Οφείλω να ομολογήσω δημόσια τη θλίψη μου για τις Ένοπλες Δυνάμεις

Σκοπός του άρθρου είναι ο προβληματισμός της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας επί του θέματος ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, και ΟΧΙ η επίρριψη ευθυνών σε μία συγκεκριμένη πολιτική παράταξη ή άτομα της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας

Το φαινόμενο των μαζικών παραιτήσεων προσωπικού από τις Ένοπλες Δυνάμεις αποτελεί απλώς την «κορυφή του παγόβουνου» της πολιτικής που εφαρμόζεται ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ από ΟΛΕΣ τις κυβερνήσεις όσον αφορά τις Ένοπλες Δυνάμεις.

Γράφει ο Γιώργος Κουκάκης, Liberal.gr

Πριν προχωρήσω στην παρουσίαση της προσωπικής μου άποψης όσον αφορά το φλέγον ζήτημα της μαζικής φυγής του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι σκοπός του άρθρου είναι ο προβληματισμός της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας επί του θέματος ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, και ΟΧΙ η επίρριψη ευθυνών σε μία συγκεκριμένη πολιτική παράταξη ή άτομα της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, καθώς το φαινόμενο των μαζικών παραιτήσεων προσωπικού από τις Ένοπλες Δυνάμεις αποτελεί απλώς την «κορυφή του παγόβουνου» της πολιτικής που εφαρμόζεται ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ από ΟΛΕΣ τις κυβερνήσεις όσον αφορά τις Ένοπλες Δυνάμεις.

Αποτελεί θλιβερή διαπίστωση ότι οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις – αν και απολαμβάνουν ακόμα το σεβασμό της ελληνικής κοινωνίας – δεν αποτελούν πλέον έναν ελκυστικό επαγγελματικό τομέα, γεγονός που αποδεικνύεται τόσο από την αξιοσημείωτη πτώση των βάσεων εισαγωγής σε αυτές μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων, όσο και από το μαζικό κύμα φυγής του εν ενεργεία στρατιωτικού προσωπικού και την προσπάθεια μίας αρκετά μεγάλης μερίδας νέων είτε να αποφύγουν την υποχρεωτική θητεία είτε να τη διάγουν όσο το δυνατόν πιο αγόγγυστα. Σύσσωμη δε, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία έχει επιδοθεί σε έναν «αγώνα» προκειμένου να κάνει τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πιο «ελκυστικές».

Η εμπειρία, ωστόσο, που έχω αποκομίσει από την επί 22 έτη παραμονή μου στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ως Αξιωματικός με δίδαξε ότι το πρόβλημα στις Ένοπλες Δυνάμεις δεν είναι η προσέλκυση του προσωπικού αλλά η βελτίωση των συνθηκών που επικρατούν, καθώς –ακόμα και αν αυξηθεί ο αριθμός των εισακτέων στις Στρατιωτικές Σχολές– μεγάλο ποσοστό του ένστολου προσωπικού θα δηλώσει παραίτηση αργότερα αν δεν δοθεί λύση στα ουσιαστικά προβλήματα που αντιμετωπίζει.

Όντας δε, ένας από αυτούς που επέλεξαν τη «φυγή» από τις Ένοπλες Δυνάμεις, ψ για τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η ενέργεια αυτή από ένα μέρος της στρατιωτικής ηγεσίας – αν και ευτυχώς δεν έτυχα προσωπικά τέτοιας αντιμετώπισης – καθώς ορισμένοι κάνουν λόγο για «λιποταξία», ενώ κάποιοι άλλοι εκφράζουν την αντίθεσή τους λέγοντας ότι όσοι δηλώνουν παραίτηση ή πρόωρη αποστρατεία «εγκαταλείπουν τη βάρκα» υποστηρίζοντας ότι είναι «ριψασπίδες» και δεν αγαπούν αρκετά την Πατρίδα. Προσωπικά, θεωρώ τα μεν παραδείγματα υπεραπλουστεύσεις, τους δε χαρακτηρισμούς το λιγότερο ατυχείς.

Και αυτό αφενός μεν επειδή το να υπηρετεί κάποιος την Πατρίδα ως ένστολος δεν αποτελεί το μοναδικό τρόπο εκδήλωσης της αγάπης προς αυτήν, αφετέρου δε, επειδή το πρωταρχικό καθήκον κάθε στρατιωτικού είναι προς τους υφισταμένους του και τους Έλληνες πολίτες, καθώς η Πατρίδα –αν και περιλαμβάνει το χερσαίο, θαλάσσιο και εναέριο χώρο της ελληνικής επικράτειας– είναι επί της ουσίας το σύνολο του έμψυχου δυναμικού της. Χαρακτηριστικό δε παράδειγμα όσον αφορά τον βέλτιστο τρόπο διοίκησης, αποτελεί το ρητό του Αγάθωνα (450-400 π.Χ.) σύμφωνα με το οποίο:

«Ο άρχοντας πρέπει να θυμάται τρία πράγματα: Πρώτον, ότι διοικεί ανθρώπους. Δεύτερον ότι διοικεί σύμφωνα με τους νόμους. Τρίτον ότι δεν θα διοικεί για πάντα».

