Περί Πλουτάρχου κακοήθειας. ΜΕΡΟΣ Ε. Γεωστρατηγική Ευάγγελος Φ. Γιαννόπουλος.

Ο Μεγάλος Ηρόδοτος εξιστορεί για να μην λησμονηθούν με την πάροδο του χρόνου τα επιτεύγματα του Αριστόκλειου πολιτισμού και τνω Ελλήνων.

 

Είχε ως κίνητρο να μην παραμείνουν αμνημόνευτα τα μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα του Ελληνισμού. Ο Πατέρας της ιστορίας ασχολείται με την σύγκρουση των δύο παγκόσμιων πολιτισμών και τους Περσικούς Πολέμους.

Γράφει ο Άγγελος-Ευάγγελος Φ. Γιαννόπουλος Γεωστρατηγικός αναλυτής και αρχισυντάκτης του Mytilenepress. Contact : [email protected]6945294197. Από όλους τους προαναφερόμενους εξαιρείται ένα μικρό μέρος με βάση τις παγκόσμιες Φιλοσοφικές-Μαθηματικές σταθερές Μηδέν Άγαν και Μέτρον Άριστον.  

 

 

 

Πάγια προσωπική μου αρχή είναι ότι όλα τα έθνη έχουν το δικαίωμα να έχουν τις δικές τους πολιτικές-οικονομικές, θρησκευτικές και γεωπολιτικές πεποιθήσεις, με την προϋπόθεση να μην τις επιβάλουν με πλάγιους τρόπους είτε δια της βίας σε λαούς και ανθρώπους που δεν συμφωνούν. Αναφέρομαι πάντοτε στους Φοίνικες που από μονοθεϊστές της Παλαιάς Διαθήκης έγιναν ένθερμοι υποστηρικτές του Διονυσιακού πολιτισμού. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την έγγραφη έγκριση του συγγραφέα.

 

Πρωταρχικός σκοπός για εκείνον είναι να μην εξαφανιστούν από την μνήμη του Ελληνισμού, τα σπουδαία κατορθώματα των προγόνων. Παράλληλα επιθυμεί να αναδείξει ότι ο πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων ήταν σύγκρουση μεταξύ δύο διαφορετικών πολιτισμών (Αριστόκλειος-Διονυσιακός). Με τον Ηρόδοτο η ανθρωπότητα εισήλθε στην συστηματική-επιστημονική εξιστόρηση των ιστορικών γεγονότων.

Ο τρόπος που γράφεται η Ιστορία από τον Ηρόδοτο είναι μεθοδικός και επιστημονικός. Ενδεικτικό είναι  ότι ο αμέσως επόμενος ιστορικός Θουκυδίδης, βαδίζει στον δρόμο που χάραξε ο πατέρας της Ιστορίας Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος δεν ήταν θεωρητικός καθώς πήγαινε ο ίδιος στις ξένες χώρες και διασταύρωνε τα ιστορικά στοιχεία.

Ο ιστορικός από την Αλικαρνασσό ταξιδεύει στις παραθαλάσσιες πόλεις, πηγαίνει στις Σάρδεις, στην  Βαβυλώνα, στην Ασσυρία και σε μεγάλο μέρος υτης Περσίας. Πηγαίνει στην Αίγυπτο και αναπλέει τον Νείλο έως την Ελεφάντινη νήσο – χίλια χιλιόμετρα από τις εκβολές του ποταμού. Ταξιδεύει και στα βορινά. Πηγαίνει στην Κολχίδα, περιγράφει τα χιόνια της Ουκρανίας. Ταξιδεύει πολύ στο εσωτερικό της Ελλάδας, στην Μεγάλη Ελλάδα και την Σικελία. Όταν ιδρύεται η αποικία Θούριοι, στην Νότιο Ιταλία, πηγαίνει στην νέα πολιτεία και ζει εκεί είκοσι χρόνια.

Από την αρχαιότητα ο Ηρόδοτος κατηγορήθηκε ότι αναφέρει φανταστικά πράγματα και ότι είναι λογοκλόπος, πως δέχτηκε ως γεγονότα χωρίς να τα εξετάσει με προσοχή και με πολλά στοιχεία. Για αυτό είναι μεροληπτικός για τους Έλληνες που μήδισαν και για τους Πέρσες !!!. Για αυτό τον κατηγόρησε ο Αρχιερέας του Σημιτικού Μαντείου των Δελφών Πλούταρχος, ο οποίος έγραψε το Περί Ηροδότου κακοηθείας. Εκεί ο μεταγενέστερος ιστορικός και παράγοντας του Διονυσιακού πολιτισμού κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή περιγράφει με ιδιαίτερη επιμονή την προδοσία της Βοιωτίας, η οποία, με την Θήβα επικεφαλής, συμμαχεί με τους Πέρσες.

Η κριτική που ασκήθηκε εναντίον του Ηροδότου από την αρχαιότητα έως πρόσφατα, ότι τάχα αναφέρει φανταστικά πράγματα και είναι μυθομανείς προέρχεται από τους μετόχους της Διονυσιακής κουλτούρας με στόχο να αποσιωπήσουν τα εγκλήματα των Φοινίκων-Ιουδαίων στην αρχαία Ελλάδα.

Ο Ηρόδοτος είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι δεν εξαπάτησε ποτέ και κανέναν. Γράφει ο ίδιος ότι θα διηγηθεί τα όσα είδε, τα όσα άκουσε και τα όσα λέει η παράδοση, αλλά κάθε φορά που αναφέρει πράγματα τα οποία του φαίνονται απίστευτα, το δηλώνει. Χαρακτηριστικά περί της αμεροληψίας και της υψηλής επιστημονικής ακρίβειας περιγραφών του Ηροδότου αναφέρει σύγχρονος αρθρογράφος :

“Το περίεργο όμως είναι ότι όσο πλουτίζονται οι γνώσεις μας για τον αρχαίο κόσμο, τόσο επαληθεύονται τα όσα γράφει ο Ηρόδοτος, ακόμη κι εκείνα τα οποία ο ίδιος δεν πίστευε. Όπως, για παράδειγμα οι δύο λύκοι που οδηγούν έναν Αιγύπτιο ιερέα (II, 122), οι οποίοι είναι δύο βοηθοί που φορούν προσωπίδες λύκων στην λιτάνευση του θεού Όσιρι. Επίσης το γεγονός ότι οι Φοίνικες ναύτες του Φαραώ Νεκώ παραπλέοντες την Λιβύη… «τον ήλιον έσχον ες τα δεξιά», το οποίο δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά το ότι παρέπλευσαν το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος και βρέθηκαν στην ανατολική ακτή της Αφρικής. Αλλά και ορισμένα από τα παραμύθια, τα οποία έχει καταγράψει ο Ηρόδοτος, τα βρήκαν οι σύγχρονοι αιγυπτιολόγοι ιστορημένα με ιερογλυφικά στους τοίχους των ναών της Αιγύπτου. Δικαιώνεται και εδώ ο Ηρόδοτος.”

Το διάβασμα της Ιστορίας του Ηροδότου είναι μια αναδρομή στον αρχαίο κόσμο, ένα ταξίδι στον χρόνο, με συντροφιά έναν παρατηρητικό, έξυπνο και ευχάριστο οδηγό, που είδε πολλά, έμαθε πολλά και ξέρει να συγκρατεί την προσοχή μας, γοητεύοντάς μας σε κάθε βήμα, καθώς περιδιαβάζομε μαζί του.

 

Γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμᾶς καθώς ὁ Χριστὸς εἶναι η αλήθεια που ἐλευθερώνει απὸ την Διονυσιακή πλάνη-άγνοια και σώζει τον άνθρωπο (Ἰωάν. η´ 32).

Η νόμιμη άμυνα επιτρέπεται και είναι δίκαιη όταν τεθούν σε κίνδυνο οι βασικές ανθρώπινες αξίες η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η τιμή, η επιβίωση και η ζωή. Τo πώς ορίζεται η έννοια του δικαίου διαφέρει ανάλογα με τις θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές πεποιθήσεις ενός έθνους, στα πλαίσια μιας ορισμένης ιστορικής περιόδου.

Επίσης δύο αντικρουόμενες εκδοχές για τα αίτια του πολέμου, είναι λογικό να παρουσιασθούν ως δίκαιες. με αξιόπιστα επιχειρήματα επιχειρήματα από την κάθε πλευρά. Οι πόλεμοι αποδοκιμαζόταν εν μέρη στην αρχαία Ελλάδα, εν τούτοις η νομι­μότητα τους δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Oι αρχαίες Ελληνικές πόλεις έδιναν μεγάλη βαρύτητα στις αιτίες για την προσφυγή σε πόλεμο. “Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεοὺς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε   τους δε ελευθέρους.”

 

 

Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων, ο βασιλεύς των πάντων, και άλλους τους κατέστησε θεούς και άλλους ανθρώπους, άλλους τους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους. (Ηράκλειτος Fragmenta, απόφθεγμα 53, H. Diels and W. Kranz, «Die Fragmente der Vorsokratiker», vol. 1, 6th edn.,Berlin: Weidmann, 1951: 150-182).  (1) Στα πλαίσια της αιώνιας σύγκρουσης των δύο παγκόσμιων πολιτισμών του Αριστόκλειου και του Διονυσιακού, παρά τα θαύματα, τις διδασκαλίες και την Ανάσταση του Χριστού, η ιστορία της ανθρωπότητας είναι κατά κύριο λόγο στρατιωτική, γραμμένη με αίμα και φρικτά μαρτύρια-καταστροφές. Διαχρονικά το μέλλον της ανθρωπότητας καθορίζεται από τα μεγάλα πολεμικά γεγονότα.

Τα υπόλοιπα γεγονότα έχουν δευτερεύουσες συνέπειες, σε σχέση με όσα διαδραματίζονται στα πεδία των μαχών. Πατήρ πάντων ο πόλεμος, όπως δίδαξε ο Μέγας προσωκρατικός Φιλόσοφος Ηράκλειτος. Μερικούς αιώνες αργότερα ο υποστράτηγος των ΗΠΑ Smedley Butler στις αρχές του προηγούμενου αιώνα έγραψε ότι ο πόλεμος είναι μια απάτη. Σύμφωνα με τον Αμερικανό υποστράτηγο Butler στους πολέμους μόνο μια μικρή ομάδα μυημένων είναι ενημερωμένοι για την πραγματικότητα.

