Τα άγνωστα χρόνια της ζωής του Ιησού. Το ταξίδι στην Ινδία
Στην Καινή Διαθήκη το πέπλο της σιωπής κατεβαίνει ξανά πάνω στη ζωή του Ιησού μετά το δωδέκατο έτος της ηλικίας του και δεν ανασηκώνεται ξανά παρά μετά από δεκαοκτώ χρόνια, την εποχή που βαφτίζεται από τον Ιωάννη και αρχίζει να κηρύσσει στα πλήθη.
Μας είπαν μόνο:
Και ο Ιησούς δυνάμωνε σε σοφία και ανάστημα και εύνοια από τον Θεό και τους ανθρώπους. – Κατά Λουκά Β:52
Για τους σύγχρονους μιας τέτοιας εκπληκτικής προσωπικότητας, το να μη βρίσκουν τίποτε αξιόλογο να αναφέρουν από την παιδική ηλικία μέχρι και το τριακοστό έτος της ηλικίας του είναι από μόνο του εκπληκτικό.
Εντούτοις πράγματι υπάρχουν αξιόλογες αφηγήσεις, όχι στη γη όπου γεννήθηκε ο Ιησούς, αλλά πολύ πιο μακριά, ανατολικά, εκεί όπου πέρασε τα περισσότερα από τα μη μνημονευμένα χρόνια. Ανεκτίμητες καταγραφές βρίσκονται κρυμμένες μακριά, σ’ ένα μοναστήρι του Θιβέτ. Μιλούν για έναν Άγιο Ίσσα (Issa) από το Ισραήλ «στον οποίο ήταν εκδηλωμένη η ψυχή του σύμπαντος», ο οποίος από δεκατεσσάρων μέχρι είκοσι οκτώ ετών βρισκόταν στην Ινδία και σε περιοχές των Ιμαλαΐων, ανάμεσα στους αγίους, τους μοναχούς και τους σοφούς, που κήρυξε το μήνυμά του σε ολόκληρη εκείνη την περιοχή και μετά επέστρεψε για να διδάξει στη γενέθλια γη του, όπου του συμπεριφέρθηκαν άθλια, τον καταδίκασαν και τον θανάτωσαν. Εκτός από τις ιστορικές καταγραφές σ’ αυτά τα αρχαία χειρόγραφα, καμιά άλλη ιστορία των άγνωστων χρόνων της ζωής του Ιησού δεν δημοσιεύθηκε ποτέ.
Θεόσταλτα, αυτές οι αρχαίες καταγραφές ανακαλύφτηκαν και αντιγράφτηκαν από έναν Ρώσο ταξιδιώτη, τον Nicholas Notovitch. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην Ινδία το 1887, ο Notovitch απολάμβανε τη θαλπωρή των θαυμάτων των έντονων αντιθέσεων του αρχαίου πολιτισμού της που συγκινούν την ψυχή.
Βρισκόταν ανάμεσα στο φυσικό μεγαλείο του Κασμίρ όταν άκουσε ιστορίες για κάποιον Άγιο Ίσσα, και οι λεπτομέρειές τους δεν του άφησαν αμφιβολία ότι ο Ίσσα και ο Ιησούς Χριστός ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Έμαθε ότι αντίγραφα αρχαίων χειρογράφων που διατηρούνταν σε κάποια μοναστήρια του Θιβέτ περιείχαν μια καταγραφή των χρόνων της διαμονής του Ίσσα στην Ινδία, στο Νεπάλ και στο Θιβέτ. Απτόητος από κινδύνους και εμπόδια, ταξίδεψε προς τον βορρά, φτάνοντας τελικά στο μοναστήρι Himis στα περίχωρα του Leh, πρωτεύουσας του Ladakh, το οποίο του είχαν πει ότι είχε ένα αντίγραφο των ιερών βιβλίων σχετικά με τον Ίσσα. Αν και τον δέχτηκαν ευγενικά, δεν απέκτησε πρόσβαση στα χειρόγραφα. Με απογοήτευση ο Notovitch γύρισε πίσω προς την Ινδία· σ’ ένα όμως σχεδόν θανατηφόρο ατυχές περιστατικό στο πέρασμα ενός επικίνδυνου βουνού, έπεσε και έσπασε το πόδι του. Δράττοντας το περιστατικό ως ευκαιρία για μια δεύτερη προσπάθεια να δει τα ιερά βιβλία, ζήτησε να τον μεταφέρουν πίσω στο Himis για να περιποιηθούν το πόδι του. Αυτή τη φορά, μετά από επανειλημμένες παρακλήσεις, του έφεραν τα βιβλία. Ίσως οι Λάμα αυτή τη φορά ένιωσαν υποχρεωμένοι να περιποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον πληγωμένο φιλοξενούμενό τους – μια αρχαία παράδοση της Ανατολής. Με τη βοήθεια ενός διερμηνέα αντέγραψε με μέγιστη επιμέλεια το περιεχόμενο των σελίδων που αφορούσαν τον Ιησού όπως αυτές του διαβάστηκαν από τον επικεφαλής Λάμα.
Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, ο Notovitch ανακάλυψε ότι η δυτική χριστιανική Ορθοδοξία δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό του για την ανακάλυψη, απρόθυμη να υποστηρίξει μια τέτοια ριζοσπαστική αποκάλυψη. Έτσι δημοσίευσε μόνος του τις σημειώσεις του το 1894, με τίτλο Τα Άγνωστα Χρόνια της Ζωής του Ιησού (Πύρινος Κόσμος 1994) (The Unknown Life of Jesus Crist). Στην έκδοσή του παρότρυνε να αποσταλεί μια εξειδικευμένη ερευνητική ομάδα για να δει και να κρίνει η ίδια την αξία αυτών των μέχρι τότε κρυφών εγγράφων. Παρόλο που οι ισχυρισμοί του Notovitch δέχτηκαν έντονη κριτική στην Αμερική και στην Ευρώπη, η ακρίβεια των αναφορών του επιβεβαιώθηκε από τουλάχιστον άλλα δύο ευυπόληπτα άτομα που ταξίδεψαν στο Θιβέτ για να βρουν και να επιβεβαιώσουν την αυθεντικότητα αυτών των χειρογράφων.
Το 1922, ο Σουάμι Αμπεντανάντα (Abhedananda), ένας άμεσος μαθητής του Ραμακρίσνα Παραμαχάνσα (Ramakrishna Paramahansa), επισκέφτηκε το Μοναστήρι Himis και επιβεβαίωσε όλες τις βασικές λεπτομέρειες σχετικά με τον Ίσσα που περιείχε το βιβλίο που εξέδωσε ο Notovitch.
Ο Nicholas Roerich σε μια αποστολή στην Ινδία και στο Θιβέτ στα μέσα της δεκαετίας του 1920, είδε και αντέγραψε στίχους από αρχαία χειρόγραφα που ήταν τα ίδια, ή τουλάχιστον ίδια στο περιεχόμενο, μ’ εκείνα που είχε εκδώσει ο Notovitch.
Εντυπωσιάστηκε επίσης βαθύτατα από τις προφορικές παραδόσεις εκείνης της περιοχής: «Στο Σρίναγκαρ (Srinagar) αρχικά ακούσαμε τον περίεργο θρύλο σχετικά με την επίσκεψη του Χριστού σ’ εκείνο το μέρος. Μετά είδαμε πόσο ευρέως διαδεδομένος ήταν στην Ινδία, στο Ladak και στη Κεντρική Ασία ο θρύλος της επίσκεψης του Χριστού σ’ αυτά τα μέρη κατά τη διάρκεια της μακράς απουσίας του που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο».
Απαντώντας στους κριτικούς που είχαν ισχυριστεί ότι η ιστορία του Notovich ήταν κατασκεύασμα, ο Roerich γράφει: «Πάντα υπάρχουν εκείνοι στους οποίους αρέσει να αρνούνται περιφρονητικά οτιδήποτε δύσκολο εμπίπτει στη συνειδητότητά τους. […] Με ποιον πιθανό τρόπο [όμως] θα μπορούσε μια σύγχρονη πλαστογραφία να διεισδύσει στη συνειδητότητα ολόκληρης της Ανατολής?».
O Roerich σημειώνει: «Οι ντόπιοι δεν γνωρίζουν τίποτα για κανένα βιβλίο που να έχει εκδοθεί [δηλαδή του Notovich] αλλά γνωρίζουν τον θρύλο και μιλούν με μεγάλη ευλάβεια για τον Ίσσα».
