Η ΦΙΛΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΩΝ

ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ, ΟΙ ΑΡΜΕΝΙΟΙ  ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΥΝΟΥΠΙΑ






Γράφει ο Κωνσταντινος Καλιμαυκιδης

Η μητέρα μου έπιασε τα 90, το 90% στο μυαλό της ακμαίο και οι δυνάμεις της κάπου εκεί κοντά.

Μακεδόνας ο πατέρας της, που πολέμησε σε έξι πολέμους από το 13 μέχρι το 22 και Σμυρνιά πρόσφυγας η μητέρα της,που ήλθε στην Ελλάδα κρυμμένη μέσα σε  τσουβάλι ,από τον φόβο των Τούρκων.

Γεννήθηκε στην Ξηροκρήνη, μια φτωχογειτονιά της Θεσ/νικης με ανάμεικτους κατοίκους προπολεμικά ,λίγους Αρμένιους και τσιγγάνους και πολλούς Εβραίους.

Δακρύζει όταν αναφέρεται σε αυτούς με τα μικρά τους ονόματα,θυμάται τις γειτόνισσες Εβραίες όταν το  Σάββατο που αυτοί  είχαν αργία, φωνάζανε τα χριστιανάκια, φίλους των παιδιών τους να κάνουν κάποιες μικροδουλειές του σπιτιού με το αντίστοιχο κέρασμα και αγκαλιές.

Κλαίει κανονικά όταν θυμηθεί τους φίλους που έχασε στην κατοχή όταν τους έβλεπε να τους φορτώνουν στα τρένα.
Θυμάται το γιάγμα (πλιάτσικο) στα άδεια σπίτια  και τα μαγαζιά τους, από τους παντοτινούς λιγούρηδες.

Θυμάται τον ξυλέμπορο γείτονα Εβραίο που έδινε τα κλειδιά του μαγαζιού και του σπιτιού και όλη την περιουσία του στον
πατέρα της σαν έμπιστο φίλο, λέγοντας του, «Κώστα κράτα τα και δούλεψε τα, αν ξαναγυρίσουμε μου τα δίνεις».

Ο  πατέρας της δεν δέχθηκε, γνώριζε ότι δεν θα γύριζε ο φίλος του  και θεωρούσε ότι το αθώο αίμα του θα βάραινε τα πλούτη, δεν θα ήταν καθαρά αποτέλεσμα κόπων και τον κλαίει μαζί με την οικογένεια του, ας ήτανε αλλόθρησκος λέει, άνθρωποι ήτανε που ζούσαμε μαζί και πετάει λέξεις ισπανικές νομίζοντας ότι είναι εβραϊκά.

Άπειρες οι αφηγήσεις της ,ζωντανό βιβλίο ιστορίας.
Περίεργο το σκεπτικό  του παππού και της  μητέρας  μου ,για σήμερα,άλλα ήθη τότε.

Συγκινείται όταν μιλάει για τους Αρμένους γείτονες  που φύγανε  το 48 με κάλεσμα για να φτιάξουν την Σοσιαλιστική Αρμενία.

Είχαν συνεννοηθεί  με τους φίλους τους να τους στείλουν φωτογραφίες όταν φτάσουν εκεί και μπορέσουν,
αν θα ήταν όρθιοι στις φωτογραφίες σήμαινε όλα καλά ,αν καθιστοί  άσχημα τα πράματα.

Όλοι καθιστοί αναρωτιέται  ακόμη τι να γίνανε οι φίλοι που τους θυμάται με τα ονόματα τους ,κανένας όρθιος ,φαντάσου φύγαν εν μέσω εμφυλίου λίγο μετά την κατοχή,τουλάχιστον αυτοί ζήσανε.

Όμως εκεί που κυριολεκτικά οδύρεται είναι όταν μιλάει για τις αφηγήσεις των προσφύγων συγγενών για την Σμύρνη,τις μνήμες
από την κατοχή,την πείνα,τον εμφύλιο, όπου έχασε τον στρατιώτη αδελφό της και θυμάται την υποδοχή  του λαού με ρόδα και λουλούδια στους αντάρτες μετά την απελευθέρωση,θυμάται τους Εγγλέζους,τις βόμβες, μετά τις  εξορίες τις απεργίες τους αγώνες και  αναρωτιέται γιατί,καταριέται τον πόλεμο γιατί την διέκοψε από το σχολείο της.

Ακόμη σήμερα κλαίει για την Κύπρο,καταριέται τους προδότες της Μακεδονίας και αναρωτιέται αν θα την χάσουμε και πωςθα ζήσουμε εμείς τα παιδιά μας και τα  πέντε δισέγγονα της.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΟΙΜΟΣ-ΑΘΗΝΑ

loading...