Ο παγκόσμιος Νίκος Καζαντζάκης (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και ο Καπετάν Μιχάλης)

-Γράφει η Κίττυ Παπαδοπούλου*  

Οι μεγαλοι διανοουμενοι διατυπώνουν τις απόψεις τους για την κοινωνία-εθνος μέσω μιας τεκμηριωμένης φιλοσοφικής ανάλυσης με συλλογιστικές και επιχειρήματα

Ο Νίκος Καζαντζάκης δοκιμάστηκε από νωρίς στον χώρο της φιλοσοφίας με την Ασκητική (1927), όπου συνέθεσε ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα με έντονες στοχαστικές αναζητήσεις. 

Για να εκφράσει την κοινωνική-φιλοσοφική και την θρησκευτικη του πεποιθεση, συνθέτει το μεγαλο μυθηστορημα “ο Χριστός ξανασταυρώνεται”.

Εκει δημιουργει χαρακτήρες, για να αναδείξουν τα κακώς κείμενα της Ελληνικής κοινωνίας.

Οι χαρακτήρες αυτοί φέρουν ιδιαίτερα γνωρίσματα, τα οποία δεν έχουν απαλειφθεί από την Ελληνική πραγματικότητα, και δυστυχως παραμένουν σε δραματικό βαθμό επίκαιροι.

Είναι άνθρωποι διαχρονικοί, του τότε αλλά και του σήμερα. Ανθρωποι οριζόμενοι από αξόδευτα πάθη, καταπιεσμένοι σε έναν μικρόκοσμο συμπλεγματικό, γεμάτο φοβίες, συχνά αδικαιολόγητες.

Ανθρωποι που δεν έχουν φιλοσοφήσει τη ζωή τους, γιατί δεν πρόλαβαν, ειτε γιατί δεν θέλησαν να παιδευτουν. 

Στο έργο αυτό αποδεικνύει επανειλημμένα ο συγγραφέας οτι είναι γνώστης της κοινωνικής πραγματικότητας και πόσο δεξιοτέχνης έχει καταστεί στην απόδοση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, των διάφορων προσωπικοτήτων, μέσω της πολύχρονης μελέτης συγγραμμάτων φιλοσοφίας.

Αποδίδει με πιστότητα κοινωνικά μοντέλα, τα οποία κυριάρχησαν για αιωνες στην Ελληνική πραγματικότητα και άφησαν το στίγμα τους στην ιστορία του τόπου.

Βασικό στοιχείο της γραφής του Νίκου Καζαντζάκη είναι η αφηγηματική αντικειμενικότητα, της εικόνας μιας κοινωνίας με τις αρνητικές και θετικές πλευρές.

Δεν διστάζει να στηλιτεύσει τις φαύλες πρακτικές της κοινωνίας.

Οι κάτοικοι συμβιώνουν με τον διαρκή φόβο του τοπικού Τούρκου Αγά, στον οποίο δίνουν εξηγήσεις για τις πράξεις τους.

Εχουν απεμπολήσει κάθε ιδέα επαναστατικότητας. Παρουσιάζονται ως ευθυνόφοβοι, ενώ η δειλία και η υποτακτικότητα έχουν πιάσει ρίζες βαθιά στις ψυχές τους.

Εχουν γίνει αγνώμονες, σύγχρονοι φαρισαίοι, δικαστές της ηθικής. Αναζητούν στην κοινωνία τον αποδιοπομπαίο τράγο, ο οποίος θα γνωρίσει ταπεινώσεις και προσβολές εκ μέρους τους.

Σταυρώνουν τον αδύναμο, τον φτωχό, τον αθώο, γιατί οι συνειδήσεις τους είναι ένοχες και βολεμένες. Οιάβουλοι ραγιάδες ακολουθουν τις προσταγές των αρχόντων του.
Ειναι έρμαια της εκάστοτε αρχής που λειτουργεί όχι για το συμφέρον του, αλλά για την προάσπιση των κεκτημένων της.

Φορούν παρωπίδες ηθικής σεμνοτυφίας και πολεμούν ως ξένο σώμα τους ανθρώπους που η ζωή τους έβγαλε σε διαφορετικούς δρόμους, όπως μια χήρα, η Κατερίνα, η οποία, ακριβώς επειδή είναι απροστάτευτη, γίνεται βορά στα κακόβουλα σχόλια των πικρόχολων συμπατριωτών της, την ώρα που η καρδιά της είναι αγνή και άδολη.

Στην κοινωνία κυριαρχούν η μισαλλοδοξία, ο ωφελιμισμός, η υποκρισία. Η μιζέρια απεχθάνεται και αντιμάχεται την επιθυμία για πρόοδο και απονομή δικαιοσύνης.

Ο Καζαντζάκης ηταν γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας και έχοντας φιλοσοφήσει σε βάθος τους ανθρώπινους κώδικες συμπεριφοράς, πετυχαίνει να δει την αποκρουστική και βαθιά προβληματική πλευρά ανθρώπων, όπως οι μισαλλόδοξοι και συμφεροντολόγοι παπάδες, οι αμήχανοι νοικοκυραίοι, οι φιλάργυροι κάτοικοι.

Αδύναμοι χαρακτήρες κόντρα στις βουλές των ισχυρών, οι οποίοι αργά ή γρήγορα επιβάλλονται.

Η άρχουσα τάξη εκφράζοντας ελιτίστικες ιδέες, επιθυμεί να καταδυναστεύει τους μικρούς και αμέτοχους της εξουσίας, καθώς αντιλαμβάνεται την εκ μέρους της άσκηση της εξουσίας ως κάτι αυτοδίκαιο.

Όταν ο κόσμος ζητάει μερίδιο στην λήψη αποφάσεων, απειλείται και διώκεται.

Οι εύποροι κάτοικοι δεν νιώθουν να απειλούνται από την Τούρκικη διοίκηση.

Απεναντίας, συνδιαλέγονται μαζί της και πολλές φορές εις βάρος των ομόθρησκων συμπολιτών τους.

Φανερώνεται ο διαχρονικός δοσιλογισμός των ραγιαδων και η υποτέλεια στον εκάστοτε κατακτητή, προκειμένου να εξασφαλισθούν κάποια προνόμια.

Ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα αρκεί, αυτό των κατοχικών κυβερνήσεων του Β Παγκόσμιου πολέμου, υπό Γερμανική διοίκηση, οι οποίες λειτουργούσαν υπό τις εντολές και τις υποδείξεις του κατακτητή.

Ο Καζαντζάκης μιλα για μια κοινωνία, της οποίας η ανατομία βασίζεται στη ραγιάδικη συνείδηση του λαού, άβουλου υποχείριου στην ιδεολογία των αρχόντων.

Οι άρχοντες συμπεριφέρονται με βάση τα οικονομικά και τα ταξικά τους συμφέροντα.

Από την στιγμή που ο βασικός πρωταγωνιστής, ο Μανολιός, γίνεται κίνδυνος για τα συμφέροντα αυτά και τις κοινωνικές δομές που τα στηρίζουν, δεν διστάζουν να τον εξολοθρεύσουν.

Η κοινωνική ηθική εν ονόματι της οποίας δρουν, οι φτωχοί  χαρακτηρίζεται από τους άρχοντες “κομμουνιστική”, “επικίνδυνη” και οι υποστηρικτές της, ταραχοποιοί, όργανα του Μόσκοβου, που απειλούν την τάξη και ασφάλεια της κοινωνίας και τα θεμέλια αυτής (θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια, ιδιοκτησία).

Η βάση της σύγκρουσης μεταξύ πλούσιων και φτωχών αποκαλύπτεται να είναι καθαρά υλική και ταξική.

Οι διαμάχες ανάμεσα σε άτομα, σε δόγματα και πολιτικές ιδεολογίες είναι λυσσαλέες.

Ο ρόλος της εκκλησίας

Αναφορικά με τον ρόλο της εκκλησίας στο μυθιστόρημα, ο Καζαντζάκης επικρίνει τον θεσμοποιημένο χριστιανισμό, ο οποίος δεν λειτουργεί ως στηριγμα των αδύναμων, παρά έχει ενστερνιστεί την ιδεολογία της άρχουσας τάξης.

