Οι καραβομάγειρες και το φαγητό του ναυτικού στη λογοτεχνία

Ο κόσμος δεν ήταν πάντα όπως είναι σήμερα. Αλλά το Σήμερα είναι ολοκαίνουργιο και το Χτες είναι γεμάτο πράγματα θαυμαστά, παράξενα, άγνωστα. Χτες είχε η Γη ακόμα τόπους ανεξερεύνητους, που πόδι ανθρώπου δεν τους είχε πατήσει. Είχε θάλασσες φουρτουνιασμένες, επικίνδυνες, ταξίδια αφάνταστα, περιπέτειες που δεν τις βάζει ο νους. Είχε παιδιά που ξεκινούσανε με τα πόδια να γνωρίσουνε τον κόσμο! Είχε πειρατές. Είχε και νησιά που δεν τα έγραφε κανένας χάρτης. *
Ο κόσμος τα χρόνια εκείνα χρειαζόταν τον πειρατή-μάγειρα Τζον Σίλβερ στο Νησί των θησαυρών του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, αυτόν τον μονοπόδαρο γίγαντα που με το ξύλινο ποδάρι του και τον παπαγάλο στον ώμο στοίχειωσε τα παιδικά μας όνειρα με δράση και ανατροπές στην προαιώνια μάχη του κακού και του καλού. Αλλά και τον γέρο Αφροαμερικανό μάγειρα Φλις, λίγο κουτσό, λίγο κουφό, να ετοιμάζει με το κουφάρι της φάλαινας τα γεύματα του καπετάνιου Αχαάβ, του Αχαάβ που ξεκίνησε από το Μανχάταν για να φτάσει έως τις ταραγμένες ιαπωνικές θάλασσες κυνηγώντας τη «φάλαινα», το «θεριό» σε όποια του μορφή, στο μεταφυσικό παραμύθι τρόμου Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ. Μα θα μου πείτε ήταν όλοι οι μάγειροι των πλοίων σκοτεινοί, μοχθηροί και ύπουλοι σαν και εκείνον τον άλλο τον Νεγκόρο του Ιουλίου Βερν που κατάφερε να οδηγήσει, παραπλανώντας, τον Δεκαπενταετή πλοίαρχο Ντικ Σαντ στη μαύρη Αφρική καταστρέφοντας την πυξίδα του; Μα όχι βέβαια! Όμως ο μάγειρας του πλοίου ήταν πάντα ο άλλος, ο διαφορετικός, ο μοναχικός του μαγέρικου που καμιά σχέση δεν έχει με το μάχιμο πλήρωμα. Ίσως και αυτός που κρύβει τελικά τα μεγαλύτερα μυστικά, μια και τα πάθη καμουφλάρονται πιο εύκολα στα αμπάρια παρά στον σκληρό ήλιο του καταστρώματος.
Παλιοί ναυτικοί οι περισσότεροι, μεσήλικες καραβοτσακισμένοι, που δίχως τη θάλασσα δεν ζούσαν και όμως μπροστά στο καζάνι τους έβαζαν όσο μεράκι και φαντασία διέθεταν για να καταπολεμήσουν τη μονοτονία των γευμάτων και την έλλειψη ή την αναγκαστική οικονομία των πρώτων υλών.
Τρόφιμα καλά φυλαγμένα και διπλοκλειδωμένα και αυστηρός υπολογισμός των ποσοτήτων, ώστε να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες του πληρώματος μέχρι τον επόμενο ανεφοδιασμό.
«Καράβι να κινήσει» λέμε μπροστά στο χάος και στην ακαταστασία, ένας ιδιωματισμός της ελληνικής γλώσσας για να θυμόμαστε ακριβώς αυτή τη μοναδική εικόνα του ανεφοδιασμού του πλοίου, πριν ακόμη σαλπάρουν τα όνειρα και η προσμονή του ταξιδιού δώσει φτερά στα χέρια και τα πόδια… Ακόμα και ζωντανά ζώα, πρόβατα και κότες, ανέβαζαν στα πλεούμενα για να εξασφαλίσουν τη διατροφή τους στη διάρκεια των ταξιδιών, μαζί με παστά κρέατα και βαρέλια γεμάτα ρέγκες, και αλεύρι για ζύμωμα, και φρούτα και λαχανικά για όσο κρατήσουν. Και νερό, και πολλά οινοπνευματώδη-μπίρα για τα ταξίδια του Βορρά και ρούμι για τον Νότο, αλλά και έλαια και βούτυρα, και μεγάλα κεφάλια ολλανδέζικο τυρί, γιατί υπήρχε η φήμη ότι διατηρείται καλύτερα από τα άλλα.
Κι αν τελικά οι Εγγλέζοι γιατροί συσχέτισαν ήδη από τον 18ο αιώνα την έλλειψη βιταμίνης C με το σκορβούτο, που θέριζε τους ναυτικούς από την εποχή του Κάπτεν Κουκ, και άρχισαν να εμπλουτίζουν με εσπεριδοειδή τη διατροφή των πληρωμάτων και με λεμόνι το τσάι των αξιωματικών τους, ήρθε να προστεθεί και το παστό λάχανο με τα αγγουράκια τουρσί, που διαθέτουν και αυτά λόγω της ζύμωσης αρκετή βιταμίνη C και δένουν όμορφα με τα παστά κρέατα και τις ρέγκες, αλλά και αργότερα με τα κονσερβοποιημένα κρέατα, που άρχισαν να κυκλοφορούν από το 1810 και μετά.