Οι πόλεμοι είναι μια πραγματική απάτη που οργανώνεται προς όφελος ενός μικρού αριθμού ατόμων που ελέγχουν την εξουσία. Όλοι αυτοί οι πόλεμοι πραγματοποιούνται σε βάρος των λαών και παράλληλα δίνουν το δικαίωμα σε έναν μικρό αριθμό να αυξήσει την περιουσία του. Η παρατήρηση του στρατηγού Μπάτλερ περιγράφει άριστα τον υποτιθέμενο πόλεμο Ρωσίας-Αμερικής Ουκρανίας την ίδια στιγμή που εδώ και αρκετά χρόνια διεξάγεται ανελέητος υβριδικός πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών. Ας μην ξεχνάμε ότι μεταξύ άλλων ο πόλεμος είναι η τέχνη της εξαπάτησης.

Διαχρονικά οι θρησκευτικές-πολεμικές συρράξεις υπήρξαν αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης κοινωνίας και στο όνομα των θεών σφαγιάστηκαν, βασανίστηκαν και μετανάστευσαν εκατομμύρια άνθρωποι. Η επίκληση λόγων για τις άγριες εμφύλιες πολεμικές συρράξεις στην αρχαία Ελλάδα, είναι εφικτό να διαπιστωθούν με βάση τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και τους κίβδηλους χρησμούς τους οποίους έδινε το Φοινικικό μαντείο των Δελφών.

Ο Θουκυδίδης αφιέρωσε ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας του, στις αιτίες του εμφυλίου ανάμεσα στην Αθήνα και την Σπάρτη. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν ο τρομερότερος εμφύλιος της αρχαίας Ελλάδος, ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την παρακμή στην αρχαία εποχή, είχε και αυτός όπως όλοι οι εμφύλιοι θρησκευτικά κίνητρα. Πίσω από αυτή την τρομερή γενοκτονία βρισκόταν για πολλοστή φορά το Δελφικό μαντείο και με τις Φοινικικής καταγωγής Πυθίες παρακινούσε τους Σπαρτιάτες και τους Αθηναίους σε φονικότατες συγκρούσεις και απίστευτες θηριωδίες, μέσα από τους εκατέρωθεν κίβδηλους χρησμούς τους οποίους έδινε σκόπιμα (Θουκιδiδης Ιστορία. Α-4).

Οι σκοτεινοί παράγοντες της αρχαίας θρησκείας υποκίνησαν τον Πελοποννησιακό πόλεμο για να τιμωρήσουν-πλήξουν και να απομακρύνουν από την εξουσία της Αθηναϊκής πολιτείας τον Περικλή και τους σοφούς φίλους του  Αναξαγόρα, Ιπποκράτη, Ηρόδοτο, Φειδία οι οποίοι αμφισβητούσαν την ύπαρξη των Ολύμπιων Θεών και με τις διδασκαλίες τους αποδομούσαν την ξενόφερτη θρησκεία από την Αίγυπτο. Ενδεικτικά αναφέρει ο Ευριπίδης : ” Αν οι θεοί κάνουν αισχρές πράξεις δεν είναι θεοί¨ (Martin Nilson, “Η ιστορία της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας”, σελίδα 287). Είναι γνωστό σε όλους ότι οι Ολύμπιοι δαίμονες διακατεχόταν από τις πιο ανώμαλες και παρά φύσιν σεξουαλικές επιθυμίες.

Η Επιρροή του Αναξαγόρα, του Ιπποκράτη και των άλλων σοφών-φίλων του Περικλή στους Αθηναίους πολίτες ήταν πολύ μεγάλη και η Ολύμπια θρησκεία κινδύνευε με κατάρρευση. Για αυτό οι σατανικοί ιερείς υποκίνησαν τον Πελοποννησιακό πόλεμο, με στόχο την ανατροπή του Περικλή, την απομάκρυνση των “άθεων” φίλων του και τον περιορισμό της Ελληνικής φιλοσοφίας που άνθιζε στην Αθήνα.

Στον αντίποδα στην Σπάρτη εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τόσο υψηλό φιλοσοφικό επίπεδο. Οι Μεσσηνιακοί πόλεμοι που κατέστρεψαν την Πελοπόννησο, είχαν θρησκευτικό-πνευματικό κίνητρο. Εκεί έγιναν τρομερές ανθρωποθυσίες, όπως στα εκατομφόνια, από τους Σπαρτιάτες και τους Μεσσήνιους. Ακόμη γινόταν αμέτρητες θυσίες αιχμαλώτων στον Δία. Όμως μετά από τριακόσια χρόνια αγρίων πολέμων, απίστευτης γενοκτονίας, οι Σπαρτιάτες επικράτησαν και έκαναν τους Μεσσήνιους  είλωτες.  Το 660 π.Χ. οι Κορίνθιοι με αρχηγό τον τύραννο Κύψελο, έσφαξαν τους Κερκυραίους.

Το φαινόμενο του πολέμου αποτελεί διαχρονικό αντικείμενο επιστημονικών μελετών στην γεωστρατηγική-γεωπολιτική, τις Διεθνείς σπουδές και τις στρατιωτικές σχολές. Ο πόλεμος είναι μια πράξη βίας με στόχο την υποταγή-εξαναγκασμό στις επιθυμίες του αντιπάλου. Ο επεκτατικός πόλεμος είναι το μέσον για την επίτευξη άνομων σκοπών επί του αντιπάλου.

Η ειρήνη και η αγάπη υποστηρίζονται και προωθούνται σχεδόν  από όλες τις θρησκείες. Εν τούτοις στις πιο αιματοβαμμένες σελίδες της ανθρωπότητας σε πολέμους, την μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν τα ιερατεία των θρησκειών.

Εμπόλεμες συρράξεις και αδελφοκτόνοι εμφύλιοι. Διαχρονικά οι θρησκευτικές-πολεμικές συρράξεις υπήρξαν αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης κοινωνίας και στο όνομα των θεών σφαγιάστηκαν, βασανίστηκαν και μετανάστευσαν εκατομμύρια  άνθρωποι. Από τα αρχαία χρόνια τα έθνη όρισαν κανόνες ηθικής και νομικής δεοντολογίας, όμως ανέκαθεν τα ιερατεία είχαν έναν  ισχυρό ρόλο, επιβάλλοντας την αδίστακτη εξουσία τους  στους λαούς με καταστροφικές συνέπειες. (Εμφύλιοι πόλεμοι στην αρχαία Ελλάδα και οι τέσσερις Σταυροφορίες).

Οι πολεμικές αντιπαραθέσεις στο όνομα των θεών γινόταν στην πραγματικότητα για να αποκτούν οι αχριερείς των θρησκειών εξουσία-δύναμη και πλούτο. Η κινητήριος δύναμη της θρησκείας κινητοποιούσε τις μάζες οι οποίες πολεμούσαν για την πίστη, την πατρίδα, την ελευθερία, την περιουσία, και την ζωή. Το περί δικαίου αίσθημα το οποίο επικαλούνταν τα ιερατεία έκανε λιγότερο ειδεχθής και αποκρουστικές τις πολεμικές διαμάχες.

Ο ινδουισμός καταδικάζει απερίφραστα όλες εκείνες τις πράξεις που μπορεί να προκαλέσουν την απώλεια της ζωής κάθε ζώντος πλάσματος, παράλληλα όμως υπάρχει το πολεμικό έπος Μαχαμπαράτα, που μιλά για επικά επιτεύγματα επιφανών ανδρών στα πεδία των μαχών. Ο πολεμοχαρής Κρίσνα οδηγεί τον πολεμιστή Αρτζούνα στην μάχη (Kurukshetra). Ο Αρτζούνα βλέποντας στην πλευρά των αντιπάλων του φίλους, συγγενείς και δασκάλους διστάζει να πολεμήσει και σκέφτεται να καταθέσει τα όπλα για να μην τους βλάψει. Ο Κρίσνα του εξηγεί ότι πρέπει να είναι πιστός στο ρόλο του ως ευγενής- πολεμιστής και τον διατάζει να κάνει το καθήκον του προς το έθνος και τους θεούς. Στην Ιουδαϊκή θρησκεία οι πόλεμοι έχουν σημαντική θέση και στην Παλαιά διαθήκη αναφέρονται πολεμικές συγκρούσεις.

Ακόμη και η απόλυτη θρησκεία αγάπης ο χριστιανισμός απέκτησε έναν αμυντικό στρατιωτικό χαρακτήρα μετά την ανάληψη διοικήσεως του Imperium Romanum από τους Έλληνες. Κατά την μεσαιωνική εποχή οι θρησκευτικές πολεμικές αντιπαραθέσεις εναντίον των εκάστοτε απίστων λαών, αποτελούσε το βασικότερο κίνητρο για επίθεση και πόλεμο από έθνη. Όμως πολέμους είχαμε και ενάντια στους ομόδοξους  Το σχίσμα στην Χριστιανική εκκλησία μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης, ήταν ο πυρήνας των πολεμικών επιχειρήσεων.

Για αυτό οι σταυροφόροι στο δρόμο κατέκτησαν την Ελληνική-Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Στην σύγχρονη εποχή με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ξεκίνησε εμφύλιος πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία. Σλάβοι Χριστιανοί-Ορθόδοξοι, Βόσνιοι Μωαμεθανοί και Κροάτες Καθολικοί επιδόθηκαν σε ανελέητες πολεμικές αντιπαραθέσεις επί χρόνια με βάση τις αρχές των δύο παγκόσμιων πολιτισμών.

Την εποχή των Περσικών πολέμων το Φοινικικό-Ιουδαϊκό μαντείο των Δελφών ήταν μονίμως με το μέρος των Περσών, και καλούσαν τους Έλληνες, μέσω ψευδοχρησμών να μην πολεμήσουν. Η Ελλάδα ήταν το κέντρο του πολιτισμού, εντούτοις όλοι οι σημαντικοί αρχαίοι Φιλόσοφοι διώχθηκαν, φονεύθηκαν και δημεύτηκαν οι περιουσίες τους. Σε κάθε πόλεμο που γινόταν με τους Πέρσες, οι Φοίνικες ιερείς έδιναν αποτρεπτικούς χρησμούς στους Έλληνες να μην πολεμήσουν, διότι οι Μηδοι ήταν ομόθρησκοι τους. Ενδεικτικός είναι ο χρησμός της Αριστονίκης η οποία προδοτικά είπε στους Έλληνες : “Τι κάθεσθε ταλαίπωροι, φύγετε στα πέρατα της γης, εγκαταλείψτε τις οικίες σας και την ακρόπολη σας.

