ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ.

Ανατολική Ρωμυλία Έβρου – Η φυγή από το Καβακλή Αν. Ρωμυλίας.
Την άλλη μέρα θα φεύγαμε από τον τόπο μας το αγαπημένο μας Καβακλή. Ήταν αρχές του Οκτώβρη του 1924!
Κάθε μέρα έφευγαν τα καραβάνια∙ γειτονιές, γειτονιές και συγγενικές οικογένειες ξεσπιτώνονταν ερήμωναν οι γειτονιές ώσπου νάρθουν «οι καινούργιοι» νοικοκυραίοι, οι Βούλγαροι ,που θα έπαιρναν τα σπίτια μας, τις περιουσίες μας Το σχέδιο των Βουλγάρων για τον εξαναγκασμό σε «εθελούσια» προσφυγιά ήταν ξεκάθαρο επιστημονικά οργανωμένο και η επιτυχία απολύτως βέβαιη!
Δύο δρόμους είχαν να ακολουθήσουν οι ελληνικοί πληθυσμοί ή να εκβουλγαριστούν ή να φύγουν στην Ελλάδα. Ούτε Βουλγάρα γίνομαι ούτε φεύγω έλεγε η μάνα μου!. Δεν αφήνω το σπίτι μου, δεν αφήνω το βιός μου δεν αφήνω τους αγαπημένους μου νεκρούς!(…)
Την τελευταία μέρα πριν φύγουμε για την Ελλάδα καθόμουν στο παράθυρο και έβλεπα στην αυλή!
Η μάνα μου σκυφτή καμπουριασμένη σα να είχε ξαφνικά γεράσει!
Την έβλεπα που στεκόταν μπροστά σε κάθε δέντρο που είχε φυτέψει με τα ίδια της τα χέρια! Έτρεξα κοντά της με πήρε από το χέρι και συνεχίσαμε μαζί τον αποχαιρετισμό! Για όλα τα δέντρα για όλους τους καρπούς είχε τον καλό λόγο. Ευλογημένοι καρποί!(…)
Πριν κλείσουν για πάντα οι πόρτες του σπιτιού πίσω μας, η μάνα μου ξεκρέμασε πάνω από το τζάκι το εικόνισμα της Παναγιάς και του ΑηΤρύφωνα προστάτη των αμπελιών και τα τύλιξε στο μαντήλι του αρραβώνα της τετράγωνο υφαντό άσπρο μικρό τραπεζομάντηλο κεντημένο γύρω-γύρω φυλαγμένο στο σεντούκι από τα ευτυχισμένα χρόνια! Ύστερα άναψε το καντήλι
∙και το άφησε αναμμένο στο τζάκι (…) Ξεκινήσαμε χαράματα Με τη μάνα μου να με κρατά από το χέρι μισοκοιμισμένη σκοντάφτοντας και κλαίοντας περπατούσα πίσω από τα κάρα με το σώμα μου να ακολουθεί αθέλητα την πορεία και το κεφάλι μου όλο να γυρίζει, να γυρίζει προς τα πίσω! ΄Εβλεπα καθώς προχωρούσαμε να μακραίνει ,να μικραίνει το περίγραμμα του σπιτιού μου, των δέντρων της αυλής, να θαμπώνουν όλο και πιο πολύ, να χάνονται σιγά σιγά, να σβήνουν στο βάθος του δρόμου, μέσα στην πρωινή αντάρα του Οκτώβρη, μέσα στα δάκρυα των ματιών μου μέσα στην ομίχλη της καρδιάς μου (…)
Προχωρούσαμε μέσα στο βουνό Σακάρ . Πρώτη φορά περπατούσα σε τούτον τον τόπο .Συχνά άκουγα τους γονείς μου να διηγούνται για τα πλούσια δάση του βουνού (…).Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά όταν δροσερό αγέρι από τη δύση έφερε τη μυρωδιά βρεμένης γης.-Θα βρέξει άκουσα τη μάνα μου να λέει. Ανατρίχιασα ! Σιγά-σιγά ο αέρας δυνάμωσε ο ουρανός σκοτείνιασε , μαύρα απειλητικά σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό .Βροντές αστραπές , βροχή κατακλυσμιαία έδερναν τώρα τη θλιβερή ανθρωποσειρά . Τα πουλια έκρωζαν και έτρεχαν τρομαγμένα να κρυφτούν στις φωλιές τους τα δέντρα έτριζαν, κλωνάρια έσπαζαν και μείς!
Ο!Ο!Ο! ακούστηκαν οι φωνές των ανδρών που έπιασαν τα ζώα από τα χαμούτια.(…) Και η βροχή έφυγε σε άλλους τόπους! Πάμε είπαν τα σύννεφα , ας αφήσουμε αυτούς τους δυστυχισμένους , ας αφήσουμε ετούτη τη γη και έφυγαν κατά τη μαύρη θάλασσα!
Ήμασταν στην περιοχή Καούρ-Αλαν στο πρώτο χωριό μετά το Καβακλή όταν έπιασε η μεγάλη βροχή.Οι δρόμοι λάσπωσαν το χώμα μαύρο και βαρύ κόλλησε στις ρόδες τα καρα βαρυναν και τα ζώα αγκομαχούσαν δεν μπορούσαν να βγάλουν την ανηφόρα. Παράτησαν οι μάνες τα παιδιά κάτω στη λάσπη και όλοι μαζί έσπρωχναν τα κάρα να βγάλουν την ανηφόρα. Αϊντε -αϊντε φώναζαν όλοι μαζί (…)