Ανέκδοτο – Η βασιλοπούλα και ο χωρικός!!!
Ήταν ένας άνθρωπος που είχε πάει με όλες τις γυναίκες της πόλης στην οποία έμενε.
Μια μέρα τον συνάντησε ένας φίλος του και του λέει:
– Εντάξει ρε συ έχεις πάει με όλες τις γυναίκες της πόλης μας αλλά αυτό δεν είναι και τόσο σπουδαίο. Με την βασιλοπούλα δεν θα μπορούσες να πας ποτέ.
– Πάμε ένα στοίχημα; λέει αυτός.
– Πάμε, του λέει ο φίλος του.
Την άλλη μέρα λοιπόν το πρωί πηγαίνει στο παλάτι και παρουσιάζεται σαν μάγειρας.
Τον βλέπει ο βασιλιάς και τον ρωτάει:
– Ποιος είσαι εσύ παιδί μου;
– Ο καινούριος μάγειρας, απαντάει αυτός.
– Και πως σε λένε παιδί μου;
– Αχ, βασιλιά μου, λέει τότε αυτός, έχω πολύ παράξενο όνομα και ντρέπομαι να σας το πω μπροστά σε τόσο κόσμο. Να φύγει πρώτα ο κόσμος και μετά θα σας το πω.
Διώχνει λοιπόν ο βασιλιάς όλο τον κόσμο από την κουζίνα και τότε αυτός λέει στον βασιλιά ψιθυριστά:
– Με λένε πούτσο.
– Α! Τι παράξενο όνομα! λέει τότε ο βασιλιάς. Εντάξει παιδί μου σου υπόσχομαι να μην το πω σε κανένα.
Μετά από λίγο κατέβηκε στην κουζίνα η βασίλισσα.
– Ποιος είσαι εσύ παιδί μου; τον ρωτάει.
– Ο καινούριος μάγειρας, απαντάει αυτός.
– Και πως σε λένε παιδί μου;
– Αχ, βασίλισσά μου, λέει πάλι αυτός, ο νονός μου μου δωσε πολύ παράξενο όνομα και ντρέπομαι να σας το πω μπροστά σε τόσο κόσμο. Να φύγει πρώτα ο κόσμος και μετά θα σας το πω.
Διώχνει λοιπόν η βασίλισσα όλο τον κόσμο από την κουζίνα και τότε αυτός της λέει ψιθυριστά:
– Με λένε μουνί.
– Α! Τι παράξενο όνομα! λέει τότε ο βασίλισσα. Εντάξει παιδί μου σου υπόσχομαι να μην το πω σε κανένα.
Τελευταία κατέβηκε στην κουζίνα κι η βασιλοπούλα. Τον ρωτάει λοιπόν κι αυτή:
– Ποιος είσαι εσύ;
– Ο καινούριος μάγειρας, της λέει αυτός.
– Και πως σε λένε;
– Αχ, βασιλοπούλα μου, λέει τότε αυτός, έχω πολύ παράξενο όνομα και ντρέπομαι να σου το πω μπροστά σε τόσο κόσμο. Να φύγει πρώτα ο κόσμος και μετά θα σου το πω.
Διώχνει λοιπόν ο βασιλοπούλα όλο τον κόσμο από την κουζίνα και τότε αυτός της λέει ψιθυριστά:
– Με λένε κεφτεδάκια.
– Α! Πράγματι το όνομά σου είναι πολύ παράξενο! λέει κι η βασιλοπούλα.
Εντάξει σου υπόσχομαι να μην το πω σε κανένα.
Πάει λοιπόν αυτός το βράδυ στο δωμάτιο της βασιλοπούλας κι αρχίζει να την ξεντύνει. Βάζει η βασιλοπούλα τις φωνές:
– Μαμά, μαμά με πειράζουν τα κεφτεδάκια.
– Τρελάθηκες παιδάκι μου τι είναι αυτά που λες;
– Όχι, μαμά δεν τρελάθηκα. Έλα και θα δεις.
Πηγαίνει η βασίλισσα στο δωμάτιο της βασιλοπούλας να δει τι συμβαίνει κι εκείνη την στιγμή αυτός της τον είχε κιόλας χώσει. Τρομαγμένη η βασίλισσα φωνάζει τον βασιλιά:
– Βασιλιά έλα να δεις το μουνί είναι ανάμεσα στα σκέλια της κόρης μας.
– Ε, στη θέση του είναι ρε γυναίκα, τι φωνάζεις;
– Τρέξε, τρέξε βασιλιά να δεις.
Ανεβαίνει κι ο βασιλιάς στο δωμάτιο της βασιλοπούλας να δει τι γίνεται κι αυτός μόλις είχε τελειώσει την δουλειά του και ντυνόταν. Μόλις είδε τον βασιλιά πήδηξε από το παράθυρο. Φωνάζει τότε ο βασιλιάς στους φρουρούς:
– Φρουροί, πιάστε τον πούτσο. Τον πιάσατε;
– Ναι, απαντάνε όλοι μαζί οι φρουροί.
– Ωραία, λέει ο βασιλιάς. Βαράτε τον τώρα!