Η αναφορά του Ευαγγελίου για την πρώιμη ζωή του Ιησού τελειώνει στα δώδεκα χρόνια του με τη συζήτησή του με τους ιερείς στον ναό της Ιερουσαλήμ. Σύμφωνα με τα χειρόγραφα του Θιβέτ, πολύ σύντομα μετά το γεγονός αυτό ο Ιησούς εγκατέλειψε το σπίτι του για να αποφύγει τον σχεδιαζόμενο αρραβώνα του καθώς πλησίαζε τα χρόνια της ωριμότητας – η οποία για ένα αγόρι Ισραηλίτη εκείνης της εποχής ήταν τα δεκατρία του χρόνια.
Σίγουρα ο Ιησούς ήταν υπεράνω της κοινοτοπίας του γάμου. Ποια η ανάγκη των δεσμών της ανθρώπινης αγάπης και της οικογένειας για κάποιον που διακατεχόταν από υπέρτατη θέρμη για τον Θεό και μια οικουμενική αγάπη που αγκάλιαζε όλα τα ανθρώπινα όντα? Ο κόσμος παροτρύνει συμμόρφωση με την πεζή πορεία του και πολύ λίγο ξέρει πώς να εκλάβει εκείνους που λαξεύουν ένα ανώτερο μονοπάτι ανταποκρινόμενοι στο θέλημα του Θεού. Ο Ιησούς γνώριζε το θεϊκό του πεπρωμένο και ξεκίνησε για την Ινδία για να προετοιμαστεί για την εκπλήρωσή του.
Η Ινδία είναι η μητέρα της θρησκείας. Ο πολιτισμός της έχει αναγνωριστεί ως πολύ παλιότερος από τον θρυλικό πολιτισμό της Αιγύπτου. Αν μελετάτε αυτά τα θέματα, θα δείτε πως οι πανάρχαιες Γραφές της Ινδίας, που προηγούνται χρονικά όλων των άλλων αποκαλύψεων, έχουν επηρεάσει το Βιβλίο των Νεκρών της Αιγύπτου και την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη της Βίβλου, καθώς και άλλες θρησκείες. Όλες ήταν σε επαφή με τη θρησκεία της Ινδίας και πήραν νοήματα απ’ αυτήν, γιατί η Ινδία ειδικευόταν στη θρησκεία από αμνημόνευτους χρόνους.
«Με βάση την αρχαιολογία, τη φωτογράφηση από δορυφόρους, τη μεταλλουργία και τα αρχαία μαθηματικά, είναι πλέον σαφές ότι υπήρχε ένας σπουδαίος πολιτισμός –ένας ίσως κυρίως πνευματικός πολιτισμός– πριν την άνοδο της Αιγύπτου, της Σουμερίας και της Κοιλάδας του Ινδού (Hindus Valley). Η πατρίδα αυτού του αρχαίου κόσμου ήταν η περιοχή που εκτεινόταν από τον ποταμό Ινδό μέχρι τον ποταμό Γάγγη – τη χώρα των βεδικών Αρύων», αναφέρουν οι N. S. Rajaram και David Frawley, O.M.D., στο Vedic Aryans and the Origins of Civilization («Οι Βεδικοί Άρυοι και η Προέλευση του Πολιτισμού», New Delhi: Voice of India, 1997).
Οι Γραφές της Ινδίας «είναι η αρχαιότερη σωζόμενη φιλοσοφία και ψυχολογία της φυλής μας», λέει ο διάσημος ιστορικός Will Durant στο Our Oriental Heritage (The story of Civilization, Part I) – [«Η Ανατολική μας Κληρονομιά (Η Ιστορία του Πολιτισμού)»]. Ο Robert C. Priddy, καθηγητής της ιστορίας της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Όσλο, έγραψε στο On India’s Ancient Part («Σχετικά με το Αρχαίο Παρελθόν της Ινδίας») – (1999): «Το παρελθόν της Ινδίας είναι τόσο αρχαίο και έχει επηρεάσει τόσο πολύ την εμφάνιση του πολιτισμού και της θρησκείας, τουλάχιστον για σχεδόν κάθε λαό του Αρχαίου Κόσμου, που οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να ισχυριστούν ότι αυτό το παρελθόν αποτελεί στην πραγματικότητα το πιο πρώιμο μέρος της δικής μας οδύσσειας […] Η μητέρα της θρησκείας, οι πιο πρώιμες πνευματικές διδασκαλίες στον κόσμο της βεδικής παράδοσης, εμπεριέχει την πιο ανυπέρβλητη και την διεισδύουσα στα πάντα απ’ όλες τις φιλοσοφίες».
