Οι ΗΠΑ παίζουν το χαρτί της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία;

Του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα
                                                                                                 
Είναι νωρίς να αναλύσουμε τα αποτελέσματα της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, ύστερα από πρόσκληση του αμερικανού προέδρου. Φαίνεται εκ πρώτης όψεως ως
αντιπερισπασμός των ΗΠΑ προς την Τουρκία, η οποία «ερωτοτροπεί» προς τον βασικό αντίπαλο της Αμερικής στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου που είναι η Ρωσία και το Ιράν, αλλά και γενικότερα με τα κράτη εκείνα που η Αμερική εχθρεύεται, όπως την Βενεζουέλα.
Προκύπτουν από την ομολογουμένως θετική στάση της Αμερικής απέναντι στην Ελλάδα τώρα, εκτός από τα οικονομικά και στρατιωτικά ωφέλει που αποκομίζει η Αμερική, ορισμένα ερωτήματα που χρήζουν εμπεριστατωμένης ανάλυσης. Έχει η προσέγγιση αυτή της Αμερικής προς την Ελλάδα συγκυριακά χαρακτηριστικά ως μέσο πίεσης προς την Τουρκία να συμμορφωθεί και ευθυγραμμιστεί με τα αμερικανικά συμφέροντα και τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ γενικότερα; Οπότε μιλούμε για τακτικούς ελιγμούς, οι οποίοι θα αλλάξουν μόλις η Τουρκία ξαναγίνει, τρόπος του λέγειν, καλό παιδί ή έχει κατά το μάλλον ή ήττον μόνιμα χαρακτηριστικά, που εντάσσονται σε μια σταθερή στρατηγική των ΗΠΑ σχετικά με την Τουρκία; 
Στο βασικό αυτό ερώτημα που μας ενδιαφέρει η δική μου απάντηση είναι ότι, όσο οι ΗΠΑ θα στηρίζουν τους Κούρδους για την δημιουργία κουρδικού κράτους, η διάσταση ανάμεσα στις δύο χώρες θα βαθαίνει. Και φαίνεται ότι η στήριξη των ΗΠΑ προς τους Κούρδους από το Ισραήλ και την Αμερική, όπως δείχνουν τα γεγονότα, θα έχει μόνιμο χαρακτήρα. Οι λόγοι είναι αυτονόητοι, αν αναλογιστούμε ότι οι Κούρδοι είναι και θα παραμείνουν οι σταθεροί στρατηγικοί εταίροι των ανωτέρω δύο χωρών. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Στο θέμα που μας αφορά οι συνθήκες και οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές και μάλιστα θα ισχυριζόμασταν ότι είναι πέρα από ευνοϊκές, αρκεί η Ελλάδα να έχει την ικανότητα και την θέληση να τις αξιοποιήσει προς το συμφέρον της πατρίδας μας, που είναι και αποτελεί ένα ανοιχτό ερώτημα προς έρευνα. Μία βασική ένδειξη διάστασης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία, θα αποτελούσε, για παράδειγμα, η απόφαση του Ισραήλ και των ΗΠΑ να στηρίξουν τον αγωγό ΕΑSΤ ΜΕD μέσω Κύπρου και Ελλάδας και όχι μέσω Τουρκίας.
Τα θέματα αυτά προσπάθησα σε ανύποπτο χρόνο να τα αναλύσω στο βιβλίο μου: ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ, ΝΕΑ ΤΑΞΗ, ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, να αναλύσω.
Στον ανωτέρω προβληματισμό θα παραθέσω δύο ή περισσότερα αποσπάσματα από το βιβλίο μου αυτό που εκδόθηκε τον χειμώνα του 2012, που διατηρούν έως και σήμερα την επικαιρότητά τους με την ερμηνεία των εξελίξεων στο θέμα. 

ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

IV. Η πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της
      Μέσης και Άπω Ανατολής

Εάν πάρουμε λοιπόν ως βασικό άξονα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και των λοιπών χωρών της Δύσης, που κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο και για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων ταυτίζονται εν μέρει ή εν όλω με τις ΗΠΑ, τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών πετρελαίου και φυσικού αερίου και την ασφάλεια των αγωγών κατά προτεραιότητα, θα πρέπει να δούμε πως αυτές οι δύο συνθήκες κατοχυρώνονται και προστατεύονται και από που προκύπτει ο κίνδυνος αμφισβήτησης αυτού του γεωστρατηγικού στόχου.
Υπάρχει ωστόσο και ένας άλλος σημαντικός λόγος που εξηγεί τις απρόκλητες επεμβάσεις στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, όπως είναι το Ιράκ και η Λιβύη. Το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, πουλούσε το πετρέλαιο όχι σε δολάρια, αλλά σε άλλα συναλλάγματα, αναλόγως. Το ίδιο κάνει σήμερα και η Βενεζουέλα και το Ιράν. Πουλούν το πετρέλαιο σε όλα τα άλλα νομίσματα εκτός από το δολάριο. Αυτό αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για την αμερικανική οικονομία. Το ίδιο πράττει φυσικά και η Ρωσία. Μια τέτοια εξέλιξη που μπορεί να τινάξει στον αέρα την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, που εκδίδουν πλαστό χρήμα, χωρίς αντίκρισμα σε χρυσό, προσπαθούν να αποτρέψουν οι ΗΠΑ μέσω της στρατιωτικής τους ισχύος. Θα το καταφέρουν τελικά; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα.
Η πολιτική αυτή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους κατοχυρώνει και την επικράτηση του μεγάλου νεοφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, για το οποίο μιλήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Μαύρος χρυσός και «μαύρο» κεφάλαιο πάνε μαζί. Τα μέσα, που εφαρμόζονται για την κάθε περίπτωση αλλάζουν. Ο στρατηγικός στόχος παραμένει ο ίδιος.
Οι έως τώρα ενδείξεις από την πολιτική της Αμερικής και των  άλλων δυτικών χωρών του ΝΑΤΟ, με την επέμβαση στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, την ανοιχτή ή καλυμμένη επέμβαση στις χώρες της Βορείου Αφρικής και τελευταία την απροκάλυπτη και ωμή επέμβαση στη Λιβύη, αλλά και έμμεσα ή άμεσα σε άλλες χώρες, όπως στην Ουκρανία και Γεωργία, τότε μπορούμε αβίαστα να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η προσπάθειά τους επικεντρώνεται στον με κάθε τρόπο αποκλεισμό της παρέμβασης ή του κινδύνου παρέμβασης των άλλων μεγάλων δυνάμεων  και συγκεκριμένα της Ρωσίας και Κίνας και εν μέρει του Ιράν στις προαναφερόμενες περιοχές, με κίνδυνο να χάσουν το στρατηγικό πλεονέκτημα του ελέγχου και της ασφάλειας του μαύρου χρυσού, από το οποίο εξαρτάται η επιβίωση του δυτικού κόσμου.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών, κυρίως φυσικού αερίου στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, που περιπλέκει επιπλέον το όλο πρόβλημα, γιατί ανατρέπει άρδην τις σχέσεις των άμεσα εμπλεκομένων στο πρόβλημα της αξιοποίησης και εκμετάλλευσης αυτού του πολύτιμου αγαθού, που φέρει το όνομα πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Τίποτε πια δεν είναι όπως χθες στη νευραλγική αυτή περιοχή. Μιλάμε για ριζικές αλλαγές στις διακρατικές σχέσεις, που παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας και ανατρέπουν όλες τις μέχρι τώρα σταθερές, που αλλάζουν ραγδαία από τη μία μέρα στην άλλη.
Αναφερόμαστε βασικά στις τεταμένες έως εχθρικές σχέσεις των έως τώρα στενών συμμάχων Τουρκία – Ισραήλ, και την πλήρη αναδιάταξη σε νέες και απρόβλεπτες βάσεις των σχέσεων αυτών και των σχέσεων των άλλων εμπλεκομένων κρατών, όπως είναι η Ελλάδα και η Κύπρος. Το ερώτημα που τίθεται στην περίπτωση αυτή:
Είναι συγκυριακή αυτή η αντιπαλότητα ή θα αποκτήσει κατά το ήττον ή μάλλον μόνιμο χαρακτήρα, όσο τα συμφέροντα των δύο κρατών θα είναι εκ διαμέτρου αντίθετα;
Πρόκειται για μόνιμο «διαζύγιο», όπως συνηθίζεται να λέγεται με τρόπο εκφραστικό ή υπάρχει δυνατότητα επαναπροσέγγισης; Είναι ένα θεμελιώδες ερώτημα.
Στο ερώτημα αυτό μπορούμε με άνεση να απαντήσουμε ότι όσο δεν αλλάζει και παραμένει εν ισχύει το δόγμα του στρατηγικού βάθους του Αχμέτ Νταβούτογλου, οι  μεταξύ τους σχέσεις χωρίς καμιά αμφιβολία θα βαθαίνουν και μπορούν να πάρουν ακόμη, πέρα από διπλωματικές, οικονομικές και άλλες μορφές εντάσεων και την ακραία μορφή στρατιωτικής σύρραξης, ανάμεσα στις δύο χώρες. Τίποτε δεν αποκλείεται, όταν διακυβεύονται κυρίως από μέρους του Ισραήλ στη κυριολεξία υπαρξιακές του αναγκαιότητες.
