ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ…
Μία ευσεβής κοπέλα παντρεύτηκε τον εκλεκτό της καρδιάς της.
Μετά από κάμποσο καιρό έμεινε έγκυος.
Ευτυχισμένοι και οι δύο περίμεναν με ανυπομονησία την ιερή μέρα του τοκετού με προσευχή με συχνή θεία κοινωνία και με εξομολόγηση.
Και ήρθε η ημέρα εκείνη του τοκετού. Πήγε στο νοσοκομείο όπου γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι.
Οι γιατροί πήραν το κοριτσάκι όμως δεν το έδειξαν στην μητέρα.
Της είπαν θα το πάμε να το εξετάσουμε μην ανησυχείς έχει ένα μικρό πρόβλημα, να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε.
Όταν επέστεψαν οι γιατροί της είπαν ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το μωρό είναι μεγάλο και δεν υπάρχει θεραπεία.
Τι έχει γιατρέ μου; ρώτησε ανήσυχη η μητέρα.
Ο γιατρός με σκυμμένο το κεφάλι της είπε ότι δεν βλέπει είναι δυστυχώς τυφλό.
Η μητέρα φώναξε: συμφορά μου! Τυφλό το κοριτσάκι μου… κακό που με βρήκε!
Ο γιατρός σιωπηλός έφυγε και η μητέρα άρχισε να κλαίει ασταμάτητα.
Μετά από λίγες μέρες πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και πήγε στο σπίτι της.
Αμέσως φώναξε τον ιερέα της ενορίας για να της διαβάσει τις ευχές.
Η μητέρα στενοχωρημένη λέγει στον ιερέα το πρόβλημά της.
Ο ιερέας την καθησύχασε λέγοντάς της λόγια παρηγοριάς, και φεύγοντας της είπε ότι θα την περιμένει στον ναό για τον σαραντισμό.
Αφού πέρασαν οι μέρες πήρε το παιδάκι της και πήγε στο Ναό για τον σαραντισμό.
Περιμένοντας τον Ιερέα γονάτισε μπροστά στην εικόνα της παναγίας και ρωτούσε: παναγία μου πες μου πως θα μεγαλώσει; Πως θα ζήσει; Τι θα απογίνει;
– Μην απελπίζεσαι. Έχει ο Θεός, κυρά, της είπε ενθαρρυντικά ο γέροντας ψάλτης του χωριού.
– Πως έχει; Δεν καταλαβαίνω…
– Δεν το καταλαβαίνεις, γιατί ο Θεός δίνει, όπως γράφει ο απόστολος Παύλος, «υπερεκπερισού ων αιτούμεθα ή νοούμεν», δηλαδή πολύ πολύ περισσότερα από αυτά που ζητούμε ή βάζουμε με το νού μας, μας ανταποδίδει ο Θεός.
– Και τι μπορεί να γίνει το τυφλό κοριτσάκι μου;
– Δεν μπορώ να ξέρω από τώρα, γιατί, όπως άκουσες, δίδει περισσότερα από ότι μπορούμε να φανταστούμε. Ένα μονάχα ξέρω καλά. Εκείνο που είναι γραμμένο στην αγία μας Γραφή: «Κύριος σοφεί τυφλούς» δηλαδή ο Θεός σοφίζει τους τυφλούς.
– Ξέρεις κανέναν τυφλό σοφό; Τον ρώτησε η μητέρα.
– Τον Όμηρο, τον Δίδυμο το τυφλό και άλλους πατέρες της Εκκλησίας μας αλλά και ιστορικοί ακόμη και μουσικοί παράδειγμα ο Μπετόβεν, κυρά, απ’ τι λένε τυφλός ήταν.
– Λες να γίνει σοφό το κοριτσάκι μου;
– Δεν ξέρω τι ακριβώς θα γίνει. Ένα ξέρω θα γίνει ένα τέτοιο που δεν το βάζει καθόλου ο νους μας. Εσύ, κυρά μου, ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ, ΕΧΕΙ ΘΕΟΣ. Το μόνο που θα κάνεις είναι να πας το παιδί, όταν είναι η ώρα του για σχολείο, στην Αθήνα, απ’ ότι ξέρω εκεί υπάρχει σχολείο για τυφλά παιδιά, και περίμενε με πίστη και με προσευχή την πρόνοια του ΘΕΟΎ και είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα τρίβεις τα μάτια σου σαν μεγαλώσει.
Ήρθε ο Ιερέας διάβασε τις ευχές και η μητέρα γύρισε με περισσότερη δύναμη και πίστη στο σπίτι της.
Πέρασε ο καιρός και το κοριτσάκι μεγάλωσε τελείωσε το δημοτικό, το γυμνάσιο, το λύκειο με άριστα.
Πήγε στην Ακαδημία, έδωσε εξετάσεις και απ’ τους χίλιους που έδωσαν για σαράντα θέσεις, μπήκε δέκατη και πήρε το πτυχίο της με άριστα.
Μπήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σπούδασε Αγγλική φιλολογία πήρε το πτυχίο με άριστα, πήρε και πτυχίο Γαλλικής φιλολογίας.
Πήρε επίσης πτυχίο μεταφράστριας Γαλλικών έργων τέχνης, μετά από ανώτερες σπουδές.
Διορίστηκε καθηγήτρια Αγγλικών στο σχολείο για τυφλούς που πήγαινε η ίδια.
Έλαβε μέρος σε διάφορα Συνέδρια στην Αμερική, στην Φινλανδία, τη Γαλλία, στην Ιταλία.
Έχει τυφλούς μαθητές και μαθήτριες κατ’ οίκον.
Αγόρασε διαμέρισμα μαζί με την αδελφή της, και ανακαίνισε το πατρικό της σπίτι.
Κάποια μέρα η μητέρα πήγε στην Εκκλησία του χωριού. Ο ψάλτης σαν την είδε την πλησίασε και της είπε κυρά Κούλα:
– Το θυμάσαι που σου είπα «μην απελπίζεσαι, έχει ο Θεός;
– Το θυμάμαι.
– Θυμάσαι κι εκείνο που είπε ο απόστολος Παύλος; Το θυμάσαι;
– Πώς να το ξεχάσω.
– Είδες και έτριψες τα μάτια σου;
– Πολλές φορές.
– Τα είδε και το κοριτσάκι σου με κλειστά τα μάτια;
– Τα είδε, τα βλέπει, τα ζεί.
– Ε, τι λές τώρα;
– Είπα, λέω και θα λέω στον εαυτό μου και στον καθένα:
ΜΗΝ ΑΠΑΛΠΙΖΕΣΑΙ, ΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ.