Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ (Λουκ. 12, 16-21)

 

 

του Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου*

 

Λαμβάνοντας ο Κύριος αφορμή από το πάθος της πλεονεξίας, που είναι η πηγή πασών των κακών, και δεν διαφέρει από την ειδωλολατρία, τους είπε την εξής παραβολή: «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου τα χωράφια έφεραν μεγάλη σοδειά. Τότε εκείνος σκεφτόταν και έλεγε: “Τι να κάνω, αφού δεν έχω μέρος να συγκεντρώσω τους καρπούς μου;” Και είπε, “αυτό θα κάνω: Θα κατεδαφίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες για να συγκεντρώσω εκεί όλη τη σοδειά μου και τ’ αγαθά μου. Μετά θα πω στον εαυτό μου: Ψυχή μου έχεις πολλά αγαθά, για χρόνια πολλά. Ξεκουράσου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε”. Ο Θεός όμως τού είπε: “Ανόητε, αυτή τη νύχτα ζητούν από σένα την ψυχή σου. Εκείνα λοιπόν που ετοίμασες, ποιος θα τα πάρει;” Αυτά λοιπόν παθαίνει όποιος θησαυρίζει για τον εαυτόν του και δεν φροντίζει να γίνει πλούσιος ως προς τον Θεό». Πράγματι, οι εκκλησιαστικοί Πατέρες δεν έπαυαν να κηρύσσουν ότι η αληθινή ευτυχία δεν εξαρτάται από τα υλικά αγαθά, αλλά από την ειρήνη και αγάπη προς τον Θεό και τους συνανθρώπους μας, αφού αρκετοί μεν πλούσιοι έζησαν άθλια ζωή, αφετέρου δε η αφθονία των αγαθών καθίσταται ευλογία μόνο εφόσον προσφέρονται ευεργετικά προς τους αναξιοπαθούντες. 

Στην ανωτέρω διήγηση του Κυρίου γίνεται φανερό ότι τα πλούτη μπορεί να γίνουν αιτία καταστροφής ακόμη κι αν δεν αποκτήθηκαν με άνομα μέσα, με αδικίες και απάτες. Ο πλούσιος της παραβολής αντί να ευχαριστήσει το Θεό και να ελαφρώσει τις κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες του πλησίον του, καταπιέζεται και στενοχωρείται με βασανιστικές φροντίδες που τον δένουν συνεχώς περισσότερο με τον υλιστικό τρόπο σκέψης και ζωής και πνίγουν την ψυχή του στα επουσιώδη και την φιλαργυρία, που είναι βαρύτατη αμαρτία. Οι σκέψεις και φροντίδες του στρέφονται μόνο γύρω από τον εαυτόν του, ενώ χάνει και τον ύπνο του στη ανάγκη διαφύλαξης και πολλαπλασιασμού των υπαρχόντων του, που θεωρεί αποκλειστικώς δικά του, και όχι ότι προέρχονται ως δωρεά από το Θεό. Δεν ένοιωθε επομένως οικονόμος του Θεού και συν-διαχειριστής της φιλανθρωπίας Του, όπως οφείλουμε να είμαστε, μα ατομιστής, καθιστώντας τους άλλους ξένους προς την ιδίαν απόλαυση, πιστεύοντας ότι εξουσιάζει ο ίδιος απόλυτα τη ζωή του. Το χαμηλό πνευματικό επίπεδο του πλουσίου τον κάνει να νομίζει ότι τα κυρίως αγαθά είναι τα χρήματα, η καλοπέραση και η υπηρεσία της κοιλίας. Δεν υποψιαζόταν καθόλου πως η αληθινή ζωή βρίσκεται στις αιώνιες αξίες και τα αγαθά του παραδείσου, στον ίδιο τον Θεό, που είναι η «μυριομακαριότητα». Διότι η θεοποίηση της κοιλίας, που καθιστά τον άνθρωπο χειρότερο και από τα άλογα ζώα, απομακρύνει αυτομάτως αυτόν από την οδό της αγιαστικής θέωσης και χαρισματικής ένωσης με τον Θεό, που είναι οδός άσκησης, ταπείνωσης, μυστηριακής ζωής και έμπρακτης αγάπης.   

