« Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω »

Μιχάλης Κονιόρδος …
Τις μέρες αυτές η γεμάτη από αφρικανική σκόνη ατμόσφαιρα της Αθήνας και η ενοχλητική εμμονή της, για μακράς διάρκειας παραμονή της και συγκατοίκηση στον ουρανό της πόλης, όπως στο Ηράκλειο εδώ και αρκετό καιρό τώρα όπου η ατμόσφαιρα μοιάζει να χρυσίζει, όχι μονάχα την αυγή, μου έφερε στη θύμηση και συνειρμικά ίσως την περιγραφή του Περικλή Κοροβέσηστους «Ανθρωποφύλακες»:

«Χτύπησε το κουδούνι. Δεν περιμέναμε κανένα. Ήταν τρεις το πρωί…Ήταν ο αστυνόμος Σπανός μαζί με μια ομάδα πέντε ανθρώπων. Ο αστυνόμος Σπανός είναι πολύ κοντός, έκφραση λίγο μάγκικη, προσποιητή παλικαριά….Πήγαμε στο μέσα δωμάτιο. Ο Σπανός έπαιρνε όλες τις προφυλάξεις για κάθε ενδεχόμενο…Έκλεισε την πόρτα. Σιγουρεύτηκε πως δεν ήταν κανένας άλλος και μπήκε στο θέμα. Μου ζήτησε το υλικό που ήτανε σίγουρος πως υπάρχει στο σπίτι. Σαν καλό παιδί που είμαι, να του τα δώσω όλα, γιατί θα τα βρει μόνος του και το σπίτι θα γίνει γυαλιά καρφιά. Θα διατάξω θύελλα, μου είπε.

Φώναξε τους άλλους χαφιέδες, έβαλε κάποιον να με προσέχει και τους έδωσε οδηγίες, ακριβώς όπως ο προπονητής φωνάζει την ομάδα μπάσκετ και τους δίνει συμβουλές…Μια ώρα ψάχνανε το δωμάτιο ένα διαμέρισμα δύο μικρών δωματίων. Πραγματικά έγινε θύελλα…Εξετάστηκαν όλα.

Καμμιά φορά ζητούσαν διευκρινήσεις γεμάτες υποψία. Γιατί έχεις τόσα βιβλία; Τι χρησιμεύει αυτό το μεγάλο μολύβι ; Γιατί δεν έχει το δωμάτιο λάμπα κρεμασμένη στη μέση και έχει μόνο αμπαζούρ; Οι απαντήσεις μου γινόντουσαν δεκτές με συγκατάβαση. Λέγανε ένα « καλά- καλά » αλλά η σημασία του ήταν πως « αν νομίζεις πως τα τρώμε εμείς αυτά, είσαι πολύ γελασμένος».

Δεν είχα κρύψει τίποτα…Βιβλία που αγάπαγα και τα ‘χα πάρει πραγματικά με αίμα κατασχέθηκαν. Η αλληλογραφία μου, ένα μισοτελειωμένο μονόπρακτο, η γραφομηχανή μου, κατασχέθηκαν….Κάθε τι που αγάπαγα πάρθηκε.

Εκτός από τα μαρξιστικά πήραν τα άπαντα Πλάτωνα και Αριστοτέλη που είχαν την ατυχία να έχουν εκδοθεί από το Ζαχαρόπουλο. Το όνομά του δεν ξέρω γιατί τους θύμιζε τον Ζαχαριάδη. Τα κατάσχεσαν με την δικαιολογία ότι είναι τα άπαντα του Ζαχαριάδη. Τους διευκρίνισα με λεπτότητα πως νομίζω πως κάνουν λάθος και ο Σπανός μου είπε «αλλού αυτά».

Τελικά όμως αυτό σαν τους δημιούργησε μια αμφιβολία για το τι πρέπει να παίρνουν. Ο Σπανός τότε έδωσε την γενική οδηγία πως ό,τι χοντρό βιβλίο υπάρχει να το παίρνουνε. Είναι κομμουνιστικό. Έτσι δεν γλύτωσε και ένας οδηγός μαγειρικής που ήτανε ντυμένος με χοντρό χαρτί. Ο τηλεφωνικός κατάλογος».

«Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω », λοιπόν και ιδού η πιστή εφαρμογή της λαϊκής παροιμίας. Και τα επτά χρόνια κύλησαν λες και ήταν «Μια ιστορία της νύχτας». Το ιδιαίτερο αφήγημα του Τάσου Δαρβέρη στις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, χωρίς καν να χρειάζεται ακόμη και ποιοτική βιβλιοκριτική, από μόνο του είναι ικανό να «παρασύρει» τον αναγνώστη:

H «ιστορία της νύχτας» είναι μια προσωπική μαρτυρία για την ιστορία του Πολυτεχνείου αλλά για μια μακριά σειρά ανώνυμων και σκοτεινών παραμέτρων που τη γέννησαν και πέθαναν μαζί της. Καταδικασμένος το 1972 σε ισόβια, ο φοιτητής Φυσικής που άφησε το Mπέρκλεϊ για τη Θεσσαλονίκη έγραψε στο μοναδικό μυθιστόρημά του για «κινέζους», για τροτσκιστές, για Λαμπράκηδες, για «δωδεκατικούς», για το «εσωτερικό», το ΠAM, το ΠAK, τα ΔEA, τους «σαλονάτους» της Δημοκρατικής Αμυνας, για την ομάδα Παναγούλη. Με λίγα λόγια για ένα μωσαϊκό που τότε δρούσε και συνοψίστηκε στο Πολυτεχνείο, αλλά σήμερα δεν υπάρχει. Και να υπήρχε, στο περιθώριο θα ήταν, όχι στην Πατησίων και Στουρνάρη.

Στην κόψη του περιθωρίου, θα γράψει στον πρόλογο του μυθιστορήματος του αυτόχειρα ο Aντώνης Λιάκος , ο Tάσος Δαρβέρης, μετά τη Δικτατορία περιπλανήθηκε ως φίλος όλων των κατατρεγμένων. Νικαράγουα, Κούβα, Αφρική και αλλού.

Το βιβλίο, ο Δαρβέρης το έγραψε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και εκδόθηκε το 1983. Ήταν ένα βιβλίο για το πρόσφατο παρελθόν, που το έζησε όπως ήταν: αντιηρωικό και πένθιμο. H χώρα επανήλθε στην ομαλότητα κι αυτό -έγραψε ο Δαρβέρης- σήμαινε ότι «έπρεπε να ομαλοποιηθούμε όλοι»…

Στα μεταπολιτευτικά χρόνια που κύλισαν αυτή η αισθητική του «Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω», φαίνεται πως « ομαλοποιήθηκε » κι αυτή με την σειρά της, και από πιστή εφαρμογή της παροιμίας πήρε τη μορφή χρόνιου εθισμού σ’ αυτή.

Έχω την αίσθηση ότι πρόκειται περί ενός χρόνιου εθισμού στην εφαρμογή της λαϊκής παροιμίας « Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω » σε συνδυασμό με μία ιδιόμορφη (π.χ. ελαττωμένη) αντιληπτική δεξιότητα σε επίπεδο καθημερινής αισθητικής που υπερβαίνει το στενό πολιτικό προσδιορισμό.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο – νομίζω – το χιούμορ της ανάρτησης « Χρυσαυγίτης μαχαίρωσε αυτοκίνητο που γέμισε με αφρικανική σκόνη » : αυτό ακριβώς περιγράφει. Την ιδιόμορφη αντιληπτική δεξιότητα σε επίπεδο καθημερινής αισθητικής που υπερβαίνει το στενό πολιτικό προσδιορισμό.

Στην προκειμένη περίπτωση, μου έρχεται συνειρμικά η ρήση του Miguel de Unamuno: «Ο φασισμός γιατρεύεται με το διάβασμα και ο ρατσισμός με τα ταξίδια»

Ο Μιχάλης Κονιόρδος είναι καθηγητής στο ΤΕΙ Πειραιά


loading...