Η στάση της εκκλησίας να καταπνίγει την επαναστατική ορμή με τις ευχές της επίσημης εξουσίας, βρίσκει το αντίστοιχό της στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν με την καταδίκη του ένοπλου αγώνα της επανάστασης από την πιο επίσημη έκφραση του θεσμού της θρησκείας, το Πατριαρχείο.

Ηταν ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, ο οποίος αφόρισε τους αγωνιστές και τη δράση της Φιλικής Εταιρείας.

Στις κορυφές της εκκλησίας υπήρχε ένας θεσμός ενσωματωμένος στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που δεν είχε κανένα συμφέρον από τη διατάραξη του στάτους κβο του οθωμανικού καθεστώτος.

Βεβαίως, ο κατώτατος κλήρος, που ήταν άμεσα συνδεδεμένος με τον λαό, πρόσφερε αρκετά στον επαναστατικό αγώνα.

Αυτό όμως, έγινε ενάντια στη θέληση της ιεραρχίας, που είχε κανονίσει αλλιώς τις υποθέσεις της.

Οι κατατρεγμένοι βρίσκουν στήριγμα σε έναν ταπεινό λειτουργό, τον παπα-Φώτη, έναν φωτισμένο εκπρόσωπο του κλήρου, ο οποίος συντρέχει τις ανησυχίες και το δίκιο των προσφύγων και προστρέχει να τους βοηθήσει.

Αυτή η επιλογή του θα τον φέρει σε ανοιχτή ρήξη με την επίσημη έκφραση της ιεραρχίας και θα ρισκάρει τη ζωή του.

Ο Καζαντζάκης κάνει την παρατήρηση ότι συχνά σημειώνεται “αποσύνδεση” του χριστιανικού μηνύματος ζωής από το πρωτυπο κοινωνικής συμπεριφοράς που κυριαρχεί.

Το αποτέλεσμα ειναι να έρχονται σε αντίθεση ο χρηστός τρόπος ζωής, τον οποίο περίτρανα διαλαλούν τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας ότι ζουν και η καθημερινή πρακτική τους, συχνά μισαλλόδοξη και υστερόβουλη.

Μια αγαπημένη συνηθεια του Καζαντζάκη είναι να εισάγει φιλοσοφικά στοιχεία.

Οι χαρακτήρες που φέρουν τη ζωική ορμή είναι πρόσωπα με αποφασιστικότητα και θάρρος, ευγένεια και τόλμη. Συνήθως είναι οι χαρακτήρες, στους οποίους ο Καζαντζάκης βάζει φωτοστέφανο ελευθερίας και αγωνίζονται να το διατηρήσουν.

Είναι αυτοί που δεν υποκύπτουν στις προσβολές και τα φουσάτα των ισχυρών και χαράσσουν τη δική τους γραμμή στην ιστορία.

Οι κατεξοχήν εκπρόσωποι της ελευθεριας είναι οι κάτοικοι της Σαρακήνας, οι διωκόμενοι πρόσφυγες, αλλά και ο παπα-Φώτης, ο οδηγός τουαγώνα των αδύναμων. Στον αντίποδα βρίσκονται οι κάτοικοι της Λυκόβρυσης, η αδρανής δύναμη της πατριδος.

Υπεράνθρωποι χαρακτήρες και υπεράνθρωπος αγώνας για αλλαγή της κοινωνίας. Οι πρόσφυγες, άνθρωποι που δοκιμάστηκαν άγρια από την ανέχεια, τις κακουχίες και τη μεροληπτική στάση των προνομιούχων επιβιώνουν μέσα σε έναν πέτρινο κόσμο, φουσκώνουν το στήθος τους με θάρρος και ζητούν να αλλάξουν τον κόσμο τους. Ζητούν να αλλάξουν την ροή της ιστορίας που τους προδιαγράφουν.

Ακόμη, εκπρόσωπος της ελευθερίας είναι ο Μανολιός, ο οποίος απομακρύνει τον εαυτό του από την κοινωνία, βιώνει φοβερές εσωτερικές εντάσεις και αναλαμβάνει ένα υπεράνθρωπο φορτίο.

