«Στον αιώνα μας της χαμέρπιας,/ Παντού, όπου κι αν κοιτάξεις,/ Ο άνθρωπος είναι τύραννος, προδότης ή φυλακισμένος.»

 

(Μέρος δεύτερο)

 

«Ο Όλεγκ ανατρίχιασε. Δεν τους ήξερε αυτούς τους στοίχους, αλλά έκλειναν μέσα τους αυτή τη τσουχτερή αληθοφάνεια, που σου φέρνει ολοζώντανους μπροστά στα μάτια σου και τον ποιητή και την αλήθεια.

Ο Χουλουμπίν (σ.σ. – Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αυτός ο χαρακτήρας αναφέρεται ως Σουλούμπιν ή Σουλουμπίν ενώ φαίνεται πως μόνο εκ παραδρομής εμφανίζεται, σε αυτό το κεφάλαιο, ως Χουλούμπιν ή Χουλουμπίν), υψώνοντας απειλητικά το δάχτυλο, συνέχισε:

  • Για τον ηλίθιο, δεν βρήκε θέση στο στίχο του. Κι όμως ήξερε ότι υπάρχουν και ηλίθιοι. Όχι, η εκλογή μας είναι ανάμεσα στους άλλους τρείς – μονάχα. Και αφού εγώ δεν θυμάμαι να πήγα φυλακή, και ξέρω καλά πως δεν υπήρξα τύραννος, αυτό σημαίνει… Αυτό σημαίνει… Κι ο Χουλουμπίν χασκογέλασε μ’ ένα πνιγμένο βήχα.

Και βήχοντας όλο και κουνιόταν, μπρος και πίσω, πάνω  στο πάγκο.

  • Κι αυτή η ζωή, θαρρείτε πως είναι πιο εύκολη απ’ τη δική σας; Πέρασα όλη μου τη ζωή με το φόβο, και τώρα θα ήμουν πρόθυμος να την αλλάξω.

Σαν τον Χουλουμπίν, κι ο Κοστογκλότωφ, με την πλάτη γυρτή, κρατούσε ισορροπία πάνω στη στενή σανίδα του πάγκου, όπως το πουλί πάνω στο κλαρί.

Χάμω, μπροστά τους, έπεφτε η λοξή, μαύρη σκιά τους, με τα πόδια αναδιπλωμένα.

  • Όχι, Άλέξη Φιλίπποβιτς, τα λέτε λιγάκι πολύ ωμά. Κρίνετε πολύ αυστηρά. Για μένα, προδότες είναι αυτοί που συνέτασαν τις καταγγελίες, αυτοί που προσκόμιζαν τις αποδείξεις. Μόνον από δαύτους, υπάρχουν χιλιάδες. Ας βάλλουμε, ένας χαφιές στους δύο, μας κάνει τρεις συλλήψεις: έτσι γίνονται μερικές χιλιάδες χαφιέδες. Αλλά να τους κάνουμε όλους τους άλλους προδότες, αυτό πάει πολύ. Κι ο Πούσκιν τα παραείπε. Η καταιγίδα σπάει τα δέντρα και λυγίζει το χορτάρι, αλλ’ αυτό δε σημαίνει πως το χορτάρι πρόδωσε τα δέντρα! Ο καθένας τη ζωή του. Το είπατε, εξ άλλου, και μόνος σας: να επιζήσει, αυτός είναι ο νόμος ενός λαού.

Ο Χουλουμπίν ζάρωσε το πρόσωπό του, τόσο πολύ που δεν απόμεινε παρά λιγάκι στόμα, ενώ τα μάτια εξαφανίστηκαν τελείως. Κάτι μεγάλα, ολοστρόγγυλα μάτια, κι όμως δεν έβλεπες παρά μια τυφλή, ζαρωμένη πέτσα.

Σταμάτησε το μορφασμό. Το πρόσωπο διατηρούσε το ίδιο γκρίζο χρώμα, με μια ελαφριά κοκκινίλα, αλλά τα μάτια φαίνονταν άτονα.