Αναμφίβολα η στρατηγική της Αμερικής στην περιοχή που προαναφέραμε βασίζεται στον σταθερό σύμμαχο που καλείται Ισραήλ, που παραμένει μια σταθερά στο χρόνο, γιατί τα συμφέροντα της Αμερικής και του Ισραήλ ταυτίζονται απόλυτα, έστω κι’ αν καμιά φορά, λόγω εκτιμήσεων, υπάρχει διάσταση απόψεων. Ένα όμως παραμένει σταθερό. Η στήριξη του Ισραήλ από μέρους των ΗΠΑ εναντίον οποιασδήποτε απειλής της ύπαρξής του. Αυτό δεν αλλάζει στο χρόνο, όσο παραμένουν οι ΗΠΑ αυτές που είναι, διαθέτουν προς το σκοπό αυτό την απαραίτητη στρατιωτική ισχύ και όσο στην εξωτερική πολιτική τους επικρατεί το εβραϊκό λόμπι. Το οποίο μάλιστα σ’ αυτή τη φάση μπορεί να συμπαραταχθεί με το ελληνικό λόμπι, ή μάλλον το τελευταίο με το εβραϊκό.
Πολύ χαρακτηριστική είναι η δήλωση του πρώην πρωθυπουργού του Ισραήλ Αριέλ Σαρόν στις 30 Οκτωβρίου 2001 στον τότε υπουργό Εξωτερικών Σιμόν Πέρες: «Κάθε φορά που κάναμε κάτι, μου λες ότι η Αμερική θα κάνει αυτό, θα κάνει εκείνο….
Θέλω να σου πω κάτι πολύ ξεκάθαρο: Μην ανησυχείς για τις Αμερικανικές πιέσεις των ΗΠΑ προς το Ισραήλ.
Εμείς, οι Εβραίοι, ελέγχουμε την Αμερική και οι Αμερικανοί το γνωρίζουν». Αυτή η σχέση αποτελεί έως σήμερα μια διαχρονική σταθερά.
Όλες οι άλλες παράμετροι είναι μεταβλητές που πρακτικά σημαίνει ότι οι ΗΠΑ, εάν είναι να αποφασίσουν – και εφόσον φτάσει ο κόμπος στο χτένι – θα αποφασίσουν υπέρ του Ισραήλ. Εννοούμε φυσικά τη διένεξη Ισραήλ -Τουρκίας, εφόσον αυτή πάρει διαστάσεις αγεφύρωτης σύγκρουσης. Οι ΗΠΑ δεν έχουν στην περίπτωση αυτή καμία άλλη επιλογή. Η μόνη δυνατότητα που τους απομένει είναι να προσπαθήσουν να αποτρέψουν με όποιον τρόπο μπορούν, εφόσον μπορούν, μια τέτοια ή παρόμοια εξέλιξη και συμβιβάσουν τα προς το παρόν τουλάχιστον ασυμβίβαστα. Τα πράγματα όμως, έτσι όπως τώρα εξελίσσονται, δεν προοιωνίζουν καμία αισιοδοξία προς αυτή την κατεύθυνση και θα εξηγήσουμε το λόγο κατωτέρω.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα δεν εξυπηρετούνται, όσο δεν τακτοποιούνται δύο αστάθμητοι παράγοντες. Ο πρώτος είναι το Ιράν, με την πολιτική που ακολουθεί εναντίον του Ισραήλ και ο δεύτερος εδώ και μερικά χρόνια η Τουρκία. Ενδιάμεσα παρεμβάλλεται η Συρία και εν μέρει και ο Λίβανος και η Ιορδανία, που συνορεύουν με το Ισραήλ. Να το διατυπώσουμε πιο απλά: Ό,τι συνιστά απειλή για το Ισραήλ, συνιστά έμμεσα απειλή και για τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Η Αμερική είναι αποφασισμένη να άρει κάθε εμπόδιο στον κύριό της στόχο που είναι βασικά το Ιράν. Θέλει συνεπώς να ξεκαθαρίσει, όπως ξεκαθαρίζει ήδη όλη την περιοχή, που της δημιουργεί ή μπορεί στο μέλλον να της δημιουργήσει προβλήματα. Αυτό σημαίνει ωστόσο ότι θα μπορέσει να απομακρύνει ή απομονώσει όλους τους άλλους στρατηγικούς παίκτες, όπως π.χ. είναι η Ρωσία και η Κίνα, οι οποίοι θέλουν με διάφορους τρόπους και για δικούς τους στρατηγικούς σκοπούς, να διεισδύσουν στους χώρους και στις χώρες, που «προνομιακά» ασκούν επιρροή και εξουσία οι ΗΠΑ.
Λίγο ως πολύ με την εξόντωση του δικτάτορα Καντάφι και τον έλεγχο όλης της περιοχής προχωρεί προγραμματισμένα, θα λέγαμε, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Ο επόμενος στόχος είναι η Συρία, που κι’ αυτή συνορεύει με το Ισραήλ και είναι ο αστάθμητος παράγοντας, λόγω και του προβλήματος της κατοχής από το Ισραήλ των υψιπέδων του Γκολάν και  έχει άμεση σχέση με την ασφάλεια του. Το πρόβλημα περιπλέκεται ωστόσο, γιατί η Συρία υποστηρίζεται κυρίως από τη Ρωσία, που έχει μάλιστα ναυτικές βάσεις, αλλά και το Ιράν, που για δικούς του λόγους τη στηρίζει.
Αν προκύψει μια άλλη κυβέρνηση στη Συρία, όπως είναι το σχέδιο των ΗΠΑ και υπάρξει συμφωνία για τα υψίπεδα του Γκολάν με το Ισραήλ, σε συμφωνία και με τη Ρωσία, ίσως δημιουργηθούν ομαλές Σύρο – Ισραηλινές σχέσεις που θα βασίζονται στο αμοιβαίο συμφέρον, όσο αυτό είναι αντικειμενικά δυνατόν.
Πολύ πιθανόν να διοχετευτούν τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου της Μοσούλης, του Κιρκούκ και του Ιράκ γενικότερα μέσω Συρίας ή Ισραήλ στη Μεσόγειο και αργότερα του Ιράν και της Κασπίας, όταν και εφόσον αλλάξει η πολιτική κατάσταση στη χώρα αυτή και δεν υπάρξει πρόβλημα μεταφοράς τους στη Μεσόγειο.
Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι οι διάφορες διενέξεις των ισχυρών δυνάμεων ακόμη και από τα τέλη του 19 αιώνα είχαν να κάνουν βασικά με τα πετρέλαια. Ακόμη και αυτό το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα στην ουσία του είχε άμεση σχέση με τα πετρέλαια της περιοχής της Μέσης Ανατολής. Πολύς λόγος γινότανε τότε για τα πετρέλαια της Μοσούλης και του Κιρκούκ.
Με αυτή την έννοια μπορεί η αυτόνομη περιοχή του Βορείου Ιράκ (Νοτίου Κουρδιστάν, όπως λένε οι ίδιοι οι Κούρδοι) να μετατραπεί σε ενεργειακό κέντρο της Δύσης, όπως ίσως στο μέλλον και το Ισραήλ, πιθανόν μαζί με την Κύπρο και την Ελλάδα. Υπάρχει ένα μακρινό σενάριο για τη δημιουργία και μιας αυτόνομης περιοχής των Κούρδων ανάμεσα στην Τουρκία και τη Συρία, μέσα από την οποία να περάσουν στο μέλλον οι αγωγοί της Μέσης Ανατολής.
Σήμερα η αυτόνομη αυτή περιοχή των Κούρδων αποτελεί την ασπίδα προστασίας του Ισραήλ στα σχέδια της αμυντικής του πολιτικής, αλλά στο μέλλον μπορεί να αποτελέσει και την αιχμή του δόρατος, όταν το Ισραήλ αποφασίσει να εφαρμόσει μια επιθετική πολιτική απέναντι στο Ιράν και γιατί όχι και απέναντι στην Τουρκία, εφόσον τα πράγματα δημιουργήσουν μια μεγαλύτερη απειλή εναντίον του.
Εκτός όμως από τους υδρογονάνθρακες υπάρχει και ένα άλλο στρατηγικό όπλο που κοντά σ’ αυτούς θα παίξει στο μέλλον καθοριστικό ρόλο. Και αυτό το όπλο φέρει την ονομασία: νερό. Είναι ήδη προδιαγεγραμμένο ότι οι μελλοντικοί πόλεμοι σε ορισμένες περιοχές της υφηλίου, λόγω κλιματικής αλλαγής, δε θα γίνονται μόνο για τους πετρελαϊκούς, αλλά και για τους υδάτινους πόρους.
Το Ισραήλ έχει ένα εφτασφράγιστο μυστικό. Από δεκαετίες επεξεργάζεται την πρόσβασή του σε πηγές νερού, που αποτελούν ζωτικής σημασίας παράγοντα για την ύπαρξη και την πληθυσμιακή ανάπτυξή του, που είναι ραγδαία. Αυτές οι δυνατότητες υπάρχουν μόνο στα δύο μεγάλα ποτάμια του Κουρδιστάν και του Ιράκ, Τίγρη και Ευφράτη. Ένα ανεξάρτητο κράτος του Κουρδιστάν που θα περιλαμβάνει όλα τα εδάφη, όπου ζουν Κούρδοι, θα εξασφάλιζε την πρόσβαση στο πολύτιμο αυτό αγαθό, καθότι η συμμαχία με ένα τέτοιο κράτος και μια φιλική ή τουλάχιστον συνεργάσιμη Συρία θα επέτρεπε τον εφοδιασμό του με νερό από τα δύο αυτά ποτάμια μέσω αγωγών. Σε περίπτωση εχθρικής στάσης της Συρίας η τροφοδοσία μπορούσε να υλοποιηθεί μέσω δεξαμενοπλοίων ή υποθαλάσσιων αγωγών.
