Ρήξεις και αλλαγές! Οι πιο σοβαρές και σκληρές πολιτικές μάχες είναι ιδεολογικές

Γράφει η Δέσποινα Κάντα*

Η πολιτική σκηνή εξακολουθεί να βιώνει μια περίοδο με έντονη κινητικότητα. Για πολλά κόμματα τίποτα δεν θα είναι το ίδιο μετά τη διαμόρφωση του νέου πολιτικού τοπίου. Με την αφορμή των ανεξαρτητοποιήσεων, των σχηματισμών νέων κομμάτων, των διαγραφών και των όσων στο άμεσο μέλλον προκύψουν, θα είναι χρήσιμο ίσως να προσεγγίσουμε τις αλλαγές αυτές με μια ψύχραιμη και αντικειμενική ματιά, μακριά από δίπολα, ώστε να απαντήσουμε στο εξής:

Έχει τελικά ουσιαστικό νόημα η δημιουργία νέων κομμάτων που προκύπτουν ως αποτέλεσμα διασπάσεων ή διαγραφών;

Η παρατήρηση του κομματικού φαινομένου στην πολιτική επιστήμη ήταν πάντοτε μια θεματική που συγκέντρωνε θερμό ενδιαφέρον. Πολλοί θεωρούν πως η συζήτηση για το κομματικό φαινόμενο επικεντρώνεται στην εξέλιξη της τυπολογίας και στον τρόπο λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο τη θεωρία που αφορά στη δυσλειτουργία τους.

Τα κόμματα είναι εύκολο να αμφισβητηθούν και να δημιουργήσουν αίσθημα απογοήτευσης στους πολίτες, λόγω των συνεχόμενων εναλλαγών στις απαιτήσεις της κοινωνίας που ακολουθούν τις εποχές. Ως μοναδικοί φορείς διεκδίκησης και άσκησης της εξουσίας, τα πολιτικά κόμματα είναι ευκολότερο να δέχονται επιθέσεις. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν συγκεντρώνεται φυσικά στις συνεχώς αυξανόμενες (και εύλογες) απαιτήσεις των πολιτών, αλλά στην αδυναμία των κομμάτων να κατανοήσουν και να προσαρμοστούν στις αλλαγές αυτές σε εύλογο χρόνο. Αναφορικά με τον ορισμό του πολιτικού κόμματος, η θεωρία είναι γνωστή και συγκεκριμένη. Οι συζητήσεις γύρω από τα χαρακτηριστικά των τύπων των κομμάτων είναι χρήσιμη γνώση, αλλά η ανακύκλωση της συζήτησης και η δαιμονοποίηση της παρατήρησης εις βάρος της γόνιμης κριτικής, που οφείλεται να γίνεται προς όφελος του κράτους, του κόμματος και των πολιτών οδηγεί σε πλήρη αποπροσανατολισμό από τον κύριο στόχο: τα πρακτικά ζητήματα γύρω από τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των πολιτών. Η γνώση στην εποχή μας είναι εύκολα προσβάσιμη και απολύτως διάχυτη. Η γόνιμη κριτική, ωστόσο, είναι δυσεύρετη, όπως ακόμα περισσότερο δυσεύρετο είναι και το να αφουγκράζονται πραγματικά τα κόμματα τις ανησυχίες του πολίτη, ακόμα και όταν αυτές εκφράζονται μέσω εκλεγμένου αντιπροσώπου. Παρά το γεγονός ότι ζούμε στην εποχή της υπερπληροφόρησης, ακούμε ακόμα το «δεν ήξερα». Αυτό που είναι κατακριτέο, ωστόσο, είναι η σιγή των φωνών που «ήξεραν», έθεσαν τα ζητήματα ανοιχτά και δεν εισακούστηκαν.

Για να βάλουμε, όμως, τα πράγματα σε μια σειρά, το πρόβλημα με τη δυσλειτουργία ενός πολιτικού κόμματος δεν ξεκινάει από τον τύπο του, αλλά από το γεγονός ότι το επικοινωνιακό στοιχείο έχει πλέον κατακτήσει τόσο μεγάλο ρόλο στην πολιτική πάλη, που ο σκοπός της πάλης ξεφεύγει από τη διαχείριση υπαρκτών προβλημάτων και στρέφεται στη διαρκή διελκυστίνδα μεταξύ εξουσίας και αντιπολίτευσης. Το γεγονός αυτό αιτιολογεί ένα μεγάλο μέρος της απογοήτευσης και τελικά της αποχής των πολιτών, που περιμένουν αποτελέσματα και δεν αρκούνται σε αόριστες συζητήσεις. Αιτιολογεί ωστόσο επίσης σε σημαντικό βαθμό τη διάσπαση και την εσωκομματική ίντριγκα ή και τοξικότητα, πολλές φορές επίσης απωθητική για τον πολίτη, αλλά και για πολλούς που έχουν να προσφέρουν στην πολιτική. Ο πόλεμος της φθοράς είναι τόσο μεγάλος, η επένδυση σε αυτόν τόσο ισχυρή, που τελικά καλούμαστε μονίμως να κάνουμε διαχείριση χαρακτήρων και όχι προβλημάτων.