Επωμίζεται την ευθύνη να ηγηθεί ενός ηθικού αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και εφαρμογή ενός μοντέλου ζωής που συμβαδίζει με τις προσταγές του Ευαγγελίου, όχι πλέον κατ’ ευφημισμό, αλλά εν τοις πράγμασι.

Δεν μάχεται με όπλα, αλλα με την ηθική του στάση, τον λόγο του και τον παραδειγματικό του βίο.

Φέρνει καινούριες ιδέες στο χωριό· μιλάει για απόρριψη των φόβων της δεσποτείας και υιοθέτηση ενός κοινωνικού μοντέλου.

Το μεγαλειο του Καζαντζάκη εντοπίζεται στο γεγονός ότι μέσω της εισαγωγής του θείου δράματος των Παθών του Χριστού ως βασικό μοχλό εξέλιξης της υπόθεσης, εισάγει μια πλήρη θέαση του κοινωνικού δράματος, διαχρονικά επίκαιρου.

Στόχος του Καζαντζάκη είναι να περάσει το πλαίσιο στο οποίο χτίζεται το πραγματικό ανθρώπινο δράμα, να αναδείξει τις παθογένειες της κοινωνίας. Για να το κάνει αυτό, ξεκινάει από ένα ρεαλιστικό υπόβαθρο· το δράμα των προσφύγων της Σαρακήνας αναφέρεται στο ιστορικό δράμα της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922, του ξεριζωμού των ελληνικών πληθυσμών και της προσφυγιάς.

Ο Καζαντζάκης στηλιτεύει το γεγονός ότι οι Ελληνες διαχρονικά μάχονται μεταξύ τους.

Ο κοινωνικός αλληλοσπαραγμός και η δίωξη του αδύναμου και του διαφορετικού έχει γίνει έμφυτο συστατικό στα χρόνια που οι άνθρωποι δοκιμάζονται από τους πολέμους και τη φτώχια.

ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ

Αν λαχταράς την λευτεριά σε ξένους μην ελπίζεις, παρ’ την ο ίδιος αν μπορείς αλλιώς δεν την αξίζεις.

Αυτα ειπε μεταξύ πολλών άλλων ο μεγαλύτερος υμνητής των δυο ιερότερων ανθρώπινων αξιών, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας, οι οποίες εiναι δημιουργήματα των αρχαίων Ελλήνων.

Οι πρόγονοί μας όχι μόνον δημιούργησαν αυτές τις δύο αξίες, αλλα της “πότισαν” με αίμα, οσο κανένα άλλο Eθνος στην παγκόσμια ιστορία.

Αναφέρει ενδεικτικά περι γενναιότητος και Ελευθερίας : Πολλοί θαρρούν πώς τέτοια παιδιά, τέτοια αντράκια, όπως τα λέμε στην Κρήτη , οτι δεν υπήρξαν ποτέ, ούτε άνδρες τόσο χεροδύναμοι, τόσο ψυχοδύναμοι, που να αγαπούν με τόση λαχτάρα τή ζωή και να αντικρίζουν με τόση περιφρόνηση το θάνατο.

Πώς να πιστέψουν οι άπιστοι τι θαύματα μπορεί να γεννήσει ή πίστη;

Ξεχνούν πώς ή ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα.

Τρομάζεις όταν, ύστερα από πίκρες δοκιμασίες, καταλάβεις πώς μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου, τρομάζεις, γιατί από τη στιγμή που θα κα ταλάβεις πώς υπάρχει ή δύναμη αυτή δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άναντρες πράξεις σου για τη ζωή σου τη χαμένη, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους.

Ξέρεις πια πώς εσύ, όχι ή τύχη, όχι ή μοίρα, μήτε οι άνθρωποι γύρα σου, εσύ μο νάχα έχεις, ότι κι αν κάμεις, ότι κι αν γίνεις, ακέραιη την ευθύνη.

Τότε ντρέπεσαι να περιγελάς μια φλεγόμενη ψυχή, η οποiα ζητάει το αδύνατο. Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή ‘ναι ή άξια του ανθρώπου, να αναζητάει και να ξέρει πως γυρευει το αδύνατο· και να ‘σαι σίγουρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τί του κανοναρχάει ή λογική, μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε θα μπορούσε να το μαντέψει. Το αδύνατο γίνεται δυνατό. 