Το Ισραήλ, λέει ξεκάθαρα ο εξαίρετος ισραηλινός διανοητής Ισραήλ Σαχάκ «στοχεύει να επιβάλει μια ηγεμονία στα άλλα κράτη της Μέσης Ανατολής».
Φυσικά στο σημείο αυτό μιλάμε για σενάρια και για προβλέψεις του μέλλοντος, που μπορεί να συμβούν και μπορεί και όχι. Αν όμως λάβουμε υπόψη μας τον βασικό στρατηγικό στόχο των ΗΠΑ για τον έλεγχο των πηγών πετρελαίου και φυσικού αερίου όλης της περιοχής, από τη Μεσόγειο έως τη Μέση Ανατολή και τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις του Ισραήλ, τότε το σενάριο αυτό δεν είναι εκτός πραγματικότητας και ας φαντάζει προς το παρόν ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Δεν είναι καθόλου απορίας άξιο, γιατί η τουρκική κυβέρνηση αναπτύσσει μια συμπεριφορά απέναντι στο Ισραήλ, που μπορεί να παρουσιάζεται λογικοφανής ή παράλογη, όμως έχει πολύ βαθύτερα αίτια, απ’ ότι δείχνει η πραγματικότητα επιφανειακά.
Το όλο σχέδιο, απ’ ότι φαίνεται, στόχο έχει την παράκαμψη της Τουρκίας, που προσπαθεί να αναδειχτεί ως ανεξάρτητη  περιφερειακή υπερδύναμη στην περιοχή, ελέγχοντας αυτή, αντί των ΗΠΑ τα στρατηγικά αυτά όπλα, που προκύπτουν από το πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να ασκήσει πίεση ή κάποιον εξαναγκασμό. Αυτή τη δυνατότητα έχουν σκοπό οι ΗΠΑ και το Ισραήλ να αλλάξουν ριζικά, ώστε η Δύση να μην είναι εκβιάσιμη από μέρους της, όπως ακριβώς και από μέρους της Ρωσίας.
Χωρίς τoν έλεγχο του πετρελαίου και φυσικού αερίου η στρατηγική σημασία της Τουρκίας αποδυναμώνεται ουσιαστικά. Επιπλέον πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το Ισραήλ δεν θα επιτρέψει να απειλείται η ύπαρξή του από μία μελλοντική πυρηνική δύναμη, που λέγεται Ιράν ή στο μέλλον και Τουρκία. Στην περίπτωση αυτή θα υπερισχύσει το «δόγμα» «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος».
Οι ΗΠΑ στην στρατηγική τους αυτή δεν έχουν μόνο σύμμαχο το Ισραήλ, αλλά και έναν καινούργιο που φέρει το όνομα κουρδικός παράγοντας. Χωρίς τους Κούρδους είναι δύσκολο να πετύχουν τους στόχους τους, παρά μόνο με τη συμμαχία τους, που είναι δεδομένη. Στο Ιράκ ζούνε 7, 5 εκατ. Κούρδοι. Άλλοι τόσοι στο Ιράν. Στη Συρία και κυρίως στα σύνορα προς την Τουρκία 1,5 – έως 2 εκατ. και φυσικά μέσα στην Τουρκία γύρω στα 30 με 35 εκατ. Και όλος αυτός ο πληθυσμός είναι κατανεμημένος στην περιοχή των τεσσάρων κρατών: Τουρκία, Ιράκ, Ιράν, Συρία. Αποτελεί ένα μελλοντικό πρόβλημα που η λύση του μπορεί να δημιουργήσει  πρωτόγνωρες ανακατατάξεις στην περιοχή, όπως είναι βασικά το μακρόπνοο αμερικανοεβραϊκό σχέδιο.
Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι οι φυλετικές, εθνικές και θρησκευτικές αντιπαλότητες και συγκρούσεις ανάμεσα στα κράτη της Μέσης Ανατολής, αλλά και εντός των κρατών αυτών, τότε μπορεί να έχουμε μια κατάσταση ανάλογη, όπως περίπου στα Βαλκάνια, που ακόμη παραμένουν η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης. Οι θρησκευτικές ιδιαιτερότητες είναι πολλές φορές καθοριστικές για τις εξελίξεις. Το γεγονός π.χ. ότι στα σύνορα Συρίας – Τουρκίας ζουν Αλεβίτες έχει τη σημασία του. Ένα μεγάλο ποσοστό των Κούρδων της περιοχής είναι Αλεβίτες.