Για ποιο λόγο επομένως παραιτούνται οι περισσότεροι ένστολοι;

Αν θα μπορούσα να συνοψίσω όλους τους λόγους σε έναν, αυτός – σύμφωνα πάντα με την προσωπική μου άποψη – θα ήταν ότι οι ένστολοι αισθάνονται αδικημένοι σε σχέση με το προσωπικό του υπόλοιπου δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, λόγω μίας πληθώρας αιτιών όπως:

1.      Ο μισθός που λαμβάνουν σύμφωνα με τα αντικειμενικά προσόντα που διαθέτουν (πτυχίο ΑΕΙ, γνώση ξένων γλωσσών και Η/Υ, κ.λπ.) και το προσωπικό που διοικούν είναι κατά πολύ λιγότερος από αυτόν που λαμβάνει ένας υπάλληλος αντίστοιχων προσόντων δημόσιου, καθώς οι ένστολοι ΔΕΝ έχουν ενταχθεί μέχρι και σήμερα στο ενιαίο μισθολόγιο του δημοσίου.

2.      Η υπερωριακή αποζημίωση που λαμβάνουν για την εκτέλεση υπηρεσιών διανυκτέρευσης, τη συμμετοχή σε στρατιωτικές ασκήσεις, τη συμμετοχή σε εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης, κ.λπ. είναι ιδιαίτερα μικρή σε σχέση με τις υπερωρίες που λαμβάνονται στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι εν λόγω υπερωριακή απασχόληση τις περισσότερες φορές λαμβάνει χώρα στην ύπαιθρο υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες και ΟΧΙ στη «ζεστασιά» ενός γραφείου.

3.      Ενώ η πρόσληψη του μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με συγκεκριμένα προσόντα για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων, το στρατιωτικό προσωπικό –λόγω της άριστης οργανωτικής δομής των Ενόπλων Δυνάμεων, του επαγγελματισμού και της αποτελεσματικότητας που διακατέχει το στρατιωτικό προσωπικό, της αδυναμίας εκτέλεσης απεργίας, κ.λπ.– διατάσσεται συχνά να εκτελέσει δραστηριότητες που αποτελούν αρμοδιότητα άλλων κρατικών φορέων όπως η κατασκευή και διοίκηση των Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) μεταναστών (hotspots), η διάθεση μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού για την οδήγηση ασθενοφόρων του ΕΚΑΒ,[iii] η διανομή φαγητού σε εγκλωβισμένους οδηγούς,[iv] και η αποκομιδή σκουπιδιών, προκειμένου να δοθεί λύση σε καταστάσεις που η πολιτεία αδυνατεί να αντιμετωπίσει, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1 του Στρατιωτικού Κανονισμού 20-1 (Γενικός Κανονισμός Υπηρεσίας στο Στρατό):

«Η αποστολή του Στρατού είναι να εξασφαλίζει την άμυνα της Χώρας, να υπερασπίζει την Εθνική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδας».

Εξάλλου, όπως αναφέρεται στο παγκόσμιας φήμης έργο του αρχαίου φιλόσοφου Πλάτωνα (427-347 π.Χ.) με τίτλο «Πολιτεία» σχετικά με την ενασχόληση των «Φυλάκων» (δηλαδή των στρατιωτικών της πόλης) με άλλα επαγγέλματα:

«[…] ό καθένας ένα μονάχα επάγγελμα μπορεί νά κάνη καλά, κι’ οχι πολλά, γιατί εκείνος πού καταπιάνεται μέ πολλά, θά άποτύχη σέ ολα|καί δέ θά κατορθώση ποτέ νά διακριθή σέ κανένα. […] Άν λοιπόν θά έπιμείνωμε στην πρώτη μας εκείνη ιδέα, πώς οί φρουροί μας πρέπει ν’ αφήνουν κάθε άλλη ενασχόληση καί αποκλειστική τους δουλειά νά έχουν τήν υπεράσπιση της  ελευθερίας μας καί καμιάν άλλη πού δέν έχει σχέση μ’ αυτήν, δέ θά τους επιτρέπεται, ούτε νά κάνουν ούτε νά μιμούνται δ,τι άλλο κι’ άν είναι […]».

