Κάποτε ζούσε σε ένα μοναστήρι στο Θιβέτ, ένας πολύ σοφός μοναχός με τους

μαθητές του. Ήταν ξακουστός για τις διδασκαλίες του και πολλοί από τους μαθητές

του έγιναν εξαιρετικοί δάσκαλοι.

Μία μέρα, έγινε γνωστό ότι ένας από τους μαθητές του, έκλεβε τους υπόλοιπους

μαθητές. Έτσι οι μαθητές έσπευσαν στο μοναχό για να παραπονεθούν. Όμως

εκείνος δεν έκανε τίποτα.

Μερικές μέρες αργότερα, ο νεαρός μαθητής ξανά έκλεψε από τους συμμαθητές

του. Ο σοφός μοναχός, όμως και πάλι δεν έκανε τίποτα για να τον τιμωρήσει.

Αυτό εξόργισε τους υπόλοιπους μαθητές. Ετοίμασαν μία γραπτή αναφορά και την

πήγαν στο μοναχό, ζητώντας του να διώξει το συμμαθητή τους που έκλεβε,

διαφορετικά θα έφευγαν όλοι από το μοναστήρι .

Ο μοναχός τότε κάλεσε τους μαθητές και τους είπε: «Είστε καλά παιδιά, όμως

κανείς δε μπορούμε πάντα να καταλάβουμε το σωστό και το λάθος. Αν φύγετε,

είμαι πολύ σίγουρος ότι θα βρείτε άλλη σχολή να συνεχίσετε τα μαθήματα σας

πολύ γρήγορα. Αλλά με τον αδελφό σας τι θα γίνει; Ποιος θα βρεθεί να του μάθει τι

είναι σωστό και τι λάθος; Ποιος θα τον διδάξει αν εγώ δεν το κάνω; Δε μπορώ να

του ζητήσω να φύγει, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα φύγετε όλοι σας.»

Ο μαθητής που έκλεγε, ακούγοντας τα λόγια του δασκάλου του από μία γωνιά,

ξέσπασε σε δάκρυα. Από τότε δεν ξανά έκλεψε και αργότερα στη ζωή του έγινε

γνωστός για την ακεραιότητά του.

Πηγή: alltimeshortstories.com

loading...