Αυτήν τη διάσταση του προβλήματος δεν πρέπει με τίποτε να την παραβλέψουμε, γιατί έχει τεράστια χρησιμότητα στην πολιτική των ΗΠΑ και του Ισραήλ, σε σχέση με τα όμορα κράτη και κυρίως σε σχέση με την Τουρκία. Και ο λόγος είναι απλός: Μέσω του κουρδικού παράγοντα, λόγω και του μεγέθους του, τόσο η ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ ή μάλλον οι ΗΠΑ με την συμπαράσταση του Ισραήλ, είναι σε θέση οποιαδήποτε στιγμή να ελέγξουν τις εξελίξεις που έχουν σχέση με την Τουρκία και γενικότερα.
Τα ανωτέρω δεν αποτελούν σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Σύμφωνα με τον κανόνα της αμερικανικής στρατηγικής, όπου υπάρχει πετρέλαιο υπάρχει επέμβαση και πιθανός διαμελισμός, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι αμερικανικοί κύκλοι έχουν κατά καιρούς δημοσιεύσει χάρτες που προτείνουν το διαμελισμό της Τουρκίας και την ανάδειξη ενός μεγάλου κουρδικού κράτους που θα περιλαμβάνει όλες τις περιοχές που ζουν Κούρδοι, οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο θα αποτελέσουν ένα δεύτερο Ισραήλ, στενό σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή. Ένα τέτοιο κράτος θα συνορεύει με τη Γεωργία και την Αρμενία και θα έχει πρόσβαση στη θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου. Ήδη το 2006 δημοσιεύτηκε από τον αμερικανό συνταγματάρχη Ραλφ Πήτερς στο περιοδικό Armed Forces Jurnal χάρτης που καταγράφει αυτές τις μελλοντικές αλλαγές στο γεωγραφικό τοπίο της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
Στον σχεδιασμό αυτόν δεν πρέπει να παραλείψουμε και τις βλέψεις του Ισραήλ για την «αποκατάσταση του βασιλείου του Δαυίδ και του Σολομώντα, μέσα στα βιβλικά του όρια».
Αυτή η «αποκατάσταση» – Ανασύσταση, που προπαγανδίζεται από ακραίους ιμπεριαλιστικούς κύκλους στο Ισραήλ, περιλαμβάνει εκτάσεις, οι οποίες εκτείνονται στα γειτονικά κράτη  περιελάμβαναν ακόμη και την Κύπρο.
Βρισκόμαστε, όπως φαίνεται από τις «αποχρώσες ενδείξεις» στα πρόθυρα ενός νέου Ανατολικού Ζητήματος, με ριζικές ανακατατάξεις και αλλαγή συνόρων, που θυμίζουν γεγονότα από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα τραγικά γεγονότα που την ακολούθησαν.
Η Τουρκία φαίνεται ότι μπορεί να παίξει ανεξάρτητη πολιτική ακόμη και απέναντι στην Αμερική, όμως είναι παντελώς ευάλωτη, γιατί έχει ακριβώς μια αχίλλειο πτέρνα, το κουρδικό πρόβλημα, που ανά πάσα στιγμή είναι σε θέση το Ισραήλ και κατ’ επέκταση το εβραϊκό λόμπι να το εκμεταλλευτεί καταλλήλως, εάν και εφόσον οδηγηθούν τα πράγματα σε κρίσιμα αδιέξοδα.
Επί πλέον και αυτό είναι πρόσφατο, το Ισραήλ μπορεί να επαναφέρει στο προσκήνιο το θέμα της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων από την ισραηλινή βουλή και γιατί όχι και των Ποντίων και των Ασσυροχαλδαίων. 
Μπορεί να φαντάζει μια τέτοια εξέλιξη, όπως είπαμε, σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά ένα ενιαίο, ανεξάρτητο Κουρδιστάν, που είναι πιστός σύμμαχος των ΗΠΑ απέναντι στην εχθρότητα των κρατών της περιοχής, και έχουν φυσικά λόγο γι’ αυτό, γιατί απειλείται η εδαφική τους ακεραιότητα πρωταρχικά, είναι σε θέση να ελέγχει την περιοχή της Μέσης Ανατολής μαζί με το Ισραήλ.
Οι Κούρδοι δεν έχουν στην περίπτωση αυτή κανένα λόγο να έρθουν σε αντιπαλότητα τόσο με το Ισραήλ, όσο και με τις ΗΠΑ, μιας και τα δικά τους συμφέροντα εξυπηρετούνται και τελικά εξαρτώνται από τις ανωτέρω δυνάμεις. Οι ανακατατάξεις αυτές δεν αφορούν μόνο την Τουρκία, αλλά περιλαμβάνουν και άλλα κράτη, ακόμη και στο χώρο της Σαουδικής Αραβίας και των Αραβικών Εμιράτων.