4.      Ενώ δεν αποτελεί επιθυμία των ίδιων, οι στρατιωτικοί μετατίθενται ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας χωρίς όμως να υπάρχει εξασφαλισμένη κατοικία για όλους ή επίδομα ενοικίασης, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα εύρεσης κατοικίας. Το δε πρόσφατο φαινόμενο της βραχυχρόνιας ενοικίασης κατοικιών έχει καταστήσει την εύρεση κατοικίας σχεδόν αδύνατη, με ότι αυτό συνεπάγεται για τους ένστολους και τα μέλη των οικογενειών τους.

Όσον αφορά δε την εκπαίδευση των στρατιωτικών σε διάφορα προπτυχιακά ή μεταπτυχιακά προγράμματα, επικρατεί δυστυχώς η αντίληψη ότι η μόρφωση των ένστολων διευκολύνει τη «φυγή» τους από τις Ένοπλες Δυνάμεις καθώς τους παρέχει πρόσθετα επαγγελματικά εφόδια τα οποία μπορούν να αξιοποιήσουν στον ιδιωτικό τομέα. Πως όμως περιμένουμε να βελτιωθούν οι συνθήκες στις Ένοπλες Δυνάμεις αν δεν μορφώσουμε κατάλληλα το προσωπικό μας; Χαρακτηριστικό παράδειγμα όσον αφορά τη συγκεκριμένη αντίληψη αποτελεί ο διάλογος μεταξύ δύο διευθυντικών στελεχών, τον οποίο είχα την τύχη να διαβάσω παλαιότερα σε κάποιο βιβλίο διοίκησης και ηγεσίας, ο οποίος εκτυλίσσεται ως εξής:

Διευθυντικό Στέλεχος 1:  Αναρωτιέσαι τι θα συμβεί αν ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΟΥΜΕ το προσωπικό μας και μετά ΦΥΓΕΙ από την εταιρεία μας;

Διευθυντικό Στέλεχος 2:  Εσύ αναρωτιέσαι τι θα συμβεί αν ΔΕΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΟΥΜΕ το προσωπικό μας και μετά ΜΕΙΝΕΙ στην εταιρεία μας;

Όσον αφορά δε, την αποφυγή της – μειωμένης πλέον – στρατιωτικής θητείας από τους νέους, έχοντας συζητήσει με αρκετούς από αυτούς καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας μου, οφείλω να ομολογήσω ότι η συντριπτική πλειοψηφία των στρατιωτών ήταν φιλότιμοι, εργατικοί και ιδιαίτερα πρόθυμοι να εκτελέσουν οποιαδήποτε επίπονη δραστηριότητα, ΑΡΚΕΙ η δραστηριότητα αυτή να ήταν κάτι το ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ που είχε ΑΜΕΣΗ σχέση με τη στρατιωτική θητεία και την υπεράσπιση της Πατρίδας, αυτό δηλαδή για το οποίο κατατάχθηκαν. Δεν ήταν μάλιστα λίγες οι φορές που αρκετοί στρατιώτες ζητούσαν διακαώς τη συμμετοχή τους σε περισσότερες ασκήσεις, βολές και άλλες παρόμοιες δραστηριότητες.

Θα ήθελα επίσης να τονίσω –με ΟΛΟ το σεβασμό προς το έργο που επιτελεί και έχοντας ΠΛΗΡΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ τόσο των δυσκολιών που αντιμετωπίζει όσο και των ευθυνών με τις οποίες είναι επιφορτισμένη– ότι η διαχρονική ευθύνη για την (καλή ή κακή) κατάσταση του στρατεύματος παραμένει ΑΚΕΡΑΙΑ στη στρατιωτική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς όσες πιέσεις και αν δέχεται από την πολιτική ηγεσία διαθέτει ΠΑΝΤΑ την επιλογή της παραίτησης ως ένδειξη διαμαρτυρίας και διαφύλαξης της προσωπικής τιμής και υπόληψης, αντί για τη σιωπηρή αποδοχή και εκτέλεση των εντολών της πολιτικής ηγεσίας. Εξάλλου, αν και ελάχιστα, υπήρξαν στο κοντινό παρελθόν τέτοια παραδείγματα.