Ο ερχόμενος από την Ασία Άρης θα καταστρέψει τα πάντα, και όχι μόνον τα δικά σας τείχη, αλλά και τα τείχη των άλλων πόλεων θα απολεσθούν. Φύγετε λοιπόν από το οχυρό σας, έστω και αν αυτό γεμίζει θλίψη τις ψυχές σας. ” (Κ. Παπαρηγόπουλου Ιστορια Γ΄, σελίδα 94 και Ηρόδοτος-VII,140). Τους ίδιους χρησμούς έδωσε η Αριστονίκη και σε άλλες πόλεις όπως στους Αργείους και στους Κρήτες. Σε όλες αυτές τις πόλεις η Αριστονίκη είπε να τηρήσουν ουδετερότητα απέναντι στον πόλεμο Περσών–Ελλήνων και να υποταχθούν στους σατανιστές, βάρβαρους Ασιάτες εισβολείς (Ηρόδοτος .VII,148-169). Όταν οι Έλληνες αρχηγοί δεν δεχόταν αυτούς τους χρησμούς, γιατί ήθελαν να πολεμήσουν, τότε έδιναν νέους χρησμούς παγίδες.

Στις Πλαταιές οι θρησκευτικοί παράγοντες των Δελφών απαγόρευαν μέσω των χρησμών στους Έλληνες να πολεμήσουν. Ούτε να αμυνθούν δεν τους επέτρεπαν για να μην προσβληθεί ο δαίμονας Απόλλων. Είχαν περάσει πλέον αρκετές ημέρες όπου οι Έλληνες παρέμειναν παθητικοί-θεατές στον ίδιο τους τον θάνατο. Οι Έλληνες στρατιώτες τραυματιζόταν από τους Πέρσες χωρίς να έχουν το δικαίωμα να αμυνθούν, ενώ ταυτόχρονα εξαιτίας της παρατεταμένης απραξίας τελείωναν τα τρόφιμα και το νερό. Εκείνη ακριβώς την χρονική στιγμή έρχεται το τελειωτικό χτύπημα στους Έλληνες με έναν ακόμη “χρησμό” από την σφηκοφωλιά των Δελφών.

Ο νέος κίβδηλος χρησμός έλεγε ότι εάν θέλουν οι Αθηναίοι να νικήσουν τους Πέρσες, θα πρέπει να εγκαταλείψουν της Πλαταιές και να πολεμήσουν στην Αττική, διότι εκεί υπάρχει ναός της Ίσιδας-Δήμητρας της εωσφορικής θεάς από την Αίγυπτο. Ο Έλληνας στρατηγός Παυσανίας με το επιτελείο του είδε τον θανάσιμο κίνδυνο και την ολοκληρωτική καταστροφή. Για αυτό σκέφτηκε όπως ο Παυσανίας και σε συνεννόηση με το επιτελείο του, έβαλαν τους Πλαταιείς να παραχωρήσουν τα εδάφη τους, στους Αθηναίους, ώστε να πολεμήσουν σε δικό τους έδαφος, με βάση τον ψευδοχρησμό. Το άριστο αυτό Ελληνικό σχέδιο ευνοούσε και το γεγονός ότι υπήρχε στις Πλαταιές, δαιμονικός ναός της Αιγύπτιας Ίσιδας-Δήμητρας, για αυτό θα ήταν σε θέση να κάμψουν αντιρρήσεις των Αθηναίων. Μετά από αυτό το πολύ ευφυέστατο τρόπο δεν χρειάστηκε να φύγουν καθόλου οι Αθηναίοι, διότι ήταν πλέον Αθηναϊκό έδαφος οι Πλαταιές, υπό την Αθηναϊκή εξουσία.

Όμως για να είναι απολύτως σίγουρος ο Μέγας Παυσανίας και το επιτελείο του, έβαλαν τον στρατηγό Αρίμνηστο να πει στους Αθηναίους ότι είχε δεί “όνειρο”. Στο “όνειρο” εκείνο τον διέταζε ο αρχηγός των δαιμόνων ο Δίας, να “μεταφέρει” στους Αθηναίους την εντολή του, να πολεμήσουν στις Πλαταιές, μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες. Οι αφελείς Αθηναίοι μετά από όλα όσα τους είπε, ο στρατηγός Αρίμνηστος, ήταν πλέον πεποισμένοι ότι έπρεπε να πολεμήσουν στις Πλαταιές, διότι αυτή ήταν η “εντολή” του Δια.

Για αυτό οι Αθηναίοι έκαναν αμέσως ολόκληρο το Αιγυπτιακό τελετουργικό προς τιμήν της Δήμητρας. Με αυτόν τον τρόπο απέφυγαν οι πολυμήχανοι Έλληνες την θανάσιμη Φοινικική παγίδα από τους Δελφούς. Με αυτόν τον τρόπο έμειναν οι Αθηναίοι στις Πλαταιές, και όλοι μαζί οι Έλληνες πολέμησαν ενάντια στους Πέρσες με αποτέλεσμα μια ακόμη νίκη, η οποία τους εξασφάλιζε πλέον την πολυπόθητη ελευθερία. Μετά το τέλος της μάχης των Πλαταιών, ο στρατηγός Παυσανίας, κατευθύνθηκε στην Φοινικική Θήβα. Ο Έλληνας στρατηγός Παυσανίας απαίτησε να του παραδώσουν τους προδότες, οι οποίοι ήταν αρχηγοί των Φοινίκων της Θήβας και πολέμησαν με τους ομόθρησκους τους Πέρσες, ενάντια στους Έλληνες. Οι αρχηγοί των Φοινίκων ήταν ο Τιμηγενίδης και ο Ατταγίνης.

Όμως οι υπόλοιποι Φοίνικες της Θήβας αρνήθηκαν στον Παυσανία, την παράδοση των ομοεθνών τους. Μάλιστα οι δολοπλόκοι Φοίνικες χρησιμοποίησαν και την προσφιλή τους διαχρονική τακτική, σε μια απέλπιδα προσπάθεια τους να αποφύγουν την παράδοση των αρχηγών τους. Για αυτό πρότειναν στον Σπαρτιάτη Παυσανία, ένα πολύ υψηλό χρηματικό ποσό, με σκοπό να τον εξαγοράσουν, ώστε να μην εκτελέσει τους προδότες. Όπως ήταν φυσικό ο στρατηγός Παυσανίας διότι ήταν γνήσιος Έλληνας αρνήθηκε την πρόταση των Φοινίκων- δωδεκαθειστών για δωροδοκία.

Τότε αναγκάστηκαν να παραδώσουν στον Ήρωα Σπαρτιάτη Στρατηγό, τους Σημίτες αρχηγούς. Ένας εκ των αρχηγών ο Ατταγίνης ο οποίος πολέμησε μαζί με τους Πέρσες ενάντια στους Έλληνες, επέτυχε να διαφύγει κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων του Παυσανία με τους Φοίνικες-παγανιστές της Θήβας. Ο Έλληνας Παυσανίας οδήγησε τους προδότες Φοίνικες παγανιστές στην Κόρινθο, όπου τους εκτέλεσε για εσχάτη Προδοσία. Αυτός ήταν ένας ακόμη πολύ σοβαρός λόγος για τον οποίο τον είχαν κατηγορήσει άνανδρα-προδοτικά και θανατώθηκε, ως κοινός εγκληματίας, ο Παυσανίας από το Φοινικικό ιερατείο. Εάν ο Ήρωας-Σπαρτιάτης Στρατηγός Παυσανίας ήταν προδότης-Ιουδαίος και χρηματιζόταν, τότε θα αποδεχόταν την πρόταση να πάρει το υψηλό χρηματικό ποσό που του πρότειναν οι Σημίτες της Θήβας ώστε να μην εκτελέσει τους προδότες αρχηγούς τους. Ο μεγάλος Παυσανίας σε σχέση με τους άλλους δύο Έλληνες αρχηγούς των Περσικών πολέμων, είχε κάνει ένα ακόμη μεγάλο επίτευγμα.

Αυτό ήταν η θανάτωση των αρχηγών της Θήβας οι οποίοι πολέμησαν μαζί με τους υπόλοιπους Φοίνικες της Θήβας ενάντια στους Έλληνες κατά την μάχη των Πλαταιών. Επίσης εάν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες και o Παυσανίας ήταν “Ιουδαίοι” θα πολεμούσαν στο πλευρό των Περσών και των Σημιτών της Θήβας στην μάχη των Πλαταιών. Ακόμη ο Εθνικός Ήρωας Λεωνίδας και οι 300 Σπαρτιάτες δεν θα έπεφταν στις Θερμοπύλες και οι Δωριείς Σπαρτιάτες-Λάκωνες δεν θα είχαν εκδιωχθεί από την Πελοπόννησο, δεν θα συμμετείχαν στην κάθοδο των Δωριέων, και δεν θα έπαιρναν στον Τρωικό πόλεμο εάν ήταν Ιουδαϊκής καταγωγής. Συνεπώς οι αρχαίοι Σπαρτιάτες δεν ήταν Ιουδαϊκής καταγωγής όπως ψευδώς αναφέρεται σε διάφορα ιστορικά άρθρα και εργασίες.

Ο Διονυσιακός πολιτισμός αποτελεί την διαχρονική καταστροφή του Ελληνικού έθνους. Ο βιογράφος-ιστορικός, φιλόσοφος και αρχιερέας-θεουργός των Δελφών από την Χαιρώνεια Πλούταρχος έγραψε το γνωστό έργο  «Περί  Ηροδότου κακοηθείας».

Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της Διονυσιακής Κουλτούρας από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα ο ρόλος του Έλληνα ιστορικού Ηροδότου, ήταν «ύποπτος». Αναφέρει σε άρθρο του βαθμοφόρος παράγοντας της αρχαίας  θρησκείας σχετικά με τον Ιστορικό Ηρόδοτο τα εξής :

«Μετά τα εκτεθέντα προηγουμένως για την Ελληνική Γλώσσα και την Γραφή, παραθέτω ένα απόσπασμα – αναφορά του Μυσταγωγού Πλουτάρχου ο οποίος αντικρούει τον ύποπτο ρόλο του Ηροδότου,  για αυτά  που γράφει στο βιβλίο του «Τερψιχόρη» 57, 59 περί δήθεν Φοινικίας προέλευσης του Ελληνικού Αλφαβήτου και τον κατηγορεί για κακοήθεια.

Ο Πλούταρχος στο «περί της Ηροδότου κακοηθείας» αναφέρεται σε σύγγραμμα του Αριστοφάνους του Βοιωτού, ο οποίος είχε γράψει πως ο Ηρόδοτος στην τυχοδιωκτική του πορεία, έφθασε κάποτε στας Θήβας και ζήτησε μισθό από τους Θηβαίους, αλλά οι Θηβαίοι τον περιφρόνησαν και δεν του έδωσαν μάλιστα δε, τον εμπόδισαν να συναναστραφεί με τους νέους των Θηβών, γεγονός που αποτελούσε μεγάλη προσβολή.

Από αυτό το επεισόδιο και από άλλες παρόμοιες αναφορές οδηγούμεθα στο συμπέρασμα που δεν πρέπει να απέχει από την πραγματικότητα ότι ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς, προσπάθησε να εργασθεί και σε άλλες πόλεις όπως στις Θήβες και κατέληξε στην Αθήνα, ανέπτυξε στενή φιλία με τον Περικλή ο οποίος σαν έξυπνος πολιτικός γνώριζε καλά την προώθηση  και την διάδοση των πληροφοριών. Φρόντισε λοιπόν να του δώσουν οι Αθηναίοι αρκετό χρυσό και για αυτό ο Ηρόδοτος, έγραψε πολύ ευνοϊκά για αυτούς.

Οι Θηβαίοι τον υποψιάστηκαν σαν επιπόλαιο, λαοπλάνο και επικίνδυνο και τον απέλασαν. Αν τον είχαν κρατήσει, πιθανώς τώρα θα αγωνιζόμασταν να αποδείξουμε την Ελληνική καταγωγή των Αθηναίων. Είχε λοιπόν σοβαρό προσωπικό λόγο ο Ηρόδοτος να θέλει την εκδίκηση και την ηθική εξόντωση των Βοιωτών, οι οποίοι τον περιφρόνησαν. Και τι θα ήταν χειρότερο και πιο εξοντωτικό για έναν Έλληνα από το να του αφαιρέσεις ή να του αμφισβητήσεις την Ελληνική καταγωγή του, τόσο ανεπτυγμένο είχαν το Ελληνικό τους φρόνημα τότε.

Αγανακτισμένος ο Βοιωτός Μυσταγωγός από την Χαιρώνεια Πλούταρχος, διακωμωδεί τον Ηρόδοτο, γράφοντας:

«Αριστογείτονα μέντοι ουκέτι κύκλω και κακώς, άλλ’ άντικρυς διά πυλών εις Φοινίκην εξελαύνει, Γεφυραίον γεγονέναι λέγων ανέκαθεν, τους δε Γεφυραίους ουκ απ’ Ευβοίας ούδ’ Ερετριείς, ώσπερ οίονται τινές, αλλά Φοίνικας είναί φησιν, αυτός ούτω πεπεισμένος», στην περίπτωση του Αριστογείτονα δεν χρησιμοποιεί τέτοια κυκλική κακή πορεία, αλλά απέναντι μέσα από τις πύλες, δηλαδή όχι με πλάγιο τρόπο αλλά απ’ ευθείας, τον εξορίζει στην Φοινίκη λέγων πως ανέκαθεν ήταν εκ γεννήσεως Γεφυραίος, για τους Γεφυραίους μάλιστα λέει ότι ούτε Ευβοείς ούτε Ερετριείς ήσαν όπως πιστεύουν κάποιοι, αλλά Φοίνικες όπως ο ίδιος πυνθάνεται.»

Οι αναφορές του Ηροδότου σχετικά με τους Ιουδαίους -Φοίνικες : «Οί δε Γεφυραίοι, τών ήσαν οί  φονέες οί  Iππάρχου, ώς μέν αυτοί λέγουσι, εγεγόνεσαν εξ Ερετρίης τήν αρχήν, ώς δε εγώ αναπυνθανόμενος  ευρίσκω, ήσαν Φοίνικες τών συν Κάδμω απικομένων Φοινίκων ες γήν τήν νύν Βοιωτίην καλεομένην, οικέον δε τής χώρης ταύτης απολαχόντες τήν Ταναγρικήν μοίραν. Εντεύθεν δε, Καδμείων πρότερον εξαναστάντων υπ’ Αργείων, οί Γεφυραίοι ούτοι δευτέρα υπό Βοιωτών εξαναστάντες ετράποντο επ’ Αθηνέων. Αθηναίοι δε σφέας επί ρητοίσι εδέξαντο σφέων αυτών πολιήτας, πολλών τεών και ούκ αξιαπηγήτων επιτάξαντες εργέσται.

Οί δε Φοίνικες ούτοι, οί σύν Κάδμω απικόμενοι, τών ήσαν οί Γεφυραίοι, άλλα τε πολλά οικίσαντες ταύτην τήν χώρην εσήγαγον διδασκαλίαν ες τούς Έλληνες καί δη τά γράμματα, ούκ εόντα πρίν Έλλησι ώς εμοί δοκέειν, πρώτα μέν τοίσι καί άπαντες χρέωνται   Φοίνικες μετά δε χρόνου προβαίνοντες άμα τή φωνή μετέβαλον καί τόν ρυθμόν τών γραμμάτων. Περιοίκεον δε σφέας τά πολλά τών χώρων τούτων τόν χρόνον Ελλήνων Ίωνες, οί παραλαβόντες διδαχή παρά τών Φοινίκων τά γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ολίγα εχρέωντο,  χρεώμενοι δε εφάτισαν, ώσπερ καί τό δίκαιον έφερε εσαγόντων  Φοινίκων  ες τήν  Ελλάδα, φοινικήϊα κέκλησθαι….  ίδον δε καί αυτός Καδμήϊα γράμματα εν τώ ιερώ   τού   Απόλλωνος τού Ισμηνίου εν Θήβησι τήσι Βοιωτών επί τρίποσι τρισί εγκεκολαμμένα, τά πολλά όμοια εόντα τοίσι Ιωνικοίσι»…, Ηρόδοτος, (Tερψιχόρη 57 – 59).

Η φοινικική γραφή είναι μόνο φθογγική γραφή. Συνεπώς είναι διαφορετική από την Ελληνική. Στην Φοινικική γραφή οι λέξεις γράφονται χωρίς κενό μεταξύ τους και σε οριζόντιες στήλες με κατεύθυνση από δεξιά προς αριστερά. Αυτό είναι το αντίθετο σχετικά με τον τρόπο της Ελληνικής γραφής.  Από την αρχαιότητα κατηγορήθηκε ο Έλληνας Ηρόδοτος από τα σκοτεινά Φοινικικά ιερατεία ότι αναφέρει φανταστικά γεγονότα ως ιστορικά.

Τα αποδέχτηκε και τα κατέγραψε όλα χωρίς να τα εξετάσει-ερευνήσει με μεγάλη προσοχή, για αυτό σε πολλά στοιχεία τα οποία παραθέτει. Ήταν “μεροληπτικός” για τους Έλληνες, τους Πέρσες, όμως πάνω από όλα, για εκείνους που μήδισαν. Ειδικά για αυτό και τις αναφορές του Πατέρα της ιστορίας περί μηδισμού των Θηβαίων, τον κατηγόρησε ο Πλούταρχος στο δοκίμιό του Περί Ηροδότου κακοηθείας, όπου ο βιογράφος, φιλόσοφος και αρχιερέας του Φοινικικού μαντείου των Δελφών, κατηγορεί τον Έλληνα ιστορικό επειδή περιγράφει με ιδιαίτερη επιμονή την προδοσία της Βοιωτίας, η οποία με την Θήβα επικεφαλής συμμαχεί με τους Πέρσες.

Η οργή του Πλουτάρχου είναι εμφανής καθώς αποκαλεί τον Ηρόδοτο «συκοφάντη». Οι απαράδεκτοι και ανυπόστατοι χαρακτηρισμοί του Αρχιερέα των Δελφών, αποτελούν μια ετεροχρονισμένη ενέργεια παραπλανήσεως των μελλοντικών Ελληνικών γενεών. Οι κριτικές και οι κατηγορίες που ασκήθηκε εναντίον του Ηροδότου από την αρχαιότητα έως την σύγχρονη εποχή, περί δήθεν “μυθοπλασίας κα είναι κακοήθη και δεν ευσταθούν.

Ο Ηρόδοτος μέσα από τις ιστορικές του αναφορές είναι πάντοτε ακριβής και διασταυρώνει όλα τα στοιχεία. Ενδεικτικά αναφέρει ότι θα διηγηθεί τα όσα είδε-άκουσε και τα όσα αναφέρει η παράδοση, Όσα γεγονότα τελούν υπό αμφισβήτηση είναι απολύτως σαφής. Όσο καλλιεργείται-εξελίσσεται ο Αριστόκλειος πολιτισμός, σχετικά με την αρχαία Ελληνική Γραμματεία, θα γίνονται περισσότερο κατανοητές οι ιστορικές αναφορές του Ηροδότου.  Το ιστορικό έργο του Ηροδότου είναι μια αναδρομή στον αρχαίο ιστορία με ένα συναρπαστικό-τίμιο και παρατηρητικό επιστήμονα. Εάν και εφόσον ισχύει η Φοινικική ιστορική εκδοχή, τότε δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή και απόδειξη αξιοπιστίας, από το γεγονός, ότι έδιωξαν τον Έλληνα Ηρόδοτο οι Ιουδαίοι-Φοίνικες της αρχαίας Θήβας.

