Λέει,θέλω να σου πω κάτι. όχι του λέω. ξέρω. η Διονυσία έφυγε.

 Ηταν Σεπτέμβριος 2005..ήταν η μέρα που θα πήγαινα τον μικρό μου αδερφό σχολείο για να κάνουν αγιασμό.  έπρεπε να ξυπνήσω στις 8 για να ετοιμαστούμε και να πάμε σχολείο. η ώρα λοιπόν ήταν περίπου 6. κοιμόμουν.. η Διονυσία,φίλη μου καλή και αδερφικη,είχε ένα προβλήμα υγείας κ ήταν στο νοσοκομείο. σοβαρό προβλήμα. όπως σας είπα, κοιμόμουν,και ήρθε στον ύπνο μου,ήταν ντυμένη με ένα λευκό φόρεμα,ξανθιά δύο μέτρα κοριτσαρος,με ένα λευκό στεφάνι από λουλούδια,μέσα σε ένα χωράφι καταπρασινο,ένα πανέμορφο τοπίο,με μια ελιά τόσο όμορφη και μεγάλη,ο ουρανός καταγαλανος,και γενικά ένα τοπίο απίστευτα όμορφο. η φίλη μου λοιπόν ήταν κάτω από την ελιά,και την έβλεπα χαρούμενη κ ήρεμη,να μου λέει,πως είναι καλά,και πως δεν θέλει να στεναχωριέμαι. ήταν τόσο σύντομο όνειρο,δύο κουβέντες όλες κ όλες. ξύπνησα..πετάχτηκα από το όνειρο που έβλεπα, γιατί με ξύπνησε η καμπάνα της εκκλησίας που χτυπούσε πενθιμα. σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στην μάνα μου κ την ξύπνησα κ την ρώτησα αν άκουσε την καμπάνα. μου είπε όχι,και να πάω πάλι για ύπνο γιατί είναι έξι το πρωί. μάνα της λέω,η Διονυσία έφυγε. Πέθανε. τράβα για ύπνο μου λέει. όνειρο θα είδες. ήμουν ανήσυχη. ξανά έπεσα να κοιμηθώ για να σηκωθώ στις οχτώ να ετοιμαστώ για το σχολείο. ξύπνησα,ετοιμάστηκα,κ κάλεσα ταξί για να φύγω με τον μικρό. μόλις ήρθε ο ταξιτζής,φίλος οικογενειακός κ δικός μας κ της φίλης μου,μου λέει,θέλω να σου πω κάτι. όχι του λέω. ξέρω. η Διονυσία έφυγε. μου απαντά ναι. πως το ξέρεις; στις έξι το πρωί έφυγε. κ εκεί λιποθύμησα. 

έχουν περάσει χρόνια κ ακόμα την θυμάμαι όπως την είδα στο όνειρο μου κ όχι όπως ήταν στην πραγματικότητα λόγο της αρρώστιας. όταν την σκέφτομαι,την βλέπω με τα λευκά μες στο λιβάδι ήρεμη κ χαρούμενη.. ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας. οι άνθρωποι που αγαπάμε κ μας αγαπούν, βρίσκουν τρόπο να μας μιλούν όπου κ αν είναι..

loading...