Στο δίτομο έργο του India and World Civilization («Ινδία και Παγκόσμιος Πολιτισμός», Michigan State University Press, 1969), ο ιστορικός D. P. Singhal συγκεντρώνει άφθονο υλικό τεκμηρίωσης της πνευματικής γαλούχησης του αρχαίου κόσμου από την Ινδία. Περιγράφει την εκσκαφή ενός βάζου κοντά στη Βαγδάτη που οδήγησε τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι «στα μισά της τρίτης χιλιετίας π.Χ., μια ινδική θρησκεία υπήρχε ήδη στη Μεσοποταμία. […] Μ’ αυτόν τον τρόπο η αρχαιολογία έχει αποδείξει ότι δύο χιλιάδες χρόνια πριν από τις πιο πρώιμες αναφορές σε κείμενα σφηνοειδούς γραφής για επαφή με την Ινδία, αυτή έστελνε τους τεχνίτες της στη χώρα όπου βρίσκονται οι ρίζες του δυτικού πολιτισμού».
Τα αρχαία χειρόγραφα λένε ότι ο Ιησούς πέρασε έξι χρόνια σε διάφορες ιερές πόλεις, παραμένοντας για κάποιο καιρό στο Jagannath, ένα ιερό μέρος για τους προσκυνητές στο Puri, στην περιοχή Orissa. Ο διάσημος ναός εκεί, που υπήρχε με τη μια μορφή ή την άλλη από τους αρχαίους χρόνους, είναι αφιερωμένος στον Jagannath, «Κύριο του Σύμπαντος» – ένας τίτλος σχετιζόμενος με την οικουμενική συνειδητότητα του Μπάγκαβαν Κρίσνα. Το όνομα με το οποίο είναι γνωστός ο Ιησούς στα θιβετιανά χειρόγραφα είναι Ίσα («Κύριος»), που αποδόθηκε από τον Notovitch ως Ίσσα. Το όνομα Ίσα, ή η προέκτασή του Ισβάρα, προσδιορίζει τον Θεό ως τον Υπέρτατο Κύριο ή Δημιουργό, ενυπάρχοντα μέσα στη δημιουργία Του αλλά και υπερβατικό αυτής. Αποτελεί πεποίθησή μου ότι ο τίτλος Ίσα δόθηκε στον Ιησού κατά τη γέννησή του από τους Σοφούς από την Ινδία που ήρθαν να τιμήσουν τον ερχομό του στη γη. Στην Καινή Διαθήκη οι μαθητές του Ιησού συνήθως αναφέρονται σ’ αυτόν ως «Κύριε».
Το όνομα Ιησούς προφέρεται και έχει ορθογραφία με διαφορετικούς τρόπους στις διάφορες γλώσσες, αλλά έχει την ίδια έννοια. Στο Κοράνι (γραμμένο στα Αραβικά), το όνομα που χρησιμοποιείται για τον Ιησού είναι Ίσα ή Ίσσα – όπως στα θιβετιανά κείμενα που ανακαλύφτηκαν από τον Notovitch. Μόνο λόγω των αλλαγών από τους κατοίκους πολλών χωρών κατέληξε να προφέρεται το όνομά του Ιησούς. Η αγγλική λέξη Jesus (Ιησούς) είναι σχετικά σύγχρονη. Πριν από τον δέκατο έκτο αιώνα δεν συλλαβίζονταν με «J» αλλά με «I», όπως στα Λατινικά και τα Ελληνικά (Iêsous-Ιησούς). Ακόμα και σήμερα, στα Ισπανικά, παρόλο που συλλαβίζεται με «J», το όνομα Ιησούς προφέρεται «Χεϊσούς».
Η βιβλική εξιστόρηση που παρατίθεται στα Ευαγγέλια του Λουκά και του Ματθαίου είναι ότι και η Μαρία και ο Ιωσήφ καθοδηγήθηκαν από έναν άγγελο να δώσουν στο θεϊκό παιδί το όνομα Yeshua, «σωτήρας» (στα Ελληνικά Ιησούς· στα Αγγλικά, Jesus): «[…] και θα καλέσεις το όνομά του Ιησού, διότι αυτός θα σώσει τον λαό του από τις αμαρτίες τους» (κατά Ματθαίο Α:21).