Ο Πλούταρχος έγραψε εναντίον του Ηροδότου με στόχο να καλύψει την Σημιτική εισβολή στην Ελλάδα από τους Φοίνικες από το 1519 π.Χ. με μετά. Στόχος του Πλούταρχου  η συγκάλυψη σχετικά την βίαιη επιβολή του ξενόφερτου Διονυσιακού πολιτισμού στην Ελληνική επικράτεια. Το μισό Β βιβλίο του Ηροδότου είναι αφιερωμένο στους Φοίνικες εισβολείς και στην επιβολή της ξένης προς τα Ελληνικά ήθη και έθιμα Ολύμπιας θρησκείας. Την λατρεία του δωδεκαθέου έφερε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ο Κάδμος. Η πρώτη πόλη η οποία λάτρεψε τους Ολύμπιους Θεούς από την Αίγυπτο, ήταν η αρχαία Θήβα.

Επίσης ο Βοιωτός αρχιερέας των Δελφών μνησικακεί εναντίον  του πατέρα της ιστορίας γιατί αποκαλύπτει την πραγματική καταγωγή των Θηβαίων και των άλλων εισβολέων στην Ελληνική επικράτεια. Παράλληλα ο Αρχιερέας του Φοινικικού μαντείου επιθυμούσε να εκδικηθεί τον Ηρόδοτο, για τις αναφορές σχετικά με τους κίβδηλους χρησμούς των Δελφών.  Στα πλαίσια της σύγκρουσης των δύο παγκόσμιων πολιτισμών μια άλλη αιτία για τις συκοφαντίες εις βάρος του Ηροδότου είναι οι αναφορές του Μέγα Αριστοκλή στους στυλοβάτες του Διονυσιακού πολιτισμού (Ολύμπια Θρησκεία) Όμηρο και Ησίοδο. ο Αριστοκλής κατακρίνει τον Όμηρο και τον Ησίοδο, δύο από τους στυλοβάτες της αρχαίας θρησκείας.

Ο Ύπατος των Φιλοσόφων, αναφέρει ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος γύριζαν σαν αλήτες από χώρες σε χωριά απαγγέλλοντας τις ραψωδίες τους, και ότι δεν μπόρεσαν την αρετή να διδάξουν κι’ ούτε να αποκτήσουν πιστούς φίλους και υποστηρικτές. Τέτοια ήταν η επίδραση του Ομήρου! Ποιητής χωρίς φίλους, χωρίς κύρος, χωρίς οπαδούς! Γιατί δεν ήταν σπουδαία προσωπικότητα, δεν ωφέλησε καμιά πόλη με τα έπη του, ούτε πέρασε για σπουδαίος νομοθέτης, διδάσκαλος ή σοφός, και ούτε καμιά πολιτεία τόνε μνημονεύει για δικό της αρχηγό». Οι Έλληνες φιλόσοφοι και σοφιστές, επιστήμονες, δεν δέχτηκαν ποτέ αυτήν την ξενόφερτη-δαιμονική θρησκεία από την Αίγυπτο, ως κάτι σοβαρό.

 

Ο Ηρόδοτος αναφέρει και τον επιβεβαιώνει ο Μέγας Αριστοκλής ότι οι Φοίνικες ήρθαν από την Αίγυπτο, από το 1519 π.Χ. και μετά. Εκείνοι κατέκτησαν δια της βίας Στερεά Ελλάδα, και Πελοπόννησο και επέβαλαν το δωδεκάθεο. Η βίαιη επιβολή του Φοινικικού δωδεκαθέου άγγιξε τα όρια γενοκτονίας στην Ελληνική επικράτεια.

1] Πλούταρχος τῇ γυναικὶ εὖ πράττειν.608B Ὃν ἔπεμψας ἀπαγγελοῦντα περὶ τῆς τοῦ παιδίου τελευτῆς, ἔοικε διημαρτηκέναι καθ’ ὁδὸν εἰς Ἀθήνας πορευόμενος· ἐγὼ δ’ εἰς Τάναγραν ἐλθὼν ἐπυθόμην παρὰ τῆς θυγατριδῆς. τὰ μὲν οὖν περὶ τὴν ταφὴν ἤδη νομίζω γεγονέναι, γεγονότα δ’ ἐχέτω ὥς σοι μέλλει καὶ νῦν ἀλυπότατα καὶ πρὸς τὸ λοιπὸν ἕξειν. εἰ δέ τι βουλομένη μὴ πεποίηκας ἀλλὰ μένεις τὴν ἐμὴν γνώμην, οἴει δὲ κουφότερον οἴσειν γενομένου, καὶ τοῦτ’ ἔσται δίχα πάσης περιεργίας καὶ δεισιδαιμονίας, ὧν ἥκιστά σοι μέτεστι.

608C [2] Μόνον, ὦ γύναι, τήρει κἀμὲ τῷ πάθει καὶ σεαυτὴν ἐπὶ τοῦ καθεστῶτος. ἐγὼ γὰρ αὐτὸς μὲν οἶδα καὶ ὁρίζω τὸ συμβεβηκὸς ἡλίκον ἐστίν· ἂν δέ σε τῷ δυσφορεῖν ὑπερβάλλουσαν εὕρω, τοῦτό μοι μᾶλλον ἐνοχλήσει τοῦ γεγονότος. καίτοι οὐδ’ αὐτός ‘ἀπὸ δρυὸς οὐδ’ ἀπὸ πέτρης’ ἐγενόμην· οἶσθα δὲ καὶ αὐτὴ τοσούτων μοι τέκνων ἀνατροφῆς κοινωνήσασα, πάντων ἐκτεθραμμένων οἴκοι δι’ αὐτῶν ἡμῶν, τοῦτο δέ, ὅτι καὶ σοὶ ποθούσῃ θυγάτηρ μετὰ τέσσαρας υἱοὺς ἐγεννήθη κἀμοὶ τὸ σὸν ὄνομα θέσθαι παρέσχεν ἀφορμήν, [οἶδα] ἀγαπητὸν διαφερόντως γενόμενον. πρόσεστι δὲ καὶ δριμύτης ἰδία τις τῷ πρὸς τὰ τηλικαῦτα φιλοστόργῳ τὸ εὐφραῖνον αὐτῶν καθαρόν τε 608D ὂν ἀτεχνῶς καὶ πάσης ἀμιγὲς ὀργῆς καὶ μέμψεως. αὕτη δὲ καὶ φύσει θαυμαστὴν ἔσχεν εὐκολίαν καὶ πραότητα, καὶ τὸ ἀντιφιλοῦν καὶ χαριζόμενον αὐτῆς ἡδονὴν ἅμα καὶ κατανόησιν τοῦ φιλανθρώπου παρεῖχεν· οὐ γὰρ μόνον βρέφεσιν ἄλλοις ἀλλὰ καὶ σκεύεσιν, οἷς ἐτέρπετο, καὶ παιγνίοις ἐκέλευε τὴν τίτθην διδόναι καὶ προσφέρειν τὸν μαστὸν καὶ προσεκαλεῖτο καθάπερ πρὸς τράπεζαν ἰδίαν ὑπὸ φιλανθρωπίας, μεταδιδοῦσα τῶν καλῶν ὧν εἶχε καὶ τὰ ἥδιστα κοινουμένη τοῖς εὐφραίνουσιν αὐτήν.

3] Ἀλλ’ οὐχ ὁρῶ, γύναι, διὰ τί ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα ζώσης μὲν ἔτερπεν ἡμᾶς νυνὶ δ’ ἀνιάσει καὶ συνταράξει λαμβάνοντας ἐπίνοιαν αὐτῶν. ἀλλὰ καὶ δέδια πάλιν, 608E μὴ συνεκβάλωμεν τῷ λυποῦντι τὴν μνήμην, ὥσπερ ἡ Κλυμένη λέγουσα

“μισῶ δ’ ἀγκύλον τόξον κρανείας, γυμνάσιά δ’ οἴχοιατο,”

ἀεί φεύγουσα καὶ τρέμουσα τὴν ὑπόμνησιν τοῦ παιδός, ὅτι συμπαροῦσαν λύπην εἶχε· πᾶν γὰρ ἡ φύσις φεύγει τὸ δυσχεραινόμενον. δεῖ δέ, ὥσπερ αὐτὴ πάντων ἥδιστον ἡμῖν ἄσπασμα καὶ θέαμα καὶ ἄκουσμα παρεῖχεν ἑαυτήν, 608F οὕτω καὶ τὴν ἐπίνοιαν αὐτῆς ἐνδιαιτᾶσθαι καὶ συμβιοῦν ἡμῖν πλέον ἔχουσαν μᾶλλον δὲ πολλαπλάσιον τὸ εὐφραῖνον ἢ τὸ λυποῦν· εἴπερ ἄρα τι τῶν λόγων, οὓς πολλάκις εἰρήκαμεν πρὸς ἑτέρους, εἰκός ἐστι καὶ ἡμῖν ὄφελος ἐν καιρῷ γενέσθαι, καὶ μὴ καθῆσθαι μηδ’ ἐγκεκλεῖσθαι πολλαπλασίας ταῖς ἡδοναῖς ἐκείναις λύπας ἀνταποδιδόντας.