Αυτό όσον αφορά την Μέση Ανατολή.
Στην Ανατολική Μεσόγειο το Ισραήλ, που περιβάλλεται από αραβικά κράτη, κατά βάση εχθρικά, έχει ως μόνη διέξοδό του την Κύπρο και την  Ελλάδα. Δεν υπάρχουν άλλα κράτη στην περιοχή που θα μπορούν να συμμαχήσουν με το Ισραήλ, για κοινά συμφέροντα.
Στον σχεδιασμό αυτόν είναι όχι μόνο πιθανόν, αλλά σχεδόν σίγουρο, ύστερα από τις τελευταίες εξελίξεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, να εντάσσεται τόσο η Κύπρος, όσο και η Ελλάδα. Η προσέγγιση του Ισραήλ προς την Κύπρο και την Ελλάδα, αποτελεί εμπράγματη ένδειξη και απόδειξη.
Θα πρέπει ωστόσο στο σημείο αυτό να βάλουμε και μια άλλη διάσταση του προβλήματος που έχει σχέση με την πολιτική του Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ, για να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα των προβλημάτων, που η απάντησή τους δεν είναι εκ προοιμίου δεδομένη.
Τους παράγοντες που διαμορφώνουν την πολιτική στην περιοχή πρέπει να τους δούμε χωρίς προκατάληψη και ιδεολογικές παρωπίδες, γιατί δεν έχουν μονοδιάστατο χαρακτήρα. Εννοούμε ότι τα γενικότερα συμφέροντα των ΗΠΑ διαμορφώνουν και εσωτερικές εντάσεις σχετικά με τον καθορισμό της πολιτικής των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου, που θα καθορίσουν και τις σχέσεις των κρατών της περιοχής.
Οι ΗΠΑ ή πιο σωστά ορισμένοι κύκλοι που παίζουν ρόλο στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της, απ’ ότι δείχνουν τα φαινόμενα, προσπαθούν να εντάξουν και την Τουρκία στα ενεργειακά ζητήματα. Δεν πρέπει να υποτιμούμε τις θέσεις που εξέφρασε ο ειδικός απεσταλμένος του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρίτσαρτ Μόρνινγκσταρ, στο συνέδριο του Economist στην Αθήνα το Μάρτιο του 2012, όπου μίλησε πρώτον για δικαιώματα της Τουρκίας για έρευνες και εκμετάλλευση στην ΑΟΖ της Κύπρου και δεύτερον ο τονισμός του ότι «από τις ανακαλύψεις αυτές θα πρέπει να κερδίσουν όλοι. Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να πραγματοποιεί έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων, όμως από τους πόρους που θα προκύψουν ο Μόρνινγκσταρ πιστεύει ότι θα πρέπει να ωφεληθούν και οι Τουρκοκύπριοι». Τέτοιες δηλώσεις δε μπορούμε να τις αγνοήσουμε, αλλά να τις συμπεριλάβουμε στα κριτήρια εκτίμησής μας, αν θέλουμε να αποφύγουμε στο μέτρο του δυνατού τους λεγόμενους «αστάθμητους παράγοντες».
Τελικά εκείνο που απασχολεί την Αμερική, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, πέρα από την εξασφάλιση των ενεργειακών πηγών, είναι η μείωση της ενεργειακής εξάρτησης από την Ρωσία. Αυτή είναι η βασική συνιστώσα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπως τονίσαμε επανειλημμένα. Χαρακτηριστική σχετικά είναι και η δήλωσή του, που δεν επιδέχεται παρερμηνείες: “Οι ανακαλύψεις ενεργειακών πόρων στην Αν. Μεσόγειο υπερβαίνουν τις άμεσα εμπλεκόμενες χώρες όπως την Κύπρο, το Ισραήλ και ενδεχομένως αργότερα και την Ελλάδα”.
Συνεπώς θα πρέπει να δούμε τις σχέσεις τόσο των ΗΠΑ όσο και του Ισραήλ με τα κράτη της περιοχής, μέσα σ’ αυτό το πλέγμα των στρατηγικών σκοπιμοτήτων, τα οποία βασίζονται ή μπορούν δυνητικά να βασιστούν σ’ αυτά τα δεδομένα, που βρίσκονται σε εξέλιξη και, απ’ ότι φαίνεται, στην αρχή υλοποίησής τους.