Ήρθε όμως η ώρα του θανάτου και για τον ανόητο πλούσιο. Ανόητος ήταν όχι γιατί είχε πολλά χρήματα και αγαθά, αλλά γιατί απέτυχε: (α) να κατανοήσει το νόημα των υλικών πραγμάτων ως δώρων του Θεού, (β) να εννοήσει την ανάγκη ευχαριστίας προς τον Θεό, που έπρεπε να χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή του, και (γ) να εφαρμόσει την ευεργεσία που βίωνε και προς εκείνους από τους αδελφούς του που την είχαν ανάγκη. Σαρκικός όπως ήταν και υποδουλωμένος στα πάθη, αποδείχθηκε και στην πράξη άθεος, αρνούμενος ότι ο Θεός είναι ο ποιών και χορηγών τη ζωή. Με το «ανόητε, αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου», καταλαβαίνει, την τελευταία δυστυχώς στιγμή, ότι δεν διαφεντεύει αυτός τη ζωή του, αλλά ξεκινάει γι’ αυτόν μια πνευματική Νύχτα τρόμου, αγωνίας και απόγνωσης, που είναι η στιγμή του θανάτου για τους άφρονες, ενώ για τους δικαίους, αντίθετα, ο θάνατος καθίσταται ανατολή Ημέρας ευφρόσυνης και άδυτης. «Μόνον γαρ των δικαίων αι ψυχαί εν χειρί Θεού». Γυμνός έρχεται κανείς στη ζωή και γυμνός αναχωρεί. Περιουσίες δε και θησαυροί και οικοδομήματα και χρυσός και τα παρόμοια αφήνονται πίσω και εγκαταλείπονται στους εναπομείναντες, ενώ «κατά Θεόν πλούτος η κτήσις των αρετών». Η ιδία μόνο ικανοποίηση επομένως δεν σώζει τον άνθρωπο, αλλά η χρησιμοποίηση των αγαθών και προς ωφέλειαν του πλησίον. 

Είναι εξαιρετικά δύσκολο, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, να συσσωρεύεται από κάποιους ο πλούτος χωρίς να διαπράττονται αδικίες και εκμετάλλευση άλλων ανθρώπων. Αυτά μάλιστα μπορεί να συμβαίνουν ακόμη κι αν οι διαδικασίες πλουτισμού φαίνονται καθ’ όλα νόμιμες. Ουσιώδες ζήτημα για την τελειοποίηση ή την αλλοτρίωση του ανθρώπου καθίσταται Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ απέναντι στην ιδιοκτησία του, όποια κι αν είναι αυτή. Κατά πόσον δηλαδή καθίσταται κέντρο της ύπαρξης του και απορροφά όλο του το ενδιαφέρον, αφού γίνεται δυστυχώς ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ. Την ιδιοκτησία ανέχεται άλλωστε ο Θεός (δεδομένου ότι είναι αποτέλεσμα της Πτώσης των ανθρώπων και όχι κοινοτικός τρόπος ζωής) μόνο εφόσον ο άνθρωπος αποδεικνύεται στην πράξη διαχειριστής των υλικών αγαθών και το ύψιστο κριτήριο σκέψης και ζωής του είναι οι ανάγκες των συνανθρώπων του. Ο Χριστός ταύτισε τον εαυτόν Του με όλους εκείνους που πεινάνε, υποφέρουν, ασθενούν, φυλακίζονται, είναι ξένοι και περιθωριακοί. Η αδιαφορία γι’ αυτούς, δίδαξε, είναι αδιαφορία για τον ίδιο. Και φυσικά δεν φταίνε μόνο εκείνοι που διαπράττουν την αδικία, κηρύσσουν οι άγιοι της Εκκλησίας, αλλά και όσοι δεν αγανακτούν και δεν εξεγείρονται εναντίον της. 

Τέλος, αυτός που δαπανάται μόνο στις γήινες φροντίδες, πτωχός αναχωρεί προς τον Θεόν. Ενώ εκείνος που μεριμνά και ακολουθεί τις εντολές του Κυρίου, πλουτίζει μεν σε έργα αγαθά, θα αποκτήσει δε θησαυρό ασύλητο εν τοις Ουρανοίς. 

 

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:

  • «Η Καινή Διαθήκη», Αποστολικής Διακονίας, 2009
  • «Η Καινή Διαθήκη», Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, 2003
  • «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον», Π.Ν. Τρεμπέλα, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθ. 
  • 1995
  • «Θέματα Χριστιανικής Ηθικής», ΥΠΕΠΘ, Μάριου Μπέγζου & Αθ. Παπαθανασίου, 2006

 

Εικόνα από pixabay: Θάνατος είναι ο εγκλωβισμός της ψυχής στα επουσιώδη και η απώλεια του Νοήματος της σωτηρίας