Σταύρωση, Ανάσταση ή Ανάληψη;
(Σχόλιο στην αφαίρεση του Εσταυρωμένου πίσω από την Αγία Τράπεζα)
Γράφει ο Καππαδόκης
Ελλείψει πολιτικών αντιπαραθέσεων στην πατρίδα μας, μιας και ιδεολογικά συμπλέουν όλα τα μεγάλα κόμματα προς την έλευση της Νέας Τάξης Πραγμάτων και για το μόνο που ερίζουν είναι ποιος άφησε «μαξιλαράκι» σε ποιόν, βρήκαμε στην Eκκλησία αιτία αντιπαραθέσεων και δημιουργίας παρατάξεων: Ποιο άραγε είναι σημαντικότερο γεγονός για τη σωτηρία μας; Η σταύρωση ή η ανάσταση;
Μάλιστα, λένε, ότι οι καθολικοί έχουν ως σημαντικότερη την σταύρωση, γιατί γι’ αυτούς η σωτηρία είναι νομικό ζήτημα, οπότε αφού με την σταύρωση ο Κύριος πλήρωσε για τις αμαρτίες μας και ξεχρέωσε, τελείωσε εκεί το θέμα της σωτηρίας μας και άρα η σταύρωση είναι το σημαντικότερο γεγονός. Ενώ εμείς οι ορθόδοξοι έχουμε ως σημαντικότερο γεγονός την Ανάσταση, διότι για εμάς η σωτηρία δεν είναι νομικό ζήτημα αλλά οντολογικό, οπότε η σωτηρία μας συνίσταται στην νίκη απέναντι στον θάνατο η οποία επετεύχθη με την Ανάσταση του Κυρίου.
Αυτήν την διχαστική λογική χρησιμοποίησε και ο μητροπολίτης Περιστερίου για να βγάλει τον σταυρό του Κυρίου πίσω από την Αγία Τράπεζα των εκκλησιών της περιφέρειας του. Ο υπερτονισμός της σταύρωσης, είπε, είναι χαρακτηριστικό των καθολικών. Εγώ έβγαλα τον σταυρό, είπε, για να τονίσω την Ανάσταση.
Και βγήκαν και άλλοι ιερείς(1) και αρχιερείς(2) να υποστηρίξουν αυτήν την λογική, οι οποίοι μάλιστα έχουν μαθητεύσει δίπλα σε σύγχρονους αγίους (3) (οι οποίοι άγιοι βέβαια μια χαρά αγίασαν τελώντας την θεία λειτουργία με τον εσταυρωμένο πίσω από την Αγία Τράπεζα), παρ’ όλ’ αυτά, ενώ συχνά πυκνά αναφέρονται στις ομιλίες τους στις εμπειρίες τους από αυτούς τους αγίους, για το συγκεκριμένο ζήτημα κάνει εντύπωση ότι δεν παραπέμπουν στους αγίους αλλά στην μόρφωση που απέκτησαν οι ίδιοι.
Απροσδόκητα λοιπόν για μερικούς, ο μητροπολίτης Περιστερίου βρήκε υποστήριξη από προβεβλημένους ιερείς και αρχιερείς υπεράνω υποψίας αλλά δεν είναι απροσδόκητα διότι το έδαφος έχει προλειανθεί ήδη στις θεολογικές σχολές. Αυτή η διχαστική λογική του τι είναι σημαντικότερο (η ουσία ή το πρόσωπο, ο Πατήρ, ο Υιός ή το Άγιο Πνεύμα, η σταύρωση ή η ανάσταση κλπ) έχει καλλιεργηθεί ήδη στις θεολογικές σχολές και μάλιστα για να αποδοθεί και οπαδική χροιά στην αντιπαράθεση, τα μεν έχουν αποδοθεί στους καθολικούς και τα δε στους ορθοδόξους. Το ότι οι καθολικοί όμως κάνουν κάποια σφάλματα δεν σημαίνει ότι εμείς για να είμαστε ορθόδοξοι πρέπει να πάμε στο άλλο άκρο και να κάνουμε τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που κάνουν αυτοί. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό των αιρέσεων. Κινούνται στα άκρα. Η μία αίρεση πάει στο ένα άκρο και η άλλη αίρεση πάει στο άλλο άκρο.
Αυτά όμως είναι τα αποτελέσματα της ακαδημαϊκής ενασχόλησης με την θεολογία. Και επειδή ακριβώς είναι ακαδημαϊκή η ενασχόληση με τα ζητήματα αυτά, δεν έχουν κανένα πρόβλημα την ίδια στιγμή να θεωρούν αυτές τις αντιθέσεις, αλλά και άλλες πολλές, ακόμα και το φιλιόκβε, τοπικές παραδόσεις της κάθε εκκλησίας οι οποίες δεν μας εμποδίζουν να είμαστε ενωμένοι όλοι μαζί σε μία Εκκλησία.
Από τη μία δηλαδή πιάνονται από κάποια σωστά και υπερτονίζουν τις διαφορές, υποστηρίζοντας δήθεν την ορθόδοξη παράδοση, δίνοντας σου να καταλάβεις ότι οι ορθόδοξοι με τους καθολικούς κινούμαστε σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος για να κερδίσουν έτσι την εμπιστοσύνη σου ότι αυτοί είναι οι θεματοφύλακες της ορθοδοξίας και από την άλλη εργάζονται για την άμεση ένωση μας με αυτούς με τους οποίους μας χωρίζει χαώδης διαφορά, σύμφωνα με τα δικά τους λεγόμενα.
Αυτή η αντιφατική λογική (δείγμα της πλάνης; δείγμα των σκοπιμοτήτων που εξυπηρετούν;) διέπει όλη τους την σκέψη και την επιχειρηματολογία.
Για παράδειγμα ο μητροπολίτης Περιστερίου για να υποστηρίξει την αφαίρεση του Εσταυρωμένου πίσω από την Αγία Τράπεζα και να τοποθετήσει εκεί το σύνθρονο, μας παραπέμπει σε μία εποχή κατά την οποία δεν είχε διαμορφωθεί ακόμη το τέμπλο στις εκκλησίες και παράλληλα για να μην κατηγορηθεί ότι θέλει να αποβάλει τελείως τον Εσταυρωμένο από την εκκλησία, υποστηρίζει ότι η θέση του είναι επάνω στο τέμπλο, στην κορυφή του τέμπλου, σε ένα σημείο δηλαδή το οποίο σύμφωνα με το προηγούμενο επιχείρημα του, δεν υφίσταται καν σαν σημείο!
Μιλάμε δηλαδή όχι απλώς για χαμηλού επιπέδου επιχειρήματα, αλλά για επιχειρήματα που υποτιμούν την νοημοσύνη σου και σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι ο άλλος σε κοροϊδεύει και προσπαθεί να σε εξαπατήσει μπροστά στα μάτια σου.
Και μάλιστα λέει ότι ο Εσταυρωμένος εκεί επάνω στην κορυφή του τέμπλου πρέπει να έχει και κάποια κλίση προς τα κάτω, έτσι ώστε να κοιτάζει τα τελούμενα!
Ποια τελούμενα να κοιτάζει; Τα τελούμενα συμβαίνουν πίσω του, εκεί από όπου τον βγάλατε! Αν θέλατε να κοιτάζει τα τελούμενα (που δεν είναι καν αυτό το θέμα μας) θα τον αφήνατε στη θέση του, στην Αγία Τράπεζα, εκεί ακριβώς όπου τελούνται τα τελούμενα.
Δεν είναι λοιπόν ότι θέλετε να κοιτάζει τα τελούμενα, θέλετε απλώς να τον βγάλετε από το ιερό. Και τον βάζετε, λέτε, πάνω στο τέμπλο. Αλλά και εκεί προσωρινά τον βάζετε, διότι για να δημιουργήσετε την παλαιοχριστιανική δομή που θέλετε, με το σύνθρονο μέσα στο ιερό, αμέσως μετά θα αφαιρέσετε και το τέμπλο (ιδίως για την αφαίρεση του τέμπλου… εκεί είναι που έχουμε ένα σορό επιχειρήματα… να συμμετέχει και ο λαός πιο ενεργά στη λατρεία και άλλα πολλά) και τελικά θα υποστεί και δεύτερη δίωξη ο Εσταυρωμένος.
Και που θα τον πάμε τελικά; Στον Νάρθηκα! Διότι εκεί τον είδε ένας προβεβλημένος και γνώστης των πραγμάτων ιερέας που πήγε στο Άγιο Όρος. (1)
Πρέπει, λέει, να προσκυνούμε την σταύρωση και να την αφήνουμε πίσω μας, διότι δεν σώζει η σταύρωση αλλά η ανάσταση! Στον νάρθηκα λοιπόν, μαζί με τους κατηχούμενους και τους μετανοούντες! Εκεί του πρέπει! Και εμείς απερίσπαστοι πλέον θα προχωρήσουμε προς την Ανάσταση.
