Όταν ένα απόγευμα ένας άνδρας επέστρεψε σπίτι του μετά τη δουλειά, αντίκρισε ένα τρομακτικό θέαμα…
Τα τρία παιδιά του ήταν στην αυλή, φορούσαν ακόμη τις πιτζάμες τους και έπαιζαν βουτηγμένα στη λάσπη. Σε όλη την αυλή υπήρχαν διασκορπισμένα περιτυλίγματα από πατατάκια και σοκολάτες.
Η πόρτα του αυτοκινήτου της γυναίκας του ήταν ανοιχτή, όπως ανοιχτή ήταν και η μπροστινή πόρτα του σπιτιού. Όσο για τον σκύλο τους, όσο και να φώναξε, δεν τον είδε να εμφανίζεται από πουθενά.
Μπαίνοντας στο σπίτι, βρήκε ένα ακόμα μεγαλύτερο χάος. Η λάμπα στο χολ ήταν σπασμένη και το χαλί ήταν γεμάτο από μικρά κομμάτια γυαλί.
Στο σαλόνι η τηλεόραση ήταν ανοιχτή στη διαπασών σε ένα κανάλι κινουμένων σχεδίων. Παντού υπήρχαν πεταμένα παιχνίδια και διάφορα είδη ρουχισμού.
Στη κουζίνα τα πιάτα και τα ποτήρια ξεχείλιζαν από το νεροχύτη, το τραπέζι ήταν γεμάτο με γάλα από το πρωινό φαγητό, η πόρτα του ψυγείου ήταν ανοιγμένη διάπλατα, κροκέτες σκύλου υπήρχαν στο πάτωμα και ένα σπασμένο ποτήρι βρίσκονταν κάτω από το τραπέζι.
Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε προς τις σκάλες που οδηγούσαν στον πάνω όροφο για να ψάξει για την γυναίκα του. Στο μυαλό του είχε σφηνωθεί η ιδέα ότι κάτι σοβαρό της είχε συμβεί. Ότι κάτι είχε πάθει.
Μόλις έφτασε έξω από το μπάνιο είδε νερό στο πάτωμα. Άνοιξε την πόρτα, πέρασε στο εσωτερικό του και βρήκε πεταμένες στο πάτωμα υγρές πετσέτες, σαπούνι και πολλά παιχνίδια των παιδιών. Δίπλα στη μπανιέρα υπήρχαν τουλάχιστον τρία ρολά χαρτί τουαλέτας ξετυλιγμένα ενώ ένα σωληνάριο οδοντόκρεμα είχε αδειάσει πάνω στο καθρέφτη και στους τοίχους.
Βγήκε ακόμη πιο τρομαγμένος από το μπάνιο και έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα. Περίμενε να αντικρίσει τα χειρότερα ανοίγοντας την πόρτα. Σίγουρα όμως δεν περίμενε αυτό που τελικά είδε.
Η γυναίκα του ήταν κουλουριασμένη στο κρεβάτι με τις πιτζάμες της και διάβαζε ένα μυθιστόρημα. Σήκωσε το βλέμμα της, του χαμογέλασε σαν να μην συμβαίνει τίποτα και τον ρώτησε πως πέρασε τη μέρα του.
Εκείνος σαστισμένος την κοίταξε με απορία: «Μα τι στο καλό έγινε εδώ σήμερα;»
Εκείνη του χαμογέλασε και πάλι: «Θυμάσαι που κάθε μέρα, όταν γυρνάς στο σπίτι μετά από τη δουλειά, με ρωτάς τι στο καλό έκανα σήμερα;»
«Ναι», της απάντησε διστακτικά.
Με ακόμη πιο πλατύ χαμόγελο εκείνη συνέχισε:
«Λοιπόν, σήμερα δεν το έκανα.»