[4] Καὶ τοῦτο λέγουσιν οἱ παραγενόμενοι καὶ θαυμάζουσιν, ὡς οὐδ’ ἱμάτιον ἀνείληφας πένθιμον οὐδὲ σαυτῇ τινα προσήγαγες ἢ θεραπαινίσιν ἀμορφίαν καὶ αἰκίαν, οὐδ’ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν, ἀλλ’ ἐπράττετο κοσμίως πάντα καὶ σιωπῇ μετὰ τῶν ἀναγκαίων. 609A ἐγὼ δὲ τοῦτο μὲν οὐκ ἐθαύμαζον, εἰ μηδέποτε καλλωπισαμένη περὶ θέατρον ἢ πομπὴν ἀλλὰ καὶ πρὸς ἡδονὰς ἄχρηστον ἡγησαμένη τὴν πολυτέλειαν ἐν τοῖς σκυθρωποῖς διεφύλαξας τὸ ἀφελὲς καὶ λιτόν· οὐ γάρ ‘ἐν βακχεύμασι ’ δεῖ μόνον τὴν σώφρονα μένειν ἀδιάφθορον, ἀλλὰ μηδὲν ἧττον οἴεσθαι τὸν ἐν πένθεσι σάλον καὶ τὸ κίνημα τοῦ πάθους ἐγκρατείας δεῖσθαι διαμαχομένης οὐ πρὸς τὸ φιλόστοργον, ὡς οἱ πολλοὶ νομίζουσιν, ἀλλὰ πρὸς τὸ ἀκόλαστον τῆς ψυχῆς. 609B τῷ μὲν γὰρ φιλοστόργῳ χαριζόμεθα τὸ ποθεῖν καὶ τὸ τιμᾶν καὶ τὸ μεμνῆσθαι τῶν ἀπογενομένων, ἡ δὲ θρήνων ἄπληστος ἐπιθυμία καὶ πρὸς ὀλοφύρσεις ἐξάγουσα καὶ κοπετοὺς αἰσχρὰ μὲν οὐχ ἧττον τῆς περὶ τὰς ἡδονὰς ἀκρασίας, λόγῳ δὲ συγγνώμης ἔτυχεν, ὅτι τὸ λυπηρὸν αὐτῆς καὶ πικρὸν ἀντὶ τοῦ τερπνοῦ τῷ αἰσχρῷ πρόσεστι. τί γὰρ ἀλογώτερον ἢ τὸ γέλωτος μὲν ὑπερβολὰς καὶ περιχαρείας ἀφαιρεῖν, τοῖς δὲ κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν ῥεύμασιν ἐκ μιᾶς πηγῆς φερομένων εἰς ἅπαν ἐφιέναι; καὶ περὶ μύρου μὲν ἐνίους καὶ πορφύρας διαμάχεσθαι ταῖς γυναιξί, κουρὰς δὲ συγχωρεῖν πενθίμους καὶ βαφὰς ἐσθῆτος μελαίνας καὶ καθίσεις ἀμόρφους καὶ κατακλίσεις ἐπιπόνους; 609C καί, ὃ δὴ πάντων ἐστὶ χαλεπώτατον, ἂν οἰκέτας ἢ θεραπαινίδας κολάζωσιν ἀμέτρως καὶ ἀδίκως, ἐνίστασθαι καὶ κωλύειν αὐτάς, ὑφ’ ἑαυτῶν δ’ ὠμῶς κολαζομένας καὶ πικρῶς περιορᾶν ἐν πάθεσι καὶ τύχαις ῥᾳστώνης καὶ φιλανθρωπίας δεομέναις;

[5] Ἀλλὰ ἡμῖν γε, γύναι, πρὸς ἀλλήλους οὔτ’ ἐκείνης ἐδέησε τῆς μάχης οὔτε ταύτης οἶμαι δεήσειν. εὐτελείᾳ μὲν γὰρ τῇ περὶ τὸ σῶμα καὶ ἀθρυψίᾳ τῇ περὶ δίαιταν οὐδείς ἐστι τῶν φιλοσόφων, ὃν οὐκ ἐξέπληξας ἐν ὁμιλίᾳ καὶ συνηθείᾳ γενόμενον ἡμῖν, οὐδὲ τῶν πολιτῶν, ᾧ μὴ θέαμα παρέχεις ἐν ἱεροῖς καὶ θυσίαις καὶ θεάτροις τὴν σεαυτῆς ἀφέλειαν. 609D ἤδη δὲ καὶ περὶ τὰ τοιαῦτα πολλὴν εὐστάθειαν ἐπεδείξω τὸ πρεσβύτατον τῶν τέκνων ἀποβαλοῦσα καὶ πάλιν ἐκείνου τοῦ καλοῦ Χαίρωνος ἡμᾶς προλιπόντος. μέμνημαι γὰρ ἀπὸ θαλάσσης ξένους μοι συνοδεύσαντας ἀπηγγελμένης τῆς τοῦ παιδίου τελευτῆς καὶ συνελθόντας ἅμα τοῖς ἄλλοις ἐς τὴν οἰκίαν· ἐπεὶ δὲ πολλὴν κατάστασιν ἑώρων καὶ ἡσυχίαν, ὡς ὕστερον διηγοῦντο καὶ πρὸς ἑτέρους, ᾤοντο μηδὲν εἶναι δεινὸν ἀλλὰ κενὸν ἄλλως ἐξενηνέχθαι λόγον· 609E οὕτω σωφρόνως κατεκόσμησας τὸν οἶκον ἐν καιρῷ πολλὴν ἀκοσμίας ἐξουσίαν διδόντι, καίτοι τῷ σεαυτῆς ἐκεῖνον ἐξέθρεψας μαστῷ καὶ τομῆς ἠνέσχου τῆς θηλῆς περίθλασιν λαβούσης· γενναῖα [γὰρ] ταῦτα καὶ φιλόστοργα.

[6] Τὰς δὲ πολλὰς ὁρῶμεν μητέρας, ὅταν ὑπ’ ἄλλων τὰ παιδία καθαρθῇ καὶ γανωθῇ, καθάπερ παίγνια λαμβανούσας εἰς χεῖρας, εἶτ’ ἀποθανόντων ἐκχεομένας εἰς κενὸν καὶ ἀχάριστον πένθος, οὐχ ὑπ’ εὐνοίας (εὐλόγιστον γὰρ εὔνοια καὶ καλόν), ἀλλὰ μικρῷ τῷ φυσικῷ πάθει πολὺ 609F συγκεραννύμενον τὸ πρὸς κενὴν δόξαν ἄγρια ποιεῖ καὶ μανικὰ καὶ δυσεξίλαστα <τὰ> πένθη. καὶ τοῦτο φαίνεται μὴ λαθεῖν Αἴσωπον· ἔφη γὰρ οὗτος ὅτι τοῦ Διὸς τὰς τιμὰς διανέμοντος τοῖς θεοῖς ᾔτει καὶ τὸ Πένθος. ἔδωκεν οὖν αὐτῷ, παρὰ τοῖς αἱρουμένοις δὲ μόνοις καὶ θέλουσιν. ἐν ἀρχῇ μὲν οὖν οὕτω τοῦτο γινόμενόν ἐστιν· αὐτὸς γὰρ ἕκαστος εἰσάγει τὸ πένθος ἐφ’ ἑαυτόν. ὅταν δ’ ἱδρυθῇ χρόνῳ καὶ γένηται σύντροφον καὶ σύνοικον, οὐδὲ πάνυ βουλομένων ἀπαλλάττεται. διὸ δεῖ μάχεσθαι περὶ θύρας αὐτῷ καὶ μὴ προίεσθαι φρουρὰν δι’ ἐσθῆτος ἢ κουρᾶς ἤ τινος ἄλλου τῶν τοιούτων, 610A ἃ καθ’ ἡμέραν ἀπαντῶντα καὶ δυσωποῦντα μικρὰν καὶ στενὴν καὶ ἀνέξοδον καὶ ἀμείλικτον καὶ ψοφοδεῆ ποιεῖ τὴν διάνοιαν, ὡς οὔτε γέλωτος αὐτῇ μετὸν οὔτε φωτὸς οὔτε φιλανθρώπου τραπέζης τοιαῦτα περικειμένῃ καὶ μεταχειριζομένῃ διὰ τὸ πένθος. ἀμέλειαι δὲ σώματος ἕπονται τῷ κακῷ τούτῳ καὶ διαβολαὶ πρὸς ἄλειμμα καὶ λουτρὸν καὶ τὴν ἄλλην δίαιταν· ὧν πᾶν τοὐναντίον ἔδει τὴν ψυχὴν πονοῦσαν αὐτὴν βοηθεῖσθαι διὰ τοῦ σώματος ἐρρωμένου. 610B πολὺ γὰρ ἀμβλύνεται καὶ χαλᾶται τοῦ λυποῦντος, ὥσπερ [ἐν] εὐδίᾳ κῦμα, τῇ γαλήνῃ τοῦ σώματος διαχεόμενον, ἐὰν δ’ αὐχμὸς ἐγγένηται καὶ τραχύτης ἐκ φαύλης διαίτης καὶ μηδὲν εὐμενὲς μηδὲ χρηστὸν ἀναπέμπῃ τὸ σῶμα τῇ ψυχῇ πλὴν ὀδύνας καὶ λύπας ὥσπερ τινὰς πικρὰς καὶ δυσχερεῖς ἀναθυμιάσεις, οὐδὲ βουλομένοις ἔτι ῥᾳδίως ἀναλαβεῖν ἔστι. τοιαῦτα λαμβάνει πάθη τὴν ψυχὴν οὕτω κακωθεῖσαν.

[7] Καὶ μήν, ὅ γε μέγιστον ἐν τούτῳ καὶ φοβερώτατόν ἐστιν, οὐκ ἂν φοβηθείην ‘κακῶν γυναικῶν εἰσόδους’ καὶ φωνὰς καὶ συνεπιθρηνήσεις, αἷς ἐκτρίβουσι καὶ παραθήγουσι τὴν λύπην, 610C οὔθ’ ὑπ’ ἄλλων οὔτ’ αὐτὴν ἐφ’ ἑαυτῆς ἐῶσαι μαρανθῆναι. γινώσκω γὰρ ποίους ἔναγχος ἀγῶνας ἠγωνίσω τῇ Θέωνος ἀδελφῇ βοηθοῦσα καὶ μαχομένη ταῖς μετ’ ὀλοφυρμῶν καὶ ἀλαλαγμῶν ἔξωθεν ἐπιούσαις, ὥσπερ ἀτεχνῶς πῦρ ἐπὶ πῦρ φερούσαις. τὰς μὲν γὰρ οἰκίας τῶν φίλων ὅταν καιομένας ἴδωσι, σβεννύουσιν ὡς ἔχει τάχους ἕκαστος ἢ δυνάμεως, ταῖς δὲ ψυχαῖς φλεγομέναις αὐτοὶ προσφέρουσιν ὑπεκκαύματα. καὶ τῷ μὲν ὀφθαλμιῶντι τὰς χεῖρας οὐκ ἐῶσι προσάγειν τὸν βουλόμενον οὐδ’ ἅπτονται τοῦ φλεγμαίνοντος, ὁ δὲ πενθῶν κάθηται παντὶ τῷ προστυχόντι 610D παρέχων ὥσπερ ῥεῦμα κινεῖν καὶ διαγριαίνειν τὸ πάθος ἐκ μικροῦ τοῦ γαργαλίζοντος καὶ κινοῦντος εἰς πολλὴν καὶ δυσχερῆ κάκωσιν ἀναξαινόμενον. ταῦτα μὲν οὖν οἶδ’ ὅτι φυλάξῃ· [8] πειρῶ δὲ τῇ ἐπινοίᾳ μεταφέρουσα σεαυτὴν ἀποκαθιστάναι πολλάκις εἰς ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ἐν ᾧ μηδέπω τοῦ παιδίου τούτου γεγονότος μηδὲν ἔγκλημα πρὸς τὴν τύχην εἴχομεν, εἶτα τὸν νῦν καιρὸν τοῦτον ἐκείνῳ συνάπτειν, ὡς ὁμοίων πάλιν τῶν περὶ ἡμᾶς γεγονότων. ἐπεὶ τὴν γένεσιν, ὦ γύναι, τοῦ τέκνου δυσχεραίνειν δόξομεν ἀμεμπτότερα ποιοῦντες αὑτοῖς τὰ πρὶν ἐκείνην γενέσθαι πράγματα. 610E τὴν δ’ ἐν μέσῳ διετίαν ἐξαιρεῖν μὲν οὐ δεῖ τῆς μνήμης, ὡς δὲ χάριν καὶ ἀπόλαυσιν παρασχοῦσαν ἐν ἡδονῇ τίθεσθαι καὶ μὴ τὸ μικρὸν ἀγαθὸν μέγα νομίζειν κακόν, μηδ’ ὅτι τὸ ἐλπιζόμενον οὐ προσέθηκεν ἡ τύχη, καὶ περὶ τοῦ δοθέντος ἀχαριστεῖν. ἀεὶ μὲν γὰρ ἡ περὶ τὸ θεῖον εὐφημία καὶ τὸ πρὸς τὴν τύχην ἵλεων καὶ ἀμεμφὲς καλὸν καὶ ἡδὺν ἀποδίδωσι καρπόν, ἐν δὲ τοῖς τοιούτοις ὁ μάλιστα τῇ μνήμῃ τῶν ἀγαθῶν ἀπαρυτόμενος καὶ τοῦ βίου πρὸς τὰ φωτεινὰ καὶ λαμπρὰ μεταστρέφων καὶ μεταφέρων ἐκ τῶν σκοτεινῶν καὶ ταρακτικῶν τὴν διάνοιαν ἢ παντάπασιν 610F ἔσβεσε τὸ λυποῦν ἢ τῇ πρὸς τοὐναντίον μίξει μικρὸν καὶ ἀμαυρὸν ἐποίησεν. ὥσπερ γὰρ τὸ μύρον ἀεὶ μὲν εὐφραίνει τὴν ὄσφρησιν πρὸς δὲ τὰ δυσώδη φάρμακόν ἐστιν, οὕτως ἡ ἐπίνοια τῶν ἀγαθῶν ἐν τοῖς κακοῖς καὶ βοηθήματος ἀναγκαίου παρέχεται χρείαν τοῖς μὴ φεύγουσι τὸ μεμνῆσθαι τῶν χρηστῶν μηδὲ πάντα καὶ πάντως μεμφομένοις τὴν τύχην. ὅπερ ἡμῖν παθεῖν οὐ προσήκει συκοφαντοῦσι τὸν ἑαυτῶν βίον, 611A εἰ μίαν ἔσχηκεν ὥσπερ βιβλίον ἀλοιφὴν ἐν πᾶσι καθαροῖς καὶ ἀκεραίοις τοῖς ἄλλοις.

[9] Ὅτι μὲν γὰρ ἐξ ὀρθῶν ἐπιλογισμῶν εἰς εὐσταθῆ διάθεσιν τελευτώντων ἤρτηται τὸ μακάριον, αἱ δ’ ἀπὸ τῆς τύχης τροπαὶ μεγάλας ἀποκλίσεις οὐ ποιοῦσιν οὐδ’ ἐπιφέρουσι συγχυτικὰς ὀλισθήσεις τοῦ βίου, πολλάκις ἀκήκοας. εἰ δὲ δεῖ καὶ ἡμᾶς καθάπερ οἱ πολλοὶ τοῖς ἔξωθεν κυβερνᾶσθαι πράγμασι καὶ τὰ παρὰ τῆς τύχης ἀπαριθμεῖν καὶ κριταῖς χρῆσθαι πρὸς εὐδαιμονίαν τοῖς ἐπιτυχοῦσιν ἀνθρώποις, μὴ σκόπει τὰ νῦν δάκρυα καὶ τὰς 611B ἐπιθρηνήσεις τῶν εἰσιόντων ἔθει τινὶ φαύλῳ περαινομένας πρὸς ἕκαστον, ἀλλ’ ἐννόει μᾶλλον ὡς ζηλουμένη διατελεῖς ὑπὸ τούτων ἐπὶ τέκνοις καὶ οἴκῳ καὶ βίῳ. καὶ δεινόν ἐστιν ἑτέρους μὲν ἡδέως ἂν ἑλέσθαι τὴν σὴν τύχην καὶ τούτου προσόντος ἐφ’ ᾧ νῦν ἀνιώμεθα, σὲ δ’ ἐγκαλεῖν καὶ δυσφορεῖν παρούσῃ καὶ μηδ’ ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ δάκνοντος αἰσθάνεσθαι πηλίκας ἔχει τὰ σῳζόμενα χάριτας ἡμῖν· ἀλλ’ ὥσπερ οἱ τοὺς ἀκεφάλους καὶ μειούρους Ὁμήρου στίχους ἐκλέγοντες τὰ δὲ πολλὰ καὶ μεγάλα τῶν πεποιημένων ὑπέρευ παρορῶντες, οὕτως ἐξακριβοῦν καὶ συκοφαντεῖν τοῦ βίου τὰ φαῦλα, 611C τοῖς δὲ χρηστοῖς ἀνάρθρως καὶ συγκεχυμένως ἐπιβάλλουσαν ὅμοιόν τι τοῖς ἀνελευθέροις καὶ φιλαργύροις πάσχειν, οἳ πολλὰ συνάγοντες οὐ χρῶνται παροῦσιν ἀλλὰ θρηνοῦσι καὶ δυσφοροῦσιν ἀπολομένων. εἰ δ’ ἐκείνης ἔχεις οἶκτον ἀγάμου καὶ ἄπαιδος οἰχομένης, αὖθις ἔχεις ἐπ’ ἄλλοις ἡδίω σεαυτὴν ποιεῖν μηδενὸς τούτων ἀτελῆ μηδ’ ἄμοιρον γενομένην· οὐ γάρ ἐστι ταῦτα μεγάλα μὲν τοῖς στερομένοις ἀγαθὰ μικρὰ δὲ τοῖς ἔχουσιν. ἐκείνη δ’ εἰς τὸ ἄλυπον ἥκουσα λυπεῖν ἡμᾶς οὐ δεῖται· τί γὰρ ἡμῖν ἀπ’ ἐκείνης κακόν, 611D εἰ μηδὲν ἐκείνῃ νῦν ἐστι λυπηρόν; καὶ γὰρ αἱ τῶν μεγάλων στερήσεις ἀποβάλλουσι τὸ λυποῦν εἰς τὸ μὴ δεῖσθαι περιγενόμεναι. Τιμοξένα δ’ ἡ σὴ μικρῶν μὲν ἐστέρηται, μικρὰ γὰρ ἔγνω καὶ μικροῖς ἔχαιρεν· ὧν δ’ οὔτ’ αἴσθησιν ἔσχεν οὔτ’ εἰς ἐπίνοιαν ἦλθεν [οὔτ’ ἔλαβεν ἐπίνοιαν], πῶς ἂν στέρεσθαι λέγοιτο;

[10] Καὶ μὴν ἃ τῶν ἄλλων ἀκούεις, οἳ πείθουσι πολλοὺς λέγοντες ὡς οὐδὲν οὐδαμῇ τῷ διαλυθέντι κακὸν οὐδὲ λυπηρόν ἐστιν, οἶδ’ ὅτι κωλύει σε πιστεύειν ὁ πάτριος λόγος καὶ τὰ μυστικὰ σύμβολα τῶν περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμῶν, 611E ἃ σύνισμεν ἀλλήλοις οἱ κοινωνοῦντες. ὡς οὖν ἄφθαρτον οὖσαν τὴν ψυχὴν διανοοῦ ταὐτὸ ταῖς ἁλισκομέναις ὄρνισι πάσχειν· ἂν μὲν γὰρ πολὺν ἐντραφῇ τῷ σώματι χρόνον καὶ γένηται τῷ βίῳ τούτῳ τιθασὸς ὑπὸ πραγμάτων πολλῶν καὶ μακρᾶς συνηθείας, αὖθις καταίρουσα πάλιν ἐνδύεται καὶ οὐκ ἀνίησιν οὐδὲ λήγει τοῖς ἐνταῦθα συμπλεκομένη πάθεσι καὶ τύχαις διὰ τῶν γενέσεων. μὴ γὰρ οἴου λοιδορεῖσθαι καὶ κακῶς ἀκούειν τὸ γῆρας διὰ τὴν ῥυσότητα καὶ τὴν πολιὰν καὶ τὴν ἀσθένειαν τοῦ σώματος· 611F ἀλλὰ τοῦτ’ αὐτοῦ τὸ χαλεπώτατόν ἐστιν, ὅτι τὴν ψυχὴν ἕωλόν τε ποιεῖ ταῖς μνήμαις τῶν ἐκεῖ καὶ λιπαρῆ περὶ ταῦτα καὶ κάμπτει καὶ πιέζει, τὸν σχηματισμόν, ὃν ἔσχεν ὑπὸ τοῦ σώματος ἐν τῷ πεπονθέναι, διαφυλάττουσαν. ἡ δὲ ληφθεῖσα μὲν ……… ὑπὸ κρειττόνων ἔχεται, καθάπερ ἐκ καμπῆς ὑγρᾶς καὶ μαλθακῆς ἀναχαιτίσασα πρὸς ὃ πέφυκεν. ὥσπερ γὰρ τὸ πῦρ, ἄν τις ἀποσβέσας εὐθὺς ἐξάπτῃ, πάλιν ἀναρριπίζεται καὶ ἀναλαμβάνει ταχέως ………

“ὅπως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι”, πλὴν ἔρωτα πολὺν ἐγγενέσθαι τῶν αὐτόθι πραγμάτων καὶ μαλαχθῆναι πρὸς τὸ σῶμα καὶ συντακῆναι καθάπερ ὑπὸ φαρμάκων.

