Το μάζεμα της ελιάς

Το μάζεμα της ελιάς άρχιζε από το Νοέμβρη και ήταν κυρίως δουλειά των γυναικών, εκτός από το τίναγμα που ήταν και είναι, κοπιώδες προνόμιο των ανδρών. Το μάζεμα γινόταν περπατητά και σκυφτά και πάντα από κάτω. Κουραστική εργασία που υποχρέωνε τις μαζώχτρες να ψάχνουν με τα χέρια τους ανάμεσα από αγκαθωτές πέτρες και λογής – λογής θάμνους… Ο καρπός ριχνόταν σε ποδοσάκκουλα και μικρά καλάθια που τ’ άδειαζαν ύστερα σε σακκιά λιναρίσια τα λεγόμενα λιοσάκκια…
Τα δίχτυα καθιερώθηκαν στη Λευκάδα μετά το 1965 και αποδείχτηκαν πράγματι ευερ­γετικό. Αναπληρώνουν σε μεγάλο βαθμό τα εργατικά χέρια. Αξίζει να τονιστεί πως η εργασία του μαζέματος -που τόσο κοπιαστική ήταν για τους παλιότερους- έγινε σχετικά εύκολη, δεδομένου ότι, καθώς σηκώνουν τα πλαστικό δίχτυα (όπως λένε αλλιώς τα ελαιόπανα), έχουν συγκεντρωμένο τον καρπό, έτοιμο για το τσουβάλι, χωρίς να ψάξουν να τον μαζέψουν σπυρί-σπυρί με τα δάχτυλά τους μέσα στ’ αγκάθια και τις πέτρες.
Όταν η χρονιά ήταν ανέσοδη οι ελιές στα λιόδεντρα ήταν λίγες και σκόρπιες και τις λέγανε αριολόγια. Τα αριολόγια τα μάζευαν πρώιμα -Οκτώβρη, Νοέμβρη- κι έτσι έμεναν απερί­σπαστοι να μαζέψουν τις πολλές ελιές, που τυχόν είχαν στα καλά λιοστάσια. Γιατί και στην ανέσοδη χρονιά πολλές τοπο­θεσίες βαστούσαν πολύν καρπό. Γενικά τα αριολόγια ή πετά­ματα ταλαιπωρούσαν πολύ τις μαζώχτρες. Κι έλεγαν: «ένα κλωνί στην Ανατολή κι ένα στη Δύση
Σε πολλά λιοστάσια υπήρχαν καλύβες, κι εκεί καταφεύ­γανε για να προφυλαχτούν απ’ την κακοκαιρία. Άναβαν και φωτιά να ζεστάνουν τα κοκαλιασμένα τους (=ξυλιασμένα) δάχτυλα και να στεγνώσουν τα ρούχα τους. Αν δεν υπήρχε καλύβα, τότε «σπλήλωναν» κάτω από καμιά πυκνόφυλλη ε­λιά. Το φαγητό τους ήταν λιτό πάντα, ξινόλαδο, αρμυροσαρδέλλες κι ελιές κολυμπάδες. Σπάνια και λίγο τυρί. Αυτό βέ­βαια γινόταν όταν το φαγητό το ’ παιρναν οι αργάτισσες από το σπίτι τους. Αν όμως τα έξοδα τα ’ βανε ο νοικοκύρης, το φαγητό ήταν μαγειρεμένο. Κι αυτό το συμφωνούσαν απ’ την αρχή: Έλεγαν π.χ. «θα μου δίνεις τόσο την ημέρα και τα έξο­δα». Πάντως και κείνοι που μάζευαν δικές τους ελιές, το ίδιο λιτό φαγητό έπαιρναν μαζί τους.
Τις ελιές τις μεταφέρανε στο σπίτι και τις έρριχναν σε κάδες ή σε ξεφούντωτα (ανοιχτό) βαγένια. Τις αποθηκευμένες ελιές τις έλεγαν ακάμωτες και τις αλάτιζαν, για να μην χαλάσουν. Όταν ερχόταν η σειρά τους, τις δίνανε στο λιτρουβειό. Μέτρο σύγκρισης στην απόδοση ήταν η λάτα και το καρτούτσο. Μια οκά λάδι ισοδυναμεί με δυόμισι καρτούτσα. Έτσι οι ελιές που μαζεύονταν πρώιμα έδιναν, σε κάθε λάτα- μέτρο, 2-3 καρτούτσα λάδι. Το μέτρο το ’λεγαν και κουβέλι. Έτσι, αν ένα κουβέλι έβγανε 4 καρτούτσα, δηλ. μια πίντα, έλεγαν πως οι ελιές πήγαν κβελόπιντες. Το μέγιστο της από­δοσης ήταν οχτώ καρτούτσα (Χειμώνα- Άνοιξη) στο κάθε μέ­τρο. Τότε έλεγαν πως οι ελιές πήγαν κοιλόμετρες, δηλ. ένα κοιλό (=δυό μέτρα) ελιές έδινε ένα μέτρο λάδι, που θα πει 16 καρτούτσα.
Σαν τελείωνε η συγκομιδή έβλεπες κανείς για αρκετό καιρό κάτω από τα τιναγμένα λιόδεντρα σκόρπιες ξένες γυναίκες, να μαζεύουν τα απομεινάρια της σοδειάς. Ήταν οι σπρολογήστρες, όπως τις έλεγαν, που μάζευαν τα αποξεχασμένα σπυριά. Έ­καναν ό,τι οι σταχομαζώχτρες με τα στάχυα και τα παιδιά με τα βοτρύδια των αμπελιών.Ήταν οι πιο φτωχές γυναίκες του χωριού…»*
*Πανταζή Κοντομίχη «Τα Γεωργικά της Λευκάδας», εκδόσεις Γρηγόρη