Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο και η απόλυτη τεχνολογική φαντασίωση που έγινε πραγματικότητα

 

Η κυβέρνηση, με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, πέτυχε την απόλυτη τεχνολογική φαντασίωση: Τη χρονομετάθεση 134 χρόνια, ακριβώς, πριν την αιματοβαμμένη εξέγερη των εργατών του Σικάγο, την 1η Μάη, που σηματοδότησε το εναρκτήριο λάκτισμα της βασικότερης κοινωνικής σύγκρουσης που θα καθόριζε εφεξής τις εξελίξεις. Αυτό της το αναγνωρίζουμε…

Νομοθετούν για πρώτη φορά στη χώρα μας τη 10ωρη εργασία, 134 χρόνια μετά την απεργία του Σικάγο και ακριβώς 100 χρόνια ύστερα από την πρώτη νομοθέτηση του 8ωρου στην Ελλάδα.

Το νομοσχέδιο που τιτλοφορείται «Ρύθμιση θεμάτων της αγοράς εργασίας» έρχεται να αντικαταστήσει τον νόμο 1264/82, ένα νομοθέτημα των πρώτων χρόνων της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ επί Ανδρέα Παπανδρέου, που παραμένει ενεργός έως σήμερα. Μία κίνηση που καμία άλλη κυβέρνηση δεν έχει επιχειρήσει, έκτοτε.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του: «κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, επιχειρήσεις θα μπορούν να απασχολούν εργαζομένους ως 10 ώρες ημερησίως, κατά μέγιστο, χωρίς πρόσθετη αμοιβή, εφόσον εντός του ίδιου 6μήνου εξοφλούν τις ώρες με αντίστοιχη μείωση ωρών ή ρεπό ή ημέρες άδειας». Παράλληλα, προβλέπεται «προσθήκη επιχειρήσεων και εργασιών στη λίστα που ήδη επιτρέπει την εργασία την Κυριακή».

Είναι σαφές από αυτή τη διατύπωση ότι θεσμοθετούνται αφενός απλήρωτες υπερωρίες, που θα «καλύπτονται» με ρεπό ή άδειες, ενώ επεκτείνεται για άγνωστο αριθμό κλάδων η κατάργηση του 5νθήμερου μέσω της εργασίας την Κυριακή. Επίσης, αυξάνει τουλάχιστον κατά 20 ώρες την εβδομάδα ο χρόνος εργασίας, δίχως μάλιστα αντίστοιχη αύξηση των αποδοχών. Μάλιστα το πόσο θα μεγαλώσει ο εργασιακός χρόνος δεν μπορεί καν να υπολογιστεί, αφού στην εισήγηση του νομοσχεδίου γίνεται λόγος για «αύξηση των ωρών των νόμιμων υπερωριών».

Επί πλέον, για τη συνδικαλιστική δράση διευρύνεται το πεδίο με βάση το οποίο μία απεργία μπορεί να κριθεί παράνομη από τα δικαστήρια. Αυτό, ενώ, ήδη, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό απεργιακών κινητοποιήσεων που προσβάλλονται δικαστικά κρίνονται «παράνομες και καταχρηστικές». Επανέρχεται, ουσιαστικά, η απαγόρευση της απεργίας στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ, στα ΝΠΔΔ και στους περισσότερους συγκεντρωμένους εργασιακούς χώρους, 44 χρόνια μετά τον μαύρο νόμο του Λάσκαρη. Επίσης, αλλάζει ο κανονισμός για το προσωπικό ασφαλείας σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Όπως σημειώνεται: «το προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας, που πρέπει να εξακολουθεί να εργάζεται σε περίπτωση απεργίας στις επιχειρήσεις που η λειτουργία τους είναι κρίσιμη για το κοινωνικό σύνολο, στο δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, ορίζεται σε τουλάχιστον 40%». Μάλιστα ο μη ορισμός του προσωπικού ασφαλείας θεωρείται ποινικά κολάσιμη πράξη.

Το νομοσχέδιο  αναφέρει επίσης : “…καθίσταται προϋπόθεση για την άσκηση συνδικαλιστικού δικαιώματος, η απογραφή στο ήδη νομοθετημένο Γενικό Μητρώο”, δηλαδή εγκαινιάζει ένα κυνήγι απέναντι στα συνδικάτα, δημιουργώντας ανοιχτό μηχανισμό φακελώματος σε όσους εργαζόμενους επιλέγουν να οργανωθούν. Επιδιώκουν να φτιάξουν ένα αρχείο συνδικαλισμένων εργαζομένων, το οποίο θα είναι στη διάθεση του υπουργείου και της εργοδοσίας.

Μειώνεται, ακόμα, περισσότερο ο μέσος μισθός, επεκτείνεται η “ευελιξία” και παράλληλα αναβαθμίζεται ως υπέρτατος ρυθμιστής ο Οργανισμός, όπου πλειοψηφούν το κράτος και η εργοδοσία (ΟΜΕΔ), δηλαδή δίνει το τελειωτικό χτύπημα στη λειτουργία του ΣΕΠΕ και απαξιώνει τη διαδικασία επίλυσης εργατικών διαφορών εις βάρος των εργαζομένων.

Και στον νεοφιλελεύθερο αυτόν παροξυσμό προστίθεται η κατάργηση του β ́ βαθμού διαιτησίας, αναγνωρίζονται οι ΣΣΕ υποκλάδου για μεγαλύτερη οικονομική ευελιξία και ασυδοσία των επιχειρήσεων, προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση του εργατικού κόστους και ,εν τέλει ,προβλέπεται fast track διαδικασία δικαστικού ελέγχου των προσβαλλόμενων διαιτητικών αποφάσεων.

Είναι σαφές ότι, αντιστικτικά με τον νέο πτωχευτικό κώδικα, γίνεται μια επαίσχυντη προσπάθεια, εν μέσω πανδημίας, να ποδοπατηθούν κεκτημένα εργατικά δικαιώματα χρόνων, που αποκτήθηκαν με αίμα και αγώνες. Και είναι τόσο επαίσχυντη αυτή η προσπάθεια όσο και ο χρόνος που επελέγη, που η αγορά εργασίας είναι αποδιαρθρωμένη και, λόγω πανδημίας, οι συνθήκες είναι αποτρεπτικές για κοινωνικές αντιδράσεις.

Να είναι, όμως, σίγουροι, ότι το νήμα, που μας ενώνει με την εξέγερση του Σικάγου, είναι δυνατό και τεντωμένο, γιατί το μήνυμά της παραμένει, πεισματικά, ατόφιο και αναλλοίωτο, γιατί έτσι παραμένει και η μήτρα που τη γέννησε.

Γιατί, έτσι γίνεται νομοτελειακά. Κάθε φορά που η αντίδραση νομίζει ότι έσβησε με την γομολάστιχά της τις πολιτικές και εξεγερτικές παρακαταθήκες των ανθρώπων, πάντα έρχεται η στιγμή που βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με τον γενικό νόμο κίνησης της Ιστορίας: Είναι αυτή η σπειροειδής ιστορική κίνηση που, παρά τα πισωγυρίσματα, τα ξεστρατίσματα και τις ήττες, το κάθε προηγούμενο κοινωνικό άλμα θα αποτελεί τον βατήρα και το έδαφος για το επόμενο, πιο στέρεο άλμα.

https://www.mcaounilaw.gr

loading...