Το Ελληνικό Γένος αν σώθηκε ως τα σήμερα, αν επέζησε
υστέρα από τόσους εχθρούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς, προ πάντων εσωτερικούς, ύστερα από τόσους αιώνες κακομοιριά, σκλαβιά και πείνα, δεν το χρωστάει στην λογική. Θυμηθείτε τους τρεις εμποράκους που ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, Θυμηθείτε το 21, το χρωστάμε στο θάμα.

Στην ακοίμητη σπίθα που καίει μέσα στα σωθικά της Ελλάδας. Ευλογημένη ή σπίθα αύτη πού αψηφάει τις φρόνιμες συμβου λές της λογικής, κι όταν φτάσει το Γένος στα χείλια του γκρεμού βάζει φωτιά σε ολόκληρη την ψυχή και φέρνει το θάμα. Στα θάματα χρωστάει ή Ελλάδα τη ζωή της.

Πατρίδα, πατρίδα, αναστενάζει ό Μακρυγιάννης, ήσουν άτυχη, από ανθρώπους να σε κυβερνούν, μόνο ο Θεός σε κυβερνάει και σε διατηρεί ακόμη. Αλήθεια μόνο ό θεός, μόνο ή σπίθα’ τη στιγμή που κιντυνεύει σε μια γωνιά της Ελλάδας να σβήσει, πετιέ ται σε μιαν άλλη και γίνεται πυρκαγιά.

Εντουτοις πάλι οι φρόνιμοι, οι λιγόπιστοι, δίνουν νηφάλιες ,λογικές συμβουλές πώς μπορεί, λένε, μία σπίθα φως να τα βάλει με τόσο παντοδύναμο σκοτάδι; όμως ο αληθινός άντρας δεν απελπίζεται’ ξέρει αυτός πως στον άτιμο, αλλοπρόσαλλο τούτον κόσμο ζουν, ας είναι και σε λιγοστά στήθια, μερικές θεμελιακές αρχές, θυγατέρες του ανθρώπου, πού αυτός τις έπλασε με Ιδρώτα, αίμα και κλάματα.

Οι περισσότερες είναι αθάνατες γεννήθηκαν στην Ελλάδα, δυό οι πιο τρανές; ή ελευθερία κι ή αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Η τύχη μας, λέει πάλι ο Μακρυγιάννης, έχει τους ΄Ελληνες πάν τοτε ολίγους· παλαιόθε ως τώρα, όλα τα θηρία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε’ τρώνε, τρώνε, μα μένει πάντα μαγιά.

Αυτήν την μαγιά την λέω σπίθα. Είναι ή σπίθα που καίει αθάνατη μέσα στα σωθικά της Ελλάδας.  Αυτό είναι το μυστικό της Ελλάδας, σαν το παραμυθένιο πουλί καίγεται, γίνεται στάχτη, κι από τι στάχτη ξεπετιέται άνανιωμένη.

Ο Καπετάν Μιχάλης.

Ο Καπετάν Μιχάλης ήταν ένας άνδρας που δεν μιλούσε πολύ, δὲν ελεγε περιττὰ λόγια, δεν υπερηφανευόταν, δεν τα έβαζε με αδύναμους, δεν έκανε αδικίες.

Ακομη δεν διασκέδαζε σχεδόν καθόλου, μόνον 2 φορές τον χρόνο.

Η μοναδική του σκέψη ήταν η απελευθέρωση της Κρήτης.

Σε κάθε μάχη επιτεθοταν πρώτος και δεν καταδεχόταν να κοιτάξει πίσω του, εαν τον ακολουθούν άνδρες του.

Αυτο είναι ένα πανάρχαιο Ελληνικό αξίωμα, το οποίο εφάρμοζαν όλοι οι Έλληνες Αυτοκράτορες, στρατηγοί, αξιωματικοί.

*Η Κίττυ Παπαδοπούλου ειναι απόφοιτη φιλοσοφίας, παιδαγωγικής, ψυχολογίας και αθλήτρια

loading...