612A [11] Τοῖς δὲ πατρίοις καὶ παλαιοῖς ἔθεσι καὶ νόμοις ἐμφαίνεται μᾶλλον ἡ περὶ τούτων ἀλήθεια. τοῖς γὰρ αὑτῶν νηπίοις ἀποθανοῦσιν οὔτε χοὰς ἐπιφέρουσιν οὔτ’ ἄλλα δρῶσι περὶ αὐτὰ οἷ’ εἰκὸς ὑπὲρ θανόντων ποιεῖν [τοὺς ἄλλους]· οὐ γὰρ μέτεστι γῆς οὐδὲν οὐδὲ τῶν περὶ γῆν αὐτοῖς· οὐδ’ αὐτοῦ περὶ ταφὰς καὶ μνήματα καὶ προθέσεις νεκρῶν φιλοχωροῦσι καὶ παρακάθηνται τοῖς σώμασιν· οὐ γὰρ ἐῶσιν οἱ νόμοι <περὶ> τοὺς τηλικούτους, ὡς οὐχ ὅσιον εἰς βελτίονα καὶ θειοτέραν μοῖραν ἅμα καὶ χώραν μεθεστηκότας ……… ἐπεὶ δὲ τὸ ἀπιστεῖν χαλεπώτερόν ἐστιν αὐτοῖς ἢ τὸ πιστεύειν, 612B τὰ μὲν ἐκτὸς οὕτως ὡς οἱ νόμοι προστάσσουσιν ἔχωμεν, τὰ δ’ ἐντὸς ἔτι μᾶλλον ἀμίαντα καὶ καθαρὰ καὶ σώφρονα διαφυλάττωμεν

(1) ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ.

Θαυμ άσας ο ὖν τὸ ἐ π ὶ π ᾶσι ῥηθὲν ὁ Σύμμαχος ‘ ἆρ’’ ἔφη ‘σ ὺ τὸν πατρι ώτην θε όν, ὦ Λαμπρ ία, ‘ε ὔιον ὀρσιγ ύναικα μαινομ έναις ἀνθέοντα τιμα ῖσι Δι όνυσον’ (Lyr. adesp. 131) ἐγγρ άφεις κα ὶ ὑποποιε ῖς το ῖς ῾Εβρα ίων ἀπορρ ήτοις; ἢ τ ῷ ὄντι λ όγος ἔστι τις ὁ το ῦτον ἐκε ίν ῳ τὸν α ὐ τὸν ἀποφα ίνων;’ ὁ δ ὲ Μοιραγ ένης ὑπολαβ ών ‘ἔα το ῦτον’ ε ἶπεν· ‘ἐ γ ὼ γ ὰρ ᾿Αθηνα ῖος ὢν ἀποκρ ίνομα ί σοι κα ὶ λ έγω μηδ έν’ ἄλλον ε ἶναι· κα ὶ τὰ μ ὲ ν πολλ ὰ τ ῶν ε ἰς το ῦτο τεκμηρ ίων μ όνοις ἐστὶ ῥητὰ κα ὶ διδακτ ὰ το ῖς μυουμ ένοις παρ’ ἡμ ῖν ε ἰς τὴν τριετηρικ ὴν παντέλειαν· ἃ δ ὲ λ ό γ ῳ διελθε ῖν ο ὐ κεκ ώλυται πρ ὸς φ ίλους ἄνδρας, ἄλλως τε κα ὶ παρ’ ο ἶνον ἐ π ὶ το ῖς το ῦ θεο ῦ δ ώροις, ἂν ο ὗτοι κελε ύωσι, λ έγειν ἕτοιμος.’ Πάντων ο ὖν κελευ όντων κα ὶ δεομ ένων ‘πρ ῶτον μ έν’ ἔφη ‘τῆς μεγ ίστης κα ὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ’ α ὐτο ῖς ὁ καιρ ός ἐστιν κα ὶ ὁ τρ όπος Διον ύ σ ῳ προσ ήκων. τὴν γ ὰρ λεγομ ένην νηστε ίαν < ἄγοντες> ἀκμ άζοντι τρυγητ ῷ τρα – πέζας τε προτίθενται παντοδαπ ῆς ὀ π ώρας ὑ π ὸ σκηνα ῖς κα ὶ καλι άσιν ἐκ κλημ άτων μ άλιστα κα ὶ κιττο ῦ διαπεπλεγ – μ έναις· κα ὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκην ὴν ὀνομ άζουσιν. ὀλ ίγαις δ’ ὕστερον ἡμ έραις ἄλλην ἑορτήν, ο ὐκ † ἂν δι’ α ἰνιγμ άτων ἀλλ’ ἄντικρυς Β άκχου καλουμ ένην, τελο ῦ – σιν. ἔστι δ ὲ κα ὶ κραδηφορ ία τις ἑορτὴ κα ὶ θυρσοφορ ία παρ’ α ὐτο ῖς, ἐν ᾗ θ ύρσους ἔχοντες ε ἰς τὸ ἱερ ὸν ε ἰ σίασιν· ε ἰσελ – θ όντες δ’ ὅ τι δρ ῶσιν, ο ὐκ ἴσμεν, ε ἰκ ὸς δ ὲ βακχε ίαν ε ἶναι τὰ ποιο ύμενα· κα ὶ γ ὰρ σ άλπιγξι μικρα ῖς, ὥσπερ ᾿Αργε ῖοι το ῖς Διονυσίοις, ἀνακαλο ύμενοι τὸν θε ὸν χρ ῶνται, κα ὶ κιθαρ ίζοντες ἕτεροι προ ΐασιν, ο ὓς α ὐτο ὶ Λευ ίτας προσονομάζουσιν, εἴτε παρὰ τὸν Λύσιον εἴτε μᾶλλον παρὰ τὸν Εὔιον τῆς ἐπικλήσεως γεγενημένης. οἶμαι δὲ καὶ τὴν τῶν σαββ άτων ἑορτὴν μ ὴ παντάπασιν ἀπροσδι όνυσον ε ἶναι· Σάβους γ ὰρ κα ὶ ν ῦν ἔτι πολλο ὶ το ὺς Β άκχους καλο ῦσιν κα ὶ τα ύτην ἀφι ᾶσι τὴν φων ὴν ὅταν ὀργι άζωσι τ ῷ θε ῷ, <ο ὗ π ίστω>σιν ἔστι δ ήπου κα ὶ παρ ὰ Δημοσθ ένους (18, 260) λαβε ῖν κα ὶ παρ ὰ Μεν άνδρου (fr. 1060), κα ὶ ο ὐκ ἀ π ὸ <τρ ό>που τις ἂν φα ίη το ὔνομα πεποι ῆ σθαι πρ ός τινα σ όβησιν, ἣ κατέχει το ὺς βακχε ύοντας· | α ὐτο ὶ δ ὲ τ ῷ λ ό γ ῳ μαρτυρο ῦσιν, ὅταν σ άββατα τελ ῶσι, μ άλιστα μ ὲν π ίνειν κα ὶ ο ἰνο ῦσθαι παρακαλο ῦντες ἀλλ ήλους, ὅταν δ ὲ κωλύῃ τι με ῖζον, ἀπογε ύεσθα ί γε π άντως ἀκρ άτου νομ ίζοντες. κα ὶ τα ῦτα μ ὲν ε ἰκ ότα φ α ίη τις ἂν ε ἶναι· κατὰ κρ άτος <δ ὲ 2 τοὺς> ἐναντίους πρῶτον μὲν ὁ ἀρχιερεὺς ἐλέγχει, μιτρηφόρος τε προϊὼν ἐν ταῖς ἑορταῖς καὶ νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος, χιτῶνα δὲ ποδήρη φορῶν καὶ κοθόρνους, κώδωνες δὲ πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος, ὑποκομποῦντες ἐν τῷ βαδίζειν, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν· ψόφοις δὲ χρῶνται περὶ τὰ νυκτέλια, καὶ χαλκοκρότους τὰς τοῦ θεοῦ τιθήνας προσαγορεύουσιν· καὶ ὁ δεικνύμενος ἐν τοῖς † ἐναντίοις τοῦ νεὼ θύρσος ἐντετυπωμένος καὶ τύμπανα· ταῦτα γὰρ οὐδενὶ δήπουθεν ἄλλῳ θεῶν ἢ Διονύσῳ προσῆκεν. ἔτι τοίνυν μέλι μὲν οὐ προσφέρουσι ταῖς ἱερουργίαις, ὅτι δοκεῖ φθείρειν τὸν οἶνον κεραννύμενον καὶ τοῦτ’ ἦν σπονδὴ καὶ μέθυ, πρὶν ἄμπελον φανῆναι· καὶ μέχρι νῦν τῶν τε βαρβάρων οἱ μὴ ποιοῦντες οἶνον μελίτειον πίνουσιν, ὑποφαρμάσσοντες τὴν γλυκύτητα οἰνώδεσι ῥίζαις καὶ αὐστηραῖς, ῞Ελληνές τε νηφάλια ταὐτὰ καὶ μελίσπονδα θύουσιν, ὡς ἀντίθετον φύσιν μάλιστα τοῦ μέλιτος πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος. ὅτι δὲ τοῦτο νομίζουσι, κἀκεῖνο σημεῖον οὐ μικρόν ἐστι, τὸ πολλῶν τιμωριῶν οὐσῶν παρ’ αὐτοῖς μίαν εἶναι μάλιστα διαβεβλημένην, τὴν οἴνου τοὺς κολαζομένους ἀπείργουσαν, ὅσον ἂν τάξῃ χρόνον ὁ κύριος τῆς κολάσεως· τοὺς δ’ οὕτω κολα…

ΠΡΟΒΛΗΜΑ Ε. Πότερον οἱ Ἰουδαῖοι σεβόμενοι τὴν ὗν ἢ δυσχεραίνοντες ἀπέχονται τῶν κρεῶν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ : 

Μυτιλήνη (Mytilenepress) : Περί Πλουτάρχου κακοήθειας. ΜΕΡΟΣ Ε. Γεωστρατηγική Ευάγγελος Φ. Γιαννόπουλος.

 

 Ο Μεγάλος Ηρόδοτος εξιστορεί για να μην λησμονηθούν με την πάροδο του χρόνου τα επιτεύγματα…