ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ
Ο Αχιλλέας μιλά με περηφάνια για τα άλογα του, τον ΞΑΝΘΟ και ΤΟΝ ΒΑΛΙΟ (παρδαλό, μπάλιο), και τα χαρακτηρίζει γρήγορα και αθάνατα, δώρα των θεών.
«Πόσο γρήγορα είναι τα δικά μου άλογα, το ξέρετε,
γιατί είναι αθάνατα, δώρο του Ποσειδώνα στον Πηλέα,
τον πατέρα μου, κι εκείνος πάλι τα χάρισε σε μένα.» ΡΑΨ. ψ 276-284
Tα αθάνατα άλογά του του ΑΙΑΚΙΔΗ , ήταν τέκνα του Ζέφυρου και της Ποδάργης και αγωνίζονται και συμπάσχουν μαζί με τον άνθρωπο που αγαπούν. Πετούν σαν πουλιά και ξεπερνούν κάθε εμπόδιο και κάθε κίνδυνο.
Νιώθουν βαθιά θλίψη και θρηνούν, όπως οι άνθρωποι, όταν ένιωσαν πως ο αγαπημένος τους αμαξηλάτης, Πάτροκλος, έπεσε νεκρός από το κοντάρι του Έκτορα. «Στο μεταξύ του Αιακίδη (Αχιλλέα) τ’ άλογα μακριά από τη μάχη θρηνούσαν, απ’ τη στιγμή που ένιωσαν πως ο αμαξηλάτης τους έπεσε μες στη σκόνη απ’ τον ανθρωποκτόνο Έκτορα.» (ΡΑΨ.Ρ 426-439).
Τα άλογα, που είχαν προαισθανθεί το θάνατο του Πάτροκλου, μένουν ασάλευτα, κλαίνε και θρηνούν τον γενναίο τους ηνίοχο.
«Στο μεταξύ του Αχιλλέα τ’ άλογα μακριά από τη μάχη
θρηνούσαν, απ’ τη στιγμή που ένιωσαν πως ο αμαξηλάτης τους
έπεσε μες στη σκόνη απ’ τον ανθρωποκτόνο Έκτορα» .
Θρηνούσαν και δεν ήθελαν να να γυρίσουν στον πόλεμο.
«Μόνο, όπως μένει ασάλευτη μια στήλη, που στήθηκε
σε τύμβο ανδρός νεκρού ή γυναικός,
έτσι έμεναν ασάλευτα ζεμένα στο πανέμορφο αμάξι,
με τα κεφάλια τους κάτω στη γη σκυμμένα, ζεστά τρέχαντα δάκρυα απ’ τα βλέφαρα στο χώμα, καθώς θρηνούσαν
αποζητώντας τον ηνίοχο…..
Τα είδε να υποφέρουν ο Δίας και λυπήθηκε.
Κούνησε το κεφάλι του και είπε μονολογώντας:
«Δύστυχα, γιατί σας έδωσα στο βασιλιά Πηλέα, σ’ ένα
θνητό, εσάς τ’ αγέραστα κι αθάνατα;
Να βασανίζεστε κι εσείς με τους δύστυχους θνητούς;
Από τον άνθρωπο δεν είναι άλλο πλάσμα πιο δύσμοιρο
απ’ όσα στη γη επάνω κινούνται και αναπνέουν.
Ωστόσο, δε θ’ αφήσω να ανεβεί στο στολισμένο άρμα σας
ο γιος του Πρίαμου, ο Έκτορας» (ΡΑΨ. Ρ 426-449).
Ο Αυτομέδων, ο ανδρειωμένος γιος του Διώρη, άλλοτε τα χτύπαγε με το ελαφρύ μαστίγιο, άλλοτε τους μιλούσε με λόγια γλυκά και άλλοτε τα φοβέριζε•εκείνα όμως δεν ήθελαν ούτε να πάνε πίσω στα καράβια πλάι στον πλατύ Ελλήσποντο ούτε να μπουν στον πόλεμο μαζί με τους Αχαιούς.
Ο Όμηρος, αναφερόμενος στα θαυμάσια αυτά άλογα, συμπληρώνει πως ήταν ατίθασα και ότι μόνον ο Αχιλλέας μπορούσε να τα δαμάσει.
Το ομολογεί ο Οδυσσέας, όταν συλλαμβάνει το Δόλωνα να κατασκοπεύει το στρατόπεδο των Αχαιών και, μετά από ισχυρή πίεση, αναγκάζεται να αποκαλύψει πως για την αποστολή του αυτή ο Έκτορας του υποσχέθηκε να του δώσει τα ωραία άλογα του Αχιλλέα, αν κέρδιζε τον πόλεμο.
Γι’ αυτό, απαντώντας με ειρωνεία ο Οδυσσέας, του λέει: «Αλήθεια, η καρδιά μεγάλα δώρα πόθησε, του αντρειωμένου Αιακίδη τ’ άλογα, που δύσκολα οι θνητοί μπορούν να τα δαμάσουν και να τα κυβερνήσουν άλλος κανείς εξόν ο Αχιλλέας, που αθάνατη τον γέννησε μητέρα» ( ΡΑΨ.Κ 400-403).
Τα ίδια άλογα έπραξαν το καθήκον τους, όταν διαπίστωσαν πως κινδύνευε ο νέος τους ηνίοχος, ο Αυτομέδων, οπότε με μια τολμηρή κίνηση διέσπασαν την εχθρική παράταξη και βγήκαν έξω από αυτή. « …εκείνον όμως μακριά τον πήγαιναν τ’ άθάνατα γρήγορα άλογα δώρα λαμπρά που οι θεοί είχαν δώσει στον Πηλέα» (ΡΑΨ.Π 865-867).
Ο Αχιλλέας απευθύνεται κι αυτός στα άλογά του και τα παρακινεί να φέρουν πίσω ζωντανό τον ηνίοχό τους, τον Αυτομέδοντα.
«Ξάνθε και Βαλίε, τέκνα της Ποδαργης ξακουστά,
προσέξετε να φέρετε σώο τον ηνίοχο πίσω
στους Δαναούς, αφού χορτάσουμε τον πόλεμο.
Μην αφήσετε, όπως τον Πάτροκλο, εκεί πέρα σκοτωμένο'” ( ΡΑΨ.Τ 400-403).
Η Ήρα δίνει λαλιά στον Ξάνθο κι εκείνος απαντά στο παράπονο του Αχιλλέα. «Σίγουρα θα σε σώσουμε και τούτη τη φορά, κραταιέ Αχιλλέα, ………………Δεν ήταν από βραδύτητα ή τεμπελιά δική μας που οι Τρώες πήρανε τα όπλα σου απ’ τους ώμους του Πάτροκλου,απ’ τους θεούς ο άριστος, που γέννησε η καλλίκομη Λητώ, τον σκότωσε μες στους προμάχους κι έδωσε στον Έκτορα τη νίκη
Οι δυό εμείς σαν την πνοή του Ζέφυρου να τρέξουμε μπορούμε που ελαφρότατη λένε πως είναι. αλλά και σε σένα τον ίδιο της μοίρας είναι απο θεό και άνδρα δυνατό να δαμασθής» ( Τ 408-420).
Τα άλογα διαμαρτύρονται και υποστηρίζουν πως ένας θεός σκότωσε τον Πάτροκλο και όχι η δική τους βραδύτητα ή τεμπελιά και προμηνύουν τον δικό του θάνατο.
Τα άλογα του Αχιλλέως
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως•
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-
μιά σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο -χωρίς πνοή-
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζεύς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω•
καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». -Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτεινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή.
Κ. Π. Καβάφης. [1991] 1995. Τα Ποιήματα. Τόμ. Α΄ (1897–1918). Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. 4η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.