Η ελληνική πολιτική σκηνή τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται από συνεχείς διακυμάνσεις και συχνά βλέπουμε να δημιουργούνται κομματικά παρακλάδια ενός κύριου κομματικού κορμού, ως αποτέλεσμα διαφωνιών με ιδεολογικά ερείσματα -αν επιλέξουμε να κάνουμε μια καλοπροαίρετη ανάγνωση των γεγονότων. Όπως έχουμε δει πολλές φορές να συμβαίνει, συνήθως εκφραστές του «νέου» κομματικού σχηματισμού είναι πρόσωπα που έχουν ήδη το κοινό τους, επενδύοντας σε ένα περισσότερο προσωποκεντρικό «brand». Η προσέγγιση αυτή δίνει τη δυνατότητα στα πρόσωπα που αποφασίζουν να κυνηγήσουν την πολιτική εξουσία με όχημα έναν νέο κομματικό σχηματισμό, να αποτινάξουν, πιθανόν, και πάντως μέχρις ενός βαθμού, από πάνω τους λάθη του παρελθόντος, παράλληλα, όμως, παύει να τους προστατεύει η αίγλη της εποχής της δόξας τους, που μένει συνήθως ως επίγευση στη δύση μιας πολιτικής καριέρας. Γεννάται εύλογα το ερώτημα: ένα νέο πολιτικό κόμμα είναι το κατάλληλο όχημα για μια επανεκκίνηση; Υπό προϋποθέσεις, μπορεί να είναι, αλλά όλα εξαρτώνται από τον χαρακτήρα που θα διατηρήσει και το κοινό που θέλει να εκφράσει ή και να προσεγγίσει, καθώς επίσης και από την ρεαλιστικότητα των στόχων που θέλει να επιτύχει. Ο παράγοντας που θα έπρεπε να διαδραματίζει τον πρωτεύοντα ρόλο στην απόφαση σχηματισμού ενός νέου κόμματος είναι το εάν αυτό θα μπορέσει να εκφράσει μία ικανή μερίδα εκλογικού κοινού, με δομικές ή έστω πολύ σημαντικές διαφορές, στην πλειοψηφία των σπουδαίων θεμάτων, με την παράταξη στην οποία αυτό το εκλογικό κοινό στεγαζόταν μέχρι τώρα. Η απόφαση της επόμενης μέρας, λοιπόν, έχει να κάνει με τα κίνητρα που κάνουν έναν πολιτικό να θεωρεί πως η δημιουργία ενός νέου κόμματος είναι η βέλτιστη λύση (και για ποιον, άραγε;), με τα υπάρχοντα δεδομένα.

Πώς ένα νέο κόμμα θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του; Η «νέα αρχή» πιθανόν να «απελευθερώνει» τον πολιτικό από την υποχρέωση πίστης στις συλλογικές αποφάσεις που επέτασσε η κομματική πειθαρχία, παράλληλα, όμως, χάνει και την απόλυτη προστασία και κάλυψη που του παρεχόταν μέχρι την αποχώρηση, ακριβώς από την ίδια την επικληση (ανοιχτά ή κεκαλυμμένα) της κομματικής πειθαρχίας. Ο πολιτικός σχηματίζοντας ένα νέο κόμμα έχει την ευκαιρία να αποδείξει τη δική του ικανότητα διάγνωσης και προσαρμογής στα πολιτικά φαινόμενα της εποχής, να ανανεώσει τους όρους εμπιστοσύνης μεταξύ του ίδιου και των υποστηρικτών του και να επενδύσει σε μια μορφή ηγεσίας που του ταιριάζει. Αξίζει πάντα να θυμόμαστε ότι οι πιο σοβαρές και σκληρές πολιτικές μάχες είναι ιδεολογικές. Ωστόσο, πέραν των ιδεολογικών συμμάχων, ένα μεγάλο μέρος του λαού στηρίζει, ανεβάζει και ρίχνει κυβερνήσεις λόγω της (αν)αποτελεσματικότητάς τους. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να συνδυάζεται η ιδεολογία με την αποτελεσματικότητα και τα πιστεύω μας με την πρακτική εφαρμογή. Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι ο δείκτης θνησιμότητας στο εισαγωγικό αυτό, βρεφικό στάδιο της δημιουργίας ενός νέου κόμματος είναι υψηλός. Αυτό συμβαίνει γιατί συχνά μπερδεύονται οι ρόλοι της ομάδας πίεσης και του πολιτικού κόμματος.

