Το τηλεγράφημα που σόκαρε για τον θάνατο του Κεμάλ! Απόδειξη της διαχρονικής αντίφασης της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας
Η επιλογή του Μεταξά να τιμήσει τον Κεμάλ φάνταζε στους προσφυγικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα ως αδιαφορία για τις πληγές, τις διώξεις, τις σφαγές και τον ξεριζωμό. Η ελληνική κοινή γνώμη δεν συμμεριζόταν την ανάγκη για διπλωματικές ευγένειες προς έναν ηγέτη που είχε ταυτιστεί με μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του ελληνισμού.
Η Πολιτική της Λήθης και η λήθη της πολιτικής
Γράφει ο Ιωακείμ Καρεπίδης
Ήταν Σάββατο 12 Νοεμβρίου 1938, όταν οι ελληνικές εφημερίδες «Ακρόπολις», «Ελεύθερον Βήμα» και «Απογευματινή» δημοσίευσαν το συλλυπητήριο τηλεγράφημα του Έλληνα Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά για τον θάνατο του Προέδρου της τουρκικής κυβέρνησης Μουσταφά Κεμάλ. Το τηλεγράφημα αυτό εξέπληξε (αν όχι σόκαρε) μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, ειδικά τους ίδιους τους πρόσφυγες από τη Μικρασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη καθώς και τους απογόνους αυτών. Ας αναλύσουμε, όμως, τα γεγονότα και την ιστορική σημασία τους, προσεγγίζοντας τον συμβολισμό του τηλεγραφήματος και τη (διπλωματική) στάση του Μεταξά.
Ο Μουσταφά Κεμάλ (1881-1938), Ριζά το πραγματικό του επώνυμο, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη (κατ’ άλλους ο τόπος γέννησης του Μουσταφά ήταν ο οικισμός Χρυσαυγή της επαρχίας Λαγκαδά), που την περίοδο εκείνη ήταν ένα από τα κυριότερα επαρχιακά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία· αρχικά σε ηλικία 12 ετών εισήχθη στην κατώτερη στρατιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης, έπειτα φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Μοναστηρίου και τέλος σπούδασε στη Στρατιωτική Ακαδημία και Σχολή Πολέμου στην Κωνσταντινούπολη (1899-1902), στην οποία και έλαβε το παρωνύμιο Κεμάλ που στα αραβικά σημαίνει «τελειότητα»/«ωριμότητα». Τον Οκτώβριο του 1904 αποφοίτησε από την Επιτελική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη πέμπτος από τους πενήντα επτά, σειρά που του έδωσε το πλεονέκτημα να διοριστεί στο Γενικό Επιτελείο κατευθείαν με τον βαθμό του λοχαγού.
Η δράση του στον Ιταλο-οθωμανικό πόλεμο (Σεπτέμβριος 1911- Οκτώβριος 1912), στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (στο εξής Α΄ ΠΠ), και ειδικότερα η νίκη του στην Καλλίπολη (1915), τον ανέδειξαν ως σημαντική στρατιωτική φυσιογνωμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά τη συνθηκολόγηση των Οθωμανών και την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου (18/30 Οκτωβρίου 1918), ο Μουσταφά Κεμάλ ενοχλήθηκε από τους ταπεινωτικούς όρους. Τον Απρίλιο του 1919 ο σουλτάνος τον διόρισε στρατιωτικό επιθεωρητή των Ανατολικών Επαρχιών και στις 19 Μαΐου 1919 αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Σαμψούντας, για να επιβλέψει τον ομαλό αφοπλισμό των Οθωμανών και τα παράπονα των χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής για διώξεις σε βάρος τους. Αντίθετα προς τις διαταγές που έλαβε, ο Κεμάλ ξεκίνησε επαφές με αντιστασιακές ομάδες και συσπείρωσε γύρω του έναν εθνικιστικό πυρήνα, κηρύσσοντας το μίσος εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών. Έκτοτε ο Κεμάλ συγκάλεσε συνέδρια στο Ερζερούμ (23 Ιουλίου 1919) και τη Σεβάστεια (04 Σεπτεμβρίου 1919), στα οποία ο ίδιος αναδείχθηκε σε αδιαμφισβήτητο ηγέτη του αγώνα των Οθωμανών για την ανεξαρτησία τους. Την περίοδο αυτή, στο πλαίσιο εκτουρκισμού της Ανατολίας, ο Κεμάλ έπραξε πολλές βαρβαρότητες εναντίον των Αρμενίων και των Ελλήνων της αυτοκρατορίας: σφαγές, δηώσεις, βιασμοί, εκτοπίσεις, καταναγκαστικά έργα στα «τάγματα εργασίας», διαρπαγές περιουσιών.
Με τις νίκες του εναντίον του ελληνικού στρατού και τη Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) ίδρυσε στις 29 Οκτωβρίου 1923 την Τουρκική Δημοκρατία, με τον ίδιο να αναλαμβάνει πρώτος Πρόεδρος και να θέτει το σχέδιο εκσυγχρονισμού της χώρας. Ο Κεμάλ προχώρησε σε ριζικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τη δυτικοποίηση και την απελευθέρωση της Τουρκίας από τον ισλαμικό έλεγχο και τα οθωμανικά πρότυπα. Κατάργησε το Χαλιφάτο, καθιέρωσε το λατινικό αλφάβητο, προώθησε τον εκδυτικισμό της κοινωνίας και ενίσχυσε τις δυνάμεις του εθνικισμού. Σε αναγνώριση του ρόλου που έπαιξε στην οικοδόμηση της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας, στις 21 Ιουνίου 1934 η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση του απένειμε το επώνυμο «Ατατούρκ», που σημαίνει «Πατέρας των Τούρκων». Ο θάνατός του στις 10 Νοεμβρίου 1938, από κίρρωση του Laennec (γνωστή στους μη ειδικούς ως αλκοολική κίρρωση και σχετίζεται με τη χρήση του αλκοόλ), αποτέλεσε σημαντικό γεγονός για την Τουρκία και τις διεθνείς σχέσεις της.
