«Δεν με νοιάζει για το χέρι μου κύριε Κυβερνήτα. Τι είναι ένα χέρι για την Πατρίδα!»
22 Οκτωβρίου 1943: Το Αντιτορπιλικό “ΑΔΡΙΑΣ” με Κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Ιωάννη Τούμπα, προσκρούει σε νάρκη!
Το Α/Τ ΑΔΡΙΑΣ απέπλευσε εγκαίρως, μαζί με το βρετανικό HURWORTH. Στις 22.00 έπρεπε να βρίσκονται και να αρχίσουν τον βομβαρδισμό των εχθρικών θέσεων στην Κάλυμνο. Ενώ πλησίαζαν και τα πυροβόλα ήταν έτοιμα, ώρα 21.56 αισθάνθηκαν μια ισχυρή διπλή δόνηση στο ΑΔΡΙΑΣ και ταυτόχρονα ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη. Το πλοίο είχε πέσει σε νάρκη! Ο Κυβερνήτης που βρισκόταν στην γέφυρα τινάχθηκε κυριολεκτικά στον αέρα, ενώ αμέσως μετά μια τρομερή πίεση τον έσπρωξε απότομα κάτω και τον χτύπησε οριζόντια με το στήθος του στο δάπεδο. Χιλιάδες κομμάτια σίδερο που άρχισαν να εκσφενδονίζονται τον καταπλάκωσαν!
Τραυματισμένος και με σπασμένο το δεξί του χέρι, μπόρεσε με μεγάλη προσπάθεια να ανασηκωθεί και να κοιτάξει μπροστά. Αντί για την πλώρη είδε θάλασσα. Τότε ένιωσε πως το στόμα του ήταν γεμάτο αίμα και νόμισε ότι είχε πάθει εσωτερική αιμορραγία. Παντού γύρω του είδε νεκρούς και τραυματίες, κατάφερε όμως να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις του και να φωνάξει δυνατά:
«Μην ξεχνάτε, πως είσθε Έλληνες!».
Ο Υποπλοίαρχος Σωτηρίου εκείνη την στιγμή κατέβηκε από τον κατευθυντήρα τραυματισμένος. Ο Γεώργιος Παπαφρατζέσκος είχε δεχθεί μεγάλο χτύπημα στο αριστερό του χέρι με αποτέλεσμα αυτό να αποκοπεί μέχρι και το κόκκαλο, ενώ το υπόλοιπο μέλος του είχε απομείνει κρεμασμένο από το δέρμα. Δεν πτοήθηκε, αλλά συνέχισε κανονικά να εκτελεί τα καθήκοντα του, αφού έδεσε το σακατεμένο χέρι του στο σωσίβιο με ένα κουρέλι.
Το βρετανικό Αντιτορπιλικό HURWORTH αφού καθαίρεσε την πετρελάκατό του για περισυλλογή ναυαγών, άρχισε να πλησιάζει αργά, ενώ ο Αντιπλοίαρχος Ράϊτ εξέπεμψε το σήμα:
«Κρατήσατε. Θα σας πλευρίσω για να παραλάβω το πλήρωμα σας. Κατόπιν να βυθισθεί το πλοίο».
Μεγάλο μέρος των επιζώντων του πληρώματος είχε μαζευτεί στην γέφυρα και με αγωνία παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Όλοι τους χλόμιασαν μόλις άκουσαν την διαταγή από τον Διοικητή τους και έστρεψαν το βλέμμα τους στον Κυβερνήτη. Εκείνος είχε πάρει ήδη την απόφαση. Θα έμενε στο πλοίο του! Ήθελε όμως να ξέρει τι θα έκαναν οι υπόλοιποι. Γι’ αυτό με την βροντώδη φωνή του τους ρώτησε:
«Θα εγκαταλείψουμε το πλοίο μας;»
Αμέσως με μια φωνή όλοι τους απάντησαν: «Όχι, Ποτέ!».
Μετά απ’ αυτό ο Κυβερνήτης δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να αρνηθεί την εκτέλεση της διαταγής του ανωτέρου του. Διέταξε το σηματωρό να απαντήσει αρνητικά. Ο Διοικητής επανέλαβε άλλες δύο φορές την ίδια διαταγή και έλαβε ισάριθμες αρνητικές απαντήσεις.
Το ΑΔΡΙΑΣ με μεγάλες δυσκολίες στον χειρισμό του, κατευθύνθηκε με οδηγό τον Πολικό Αστέρα προς τις Μικρασιατικές Ακτές, ενώ η κλίση του διαρκώς μεγάλωνε σε σημείο που η κρεμασμένη στα καπόνια βάρκα άρχισε να πλέει στην θάλασσα. Το πλοίο ήταν τόσο έμπρωρο που οι προπέλες άρχισαν να ξενερίζουν!
Ο Κυβερνήτης είχε διατάξει σημαιοστολισμό με έπαρση της επίσημης μεταξωτής σημαίας. Αν το ηρωικό πλοίο του βυθιζόταν, θα έπρεπε το τέλος του να ήταν αυτό που άξιζε σε ένα γενναίο και υπερήφανο πολεμιστή.
Το ταξίδι συνεχίσθηκε κανονικά με ταχύτητα πέντε κόμβων και ολοκληρώθηκε χάρις στο γενναίο του πλήρωμα, που έκανε το καθήκον του ακόμα και όταν τα τραύματα άρχισαν να κρυώνουν και να πονάνε πολύ περισσότερο. Ο Κυβερνήτης συνεχώς έφτυνε αίμα! Τα τραύματά του πονούσαν και η αναπνοή του γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Απομάκρυνε όσους δεν ήταν απαραίτητοι από την γέφυρα για να μην βλέπουν την κατάστασή του και πέσει το ηθικό…
Μετά τρεις ώρες ταξίδι το καράβι έφθασε και προσαιγιαλώθηκε στην Μύνδον της Μικράς Ασίας. Η ώρα ήταν 00.50 της 23ης Οκτωβρίου και το πλοίο είχε διανύσει σ’ αυτή την κατάσταση δεκαέξι ναυτικά μίλια! Ο χρόνος ήταν οριακός διότι αν η κλίση είχε προλάβει να μεγαλώσει λίγο ακόμα θα είχε βουλιάξει.
Μετά την προσαιγιάλωση του πλοίου, ο Κυβερνήτης ξεκίνησε την επιθεώρηση του για τον εντοπισμό εγκλωβισμένων.
Μπαίνοντας στο καρέ που είχε μετατραπεί σε χειρουργείο μάχης, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα φρικτό θέαμα! Ο γιατρός Σημαιοφόρος Καποδίστριας πασαλειμμένος με αίματα από διάφορους τραυματίες, έκοβε με ένα κοινό ψαλίδι το αριστερό χέρι του Παπαφρατζέσκου επάνω από τον αγκώνα, χωρίς κανένα αναισθητικό βέβαια. Όλο το ιατροφαρμακευτικό υλικό είχε καταστραφεί. Ο Τούμπας στάθηκε μελαγχολικά κοιτώντας θλιμμένος αυτό το νεαρό παιδί που θα ζούσε όλη την υπόλοιπη ζωή του ανάπηρος. Προσπάθησε να του πει κάτι δείχνοντας την συμπόνια του. Τα μάτια όμως του γενναίου Υπαξιωματικού πετάχτηκαν κυριολεκτικά έξω από τις κόχες τους και έβγαλαν σπίθες! Ο Παπαφρατζέσκος δεν χρειαζόταν καμμιά παρηγοριά! Στράφηκε όλο υπερηφάνεια και του είπε:
«Δεν με νοιάζει για το χέρι μου κύριε Κυβερνήτα. Τι είναι ένα χέρι για την Πατρίδα!».
Με τον απολογισμό των απωλειών ο αριθμός των νεκρών είχε φθάσει στους εικοσιένα και των τραυματιών στους τριάντα.
ΑΘΑΝΑΤΟΙ