Αφού αποφασιστεί, λοιπόν, η σκοπιμότητα της δημιουργίας νέου κόμματος, επιτακτική ανάγκη είναι η δήλωση της χρησιμότητας αυτού του νέου κόμματος, καθώς σε αυτήν την περίπτωση δεν μιλάμε πια για μια απλή ομάδα πίεσης, αλλά για την ευθύνη που φέρει το να θέτεις εαυτόν στη λαϊκή κρίση, ζητώντας τη στήριξη του λαού. Η υπόθεση ενός νέου κομματικού σχηματισμού δεν μπορεί να αφορά πολιτικά καπρίτσια, γιατί η δύση του θα είναι τόσο σύντομη, όσο ρηχά τα κίνητρά του. Το θέμα με το σύγχρονο πολυσυλλεκτικό κόμμα είναι πως αφού αυτό μπορεί να αλιεύει ψήφους από οπουδήποτε, τα προγράμματα και τα λόγια προσαρμόζονται σε αυτά που ήδη θέλει να ακούσει ο πολίτης. Όμως «Ένας ηγέτης οδηγεί τους ανθρώπους εκεί που θέλουν να πάνε. Ένας μεγάλος ηγέτης οδηγεί τους ανθρώπους εκεί που δεν θέλουν απαραίτητα να πάνε, αλλά πρέπει να είναι» (Rosalynn Carter 1927-2023). Η πολιτική βούληση, ακόμα και αν υπάρχει, χωρίς το πολιτικό θάρρος είναι σαν να έχεις όραμα, χωρίς σχέδιο δράσης.

Αντιλαμβανόμαστε ότι για όλα τα κόμματα που σχηματίζονται ή που θα σχηματιστούν στο άμεσο μέλλον δεν είναι σκοπός όλων των αποφάσεων η κατάκτηση της εξουσίας, παρά το γεγονός ότι αυτή αποτελεί σταθερά διακαή πόθο των πολιτικών κομμάτων. Ωστόσο, σκοπός όλων πρέπει να είναι και να παραμένει η βελτίωση και η διασφάλιση της ποιότητας του δημοσίου διαλόγου. Και αυτή ακριβώς είναι η τεράστια ευθύνη (και) των αντιπολιτευτικών κομμάτων. Συχνά τα κόμματα της αντιπολίτευσης γίνονται αντικείμενο κριτικής για την «φτωχή» ή/και «λαϊκίστικη» προσέγγιση και επιχειρηματολογία τους γύρω από διάφορα ζητήματα ή/και για το ταλέντο τους να βρίσκουν ένα πρόβλημα για κάθε λύση. Πρέπει να αποφασίσουμε ως πολίτες τι «είδους» πολιτικά κόμματα θέλουμε στην πολιτική σκηνή της χώρας μας και να απεμπλακούμε από προκαταλήψεις που αφορούν τα κριτίρια επιλογής. Είναι άλλο το να δημιουργείς προβλήματα και άλλο το να κάνεις γόνιμη κριτική. Η ουσιαστική κριτική είναι αυτή που ασκεί πραγματική πίεση προς τη «σωστή» κατεύθυνση και έλεγχο προς κάθε μορφή κατάχρησης.

ΣΧΟΛΙΟ GEOPOLITICO.GR: Το παρόν άρθρο έγινε με αφορμή τη διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά από τη Νέα Δημοκρατία και την εσωστρέφεια που υπάρχει στην αντιπόλυτευση στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να μην ελέγχονται οι ενέργειες της κυβέρνησης. Η διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού μάλιστα δημιούργησε την αίσθηση, ότι υπάρχει πιθανότητα δημιουργίας ενός πολιτικού σχηματισμού με κομματικά χαρακτηριστικά, το οποίο θα έχει πατριωτικό πρόσημο. Πόσο επιτυχημένο θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο σενάριο και ποιές είναι οι προϋποθέσεις για να πετύχει; Η πολιτική επιστήμων Δέσποινα Κάντα απαντά σε αυτό το ζήτημα.

geopolitico.gr

.