Ένα χαρακτηριστικό φαγητό που σερβίρεται ακόμη εξευγενισμένο στη Βόρεια Ευρώπη, το γερμανικό Lapskaus ή το δανέζικο Labskovs, το σουηδικό lapskojs, το φινλανδικό lapskoussi, είναι ένας συνδυασμός από πουρέ πατάτας, κονσέρβα χοιρινού, ρέγκα και τουρσιά… Μη σφίξετε τα χείλη, αυτό ήταν το γευστικότερο φαγητό τους!
Τι να έλεγε και ο Έλλην ναυτόπαις, ο ήρωας του Καρκαβίτσα στο διήγημα Θάλασσα, όταν παρακαλούσε για λίγο λάδι τον καπετάνιο του, να πάρει δυνάμεις; «Πάω μιαν ημέρα να του ζητήσω λίγο λάδι για το φαγί.
– Δεν έχει, μου λέγει· το τρώει εκείνος που κάθεται στο τιμόνι.
Πάω δεύτερη· το ίδιο. Πάω τρίτη· πάλι το ίδιο. Δεν αρκεί που μας ετάιζεν όλα τα ρέπεια πράγματα· ήθελε και το λάδι να μας κόψη. Η φιλαργυρία και η απονιά συχαμερή αρρώστια του. Φυλάω κ’ εγώ μιαν ημέρα που ήμουν στο τιμόνι, παίρνω τον Άγιο Νικόλα, τον δένω στο δοιάκι και το αφίνω μάρμαρο. Το καράβι άρχισε να γυρίζη σαν άμυαλο στη θάλασσα.
– Μπρε Γιάννη! μου φωνάζει ο καπετάνιος. Ποιον άφηκες στο τιμόνι;
– Εκείνον που τρώει το λάδι· του απαντώ».
Ή ο Κεφαλονίτης ναυτικός, ποιητής και πεζογράφος Νίκος Καββαδίας, που πνιγμένος από της ψυχής του την αντάρα έπαιζε το φαΐ του στα χαρτιά; Στους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος Πλώρη γράφει:
«Τις Κυριακές, σαν είχανε δουλειά μονάχα οι βάρδιες, σ᾿ αυτήν εμαζευόμαστε κι ανάβαμε φωτιά κι ή αισχρές, σιγά, για τις γυναίκες λέγαμε ιστορίες ή το φαΐ μας παίζαμε με πείσμα στα χαρτιά. Στην πλώρη αυτή κατάστρεψα τον ήρεμο εαυτό μου και σκότωσα την τρυφερή παιδιάτικη ψυχή. Όμως ποτέ δε μ᾿ άφησε το επίμονο όνειρό μου και πάντα η θάλασσα πολλά μού λέει, όταν αχεί».
Ο θαλασσινός μάγειρας είναι μια κατηγορία από μόνος του, είτε δουλεύει σε ψαράδικο είτε σε ποστάλι, γκαζάδικο ή φορτηγό πλοίο.
Θέλει μαγείρους μερακλήδες το καράβι, θέλει μαγείρους μάγους άλλους Μινχάουζεν ή τον Ψεφτοθόδωρο του αγαπημένου συγγραφέα της παιδικής μας ηλικίας Θέμου Ποταμιάνου, που μαγείρευε την «Καταπληκτική Ψαρόσουπά» του ψαρεύοντας στην Καλντέρα ψάρια βρασμένα με κρεμμυδάκια. Ψάρια που, μα τους δώδεκα θεούς, με λίγο βραστό νερό από το ηφαίστειο μεταμορφώνονται στην πιο νόστιμη κακαβιά που δεν της έλειπε ούτε η ντομάτα, μια και οι Σαντορινιοί, καθώς έλεγε, εκεί κοντά εσυνήθιζαν να πλένουν τις βούτες από τον πελτέ κι έτσι το νερό είχε πάντοτε την ανάλογη ντομάτα!
Θέλει μεράκι και φαντασία το φαγάκι του ναυτικού και νοιάξιμο, θέλει το αθάνατο φαγί του στεριανού με την αλμυρή καρδιά του Ανδρέα Καρκαβίτσα, που στο διήγημά του Ο βιοπαλαιστής στα Λόγια της πλώρης γράφει:
«Η μαστίχα μού εκέντησε φοβερά την όρεξι κ’ εμυριζόμουν λιμασμένος την τσίκνα του μαγεριού. Εκεί έβραζε το αθάνατο φαγί μας. Και φαίνεται δεν ήμουν εγώ μόνος που επεινούσα. Ήταν όλο το πλήρωμα. Τι τα θέλεις; Ο ναύτης δεν είνε πλασμένος για το καθησιό. Ζωή του είνε η τρικυμία, το πέλαγο· θάνατός του η γαλήνη».
Νομίζω πως η κάθε εποχή έχει τη δική της εκδοχή τραγικότητας. Κάθε φορά αλλάζει το περιτύλιγμα, όμως το κουκούτσι μένει ίδιο. Το καράβι βρίσκει απάγκιο στο λιμάνι του και το πλήρωμα στον μάγειρά του.
Η θάλασσα, η αρχαιότητα της γεωγραφίας. Η θάλασσα, το μέγα θαυμαστικό!
*Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, Το νησί των θησαυρών, διασκευή Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Εύα Μ. Μαθιουδάκη