Όλα καλά τα κανονίσαμε. Μόνο που μας ξέφυγε μια λεπτομέρεια. Στο αντιμήνσιο που ανοίγουμε πάνω στην Αγία Τράπεζα για να τελέσουμε την Θεία Λειτουργία, αναπαρίσταται το νεκρό σώμα του Κυρίου μετά την αποκαθήλωση, να το περιποιούνται οι δικοί του άνθρωποι πριν το τοποθετήσουν στον Πανάγιο Τάφο.
Οπότε πάλι γυρνάμε πίσω! Αφού από την Αγία Τράπεζα που είναι ο Πανάγιος Τάφος βγήκε η Ανάσταση και βλέποντας την Αγία Τράπεζα βλέπουμε την Ανάσταση, όπως λένε, γιατί στο αντιμήνσιο δεν εικονίζεται η Ανάσταση και εικονίζεται το νεκρό σώμα του Χριστού; Δεν πειράζει όμως, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν! Ας αλλάξουμε και τα αντιμήνσια και έτσι να ολοκληρώσουμε την μεταρρύθμιση μας.
Να μην ξεχάσουμε όμως να αφαιρέσουμε και τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης και τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, διότι και αυτοί μιλάνε για τον Σταυρό πίσω από το θυσιαστήριο που είναι η Αγία Τράπεζα. Βέβαια ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης είναι η κύρια πηγή όλων των λειτουργιολόγων και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι αυτός που έγραψε – συγκρότησε τη θεία λειτουργία που τελούμε, δεν είναι κάποιοι τυχαίοι, θα λέγαμε ότι είναι οι πιο “ad hoc” άγιοι για το ζήτημα, αλλά δεν πειράζει, αν είναι να ξεπεράσουμε την Σταύρωση και να φτάσουμε στην Ανάσταση, δεν πειράζει, ας τους αφαιρέσουμε και αυτούς!
Βλέπουμε λοιπόν σε πόσα αδιέξοδα καταλήγουμε αν ακολουθήσουμε αυτήν την διχαστική λογική, η οποία είναι εξ αρχής εσφαλμένη. Δεν υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο.
Πώς θα μπορούσε να νικήσει τον θάνατο ο Κύριος, αν πρώτα δεν νικούσε την αμαρτία; Ο θάνατος εισήλθε στη ζωή των ανθρώπων εξ αιτίας της αμαρτίας. Έπρεπε λοιπόν πρώτα να αποκατασταθεί η αμαρτία και μετά να νικηθεί ο θάνατος.
Το ίδιο ισχύει και για τη ζωή του κάθε πιστού. Δεν μπορεί να λέει ότι ζει την ανάσταση της ύπαρξης του χωρίς να καταπολεμεί την αμαρτία μέσα του. Και η αμαρτία καταπολεμείται όταν σηκώνουμε τον σταυρό μας, όταν όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος σταυρωθεί ο κόσμος για εμάς και νεκρωθεί η αμαρτία μέσα μας. Για να μετέχουμε στην Ανάσταση του Κυρίου πρέπει πρώτα να μετέχουμε στην Σταύρωση Του και στον Θάνατο Του.
Άλλωστε «ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν. Εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα, τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ· ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας. Εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ». (Ρωμαίους 6,3 -6,8).
Για να ζήσουμε λοιπόν την Ανάσταση του Χριστού πρέπει πρώτα να σταυρώσουμε τον παλαιό άνθρωπο που βρίσκεται μέσα μας. Δεν ξεπερνάμε την Σταύρωση και πάμε στην Ανάσταση, λες και είναι κάποιο εμπόδιο η Σταύρωση που μας εμποδίζει να πάμε στην Ανάσταση. Ίσα-ίσα που η Σταύρωση είναι το μέσο που μας οδηγεί στην Ανάσταση.
Όταν λοιπόν παραμερίζουμε την Σταύρωση για να φτάσουμε στην Ανάσταση, είναι σαν να θέλουμε να φτάσουμε στον προορισμό μας χωρίς το μέσο. Τι άλλο είναι αυτό παρά το προπατορικό αμάρτημα, όταν οι πρωτόπλαστοι θέλησαν να φτάσουν στον σκοπό της θέωσης κατευθείαν, χωρίς το μέσο της εγκράτειας και της υπακοής.