Η αρχαία ιστορία αφηγείται ότι ο Ιησούς έμαθε όλες τις Βέδες και τα σάστρα. Διαφώνησε όμως με ορισμένες αρχές της βραχμανικής ορθοδοξίας. Αποκήρυξε ανοιχτά τις αρχές τους της μισαλλοδοξίας της κάστας, πολλές από τις ιεροτελεστίες των ιερέων, και την έμφαση στη λατρεία πολλών θεών σε μορφές ειδώλων, αντί να ευλαβούνται μόνο το ένα Υπέρτατο Πνεύμα, την αγνή μονοθεϊστική ουσία του Ινδουισμού που είχε συσκοτιστεί από εξωτερικές τελετουργικές έννοιες.
Απομακρυνόμενος απ’ αυτές τις διενέξεις, ο Ιησούς έφυγε από το Puri. Πέρασε τα επόμενα έξι χρόνια με το βουδιστικό δόγμα Sakya στις περιοχές των Ιμαλαΐων του Νεπάλ και του Θιβέτ.
Αν και αληθινοί Δάσκαλοι που συνειδητοποίησαν τον Θεό εμφανίζονταν στην Ινδία σε κάθε εποχή, διατηρώντας από γενιά σε γενιά τις αιώνιες αλήθειες του Πνεύματος (Σάνατανα Ντάρμα), οι εξωτερικές θρησκευτικές τελετές των μαζών υπέστησαν κύκλους προόδου και κατάπτωσης όπως συνέβη στις θρησκείες και άλλων χωρών και πολιτισμών.
Οι θιβετιανοί πάπυροι αφηγούνται ότι ενόσω βρισκόταν ανάμεσα στους Βουδιστές, ο Ιησούς συγκεντρώθηκε στη μελέτη των ιερών βιβλίων τους και μπορούσε τέλεια να τα αναπτύξει διεξοδικά. Προφανώς γύρω στα είκοσι έξι ή είκοσι οχτώ του χρόνια κήρυξε το μήνυμά του στο ευρύ κοινό καθώς πήγαινε πίσω στο Ισραήλ μέσω της Περσίας και των όμορων χωρών, αποκομίζοντας φήμη από τον λαό και εχθρότητα από τις ζωροαστρικές και άλλες ιερατικές τάξεις.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι ο Ιησούς έμαθε όλα όσα δίδαξε από τους πνευματικούς συμβούλους του και τους συντρόφους του στην Ινδία και τις γύρω περιοχές. Οι αβατάρ έρχονται με το δικό τους χάρισμα της σοφίας. Το απόθεμα της θεϊκής συνειδητοποίησης του Ιησού απλώς αφυπνίστηκε και διαμορφώθηκε προκειμένου να ταιριάξει στη μοναδική του αποστολή μέσα από το ταξίδι του ανάμεσα στους Ινδουιστές σοφούς, στους Βουδιστές μοναχούς και ιδιαίτερα στους μεγάλους Δασκάλους της γιόγκα, από τους οποίους μυήθηκε στην εσωτεριστική επιστήμη της ένωσης με τον Θεό μέσω του διαλογισμού. Από τη γνώση που είχε σταχυολογήσει και από τη σοφία που εκπορεύτηκε από την ψυχή του στον βαθύ διαλογισμό, βρήκε για τις μάζες απλές παραβολές σχετικά με τις ιδεώδεις αρχές με τις οποίες πρέπει κάποιος να κυβερνά τη ζωή του ενώπιον του Θεού. Σ’ εκείνους όμως τους στενούς μαθητές του που ήταν έτοιμοι να λάβουν, δίδαξε τα βαθύτερα μυστήρια, όπως εμφαίνεται στο βιβλίο της Αποκάλυψης της Καινής Διαθήκης του Αγίου Ιωάννη, όπου ο συμβολισμός του βιβλίου ταιριάζει απόλυτα με την επιστήμη της γιόγκα της συνειδητοποίησης του Θεού.
Η κύρια σημασία των χρονικών που ανακαλύφθηκαν από τον Notovitch είναι ότι παρέχουν ακαταμάχητα πειστήρια ότι τα αγνοούμενα χρόνια της ζωής του ο Ιησούς τα πέρασε στην Ινδία. Τα χρονικά αυτά όμως φέρουν επίσης, όπως ήταν αναμενόμενο, τον διακριτό χαρακτήρα των συγγραφέων τους. Τα αρχικά γραπτά λέγεται ότι γράφτηκαν στη γραφή Pali λίγα μόλις χρόνια από τον θάνατο του Ιησού. Αυτή ήταν η γλώσσα των Βουδιστών εκείνης της εποχής. Όταν έφτασαν στην Ινδία μέσω εμπόρων από την Ιερουσαλήμ οι αναφορές σχετικά με τον ατιμωτικό θάνατο του Ίσα, του αγίου που έχαιρε τέτοιας ευλαβικής υπόληψης από την κοινωνία τους για όσο καιρό βρισκόταν ανάμεσά τους, ξεκίνησαν να καταγράφουν την ιστορία του ως μέρος των ιερών χρονικών τους. Η βουδιστική προοπτική είναι φυσικά έκδηλη στις καταγραφές τους.
Αν ο ίδιος ο Ιησούς είχε γράψει την ιστορία της ζωής του και την ουσία των διδασκαλιών του, αυτές θα είχαν εκφραστεί πάρα πολύ διαφορετικά από ό,τι έφτασαν σ’ εμάς σήμερα. Παρά τις καλύτερες προσπάθειες εκείνων που αφηγήθηκαν και κατέγραψαν τα γεγονότα της ζωής του Ιησού, η άποψη του κάθε αφηγητή ήταν επόμενο να είναι κατά κάποιο τρόπο επηρεασμένη από το δικό του υπόβαθρο, είτε αυτό ήταν ενός Εβραίου, ενός Γνωστικού, ενός Έλληνα, ενός Ρωμαίου, ενός Βουδιστή, ενός Ζωροάστρη, ή όποιας άλλης θρησκευτικής ιδεολογίας ή πολιτισμικής μεροληψίας – για να μην αναφέρουμε την επιπρόσθετη βιαιοπραγία των μεταφράσεων από τη μία γλώσσα στην άλλη, μερικές φορές μάλιστα περνώντας από πολλές αλλαγές.
Τα χειρόγραφα που δημοσίευσε ο Notovitch, για παράδειγμα, ήταν αρχικά γραμμένα στη γλώσσα Pali, έχοντας συλλεχθεί από αυτόπτες μάρτυρες ή από φήμες από ανθρώπους ποικίλων γλωσσολογικών και γεωγραφικών υποβάθρων και μετά μεταφράστηκαν στη γλώσσα Pali. Τα χειρόγραφα στη συνέχεια μεταφέρθηκαν από την Ινδία στο Νεπάλ και από εκεί στη Λάσα του Θιβέτ όπου και μεταφράστηκαν στη θιβετιανή γλώσσα και τελικά αντιγράφτηκαν για να δοθούν σε διάφορα μεγάλα μοναστήρια. Ο Notovitch, ένας Ρώσος, αντέγραψε τις θιβετιανές σελίδες με τη βοήθεια ενός μεταφραστή και μετά τις δημοσίευσε στα Γαλλικά και η έκδοση αυτή στη συνέχεια μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στα Αγγλικά.
Παρ’ όλα αυτά, η συνολική αξία αυτών των καταγραφών είναι ανεκτίμητη για μια έρευνα για τον ιστορικό Ιησού. Υπάρχουν δύο τρόποι να γνωρίσει κάποιος έναν αβατάρ. Πρώτον, με το να δει φευγαλέα την ουσία του που λάμπει μέσα από ένα συνονθύλευμα γεγονότων, μύθων, αθώας ή σκόπιμης διαστρέβλωσης, και με διάκριση να διαχωρίζει το σημαντικό από το ασήμαντο, όπως ένα πρόσωπο αναγνωρίζεται άσχετα με τα ρούχα που φορά. Και δεύτερον, με το να έχει άμεση γνώση του μεγάλου αγίου μέσω διαισθητικής θεϊκής κοινωνίας μ’ αυτήν την ψυχή.
Παραμαχάνσα Γιογκανάντα βαθιά φιλοσοφία και ερμηνεία των Γραφών
και Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