Είδα στον ύπνο μου ότι έγινα παπάς και ξύπνησα…

Γράφει ο Βασίλης Ξεσφίγγης * 

Όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω παπάς.

Πρώτη φορά το λέω αυτό.
Δεν το προχώρησα επειδή δεν μπόρεσα ποτέ να ξεπεράσω τον πόνο που νιώθω στις κηδείες.
Γιατί συμπάσχω και η ψυχολογία μου γίνεται κομμάτια.
Δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό σε καθημερινή βάση λοιπόν.
Πριν περίπου δυο μήνες όμως είδα ένα όνειρο, και πριν έναν μήνα ξανά το ίδιο όνειρο.
Και τις δυο φορές ίδιο και απαράλλαχτο.
Είχα γίνει λέει πάπας, φορούσα ράσα είχα γένια.
Ένιωσα ένα βάρος τεράστιο και μεγάλη στενοχώρια για το αν θα μπορέσω να ανταποκριθώ εγώ ο αμαρτωλός σε ένα τέτοιο αξίωμα.
Ποτέ μου δεν θεώρησα τον εαυτό μου ως άνθρωπο της εκκλησίας, το αντίθετο μάλιστα είμαι και νιώθω αμαρτωλός.
Ωστόσο σε θέματα πίστεως είμαι απόλυτος.
Ότι πιστεύω το πιστεύω, τελεία.
Αν είχα αμφιβολίες δεν θα πίστευα.
Και έχει φροντίσει ο μεγάλος από πάνω που κάνει το γενικό κουμάντο να μην έχω αμφιβολίες.
Ήταν τόσο το άγχος μου από το όνειρο που ξύπνησα ιδρωμένος.
Χριστέ μου τι βάρος ήταν αυτό;
Άραγε το νιώθουν έτσι οι ιερείς σου;
Δεν γνωρίζω.
Αλλά είμαι σίγουρος για κάτι.
Ότι ευτυχώς που τελικά δεν έγινα ιερέας καθώς σήμερα θα ήμουν κάποιος που θα τον βλέπατε να τον ξυρίζει ο μητροπολίτης του.
Γιατί τώρα που βλέπω τις αλλαγές που κάνουν οι νεοταξίτες Αρχιερείς αντιλαμβάνομαι και είμαι απόλυτα βέβαιος ότι δεν θα υπήρχε περίπτωση να κάνω υπακοή και εκπτώσεις σε θέματα πίστεως και θα είχαμε φάει τα μουστάκια μας στην κυριολεξία όμως.
Έχω φίλους ιερείς, και τωρινούς, αλλά και παλιούς που τους ήξερα από πριν γίνουν ιερείς, και αυτούς όπως και τον πνευματικό μου τους αγαπώ πολύ.
Ένας φίλος μου ιερέας μου είπε ότι εμένα και κολοτούμπες αν μου πει να κάνω η μητρόπολη θα τις κάνω.
Εγώ δεν είμαι έτσι όμως.
Αν ο μητροπολίτης μου έλεγε να απλώσω χέρι και να αφαιρέσω τον εσταυρωμένο πίσω από την Αγία Τράπεζα θα προτιμούσα να κόψω το χέρι μου ώστε να μην μπορώ να το κάνω αυτό.
Και αν μου έλεγε ότι στο αρτοφόριο υπάρχει νεκρό σώμα, τότε θα διέκοπτα την κοινωνία με τον επίσκοπο μου.
Ίσως σε ορισμένους αυτά μοιάζουν ως μεγάλα λόγια, όμως όσοι με γνωρίζουν τουλάχιστον ξέρουν ότι τα εννοώ αυτά που λέω.
Ο Θεός με φύλαξε λοιπόν και δεν έγινα ιερέας γιατί τώρα θα είχα και εγώ προβλήματα, αλλά και με την στάση μου θα δημιουργούσα και στην εκκλησία προβλήματα.
Ίσως θα μου ταίριαζε αυτός ο ρόλος αν ζούσα σε μια άλλη εποχή, π.χ στο Βυζάντιο τότε που ο κλήρος για θέματα πίστεως δεν έβαζε νερό στο κρασί του και πολλές φορές πλήρωνε με την ζωή του την ακλόνητη στάση του.
Αναρωτιέμαι ωστόσο και ο Θεός να με συγχωρέσει για τις σκέψεις μου αυτές.
Όσοι έγιναν ιερείς τελικά…
Πως γίνεται να αγαπάνε, να φοβούνται ή να υπακούουν περισσότερο τον μητροπολίτη τους απ ότι στον Θεό;
Πως στο καλό γίνεται αυτό βρε παιδιά;
Πως ακουμπάτε με το ξερό σας το χέρι τον μεγαλοδύναμο και τον βγάζετε από την θέση του επειδή σας το ζήτησε η μητρόπολη;
Δεν φοβάστε όταν βρεθείτε μπροστά του για το τι λόγο θα δώσετε;
Τι θα του πείτε δηλαδή;
Ότι έκανα υπακοή στον Γρηγόριο ή στον Δαμασκηνό κ.ο.κ?
Αυτά δεν πιάνουν στον Θεό καθώς ο άνθρωπος έχει αυτεξούσιο, εσείς είστε υπεύθυνοι για τις πράξεις σας και οι μητροπολίτες για τις εντολές τους.
Το σκέφτομαι πολύ αυτό.
Ξέρετε σε τι συμπέρασμα καταλήγω;
Ότι όσοι απλώνουν χέρι κατά του Χριστού ότι πολύ απλά δεν πιστεύουν σε αυτόν.
Ότι έγιναν ιερείς μόνον για να πέφτει το μηνιάτικο και τα τυχερά.
Όσο για τους μητροπολίτες που δίνουν τέτοιες εντολές;
Ούτε λόγος περί πίστης.
Και καταλήγω ο άμοιρος.
Βρε ο Θεός με φύλαξε και δεν έγινα παπάς, πραγματικά με φύλαξε…