Από την άλλη βέβαια πρέπει να πούμε ότι και μία ζωή σταυρική χωρίς την ελπίδα (την βεβαιωμένη ελπίδα) της Αναστάσεως αποτελεί μία ψυχαναγκαστική και άχαρη, χωρίς Χάρη, ζωή.
Η Ανάσταση λαμπρύνει τα πάντα και δίνει νόημα στη ζωή μας, ακόμα και στις χειρότερες εκφάνσεις της. Χριστιανός χωρίς την Ανάσταση είναι ο χειρότερος, ο πιο τιποτένιος άνθρωπος του κόσμου, όπως λέει και ο απ. Παύλος.
Όταν λοιπόν υπερτονίζουμε το ένα εις βάρος του άλλου τότε αλλοιώνουμε τόσο την ορθόδοξη διδασκαλία όσο και την ορθόδοξη ζωή. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό που πρέπει να προσέξουμε, διότι φαίνεται να διαμορφώνεται μία καινούργια, υποτίθεται ορθόδοξη, διδασκαλία η οποία συνιστά και μία καινούργια πρόταση ζωής. Διότι κάθε αλλοίωση στην δογματική μας τοποθέτηση έχει πάντα επιπτώσεις και στην πράξη. Στο πώς βλέπουμε και πώς τοποθετούμαστε σε αυτήν την ζωή ως χριστιανοί.
Αυτός ο τονισμός λοιπόν της ανάστασης εις βάρος της σταύρωσης, προέρχεται κατά βάθος από την αδυναμία μας να σηκώσουμε τον ονειδισμό του Χριστού, διότι ο Χριστός επάνω στον σταυρό δεν υπέμεινε μόνο την οδύνη και τον πόνο, αλλά και τον ονειδισμό.
Προτιμούμε τις χαρές αυτής της ζωής από τον ονειδισμό του Χριστού και εφόσον η Ανάσταση ταυτίζεται με την χαρά και το τέλος όλων των προβλημάτων μας, υπερτονίζουμε την Ανάσταση και προσπερνάμε τον ονειδισμό του Σταυρού, ενδύοντας έτσι την αδυναμία μας και με θεολογικό μανδύα.
Αυτός όμως ο υπερτονισμός της Ανάστασης, με τον τρόπο που γίνεται, παράγει έναν τρόπο ζωής υλιστικό και σαρκικό. Η πνευματικότητα θεωρείται ως κάτι γκουρουιστικό, ως κάτι έξω από τον κόσμο αυτό, ως κάτι που κατά την νέα αυτή οπτική δεν είναι ορθόδοξο διότι στην ορθοδοξία έχουμε την ανάσταση των σωμάτων, οπότε στην ορθοδοξία έχουμε την κατάφαση του σώματος.
Το σώμα για εμάς είναι κάτι καλό. Δεν είναι κάτι κακό όπως ήταν στους νεοπλατωνικούς και όπως είναι στους ινδουιστές που σκοπός τους είναι να απαλλαγούν από την φυλακή του σώματος, να απελευθερώσουν το πνεύμα από τη φυλακή του σώματος. Αυτά σε εμάς δεν ισχύουν. Για εμάς το σώμα είναι καλό, οπότε καταφάσκουμε τις χαρές του σώματος, καταφάσκουμε στο να περνάμε καλά σε αυτή τη ζωή και παράλληλα να είμαστε καλοί χριστιανοί.
Και επειδή όλο αυτό κινδυνεύει να φανεί πολύ ίδιο με την στάση ζωής των άθεων υλιστών, ξεχωρίζουμε την δική μας στάση προσθέτοντας στην δική μας προσέγγιση την ευχαριστία. Χαιρόμαστε τις χαρές αυτής της ζωής, δοξολογώντας όμως τον Θεό. Αναγνωρίζοντας ότι όλα είναι του Θεού. Αυτή η δοξολογική και ευχαριστιακή διάθεση προς τον Θεό είναι που κάνει την διαφορά του άπιστου με τον πιστό.
Αυτό είναι μέσες άκρες το όλο σκεπτικό. Το σκεπτικό αυτό όμως, το οποίο υπάρχει και διατυπώνεται στις μέρες μας, παρ’ ότι ερείδεται (βασίζεται) σε ορισμένες σωστές θέσεις, είναι προβληματικό.
