Η παραβολή του σπλαχνικού Σαμαρείτη: Ο πλησίον μας και εμείς (Λουκ. 10,25-37)
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου*
Ενώ κάποτε ο Ιησούς παρέπεμπε με τα λόγια Του στην θεότητά Του και στην μεσιακή Του αποστολή (Λουκ. 10, 21-24), ένας νομοδιδάσκαλος σηκώθηκε όρθιος με σκοπό να παγιδεύσει τον Ιησού και να τον καταφέρει να αναφερθεί ενάντια στον Μωσαϊκό Νόμο, διότι αποσκοπούσε να τον εκθέσει ενώπιον όλων. Τον ρώτησε λοιπόν: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς, αντιλαμβανόμενος την πανουργία του -και θέλοντας και δείξει ότι δεν σώζεται εκείνος που μόνο γνωρίζει (εν προκειμένω ο νομοδιδάσκαλος) αλλά εκείνος που ζει την πίστη του εν ταπεινώσει και μετανοία (ακόμη κι αν δεν είναι σπουδασμένος και στις Γραφές ιδιαίτερα ενημερωμένος)- τον ρώτησε: «Ο Νόμος τι γράφει;» (Πώς εσύ δηλαδή το αντιλαμβάνεσαι, που είσαι και νομικός;) Εκείνος απάντησε: «Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου (το κυρίως αγιαστικό πνευματικό όργανο, δια της οποίας ενοποιούνται συναίσθημα, θέληση και διάνοια) και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο τον νου σου. Και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου» (Δευτερ. 6,5). «Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο Ιησούς, «αυτό κάνε και θα ζήσεις».
Αληθή πίστη και ισχυρή αγάπη στην πράξη επιζητεί δηλαδή από τον άνθρωπο Κύριος ο Θεός, συνειδησιακή βέβαια και μετά γνώσεως. Πράγματι, το κάθετο και οριζόντιο δοκάρι του Σταυρού Του διδάσκει την προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο αντίστοιχα αγάπη, άνευ των οποίων ο άνθρωπος δεν τελειοποιείται. Επιπλέον, ο εν τη Εκκλησία φωτισμός και θεοκεντρικός τρόπος ζωής ενισχύεται ιδίως δια της Παραδόσεως των αγίων και της Αγίας Γραφής, δια των οποίων φανερώνεται το θέλημα του Θεού και τι Εκείνος ζητεί από εμάς για τη δική μας λύτρωση.
Συνεχίζων ο νομικός να ερωτά, θέλοντας τώρα πλέον να δικαιολογήσει τον εαυτόν του, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;» Το ερώτημα αυτό απασχολούσε έντονα τους Ιουδαίους. Επεκτείνεται και στους εθνικούς η έννοια του πλησίον; Οι γνώμες διίσταντο. Οι Ραβίνοι εξαιρούσαν τους εθνικούς από την εφαρμογή της αγάπης και δέχονταν ως πλησίον ευρισκόμενους μόνο τους ομοεθνείς και ομοθρήσκους τους. Παρακάτω αποδεικνύει ο Ιησούς ότι η αγαθότητα και φιλανθρωπία είναι φύσει εγγεγραμμένες εν ταις καρδίαις ημών παρά Κυρίου, πως δεν είναι θεωρητικό το ζήτημα αλλά πρακτικό, καθώς είναι αίτημα της καιούσης προς τους άλλους καρδίας και της εμπράκτου ευαισθησίας προς τα των άλλων προβλήματα.
Με αφορμή λοιπόν το ερώτημα του πειράζοντος νομικού, ο Ιησούς είπε την παρακάτω παραβολή: Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα προς την Ιεριχώ (στον έρημο αυτόν δρόμο με το ανώμαλο έδαφος), έπεσε πάνω σε ληστές (που παραφυλούσαν τότε τους διαβάτες). Αυτοί τον ξεγύμνωσαν και τον τραυμάτισαν βαριά, διότι όπως φαίνεται αντιστάθηκε. Έφυγαν και τον άφησαν χάμω μισοπεθαμένο. Από εκείνο το δρόμο έτυχε να κατεβαίνουν (όχι ταυτόχρονα) κάποιος ιερέας και ένας λευίτης, οι οποίοι μόλις τον είδαν «αντιπαρήλθαν», πέρασαν στο απέναντι μέρος του δρόμου, τον προσπέρασαν χωρίς να τον βοηθήσουν, ως όφειλαν, λόγω του λειτουργήματός τους. Ήσαν υποχρεωμένοι, αλλά δεν έδειξαν συμπάθεια και ευσπλαχνία, παρά σκληρότητα και φιλαυτία. Χειρότερα φέρθηκε ο λευίτης, διότι πλησίασε πολύ κοντά, είδε την άσχημη κατάσταση του ημιθανούς και έφυγε γρήγορα.
Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε. Αυτός ο αλλογενής (μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών υπήρχε μεγάλη αντιπάθεια) συγκινήθηκε, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί (αντίστοιχα: απαλύνει τον πόνο και απολυμαίνει) και τις έδεσε καλά. Χωρίς να φοβηθεί μήπως κι αυτός συλληφθεί από τους ληστές, τον ανέβασε στο δικό του υποζύγιο (αφού δεν μπορούσε ο βαριά τραυματισμένος ούτε να περπατήσει) και (αφού πρώτα τον ενέδυσε με δικά του ρούχα) τον οδήγησε στο πλησιέστερο πανδοχείο (ξενοδοχείο της εποχής), φροντίζοντας γι’ αυτόν. Πέρα τούτων, ο καλός Σαμαρείτης καθυστέρησε προς όφελος του πληγέντος συνανθρώπου του το ταξίδι του και έμεινε μαζί του ένα βράδυ. Πριν να φύγει, κρυφά και από λεπτότητα πλήρωσε μάλιστα δύο δηνάρια τον πανδοχέα (δύο ημερομίσθια εργαζόμενου, αξιόλογο ποσό) και του είπε να τον φροντίσει με τον καλύτερο τρόπο. Υποσχέθηκε δε (ίσως τον ήξερε καλά ο πανδοχέας και ήταν πελάτης του) πως όταν ξαναπερνούσε θα του επέστρεφε όσα επιπλέον χρήματα ενδεχομένως ήθελε ξοδέψει προς τούτο. «Ποιος λοιπόν από τους τρεις, κατά τη γνώμη σου, αποδείχτηκε “πλησίον” εκείνου που έπεσε στους ληστές;», ρώτησε ο Ιησούς. Ο νομοδιδάσκαλος απάντησε: «Εκείνος βέβαια που τον σπλαχνίστηκε». Τότε ο Ιησούς τού είπε: «Πήγαινε, και κάνε το ίδιο και εσύ (συνεχώς και όχι μόνο μια φορά)».
Το αρχικό επομένως ερώτημα του νομικού “Ποιος είναι ο πλησίον μου”, αντικαθίσταται υπό του Ιησού από το υγιές ερώτημα “ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ Ο ΠΛΗΣΙΟΝ” και μεταφέρει ο Χριστός το θέμα σε πρακτικό επίπεδο, φανερώνοντας ότι ο άνθρωπος δεν σώζεται δια φιλοσοφικών συζητήσεων, αλλά επιδεικνύοντας την αλήθεια της πίστεως στα γεγονότα της καθημερινής ζωής. Η αγάπη και το έλεος αναδεικνύει επομένως τον πλησίον, όχι το ομόεθνον και ομόφυλον. Διότι ξένος μπορεί να καταστεί για κάποιον ο ομοεθνής του, λόγω σκληρότητας και έλλειψης συμπόνιας. Διδασκόμαστε από την θαυμάσια αυτή παραβολή του Κυρίου ότι μπροστά στον πόνο και την ανάγκη οφείλουμε να μην κάνουμε καμία διάκριση και να συντρέχουμε τον οποιονδήποτε. Η εκκλησιαστική άλλωστε διδασκαλία και ζωή δεν προβαίνει σε διακρίσεις, αλλά όπως ο απόστολος Παύλος, αναφωνεί: «Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν υπάρχει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα. Όλοι σας είστε ένας, χάρη στον Ιησού Χριστό» (Γαλ. 3,28).
Η αλληγορική σημασία της παραβολής είναι η εξής: Ο καλός Σαμαρείτης είναι ο Χριστός. Ο χτυπημένος από τους ληστές διαβάτης, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι ο κάθε λαβωμένος από την αμαρτία άνθρωπος. Η σε χαμηλότερο υψόμετρο υπάρχουσα Ιεριχώ φανερώνει την κάθοδο του Θεανθρώπου στη γη για να υπηρετήσει τον τρωθέντα άνθρωπο. Το πανδοχείο συμβολίζει την Εκκλησία, που είναι μοναδικό πνευματικό νοσοκομείο. Το λάδι και το κρασί συμβολίζουν την θεραπεία μέσω των αγιαστικών μυστηρίων. Τα δύο δηνάρια, που πλήρωσε ο Σαμαρείτης στον πανδοχέα, αναγνωρίζουν την μοναδική αξία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Και τέλος, η επιστροφή του καλού Σαμαρείτη με σκοπό να μάθει περί της υγείας του ημιθανή διαβάτη, τονίζει την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος θα ξαναγυρίσει, εμφανιζόμενος με δύναμη και δόξα πολύ, «ίνα κρίνει ζώντας και νεκρούς».
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
- «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον», Π.Ν. Τρεμπέλα, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθ.
1995
- «Εις επίγνωσιν Θεού», Μητρ. Φθιώτιδος Νικολάου, Αποστολικής Διακονίας, 1999
- «Η Καινή Διαθήκη», Αποστολικής Διακονίας, 2009
- «Λόγοι απ’ Άμβωνος», Εμμ. Καρπαθίου, Μητρ. Μεσημβρίας, Αθ. 1967
- «Κυριακή», επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, εκδ. Ο Σταυρός, Αθ. 2008
- «Ορθόδοξα μηνύματα», Σταύρου Φωτίου, εκδ. Μ. Γρηγόρης, Αθ. 2000
Εικόνα: «Ο καλός Σαμαρείτης», πίνακας του Γιάκομπ Γιόρντενς, περίπου 1616, από Βικιπαίδεια