Χαρακτηριστικό δε, πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η μεταφορά του Μνημείου των Αθανάτων του Έθνους από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων σε λιγότερο από ένα έτος από την κατασκευή του, ενέργεια που δημιουργεί αρνητικές εντυπώσεις όσον αφορά τις προτεραιότητες του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και το μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Γιατί αν δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε στα μικρά και τα επουσιώδη, πως περιμένουμε να συνεννοηθούμε στα μεγάλα και ουσιαστικά ζητήματα;

Επιπλέον, έχοντας βιώσει στο έπακρο μέσα από τη 15έτη εμπειρία μου στις Ειδικές Δυνάμεις – τόσο ως εκπαιδευτής όσο και ως εκπαιδευόμενος – την αρχή «εκπαιδεύσου όπως θα πολεμήσεις για να πολεμήσεις όπως εκπαιδεύτηκες» η οποία αξιοποιεί στον καιρό της ειρήνης κάθε υπάρχουσα δυσκολία ώστε να προσομοιάσει το στρες της μάχης και να δοκιμάσει την ψυχική αντοχή του μαχητή, θεωρώ ότι η πίεση που δέχεται η στρατιωτική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων από την αντίστοιχη πολιτική μπορεί κάλλιστα να συσχετιστεί με την πίεση που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η στρατιωτική ηγεσία κατά την εκτέλεση μίας ένοπλης σύγκρουσης.

Αν δεν μπορεί επομένως η στρατιωτική ηγεσία να διαχειριστεί την πίεση της πολιτικής ηγεσίας υποστηρίζοντας ευθαρσώς και με σθένος ΜΟΝΟ τις ενέργειες εκείνες που προωθούν το εθνικό συμφέρον, πως θα αντιδράσει άραγε στην ψυχολογική πίεση που θα κληθεί να διαχειριστεί κατά τη διάρκεια μίας ενδεχόμενης ένοπλης σύγκρουσης;

Aξίζει δε, να τονιστεί ότι η προαναφερθείσα ευθύνη που φέρει η στρατιωτική ηγεσία για την σημερινή κατάσταση πηγάζει από το άρθρο 5 του Στρατιωτικού Κανονισμού 20-2 (Κανονισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας των Στρατευμάτων) το οποίο καθορίζει μεταξύ άλλων ότι ο εκάστοτε Διοικητής είναι υπεύθυνος για ό,τι πράττει ή παραλείπει να πράξη το Κλιμάκιο το οποίο διοικεί. Επιπλέον, κάθε Αξιωματικός γνωρίζει ότι σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, πρώτιστο καθήκον κάθε Διοικητή αποτελεί η «προς πόλεμον προπαρασκευή» του Κλιμακίου που διοικεί και η διατήρηση υψηλού επιπέδου επιχειρησιακής ετοιμότητας, στόχοι οι οποίοι επιτυγχάνονται πολύ ευκολότερα όταν η στρατιωτική ηγεσία έχει επιλύσει –όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ και τις Ένοπλες Δυνάμεις άλλων κρατών– βασικά προβλήματα που απασχολούν το στρατιωτικό προσωπικό.

Η οριστική επομένως λύση όσον αφορά τη σταδιακή απαξίωση των Ενόπλων Δυνάμεων μπορεί να δοθεί μόνο όταν η στρατιωτική ηγεσία εφαρμόζει το ρητό «Είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης», ότι δηλαδή ο καλύτερος οιωνός (σημάδι) όσον αφορά το μέλλον της πατρίδας είναι η υπεράσπιση των εθνικών και ΟΧΙ των προσωπικών συμφερόντων, καθώς η επιδίωξη των τελευταίων από ένα μέρος της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ των εθνικών συμφερόντων έχει οδηγήσει ορισμένους να περιγράφουν την εν λόγω οπορτουνιστική στάση παραφράζοντας το προαναφερθέν ρητό ως «Είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάρτης».

Αντί επομένως η στρατιωτική ηγεσία να επιρρίπτει ευθύνες στο χαμηλόβαθμο στρατιωτικό προσωπικό –το οποίο στην πλειοψηφία των περιπτώσεων υπερβάλλει εαυτόν βάζοντας το συμφέρον της Πατρίδας πάνω ακόμα και από αυτό της οικογένειάς του– όσον αφορά την επιλογή του να εξέλθει από το στράτευμα και να του προσάπτει ατυχείς χαρακτηρισμούς που μόνο διχασμό μπορούν να φέρουν στο στράτευμα, φρονώ ότι θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμο –τόσο για το μέλλον των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων όσο και για την προσωπική τιμή και την υπόληψη της στρατιωτικής ηγεσίας– αν η τελευταία επιχειρούσε (στο πλαίσιο της αυτοκριτικής που οφείλει να πραγματοποιεί) να εντοπίσει το μερίδιο της ευθύνης που της αναλογεί για τη σημερινή απαξίωση των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς η πασίγνωστη λαϊκή παροιμία επισημαίνει ότι:

Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι…