίνεται αναγκαία η απόσυρση της τροποποίησης του άρθ.191 ΠΚ.

Αντί επιλόγου, παρατίθενται τα άρθρα του Συντάγματος, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που αναφέρονται στην ελευθερία λόγου και έκφρασης. Ώστε να λειτουργήσουν ως φάρος στη συγκριτική και κριτική θεώρηση της επικείμενης τροποποίησης.

Άρθ. 14 Συντάγματος: «Kαθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Kράτους».

Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – «Άρθρο 11 (Ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης): 1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών και αδιακρίτως συνόρων. 2. Η ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και η πολυφωνία τους είναι σεβαστές».

Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Άρθρο 19: «Καθένας έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης, που σημαίνει το δικαίωμα να μην υφίσταται δυσμενείς συνέπειες για τις γνώμες του, και το δικαίωμα να αναζητεί, να παίρνει και να διαδίδει πληροφορίες και ιδέες, με οποιοδήποτε μέσο έκφρασης, και από όλο τον κόσμο».

https://www.mcaounilaw.gr

loading...