Ο Ιωάννης Μεταξάς, στρατιωτικός και πολιτικός με βαθιά εθνικιστικές ιδέες, ανέλαβε την εξουσία της Ελλάδας το 1936 ως επικεφαλής της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Για τον Μεταξά, που την περίοδο εκείνη αντιμετώπιζε ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον, η κίνηση του τηλεγραφήματος ήταν τόσο συμβολική όσο και πρακτική. Αναγνωρίζοντας τη σημασία της σταθερότητας στη σχέση των δύο κρατών, επιδίωξε να διατηρήσει την ειρήνη και να αποφύγει εντάσεις με τη γειτονική χώρα, για να διασφαλίσει την εδαφική και οικονομική ασφάλεια της Ελλάδας. Ο θάνατος του Κεμάλ προσέφερε στον Μεταξά μια ευκαιρία για ένα βήμα φιλίας, παρότι ο ίδιος, ως συντηρητικός και εθνικιστής, ήταν σίγουρα αντιμέτωπος με το συναισθηματικό και ιστορικό βάρος της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Για τις κοινότητες των προσφύγων, η μνήμη της Καταστροφής και του εκπατρισμού τους δεν ήταν απλώς μια ιστορική αναφορά, αλλά ένας ζωντανός, τραυματικός πυρήνας της ταυτότητάς τους. Η επιλογή του Μεταξά να τιμήσει τον Κεμάλ φάνταζε στους προσφυγικούς πληθυσμούς και στους απογόνους αυτών ως αδιαφορία για τις πληγές τους, τις διώξεις, τις σφαγές και τον ξεριζωμό. Η ελληνική κοινή γνώμη δεν συμμεριζόταν την ανάγκη για διπλωματικές ευγένειες προς έναν ηγέτη που είχε ταυτιστεί με μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του ελληνισμού. Οι αντιδράσεις αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης τάσης διατήρησης της μνήμης των τραυματικών γεγονότων. Οι πρόσφυγες διατήρησαν ζωντανή την αφήγηση της Καταστροφής και του εκπατρισμού ως κομμάτι της ταυτότητάς τους, και η αδυναμία των πολιτικών ηγετών να κατανοήσουν το βάθος του τραύματος αυτού προκαλούσε διαμάχες και ανησυχίες.
Το συλλυπητήριο τηλεγράφημα του Ιωάννη Μεταξά αποτυπώνει μια διαχρονική αντίφαση της πολιτικής: την ανάγκη για διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς φιλίας εις βάρος της συλλογικής μνήμης και του τραυματικού παρελθόντος. Η αναγνώριση του Κεμάλ ως μεταρρυθμιστή ηγέτη και η αναγραφή του ως «Ατατούρκ» μπορεί να συνιστούσαν πράξη διπλωματικής ευγένειας, ωστόσο οι συνέπειες αυτής της προσέγγισης προκάλεσαν και προκαλούν συναισθηματικές εντάσεις στην ελληνική κοινωνία και προσθέτουν βάρος στην τραυματική μνήμη των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη.
Η πολιτική μπορεί να επιβάλλει λήθη, ωστόσο δεν μπορεί να διαγράφει τη συλλογική τραυματική μνήμη. Η ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής και των διωγμών των Ελλήνων του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης δεν ανήκει μόνο στους ιστορικούς τόμους, αλλά ζει μέσα από τις γενιές των απογόνων των προσφύγων που διατηρούν τις μνήμες και τις αφηγήσεις αυτών των γεγονότων ζωντανές. Για τους απογόνους αυτών των προσφύγων η αναγραφή του ως «Ατατούρκ» αλλά και κάθε κίνηση αναγνώρισης του Κεμάλ ως «μεγάλου ηγέτη», ως πεφωτισμένου εκσυγχρονιστή της Τουρκίας και ως θεμελιωτή της Ελληνοτουρκικής φιλίας φαντάζει ως προσβολή στη μνήμη των δικών τους ανθρώπων. Η συλλογική μνήμη λειτουργεί ως ένας τρόπος άρνησης της λήθης και διατήρησης της ιστορικής αλήθειας.
Το δικαίωμα στη μνήμη και η ανάγκη για σεβασμό των ιστορικών εμπειριών παραμένουν. Για τους απογόνους των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου η μνήμη του τραύματος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς τους. Η πολιτική της λήθης μπορεί να λειτουργεί σε επίπεδο κρατικών σχέσεων, όμως η διατήρηση της ιστορικής μνήμης από τις κοινότητες δείχνει ότι η μνήμη δεν ξεθωριάζει εύκολα και δεν μπορεί να σβηστεί από την επίσημη ιστορία. Το τηλεγράφημα του Μεταξά για τον θάνατο του Κεμάλ αποτελεί μία απόδειξη της επίδρασης που ασκεί η πολιτική στη μνήμη και την ιστορία. Ωστόσο είναι και μια υπενθύμιση ότι, ενώ η ειρήνη είναι ανεκτίμητη, η μνήμη των τραυμάτων και των ιστορικών εμπειριών είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της κληρονομιάς ενός λαού, και δεν μπορεί να αγνοηθεί για πάντα
geopolitico.gr