Το ιδεολόγημα της Τουρκίας για την «γαλάζια πατρίδα»

 Στους δύο αιώνες που μεσολάβησαν από την Ελληνική Επανάσταση μέχρι σήμερα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της εξωτερικής πολιτικής τόσο της χώρας μας όσο και της γείτονος. Μέσα από την υιοθέτηση του «Στρατηγικού Ανταγωνισμού» οι δύο χώρες βρίσκονται σε κατάσταση που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ελατήριο το οποίο πότε συμπτύσσεται και πότε επεκτείνεται, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαστήματα μεγάλων εντάσεων και μικρών διαλειμμάτων αποσυμφόρησης της έντασης.

Οι πρόσφατες προσπάθειες της Άγκυρας να δυναμιτίσουν το σκηνικό στην Ανατολική Μεσόγειο περιλάμβαναν ενέργειες τόσο χερσαίες όσο και δια της θαλάσσης. Το ιδεολόγημα της Τουρκίας για την «γαλάζια πατρίδα» που επιθυμεί την συνδιαχείρηση του Αιγαίου και την αποφυγή της μετατροπής του σε «ελληνική λίμνη» γέννησε ένα μεθοδευμένο σχέδιο που ήθελε την διοχέτευση λαθρομεταναστών και προσφύγων προς τα ελληνικά παράλια, την προσπάθεια παραβίασης των ελληνικών χερσαίων συνόρων στον Έβρο με την δημιουργία οργανωμένων εντάσεων από λαθρομετανάστες, την έκδοση συνεχών παράνομων NAVTEX και την πλεύση του τουρκικού σεισμογραφικού ORUC REIC εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και την απειλή παραβίασης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας με την αναγγελία γεωτρήσεων από την Τουρκία. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή της σκληρής ισχύος από την πλευρά της Τουρκίας μέσω της απειλής βίας, είχε ως στόχο τον εκφοβισμό της Ελλάδας, η οποία θα υπέκυπτε στην άσκηση των τουρκικών πιέσεων, ώστε τελικά να συρθεί σε μια διαπραγμάτευση από μειονεκτική θέση, καταλήγοντας σε μια κακή και ζημιογόνα για τα ελληνικά συμφέροντα συμφωνία.

Η αντίδραση της χώρας μας στις τουρκικές παράνομες ενέργειες ήταν άμεση, τόσο σε στεριά όσο και στην θάλασσα. Η Ελλάδα ανήγαγε το θέμα της παραβίασης των ελληνικών συνόρων σε παραβίαση των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξασφαλίζοντας την υποστήριξη της τελευταίας και κατ’ επέκτασιν την απομάκρυνση των «ταραξιών» και την επαναφορά τους στο εσωτερικό της Τουρκίας. Ταυτόχρονα η απάντηση στις θαλάσσιες προκλήσεις ήταν καίρια, με το ελληνικό ναυτικό να είναι έτοιμο να αποκρούσει μια ενδεχόμενη τουρκική επίθεση.

Όμως οι κινήσεις που υπήρξαν καθοριστικές για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν εκείνες της ελληνικής διπλωματίας. Η Ελλάδα κατάφερε μέσα σε ένα χρόνο να συνάψει συμφωνίες με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Ιορδανία, αποκτώντας ισχυρούς συμμάχους στην περιοχή και να κατοχυρώσει την αρωγή της ισχυρότερης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε στρατιωτική ισχύ, της  Γαλλίας. Η πίεση του Παρισιού στα κράτη-μέλη της ΕΕ και η συγκράτηση της μετριοπαθούς στάσης της Γερμανίας έδωσαν αρκετό χρόνο στη χώρα μας για να οργανώσει την διπλωματική της αντεπίθεση. Παράλληλα, η συμφωνία για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού στρατιωτικού εξοπλισμού με την ενίσχυση της Πολεμικής Αεροπορίας με 18 μαχητικά αεροσκάφη RAFALE (τα οποία θα προμηθευτεί η Ελλάδα άμεσα και όχι σε 7 ή 10 χρόνια, όπως συνέβαινε στο παρελθόν) φέρνει την ελληνική αεράμυνα σε θέση ισχύος.

Εάν μέσα σε όλα τα ανωτέρω προσθέσουμε και την σκληρή στάση που κράτησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά της Τουρκίας, την επιβολή σημαντικών κυρώσεων για την τουρκική αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400, την καθημαγμένη τουρκική οικονομία, την έλλειψη επενδύσεων και την απειλή της απομάκρυνσης της ευρωπαϊκής προοπτικής για την Τουρκία συμπεραίνουμε ότι όσο κι αν η τελευταία επιθυμούσε και επιθυμεί να παρουσιάσει εαυτόν ως μια αταλάντευτη δύναμη, τα στοιχεία που παραθέσαμε έχουν αντίθετη γνώμη.

Δεν είναι λοιπόν παράξενη η αλλαγή στάση και η νωπή επιθυμία της Άγκυρας δια στόματος Ερντογάν και Τσαβούσογλου για επαναφορά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τη χώρα μας και για την προσπάθεια εξεύρεσης μιας κοινά αποδεκτής λύσης στο Αιγαίο. Οι ευρωτουρκικές λοιπόν σχέσεις βρίσκονται σε οριακό σημείο, οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας μετά και από την εκλογή Μπάιντεν επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο και ο χρόνος για την Τουρκία δεν κυλάει υπέρ της.

Βέβαια δε θα πρέπει έστω και προς στιγμήν να πιστέψουμε ότι η γειτονική μας χώρα παρουσιάζει μεταμέλεια ή ότι επιθυμεί να συνθηκολογήσει και να ξεχάσει αμφισβητήσεις, γκρίζες ζώνες και Κυπριακό. Το πιθανότερο είναι να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει ως ανάχωμα την Ευρωπαϊκή της προοπτική και την απειλή εξαπόλυσης ορδών λαθρομεταναστών προς τα Ευρωπαϊκά σύνορα. Ήδη από την πρώτη κιόλας στιγμή προσπαθεί να ανεβάσει τους τόνους και να δημιουργήσει ψυχροπολεμικό κλίμα χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα και υποστηρίζοντας ότι έχει αδικηθεί καταφανώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση που επιθυμεί να την «φυλακίσει» στα τουρκικά παράλια.

Σ’ αυτές τις ιστορικής σημασίας στιγμές, η Ελλάδα θα πρέπει να σταθεί ακλόνητη στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας αλλά και να παροτρύνει τόσο κυρίως την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και την Αμερική να δεχθούν ότι είναι προς το συμφέρον τους η Ελληνική ΑΟΖ να εφάπτεται της Κυπριακής που εφάπτεται με εκείνη του Ισραήλ και της Αιγύπτου, δημιουργώντας μια εναλλακτική δίοδο της Δύσης προς τη Μέση Ανατολή, παρακάμπτοντας την Τουρκία, η οποία πιστεύει ότι μπορεί να πιέσει την Δύση, εκμεταλλευόμενη την γεωπολιτική της θέση.

Γράφει η Μαρία – Έλλη Κουτσουβέλη,

Πολιτικός Επιστήμων – Διεθνολόγος

loading...