Πριν πούμε όμως γιατί είναι προβληματικό, θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε πρώτα μία προσπάθεια να ερμηνεύσουμε (βάζοντας καλό λογισμό) το πώς προέκυψε αυτό το σκεπτικό.
Κατ’ αρχάς βέβαια η εποχή μας είναι ήδη από μόνη της μία εποχή σαρκική. Είναι η εποχή των απολαύσεων. Είναι η εποχή των αισθήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο και σε αυτό το κλίμα ζούμε και κινούμαστε όλοι μας, και εμείς οι χριστιανοί, και επηρεαζόμαστε και εμείς. Δεν είμαστε από άλλο πλανήτη εμείς. Από την άλλη, υπάρχει πολλή κατάθλιψη στον κόσμο, δεν μπορούν να προσευχηθούν πολύ οι άνθρωποι, δεν μπορούν να πιεστούν πολύ οι άνθρωποι, υπάρχουν πολλά ψυχολογικά, οπότε οι πνευματικοί που αντιμετωπίζουν αυτά τα προβλήματα στους ανθρώπους που βλέπουν κάθε μέρα, αναγκάζονται να προτείνουν αυτόν τον δρόμο. Να περνάμε δηλαδή καλά, να χαιρόμαστε τις χαρές αυτής της ζωής αλλά δοξολογώντας τον Θεό και εντός του πλαισίου της εκκλησίας.
Άλλο όμως είναι η ποιμαντική αντιμετώπιση του κάθε ανθρώπου και άλλο η διδασκαλία της εκκλησίας και το φρόνημα της εκκλησίας.
Το όλο σκεπτικό αυτό όπως είπαμε είναι προβληματικό και καινοφανές. Στην υμνολογία της εκκλησίας μας ακούμε συνεχώς να λέει: νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών. Υπάρχει έστω και ένα τροπάριο που να υμνεί τις σαρκικές και υλικές απολαύσεις αυτής της ζωής;
Δεν τις απορρίπτουμε, τις αναγνωρίζουμε, ευχαριστούμε τον Θεό για τα εγκόσμια αγαθά που μας χαρίζει, αλλά δεν τις υμνούμε κιόλας.
Το αντίθετο θα μπορούσαμε να πούμε, μιας και σε κάθε απόδειπνο που κάνουμε ζητάμε από τον Κύριο να καταστείλει και να κοιμίσει κάθε υλικό φρόνημα που υπάρχει μέσα μας. Εξ αρχής λοιπόν φαίνεται ότι το όλο αυτό σκεπτικό δεν είναι ορθόδοξο. Λένε ότι ο Χριστός αναστήθηκε με το σώμα του, άρα καταφάσκεται το σώμα.
Άλλο όμως είναι το αναστημένο σώμα του Χριστού και το αναστημένο σώμα που θα λάβουμε εμείς, το οποίο είναι απαθές και αθάνατο και άλλο το σώμα που έχουμε εμείς τώρα σ’ αυτήν την ζωή, το οποίο είναι θνητό και εμπαθές.
Ο Κύριος αν και αναμάρτητος, με το σώμα αυτό που είχε σε αυτήν την ζωή μαστιγώθηκε, ονειδίστηκε και σταυρώθηκε και είπε και σε εμάς ότι όποιος θέλει να τον ακολουθήσει θα πρέπει πρώτα να σηκώσει τον σταυρό του και μετά να τον ακολουθήσει.
Ποια ανάσταση λοιπόν και ποια καταξίωση του σώματος; Υπάρχει όντως καταξίωση του σώματος στην ορθοδοξία, αλλά όχι αυτή που λένε. Δεν υπάρχει η καταξίωση του σώματος που ζει τις απολαύσεις αυτής της ζωής, αλλά η καταξίωση του σώματος που ζει μαζί με την ψυχή ως ενιαία οντότητα, διότι ο άνθρωπος είναι και ψυχή και σώμα, τις εμπειρίες του Αγίου Πνεύματος.
Αυτά τα αναλύει πολύ ωραία ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος εξηγεί πάρα πολύ ωραία το πώς συμμετέχει και το σώμα στην εμπειρία του Αγίου Πνεύματος και στην εμπειρία της θέωσης και όχι μόνο ο νους του ανθρώπου. Αυτός λοιπόν είναι ο σκοπός του σώματος, να θεωθεί και αυτό μαζί με την ψυχή και να γίνει πνευματικό. Όπως λέει και ο απ. Παύλος: «σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν». (Α’ Κορ. ιε’, 44)
Όταν λέει σώμα πνευματικό βέβαια δεν εννοεί άυλο, αλλά αυτό που είπαμε, σώμα που θα μετέχει στην θέωση, σώμα που θα μετέχει στην ζωή του Αγίου Πνεύματος.
Συνεπώς βλέπουμε ήδη μία χονδροειδή παρερμηνεία που γίνεται. Η ανάσταση των σωμάτων οδηγεί σε ένα σώμα πνευματικό και όχι στην καταξίωση του γήινου και σαρκικού σώματος. Η ανάσταση των σωμάτων οδηγεί στην καταξίωση της μετοχής του σώματος στην ζωή του Αγίου Πνεύματος και όχι στην καταξίωση της μετοχής του στις γήινες απολαύσεις στις οποίες ρέπει το σώμα σε αυτήν εδώ τη ζωή. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει αναγκαστικά να τις απορρίψουμε κιόλας αυτές τις γήινες χαρές. Δεν τις απορρίπτουμε, αλλά σίγουρα δεν τις καταξιώνουμε. Δεν είναι αυτός ο σκοπός μας.
Και αφού μιλήσαμε για την Σταύρωση και την Ανάσταση, γιατί να μην μιλήσουμε και για την Ανάληψη; Γιατί αυτοί που υπερτονίζουν την Ανάσταση, μένουν εκεί και δεν προχωράνε και στην Ανάληψη;
Η θεία οικονομία δεν σταμάτησε στην Ανάσταση. Μετά την Ανάσταση έγινε η Ανάληψη του Κυρίου. Γιατί λοιπόν έγινε η Ανάληψη αφού το όλο θέμα ήταν η Ανάσταση; Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έγινε η Ανάληψη, για να μην υπάρχουν αυτές οι διδασκαλίες περί καταξίωσης αυτής της ζωής.
Για τον ίδιο ακριβώς αυτό λόγο ήταν που ο Κύριος είπε και στην Μαρία την Μαγδαληνή το περίφημο μη μου άπτου. Όλοι οι μαθητές τον άγγιξαν και τον ψηλάφισαν. Και οι μυροφόρες όταν τον είδαν αναστημένο κράτησαν τα πόδια του και τον προσκύνησαν, όπως λέει το ευαγγέλιο.
Γιατί η Μαρία η Μαγδαληνή δεν έπρεπε να τον ακουμπήσει; Γιατί η Μαρία η Μαγδαληνή ως πιο συναισθηματική που ήταν είχε εσφαλμένη εντύπωση και νόμιζε ότι γύρισε ο Κύριος και θα συνεχίσουν να ζουν όπως ζούσαν και να τον υπηρετούν όπως τον υπηρετούσαν. Ότι αναστήθηκε δηλαδή όπως αναστήθηκε ο Λάζαρος και συνέχισε να ζει σε αυτήν εδώ τη ζωή.
Ο Κύριος λοιπόν ήθελε να διδάξει την Μαρία την Μαγδαληνή ότι η δική του Ανάσταση είναι διαφορετική από την ανάσταση του Λαζάρου. Ότι δεν αναστήθηκε για να συνεχίσει να ζει εδώ σε αυτήν τη ζωή όπως προηγουμένως, αλλά για να ανέβει προς τον Πατέρα και να ζήσει την ζωή του Τριαδικού Θεού.
Βέβαια την ίδια εσφαλμένη εντύπωση είχαν και οι μαθητές, διότι λίγο πριν την Ανάληψη τον ρώταγαν αν στον καιρό αυτό θα αποκαταστήσει την βασιλεία του Ισραήλ. Σκεφτόντουσαν δηλαδή τα επίγεια, την επίγεια βασιλεία του Ισραήλ.
Ο Κύριος όμως με την Ανάληψη του τους δείχνει και μας δείχνει ότι αλλού είναι ο σκοπός μας. Ο σκοπός μας δεν είναι σ’ αυτήν την ζωή, αλλά στην Βασιλεία του Θεού: στα δεξιά του Πατρός.
