Γλύπτες: Αγήσανδρος, Αθηνόδωρος και Πολύδωρος

Το έργο περιγράφει τη σκηνή κατά την οποία δύο τεράστια φίδια, απεσταλμένα από τους θεούς για να τιμωρήσουν το Λαοκόοντα (επειδή είχε παροτρύνει τους Τρώες να μη δεχτούν ως δώρο το Δούρειο Ίππο από τους Έλληνες), τυλίγονται γύρω από αυτόν και τα παιδιά του και τους πνίγουν.

Η σκηνή αναπαρίσταται με εξαιρετική τεχνική και ρεαλισμό από τους καλλιτέχνες.

Ο τρόπος με τον οποίο σμιλεύουν τους μύες του κορμιού και των χεριών του Λαοκόωντος, η αποτύπωση του φόβου και της άνισης πάλης των παιδιών με τα τέρατα, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο παγώνουν τη σκηνή, τις εκφράσεις και τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών, κατατάσσουν το έργο στα κλασικά αριστουργήματα της ελληνιστικής εποχής, που προκαλούν δέος και θαυμασμό για την τεχνική τους αρτιότητα.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι, όπως παρατηρεί και ο E. H. Gombrich (Το Χρονικό Της Τέχνης, ΜΙΕΤ 1995), κατά την περίοδο της δημιουργίας του έργου, οι καλλιτέχνες είχαν απομακρυνθεί από την αντίληψη του παρελθόντος, που απαιτούσε η κάθε σύνθεση να έχει σχέση με τη μαγεία και τη θρησκεία.

Είναι φανερό, ότι πλέον τους απασχολούν μόνο τα προβλήματα της ίδια της τέχνης τους, πως δηλαδή θα απεικονίσουν τη σκηνή με τελειότητα, καταγράφοντας τη δραματικότητα, την κίνηση, την έκφραση και την έντασή της.

Το δίκαιο ή το άδικο, σχετικά με το μύθο και την τιμωρία του Λαοκόωντος, δείχνει να μην τους απασχολεί, έχουν όμως κάθε λόγο να αισθάνονται υπερήφανοι για το τελικό αποτέλεσμα του έργου τους.

Μνημειακό μαρμάρινο γλυπτό της ύστερης ελληνιστικής περιόδου (150-31 π.Χ.), το οποίο αποδίδεται σε τρεις Ρόδιους γλύπτες, τον Αγήσανδρο, τον Αθηνόδωρο και τον Πολύδωρο.

Ρώμη – Μουσείο Πίου Κλημεντίνου

Νίκος Καρζής

Αθήνα, 2019

loading...