Η σημαία με την Βρεφοκρατούσα – Πάνω από 20.000 Τούρκοι νεκροί

0

 

Το 1715 ο τουρκικός κίνδυνος για την Αυτοκρατορία των Αψβούργων και κατά συνέπεια για όλη την Ευρώπη άρχισε και πάλι να γίνεται αισθητός. Οι τουρκικές φιλοδοξίες είχαν αναβιώσει από το 1711, όταν ο Μεχμέτ πασάς με 260.000 άνδρες νίκησε τους 40.000 άνδρες του τσάρου Μεγάλου Πέτρου στη μάχη του Προύθου. Ακολουθώντας πάντα την ίδια επεκτατική πολιτική οι Τούρκοι, παραβιάζοντας τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, επιτέθηκαν κατά των ενετικών κτήσεων στην Ελλάδα, το 1714. Η ενετική άμυνα κατέρρευσε ταχύτατα και σε λίγο όλη η Πελοπόννησος επανήλθε στην κατοχή των Οθωμανών.

Ήταν φανερό ότι ο επόμενος στόχος τους ήταν τα αυτοκρατορικά εδάφη στα βορειοδυτικά Βαλκάνια. Στις 15 Μαΐου 1716 ο νέος πόλεμος ήταν γεγονός. Ο Ευγένιος, πρίγκιπας της Σαβοΐας, είχε αναδειχτεί στον καλύτερο στρατηγό του στρατού της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, μαχόμενος κατά των Τούρκων και των Γάλλων. Τώρα αναλαμβάνοντας την αρχιστρατηγία στο τουρκικό μέτωπο καλείτο να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς για δεύτερη φορά.

Ο Ευγένιος υπήρξε εξαρχής υπέρμαχος του νέου πολέμου και αμέσως ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα. Εξασφάλισε τη συνδρομή των περισσότερων Γερμανών πριγκίπων, ακόμα και του πρώην αντιπάλου του Μαξιμιλιανού Εμμανουήλ της Βαυαρίας. Χρήματα συγκεντρώθηκαν, έγινε προμήθεια όπλων νέου τύπου και εφοδίων και από το καλοκαίρι του 1716 στρατεύματα άρχισαν να συγκεντρώνονται στα αυστρο-τουρκικά σύνορα.

Ο Ευγένιος ανέλαβε το ίδιο καλοκαίρι τη διοίκηση. Στόχος του ήταν η ανακατάληψη του Βελιγραδίου. Ο Ευγένιος διέθετε μόνο 60.000 άνδρες. Οι άνδρες του όμως ήταν άριστα εκπαιδευμένοι και οι περισσότεροι από αυτούς εμπειροπόλεμοι, βετεράνοι του πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής. Ο πρίγκιπας γνώριζε ότι οι Τούρκοι διέθεταν τουλάχιστον διπλάσιο στρατό απέναντι του, ενώ είχαν ενισχύσει τις φρουρές όλων των συνοριακών οχυρών τους, περιλαμβανομένου και του Βελιγραδίου. Παρόλα αυτά δεν δίστασε να συγκρουστεί μαζί τους και να τους συντρίψει στο Πετροβαράντιν (σημερινό Νόβι Σαντ της Σερβίας), προκαλώντας τους πάνω από 30.000 απώλειες.

Παρά τη νίκη του όμως ο πρίγκιπας δεν διέθετε αρκετές δυνάμεις για να επιχειρήσει επίθεση κατά του Βελιγραδίου. Οι Τούρκοι διέθεταν ακόμα περισσότερους από 100.000 άνδρες γύρω από τη σερβική πρωτεύουσα. Με αυτά κατά νου ο Ευγένιος αποφάσισε να επιχειρήσει το εφικτό, δηλαδή να επιτεθεί κατά του ισχυρού σημείου στηρίγματος των Τούρκων στην Τρανσυλβανία, του Τάμεσβαρ – σημερινή Τιμισοάρα. Αφού λοιπόν άφησε ισχυρή φρουρά στο Πετροβαράντιν, ο Ευγένιος κινήθηκε με 45.000 άνδρες κατά του Τάμεσβαρ.

Η πολιορκία άρχισε την 1η Σεπτεμβρίου. Μέρα τη μέρα οι σκαπανείς του Ευγενίου πλησίαζαν όλο και πιο κοντά στους προμαχώνες, ενώ το πυροβολικό του σφυροκοπούσε την πόλη. Οι Τούρκοι επιχείρησαν να άρουν την πολιορκία της πόλης. Μια στρατιά τους με 70.000 άνδρες κινήθηκε κατά των πολιορκητών. Ο Ευγένιος κινήθηκε κατά της απελευθερωτικής τουρκικής στρατιάς με μόλις 16.000 άνδρες. Στις 23 Σεπτεμβρίου επιτέθηκε στην Κισσόντα στους Τούρκους και τους διασκόρπισε. Έτσι ήταν ζήτημα χρόνου πια η πτώση του Τάμεσβαρ η οποία και επήλθε στις 14 Οκτωβρίου.
Ο ρόλος του Ευγένιου