  • Καλά, ας το δεχτούμε: Εξευγενισμένο πνεύμα αγέλης. Ο φόβος μην απομονωθείς. Μη μείνεις έξω απ’ την κολλεκτίβα. Εξ άλλου, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Ήδη από τον 16ο αιώνα ο Βάκων είχε υποστηρίξει μια τέτοιου είδους θεωρία για τα είδωλα. Έλεγε ότι οι άνθρωποι ήταν ελάχιστα επιρρεπείς στο να στηρίζουν τη ζωή τους στη δική τους πείρα, και γι’ αυτό προτιμούσαν να τη βρωμίζουν με προκαταλήψεις. Τα είδωλα, είναι ακριβώς αυτές οι προκαταλήψεις. Τα είδωλα της φυλής, όπως τα ονόμαζε ο Βάκων, τα είδωλα των σπηλαίων…

Είπε «τα είδωλα των σπηλαίων» και ο Όλεγκ φαντάστηκε αμέσως τη σπηλιά, με την εστία αναμμένη στη μέση, γεμάτη από καπνούς. Οι άγριοι ψήνουν το κρέας και στο βάθος, μόλις που διακρίνεται, το θολό είδωλο.

  • … Τα είδωλα στη θεατρική παράσταση…

Μα που βρισκόταν το είδωλο; Κάτω, στην πλατεία; Στο προσκήνιο; Μα όχι δά! Είχε πολύ καλύτερο μέρος, εκεί που έπαιζαν, στη μέση της σκηνής. 

  • Και τι είν’ αυτά τα είδωλα του θεάτρου;
  • Τα είδωλα του θεάτρου είναι οι ξένες απόψεις που επιβάλλονται και που ο άνθρωπος θέλει να τις ακολουθεί, για να εξηγεί τα πράγματα που δεν ένοιωσε μονάχος του.
  • Πόσο συνηθισμένο ειν’ αυτό!
  • Ή τα πράγματα που ένοιωσε, αλλά που βρίσκει πιο βολικό να τα ερμηνεύει σύμφωνα με την άποψη του άλλου.
  • Και τέτοιους, πόσους συνάντησα!
  • Είδωλα του θεάτρου είναι ακόμη η υπερβολική προσχώρηση στα δεδομένα της επιστήμης. με λίγα λόγια, είναι η θεληματική παραδοχή των σφαλμάτων του άλλου.
  • Καλό αυτό! είπε ενθουσιασμένος ο Όλεγκ. Η θεληματική παραδοχή των σφαλμάτων του άλλου! Αυτό είναι, ακριβώς!
  •  Και φθάνουμε στα είδωλα του εμπορίου. Α! Αυτό είναι πολύ εύκολο να το φανταστούμε: Η αγορά να μυρμηγκιάζει από το πλήθος και από πάνω του να υψώνεται το αλαβάστρινο είδωλο.
  • [Συνεχίζει ο Χουλουμπίν:] Τα είδωλα του εμπορίου είναι οι πλάνες που προκύπτουν από την αλληλοεξάρτηση των ανθρώπων κι από την κοινή ζωή τους. Είναι πλάνες που δεσμεύουν τον άνθρωπο, από το γεγονός ότι συνήθισε να μεταχειρίζεται τύπους που δεν συμβιβάζονται με τη λογική. Λόγου χάρη: Εχθρός του λαού! Ξένος! Προδότης! Αυτά αρκούν για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο.

Για να τονίσει τους χαρακτηρισμούς, ο Χουλουμπίν σήκωνε νευρικά πότε το ένα χέρι, πότε τ’ άλλο, και πάλι τα ίδια και οι κινήσεις αυτές έμοιαζαν σαν τις αδέξιες προσπάθειες ενός πουλιού με λαβωμένα φτερά, που προσπαθεί να πετάξει.

Ο ήλιος – αρκετά ζεστός για τέτοια εποχή – τους ζέσταινε την πλάτη. Τα κλαριά, που δεν είχαν ακόμα φουντώσει, ξεχώριζαν το ένα από τ’ άλλο, σκεπασμένα με το πρώτο τους πράσινο χνούδι, και δεν έδιναν ακόμη σκιά. Ο ουρανός, που δεν είχε ακόμη ξασπρίσει απ’ τη ζέστη, όπως συμβαίνει συνήθως στο Νότο, διατηρούσε το γαλάζιο του χρώμα ανάμεσα απ’ τα εφήμερα άσπρα συννεφάκια. 

