Η διπλωματική μαεστρία του Ερντογάν αφήνει ατιμώρητη την Τουρκία
Ένα μεγάλο προσόν που αναγνωρίζω στον Ταγίπ Ερντογάν είναι η διπλωματική μαεστρία, η ”ευλυγισία” του, που πάει αντάμα με την (καλόπιστη στα μάτια του ξένου συνομιλητή) συναλλακτική συμπεριφορά του.
Συμπεριφορά επαγγελματικής ευσυνειδησίας, ενδεικτική της διπλωματικής ικανότητας και επιμέλειας που επιδεικνύει ο Τούρκος Πρόεδρος για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων της πατρίδας του.
Διπλωματικής ικανότητας και εγρήγορσης, προπάντων, στο πεδίο άσκησης επιθετικής στρατηγικής (βλ. ”Γαλάζια Πατρίδα”), η οποία (λόγω του ακολουθούμενου κατευνασμού στη δική μας Εξωτερική πολιτική – καθ’ υπόδειξη τρίτων απ’ το 1996 και εντεύθεν – γίνεται αποδεκτή από την κυβέρνηση ως στρατηγική.
Στρατηγική υποχωρήσεων που αναβάλλει επ’ αόριστον τη διεκδίκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων μας (βλ. επέκταση των ΕΧΥ στα 12 νμ) προς χάριν της ειρήνης. Της διατήρησης της ”μη έντασης”, δηλαδή. Κοινώς, των ”ήρεμων νερών” στο Αιγαίο.
Έλεγα λοιπόν ότι είναι αξιοθαύμαστη η διπλωματική ευλυγισία του Ταγίπ Ερντογάν, αν σκεφτεί κανείς ότι ”χθες” μόλις (Νοέμβριος 2015) οι σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας ήταν στην κόψη του ξυραφιού μετά την κατάρριψη ρωσικού βομβαρδιστικού που επιχειρούσε κατά Σύρων Τουρκμένων στη βόρεια Συρία, ενώ ένα χρόνο μετά – χάρη στη γραπτή ”συγγνώμη” του προς τον Πούτιν – ομαλοποιήθηκαν οι σχέσεις αυτές σε βαθμό να γίνει η Ρωσία στρατηγικός εταίρος της Τουρκίας.
”Χθες”, πάλι – 2011- η Τουρκία ήταν αποκλεισμένη απ’ τον Αραβικό Σύνδεσμο λόγω της στάσης της υπέρ της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου (με την οποία έχει ιδεολογική συγγένεια ο Ερντογάν), στην μάταιη προσπάθειά της να ανατρέψει το καθεστώς Άσαντ και τον πρώην αρχηγό του Γενικού Επιτελείου στρατού της Αιγύπτου και μετέπειτα Πρόεδρό της Αλ Σίσι.
Δέκα χρόνια μετά (2021), όμως, ο Ταγίπ Ερντογάν άρχισε να κλείνει τα μέτωπα με τους Άραβες και κατόρθωσε να έχει ενισχυμένες σχέσεις με τις χώρες του Κόλπου ως το βαθμό να διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία στον αραβικό κόσμο, με ανταλλάγματα εκατέρωθεν φυσικά (βλ. συμφωνίες 50 δις δολαρίων με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, επενδύσεις το 2023 σε θέματα άμυνας, ενέργειας και επικοινωνίας με τη Σαουδική Αραβία – οι σχέσεις με την οποία ήταν στον πάγο απ’ το 2018 – ενώ στον τρέχοντα χρόνο ο Ερντογάν τα βρήκε με τον Αιγύπτιο Πρόεδρο Αλ Σίσι.
Και όχι μόνο τα βρήκε μαζί του (σ.σ: Η αρχή έγινε το 2022, στο περιθώριο του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου στο Κατάρ), αλλά υπέγραψε 17 συμφωνίες προς χάριν της συμφιλίωσης και των συμφερόντων των χωρών τους, αν και 12 χρόνια πριν ο Τούρκος Πρόεδρος είχε ταχθεί στο πλευρό του ανατραπέντα από τον Αλ Σίσι Αιγύπτιου ομολόγου του Μοχάμεντ Μόρσι, χαρακτηρίζοντας τον πρώτο (νυν Πρόεδρο της Αιγύπτου) ”δολοφόνο και πραξικοπηματία”.
Όσο για την πρόθεση Ερντογάν να αποκαταστήσει τις σχέσεις μεταξύ Άγκυρας-Δαμασκού μετά τον πόλεμο του ’11 (βλ. συριακός εμφύλιος στον οποίο είχε ταχθεί υπέρ των Σύρων ανταρτών κατά του Άσαντ), αυτή εκδηλώθηκε με μεσολάβηση της Ρωσίας το 2022, μέχρι να φτάσουμε να ακούμε (στην τρέχουσα πραγματικότητα) τον Ταγίπ Ερντογάν να ζητά να συναντηθεί στην Νέα Υόρκη (με αφορμή την 79η Σύνοδο του ΟΗΕ) με τον Σύρο ομόλογό του Μπασάρ αλ Άσαντ ”προκειμένου να εξομαλυνθούν οι σχέσεις ανάμεσα στην Τουρκία και τη Συρία”.
. Σ’ όλο αυτό το διάστημα των 13 χρόνων εχθρότητας μεταξύ Τουρκίας-Συρίας, εντωμεταξύ, η Άγκυρα – με τη βοήθεια συριακών οργανώσεων που ελέγχει – πάτησε πόδι σε μεγάλο μέρος της ΒΔ Συρίας αναπτύσσοντας στρατεύματα σε τομείς της συριακής επικράτειας.