Αυτή η θεμελιώδης αλήθεια της ευαγγελικής διδασκαλίας κατανοήθηκε αμέσως από την πρώτη χριστιανική κοινότητα και διατυπώθηκε με τον πιο εύγλωττο τρόπο από τον Απόστολο Παύλο ο οποίος είπε: «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιππησίους 3,20) σε αντιδιαστολή με αυτούς οι οποίοι τα επίγεια φρονούν, των οποίων το τέλος είναι η απώλεια, όπως χαρακτηριστικά λέει.
Αυτή η αλήθεια λοιπόν είναι ξεκαθαρισμένη εξ αρχής στην Εκκλησία μας. Δεν μπορούμε εμείς τώρα, μετά από τόσα χρόνια να γυρίζουμε σε καταστάσεις και διδασκαλίες που δεν υπήρχαν ποτέ στην Εκκλησία, παρά μόνο σε αιρετικές ομάδες.
Προφανώς, λέγοντας ο Απόστολος Παύλος ότι το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει, δεν εννοεί να πάμε στο άλλο άκρο και να απορρίψουμε κάθε δραστηριότητα σε αυτήν την ζωή επί της γης. Όπως ο Θεός δημιούργησε την γη και μας την παρέδωσε για να εργαστούμε σε αυτήν, έτσι και εμείς θα κινηθούμε δημιουργικά και ιεραποστολικά επάνω στη γη, χωρίς όμως να εγκλωβιζόμαστε και να προσκολλόμαστε σε αυτές τις δραστηριότητες ως τον απόλυτο σκοπό μας.
Και μιας και μιλήσαμε για την καταξίωση του σώματος, η καταξίωση του σώματος φαίνεται ξεκάθαρα στο γεγονός της Αναλήψεως. Ο Κύριος δεν αναλήφθηκε ως Θεός αλλά ως άνθρωπος, με το σώμα Του. Να λοιπόν η καταξίωση του σώματος. Αυτό ακριβώς που είπαμε πριν. Να θεωθεί και να μετέχει στην ζωή του Θεού.
Οι σύγχρονοι αυτοί θεολόγοι που είπαμε πριν, παραμένουν στην ίδια πλάνη στην οποία βρισκόντουσαν οι μαθητές και η Μαρία η Μαγδαληνή, πριν την Ανάληψη του Κυρίου. Θέλουν την καταξίωση του σώματος, και της σωματικής ζωής που ζουν σε αυτήν την ζωή. Και βρίσκονται σε αυτήν την πλάνη διότι επικεντρώνονται στην Ανάσταση και χάνουν τα υπόλοιπα.
Μάλλον όμως το ανάποδο συμβαίνει, διότι ο πίπτων ηθικώς πίπτει και κατά τας ιδέας. Επειδή είναι προσκολλημένοι σε αυτήν την ζωή και δεν έχουν γεύση της εμπειρίας του Αγίου Πνεύματος προχωρούν σε παρερμηνείες και επικεντρώνονται στα σημεία αυτά που ευνοούν την πλάνη τους. Γι’ αυτό και οι πατέρες λένε ότι θεολόγος πραγματικός είναι αυτός που έχει εμπειρία Θεού και μιλάει για τον Θεό από την εμπειρία του. Αν δεν έχεις εμπειρία Θεού και προσπαθείς να θεολογήσεις με βάση τις γήινες εμπειρίες σου, τότε νομοτελειακά θα πέσεις σε παρερμηνείες και πλάνες.
Με την Ανάληψη λοιπόν ολοκληρώνεται η επίγεια παρουσία του Κυρίου και το σχέδιο της θείας οικονομίας Του. Ήρθε στην γη και έλαβε την ανθρώπινη φύση. Νίκησε την αμαρτία και τον διάβολο με την ανθρώπινη του φύση, οδηγήθηκε στον θάνατο, όπου εκεί νίκησε και τον θάνατο και κατόπιν οδήγησε την ανθρώπινη φύση στον προορισμό της: στα δεξιά του Θεού, στην ζωή της Αγίας Τριάδας. Χωρίς αυτό το τελευταίο βήμα, όλα μένουν ανεκπλήρωτα, όλα μένουν μισά.
Ας ζήσουμε λοιπόν και εμείς την χριστιανική ζωή στην πληρότητα της. Ούτε μισή, ούτε ανεκπλήρωτη. Αμήν.
Υποσημειώσεις :
- https://www.youtube.com/watch?v=78_EvQuc8yo
- https://www.youtube.com/watch?v=KbB0j4ORcDQ&t=724s
https://www.youtube.com/watch?v=NUFKMkYbpoU
- Άγιος Ευμένιος Σαριδάκης.