Ο Χουλουμπίν, κουνώντας πάντα ψηλά τα δάχτυλό του, δίχως να το παίρνει είδηση, συνέχιζε:

  • Και πάνω απ’ όλα τα είδωλα, ένας ουρανός κλειστός, σκεπασμένος με χαμηλά μαύρα σύννεφα. Ξέρετε, καμιά φορά το βράδυ, χωρίς να προμηνύεται καταιγίδα, συμβαίνει να μαζεύονται πυκνά μαύρα σύννεφα, που κατεβαίνουν πολύ χαμηλά. Όλα τότε σκοτεινιάζουν , κι έχουμε τότε μόνο μια επιθυμία: να χωθούμε μέσα σ’ ένα γερό πέτρινο σπίτι, κάτω από μια στέγη, κοντά στη φωτιά και δίπλα στους δικούς μας. Εγώ έζησα είκοσι πέντε χρόνια κάτω απ’ αυτόν τον ουρανό, και το μόνο πράγμα που μ’ έσωσε ήταν που έσκυβα το κεφάλι και σώπαινα. Έζησα είκοσι πέντε χρόνια σωπαίνοντας, ίσως και είκοσι οχτώ – κάντε μόνος σας το λογαριασμό. Στην αρχή σώπαινα για χάρη της γυναίκας μου, έπειτα σώπαινα για χάρη των παιδιών μου και μετά για το αδύναμο κορμί μου. Και τι μ’ αυτό; Η γυναίκα μου πέθανε. Το σώμα μου είναι ένας σάκκος μ’ απορρίμματα και θα του ανοίξουν μια τρύπα στο πλάϊ. Τα παιδιά μου μεγάλωσαν ήσυχα. Κι αν η κόρη μου άρχισε ξαφνικά να μου γράφει, και μούστειλε κι όλας τρία γράμματα (όχι εδώ, αλλά στο σπίτι, τα δυο τελευταία χρόνια), είναι γιατί της το επέβαλε η κομματική οργάνωση, να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τον πατέρα της. Τα βλέπετε; Αν πείτε για το γιό μου, ούτε καν αυτό δεν του αξίωσαν.

Σμίγοντας τα δασωμένα φρύδια του ο Χουλουμπίν στράφηκε αναστατωμένος, προς τον Όλεγκ.

  • Κι εγώ, τώρα, δεν ξέρω πια τίποτα. Ίσως και να τα ονειρεύτηκα αυτά τα παιδιά! Ίσως να μην υπήρξαν και ποτέ! Πέστε μου, μήπως ο άνθρωπος είναι σαν τα κούτσουρα; Μόνο στα κούτσουρα είναι αδιάφορο αν θα τ’ ακουμπήσεις εκεί δά μονάχα τους ή αν θα τα βάλεις δίπλα σε άλλα κούτσουρα. Κι εμένα, η δική μου ζωή είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε αν μου συμβεί να χάσω τις αισθήσεις μου, να πέσω χάμω, να πεθάνω, θα περάσουν αρκετές μέρες ώσπου να το πάρουν είδηση οι γείτονες. Και παρ’ όλ’ αυτά, έ!, με ακούτε;  Είχε γαντζωθεί στον ώμο του Όλεγκ, σα να φοβόταν ότι εκείνος δεν το προσέχει -, όπως και πριν, φοβάμαι, όλο γύρω μου κοιτάζω. Να, για να καταλάβετε, αυτά που είχα το θάρρος και είπα μέσα στο θάλαμο, δε θα τάλεγα ποτέ μου όταν ήμουν στο Κόκαντ, ούτε και στο γραφείο! Κι αν σας τα λέω τώρα, είναι απλούστατα γιατί το ένα πόδι μου βρίσκεται κιόλας στο χειρουργείο. Αλλά και πάλι, αν υπήρχε και τρίτος εδώ μαζί μας, δεν θα μιλούσα! Μα είναι φοβερό! Δέστε ως ποιο σημείο μ’ έχουν εκμηδενίσει, εμένα, που τελείωσα το Αγρονομικό Ινστιτούτο, εμένα που είχα παρακολουθήσει τα ανώτερα μαθήματα του ιστορικού διαλεκτικού υλισμού! Εμένα, που δίδαξα σε διάφορες ειδικότητες. Όλ’ αυτά στη Μόσχα! Κι έπειτα όλοι οι άξιοι άρχισαν να πέφτουν. Στο Ινστιτούτο, ο Μουράτωφ απολύθηκε. Πετούσαν τους καθηγητές κατά δεκάδες. Έπρεπε ν’ αναγνωρίσει κανείς τα σφάλματά του; Εγώ τ’ αναγνώρισα! Έπρεπε να διαψεύσει κανείς τον εαυτό του; Κι αυτό  τόκανα. Γιατί υπήρξε, φυσικά, ένα ποσοστό, που δεν έπαθε τίποτα, δεν ειν’ έτσι; Ε, εγώ ήμουνα μέσα σ’ αυτό το ποσοστό. Αποτραβήχθηκα στην καθαρή βιολογία. Πόση ησυχία βρήκα τότε. Αλλά η εκκαθάριση έφτασε κι εκεί, και τι εκκαθάριση! Ξεπάστρεψαν όλες τις έδρες της βιολογίας. Έπρεπε ν’ απαρνηθώ και το αξίωμα; Σύμφωνοι απολύτως, το απαρνήθηκα. Τραβήχτηκα κι έγινα βοηθός. Έγινα τόσος δά, ασήμαντος. 

Αυτός ο σκυθρωπός του θαλάμου, με πόση ευγλωττία μιλούσε! Οι φράσεις του κυλούσαν, σα να μην ήταν τίποτε πιο απλό γι’ αυτόν, από το να δίνει διαλέξεις. 

  • Ήθελαν να καταστρέψουν τα συγγράμματα των μεγάλων σοφών. Ήθελαν ν’ αλλάξουν τα προγράμματα. Πάει καλά, σύμφωνοι. Θα φτιάξουμε καινούργια. Μας πρότειναν ν’ αναμορφώσουμε την ανατομία, τη μικροβιολογία, τις νευρικές παθήσεις σύμφωνα με τις θεωρίες ενός ανίδεου αγρονόμου και σύμφωνα με τις μεθόδους της δενδροκομίας. Μάλιστα ! Αυτή ήταν κι η δική μου γνώμη. Συμφωνώ! Ε, όχι, δεν αρκεί, εγκαταλείψτε και τη θέση ου βοηθού. Πολύ καλά, δεν έχω αντίρρηση, θα γίνω παρασκευαστής. Αλλ’ ούτε κι αυτή η θυσία δεν τους ικανοποιεί! Μου παίρνουν κι αυτή την υπευθυνότητα. Καλά, τότε θα γίνω βιβλιοθηκάριος, βιβλιοθηκάριος στο μακρυνό Κόκαντ. Τα είχα πια παραδώσει όλα! Ζούσα, όμως, και τα παιδιά μου μπόρεσαν να τελειώσουν  τις σπουδές τους. Ενώ οι βιβλιοθηκάριοι λάβαιναν μυστικές εντολές: να καταστρέψουν όλα τα έργα της γενετικής ψευτο-επιστήμης. να καταστρέψουν, ονομαστικά, τα συγγράμματα των τάδε και των τάδε. Αυτό δεν ήταν κάτι καινούργιο για μας! Εγώ ο ίδιος, από την έδρα του διαλεκτικού υλισμού, μήπως δεν είχα διακηρύξει, εικοσιπέντε χρόνια πριν, ότι η θεωρία της σχετικότητας ήταν μια συσκότιση αντιεπαναστατική; Και να συντάξω και το κατηγορητήριο, να το δώσω για υπογραφή στον εκπρόσωπο του κόμματος και τον εκπρόσωπο των ειδικών υπηρεσιών, και μετά να πετάξουμε όλα τα συγγράμματα στη φωτιά, τη γενετική, την αισθητική, την ηθική, την κυβερνητική, την αριθμητική.

Τελικά έβαλε τα γέλια:

  • … Και γιατί να στήσουμε φωτιές στους δρόμους; Περιττές διατυπώσεις. Τα κάναμε όλ’ αυτά ήσυχα-ήσυχα σε μια γωνίτσα, τα ρίχναμε όλα στην καλή μας τη σομπίτσα κι εκείνη δόσ’ του και μας ζέσταινε. Ναι, αλλά σ’ αντάλλαγμα, ανάθρεψα την οικογένειά μου. Η κόρη μου είναι συντάκτρια επαρχιακής εφημερίδας και γράφει λυρικά ποιήματα τέτοιου είδους:

«Όχι, δεν ξέρω να υποχωρώ!

Δεν ξέρω να ζητώ συγγνώμη.

Στον πόλεμο όλα συμβαίνουν!

Ο πατέρας μου; (Μα τι να γίνει, πολεμάμε).

Σαν ανήμπορα φτερά, σέρνονταν οι άκρες της ρόμπας του.»»   

  

ληξουριώτισσα

loading...