Με την κατάληψη του Τάμεσβαρ ο αυτοκρατορικός στρατός αποσύρθηκε για να διαχειμάσει. Ο Ευγένιος, πάντα με βάση το Πετροβαράντιν, άρχισε να αναδιοργανώνει τις δυνάμεις του, να συγκεντρώνει εφόδια και όπλα. Στόχος του ήταν το Βελιγράδι. Στο μεταξύ όλη η αυτοκρατορία βρισκόταν σε έξαρση. Κατά χιλιάδες κατέφθαναν οι εθελοντές για να καταταγούν υπό τις σημαίες για να πολεμήσουν τον Ασιάτη βάρβαρο υπό τις διαταγές του ενδόξου στρατηλάτη. Ο ίδιος ο Ευγένιος, παρά τη σεμνότητα του, είχε γίνει πλέον θρύλος. Το όνομα του είχε γίνει εμβατήριο, που ψάλετε ακόμα στον αυστριακό στρατό, υπό τους ήχους του οποίου οι άνδρες του βάδιζαν, πολεμούσαν και πέθαιναν.

Στις αρχές της άνοιξης του 1717 ο Ευγένιος διέθετε 70.000 άριστα εκπαιδευμένους, εμπειροπόλεμους στρατιώτες. Διέθετε επίσης έναν ισχυρό στολίσκο 10 ποταμοπλοίων, μερικά από τα οποία ήταν ιδιαίτερα βαριά εξοπλισμένα – ένα από αυτά έφερε 56 πυροβόλα. Με τα ποταμόπλοια αυτά θα ήλεγχε τον ρου του Δούναβη και θα απέκοπτε τον εφοδιασμό του Βελιγραδίου από την πλευρά του ποταμού. Όλα ήταν έτοιμα και στις 15 Ιουνίου ο αυτοκρατορικός στρατός ξεκίνησε για το Βελιγράδι.

Η πόλη ήταν κτισμένη επί της συμβολής των ποταμών Δούναβη και Σάβου, σε ένα τριγωνικό κομμάτι γης που καλυπτόταν κατά τα 2/3 από τους ποταμούς. Μόνο από τον Νότο ήταν δυνατό να διανοιχθούν πολιορκητικά χαρακώματα. Το Βελιγράδι διέθετε επίσης πανίσχυρη φρουρά 30.000 ανδρών και πολλά εφόδια για να αντέξει σε μακροχρόνια πολιορκία. Παρά τις δυσκολίες αυτές ο αυτοκρατορικός στρατός κατόρθωσε να ζεύξει τους δύο ποταμούς και να αρχίσει την τακτική πολιορκία της πόλης.

Ο χρόνος πίεζε και η πληροφορία ότι μια τουρκική απελευθερωτική στρατιά 150.000 ανδρών πλησίαζε σκόρπιζε ανησυχία στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο. Ο Ευγένιος όμως δεν ανησυχούσε. Με τη στρατιά του ενισχυμένη υπολόγιζε ότι ήταν σε θέση να πολεμήσει την απελευθερωτική τουρκική στρατιά και παράλληλα τους πολιορκημένους στο Βελιγράδι Τούρκους. Η πολιορκία συνεχιζόταν με διάφορες φάσεις, με εξόδους της φρουράς και ενεργητική άμυνα της. Αν και το αυστριακό πυροβολικό είχε προκαλέσει μεγάλες ζημιές στην πόλη, εντούτοις η φρουρά άντεχε και η στρατιά του νέου μεγάλου βεζίρη πλησίαζε.
Η πολιορκία

Στα τέλη Ιουλίου οι περίπολοι του ελαφρού ιππικού ενημέρωσαν τον Ευγένιο για την προσέγγιση της τεράστιας τουρκικής στρατιάς. Μερικές μέρες αργότερα βεζίρης ο Χαλίλ πασάς με 70.000 πεζούς, 80.000 ιππείς και 200 σχεδόν πυροβόλα έκανε την εμφάνιση του. Οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν σε έναν λόφο απέναντι από το στρατόπεδο των αυτοκρατορικών και αμέσως άρχισαν να το βομβαρδίζουν. Ο Χαλίλ μη έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, οι οποίες παρά το ότι ήταν υπερδιπλάσιες αυτών των αντιπάλων υπολείπονταν πολύ σε εκπαίδευση και πειθαρχία, αποφάσισε να πολιορκήσει (!) το αυτοκρατορικό στρατόπεδο.

Αποκλεισμένοι ανάμεσα στη φρουρά του Βελιγραδίου και στη στρατιά του οι αυτοκρατορικοί, κατά τον Χαλίλ τουλάχιστον, θα καταστρέφονταν από έλλειψη εφοδίων. Όπως ήταν φυσικό οι αξιωματικοί και οι άνδρες του αυτοκρατορικού στρατού πάγωσαν στη θέα της τεράστιας τουρκικής στρατιάς. Όταν μάλιστα οι πρώτες οβίδες του οθωμανικού πυροβολικού έπεσαν εντός του στρατοπέδου τους η ανησυχία τους άρχισε να μετατρέπετε σε φόβο. Το έμπειρο μάτι όμως του Ευγένιου και των ανωτάτων αξιωματικών του ήταν σε θέση να δει την πραγματικότητα.

«Τα τακτικά τμήματα αποτελούσαν ένα μικρό μόνο μέρος της στρατιάς. Οι υπόλοιποι στρατιώτες δεν ήταν παρά ένας ένοπλος όχλος συγκεντρωμένος από κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας του σουλτάνου, ο οποίος αγνοούσε και την έννοια της λέξης πειθαρχία και δεν διέθετε ούτε τον κατάλληλο οπλισμό, ούτε την απαραίτητη εκπαίδευση για να αντιμετωπίσει στα ίσα έναν τακτικό στρατό», έλεγε αργότερα ο στρατηγός ντε Λα Κολονί, ο οποίος βρισκόταν τότε στο στρατηγείο του Ευγενίου.

Όλοι όσοι είχαν πολεμήσει με τους Τούρκους γνώριζαν πως το μυστικό για την επιτυχή αντιμετώπιση τους ήταν να μη φοβηθούν τον όγκο και το πλήθος του στρατού τους. Η αλήθεια πάντως ήταν ότι ο στρατός του Ευγένιου βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. Σε όλη της Ευρώπη γινόταν λόγος για το πως παγιδεύτηκε από τους Τούρκους. Όλοι περίμεναν να ακούσουν την είδηση της καταστροφής να φτάνει από ώρα σε ώρα. Ίσως πράγματι οι απανταχού «Κασσάνδρες» να επαληθεύονταν αν ο αυτοκρατορικός στρατός δεν είχε για αρχηγό τον Ευγένιο. Με έναν τέτοιο ηγέτη όμως μάλλον οι Τούρκοι θα έπρεπε να ανησυχούν.
Η σφαγή

Το βράδυ της 15ης Αυγούστου 1717 όλοι οι ανώτατοι αξιωματικοί κλήθηκαν στο κατάλυμα του Ευγένιου. Μόλις συγκεντρώθηκαν όλοι ο Ευγένιος, με τη συνήθη του αταραξία, τους ανακοίνωσε ότι την επομένη το πρωί σκόπευε να επιτεθεί κατά του Χαλίλ πασά. Απέναντι στην πολιορκημένη φρουρά του Βελιγραδίου των 30.000 ανδρών θα άφηνε 10.000 μόνο άνδρες. Με επικεφαλής τον ίδιο, οι υπόλοιποι 60.000 άνδρες θα εξορμούσαν αιφνιδιαστικά κατά των 150.000 του Χαλίλ.

Πριν ξημερώσει η 16η Αυγούστου τα αυτοκρατορικά τμήματα είχαν λάβει με άκρα μυστικότητα τις θέσεις εξόρμησης τους. Είχαν εντολή να προσπαθήσουν πάση θυσία να διατηρήσουν αδιάσπαστους τους σχηματισμούς τους. Αν και η απόσταση που χώριζε τις προκεχωρημένες τουρκικές θέσεις από τις αντίστοιχες αυτοκρατορικές ήταν μικρότερη των 1.000 μέτρων, εντούτοις οι Τούρκοι δεν αντελήφθησαν τίποτα. Καλυμμένοι από την πρωινή πάχνη οι αυτοκρατορικοί προήλασαν σιωπηλά.

Μόλις όμως έφτασαν σε απόσταση βολής οι σημαίες με τους δικέφαλους αετούς και την Βρεφοκρατούσα Παρθένο ξεδιπλώθηκαν και οι σάλπιγγες και τα τύμπανα άρχισαν να ηχούν. Απότομα οι Τούρκοι κατάλαβαν τι συνέβαινε και άρχισαν να βάλλουν μανιασμένα αλλά και ασυντόνιστα. Μόλις όμως οι αυτοκρατορικοί κατόρθωσαν να υπερπηδήσουν τους τουρκικούς προμαχώνες και να εισέλθουν στο εχθρικό στρατόπεδο όλα τελείωσαν.

Οι περισσότεροι από τους άνδρες του Χαλίλ το έβαλαν στα πόδια καταδιωκόμενοι από τους Ουσάρους (ελαφροί ιππείς) και τους Πανδούρους (ελαφρύ πεζικό) του Ευγένιου. Όσοι προέβαλαν αντίσταση σφάχθηκαν ανηλεώς. Το τουρκικό στρατόπεδο λεηλατήθηκε και τεράστια λεία περιήλθε στα χέρια των νικητών. Πάνω από 20.000 Τούρκοι βρήκαν τον θάνατο άμεσα. Πολλές ακόμα χιλιάδες έπεσαν κατά τη φάση της καταδίωξης. Το μεγαλύτερο όμως έπαθλο ήταν η ίδια η πόλη του Βελιγραδίου, η οποία δύο ημέρες μετά τη μάχη παραδόθηκε στους νικητές. Η ήττα των Τούρκων ήταν πλήρης και απόλυτη.

Καρύκας Παντελής

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *