Γύρισε να δει και αντίκρισε κάτι που γι’ αυτόν ήταν συνηθισμένο, καθώς ο διάολος τον έβαζε πολλές φορές σε πειρασμό.
Όπως στα περισσότερα χωριά της Ελλάδος, έτσι και στο δικό μου, διηγούνται οι μεγάλοι ιστορίες για φαντάσματα κι ό,τι άλλο μεταφυσικό έχει συμβεί στους ίδιους ή σε άλλους.
Ένα καλοκαιρινό βράδυ, όπως μερικά άλλα, στο καφενείο του θείου μου καθίσαμε πολύ αργά, μέχρι που είχε φύγει κι ο τελευταίος πελάτης. Τότε ήταν και η ευκαιρία μου και του ξαδέρφου μου, που διψάει κι αυτός για τέτοια θέματα, να μας πει ο θείος μια ιστορία τρόμου από το χωριό.
Μαζευτήκαμε στο τραπέζι, στο οποίο καθόταν και κρεμαστήκαμε από τα χείλη του, πριν καν αρχίσει να μας πει την πρώτη λέξη.
Και άρχισε να μας διηγείται για κάποιον από το χωριό που, όπως μας έλεγε, έχει δει πολλά στο χωριό. Μας διηγήθηκε για τον μπάρμπα Γιαννάκη, που ο θείος μου τον έζησε από μικρός και ήταν συνέχεια κοντά του.
Μας έλεγε ότι, είχε μαζί του πάντα λίγο λιβάνι, αγιονέρι σ’ ενα μικρό μπουκαλάκι και ένα βιβλιαράκι με προσευχές και ευχές, που κανένας δεν έχει δει.
Το αγιονέρι το χρειάστηκε πολλές φορές. Την μια ήταν ένα απόγευμα που, καθώς γυρνούσε απ’ την Αγία Βαρβάρα, κάποια στιγμή αντιλήφθηκε βήματα πίσω του. Γύρισε να δει και αντίκρισε κάτι που γι’ αυτόν ήταν συνηθισμένο, καθώς ο διάολος τον έβαζε πολλές φορές σε πειρασμό.
Βλέπει λοιπόν μερικά μικρά ανθρωπάκια, κάτι σαν ξωτικά, ή αλλιώς καλικαντζαράκια. Δεν φοβήθηκε, συνέχισε το περπάτημα του με τον ίδιο ρυθμό και έβγαλε απ την τσέπη του το αγιονέρι. Όταν τον πλησίαζαν αυτά, τους έριχνε λίγες σταγόνες αγιονέρι και συνέχιζε. Τα πήγε έτσι ως το σπίτι του. Αυτός μπήκε μέσα κι αυτά παρέμειναν έξω στην αυλή κάνοντας φασαρία και κραύγαζαν σαν μικρά τερατάκια που ήταν. Αυτός μέσα στο σπίτι γελούσε αμέριμνος. Μέχρι που η γυναίκα, του φώναξε να κάνει κάτι γιατί φοβήθηκε μην μπουν μέσα και κάνουν κακό στους ίδιους και στην κόρη τους, που έκλαιγε απ’ την στιγμή που τ’ άκουσε.
Έτσι βγήκε έξω, έβγαλε το βιβλίο απ’ την τσέπη το ξεφύλλισε μέχρι την σελίδα που ήθελε και άρχισε να διαβάζει.
Η γυναίκα του ακόμα και τώρα, μετά από χρόνια θυμάται να ακούει τον άντρα της να διαβάζει κάτι σε άγνωστη γλώσσα γι’ αυτήν και μετά να ακούει να φεύγουν τα “διαολάκια” με κραυγές χειρότερες από πριν. Τα βήματά τους ακουγόταν σαν καλπασμοί αλόγων.
Ο θείος μου μετά απ’ τον θάνατο του μπάρμπα Γιαννάκη, ρώτησε τον εγγονό του για το βιβλίο εκείνο, μιας και του είχε πει ότι θα του το έδινε. Αλλά η απάντηση του εγγονού ήταν πως αυτά τα περίεργα πράγματα, δεν ξέρει κανείς που τα έχει κρύψει ο μπάρμπα Γιαννάκης.
Ο θείος μου κατάλαβε ότι το πήρε ο εγγονός κι ότι δεν ήθελε να το δώσει σε κανένα,ν ούτε για μια απλή ματιά κι ότι θα του μείνει μια παιδική ανάμνηση αυτό και οι υπόλοιπες διηγήσεις του.