Τελευταία το Ισραήλ απέκτησε αεροπορική βάση στο Αζερμπαϊτζάν, γεγονός που έως σήμερα φαινόταν απίθανο. Ο ρόλος αυτής της βάσης μπορεί να είναι πολλαπλός, που σημαίνει ότι μπορεί να αφορά το Ιράν, αλλά ακόμη και τη Ρωσία και πιθανόν και τον έλεγχο της Τουρκίας και από τα βορειοανατολικά σύνορά της. Επιπλέον δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στο βόρειο τμήμα του Ιράν κατοικούν Αζέροι, που δεν θα έβλεπαν με κακό μάτι μια ενδεχόμενη ενσωμάτωση της περιοχής αυτής στην επικράτεια του Αζεραμπαϊτζάν. Εξάλλου πλησιάζει η ώρα της αλήθειας (της κρίσης).
Αν ευοδωθούν τα γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά σχέδια των ΗΠΑ στην περιοχή, τότε και ο χάρτης της Μέσης Ανατολής θα αλλάξει ριζικά, αλλά και τα πετρέλαια θα υπαχθούν στον έλεγχο τους. Τουλάχιστον αυτός είναι και παραμένει ο στρατηγικός στόχος της υπερδύναμης, όσο μπορεί ακόμη να επιβάλει την ισχύ της. Από κει και πέρα παραμένει ανοιχτό το πρόβλημα της διοχέτευσης του πετρελαίου και φυσικού αερίου όλης της περιοχής μέσω αγωγών που οδηγούν στη θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου, κάτω από τον άμεσο έλεγχο της υπερδύναμης.
Οι εξελίξεις αυτές υπαρκτές ή δυνητικές είναι ίσως και εκείνες που υπαγορεύουν τη στάση της Τουρκίας απέναντι στο Ισραήλ. Αν δηλαδή η Τουρκία φοβάται ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ προτίθενται στο μέλλον για λόγους ρεαλιστικού συμφέροντος να τη διαλύσουν και μ’ αυτό τον τρόπο να την αποδυναμώσουν, τότε δικαιολογείται και από μια άλλη οπτική γωνία η αντίθεση της απέναντι στο Ισραήλ και η απέλπιδα προσπάθειά της να προσεταιριστεί τα αραβικά κράτη, που εκ των πραγμάτων δεν φαίνεται το σχέδιο αυτό να έχει επιτυχία. Τελικά η στρατηγική του Στρατηγικού βάθους του Νταβούτογλου, είναι πιθανόν πως πετυχαίνει τα αντίθετα αποτελέσματα στον αραβικό χώρο, απ’ ότι προβλέπει και ευελπιστεί.
Στα Βαλκάνια η προβληματική, την οποία θα αναπτύξουμε, είναι διαφορετική.
Με βάση αυτή την ανάλυση θα προχωρήσουμε στην περιγραφή της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά, για να δούμε πώς συμπλέκονται ή αποσυμπλέκονται τα συμφέροντα των λαών και κρατών της περιοχής και τι προοπτικές μπορούμε να διαπιστώσουμε στη δυνητική τους εξέλιξη, για να καταλήξουμε και στα ανάλογα συμπεράσματα, που θα βοηθήσουν Ελλάδα και Κύπρο να διαμορφώσουν τη δική τους στρατηγική στο εύθραυστο και εναλλασσόμενο με καταιγιστικούς ρυθμούς γεωστρατηγικό περιβάλλον, με μόνο άξονα, όπως επανειλημμένα τονίσαμε, τα καλώς ή κακώς εννοούμενα συμφέροντά τους.
Οι ανωτέρω εκτιμήσεις προσπαθούν να ανταποκριθούν, ας μη το ξεχνάμε, στο βασικό κριτήριο που εξ αρχής θέσαμε.
Βέβαια άλλο είναι τα κριτήρια και άλλο η ανάλυση, η οποία μπορεί να είναι και ελλιπής και ενδεχομένως σε ορισμένα σημεία ανακριβής. Υπάρχουν συνεπώς αρκετοί αστάθμητοι παράγοντες, που θα τους επιβεβαιώσει ή διαψεύσει η πραγματικότητα. Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς απόλυτα, τι εισηγήσεις ετοιμάζουν τα περίφημα ινστιτούτα ανάλυσης ή οι γνωστές δεξαμενές σκέψεις, τα γνωστά think tanks του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα και πως οι αντικειμενικές συνθήκες θα τις προσαρμόσουν. Όπως και να έχει ωστόσο το πράγμα, οι αναλύσεις υποχρεωτικά θα έχουν ως κριτήριο την εξυπηρέτηση του κύριου στρατηγικού στόχου με τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο από κάθε άποψη τρόπο.
Η διαπίστωση αυτή συνιστά αίσθημα αυτογνωσίας και παραδοχής κάποιων ορίων στην σύλληψη της αλήθειας των πραγμάτων και των γεγονότων. Όμως τις απόψεις μας τις καταθέτουμε, έχοντας γνώμονα την ελεύθερη και ανεξάρτητη κριτική μας σκέψη, που δεν έχει σχέση με καμία προκατάληψη και κανένα συμφέρον ένθεν κακείθεν.

loading...