Το θάρρος του Ερντογάν, σημειωτέον, να προχωρήσει σε νέα κατάσταση εισβολής και κατοχής κατά ξένου κράτους (βορειοδυτική Συρία) – μετά την εισβολή στην Κύπρο το ’74, που έγινε κατοχή του βόρειου τμήματός της επί μισό αιώνα – δεν οφείλεται μόνο στη συστράτευσή του με τους Σύρους αντάρτες (αντιπάλους του Άσαντ), αλλά και στο γεγονός ότι η Τουρκία δέχθηκε να φιλοξενήσει 3,2 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες, σύμφωνα με υπολογισμό του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ).
Ήταν κίνηση ρίσκου σίγουρα αυτή του Ταγίπ Ερντογάν, όπως και εκείνη στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, που έκανε την Τουρκία να ξεχωρίζει χωρίς να καταδικάζεται γιατί πατάει σε δυο βάρκες – ως μέλος του ΝΑΤΟ και στρατηγική σύμμαχος, ταυτόχρονα, της Ρωσίας – με διάθεση, παράλληλα, να γίνει εγγυήτρια δύναμη της Ουκρανίας (μετά την κατάπαυση του πολέμου με τη Ρωσία), όπως έγινε με την Κύπρο το 1959, με κατάληξη 50 χρόνια μετά (1974) να την καταστήσει χώρα ημικατεχόμενη…
Με αφορμή την αναφορά μου στον Μπασάρ αλ Άσαντ, σημειώνω ότι – στο περιθώριο των εργασιών του ΟΗΕ στην Νέα Υόρκη κατά την 79η συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσής του – η συνάντηση του Τούρκου με τον Αιγύπτιο ομόλογό του είναι ενδεικτική των προθέσεων Ερντογάν ”για εξομάλυνση των σχέσεων των κρατών τους”.
Αν συνδυάσουμε όλα τα παραπάνω, θα λύσουμε πολλές απορίες για τη διαχρονική ατιμωρησία της εισβολέως Τουρκίας από Διεθνείς Οργανισμούς για το θέμα της προ 50ετίας εισβολής της στην Κύπρο. Θα αντιληφθούμε, επίσης, τον λόγο ομαλοποίησης των κακών διακρατικών σχέσεών της με κράτη, πλην της Κύπρου και της Ελλάδας, δεδομένου ότι η ”ελληνοτουρκική προσέγγιση”, επετεύχθη εκβιαστικά, προκειμένου να τεθεί εκτός των ελληνοτουρκικών συζητήσεων το Κυπριακό (όπως και έγινε) και να αφεθεί στην τύχη της χωρίς ελληνική προστασία η Κύπρος.
Θα αντιληφθούμε γιατί εξακολουθούν να προσφέρονται αφειδώς προς αυτήν τα ”χαϊδέματα” των Αμερικανών, του ΝΑΤΟ και (σε μικρότερο βαθμό) της ΕΕ. Θα λύσουμε, προπάντων, την απορία του ποιοι (ημεδαποί και αλλοδαποί) ξέπλυναν και ξεπλένουν συστηματικά την εισβολέα Τουρκία και ποιοι στρώνουν χαλί στις επεκτατικές φιλοδοξίες του Προέδρου της.
Φιλοδοξίες επιπέδου περιφερειακής δύναμης της Ανατολικής Μεσογείου και όχι μόνο, αφού πέτυχε προηγουμένως το ακατόρθωτο. Να σβήσει, δηλαδή – με διπλωματική μαεστρία και βακτηρία τις πλάτες του ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ και την αγαθή προαίρεση της ελληνικής και κυπριακής ηγεσίας – τον τίτλο της κατοχικής δύναμης από το μέτωπο της Τουρκίας.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο η τελευταία να έχει – να μην έχει σκέψεις αποχώρησης από το ΝΑΤΟ (παράλληλα με τις διαφοροποιήσεις της απ’ τις πολιτικές της Συμμαχίας με την ανοχή των ΗΠΑ), στο πνεύμα των περιοδικών μεταλλάξεων του Ταγίπ Ερντογάν.
Των προσεγγίσεων ή αποκλίσεών του, ουσιαστικά, από το ΝΑΤΟ, χωρίς να τον εμποδίζει κανείς και τίποτα. Χωρίς να τον εμποδίζουν οι ΗΠΑ, γιατί έχουν τον λόγο τους να το κάνουν. Και ο λόγος είναι τα γεωπολιτικά συμφέροντα, χάρη στα οποία η Τουρκία έχει το ελευθέρας να ασκεί (προβοκατόρικα) αντιδυτικές πολιτικές (ως καμουφλάζ), για να περιορίσει – λόγου χάρη – το μονοπώλιο του Ιράν στο θέμα παροχής υπηρεσιών στη βιομηχανία πετρελαίου προς το συμφέρον των ΗΠΑ.
Τα δεδομένα αυτά, βέβαια, εξηγούν και γιατί η Τουρκία πελαγοδρομεί μεταξύ Ανατολής και Δύσης, χωρίς να αποφασίζει να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ οριστικά. Γιατί έξω απ’ αυτό, θα ναυαγήσουν τα όνειρά της για τη ”Γαλάζια Πατρίδα” της και δεν θα ενθαρρύνεται ποικιλοτρόπως από τη Δύση στην προώθηση και υλοποίηση της επεκτατικής της πολιτικής στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο με εφαλτήριο την αναθεωρητική στρατηγική της…
Ως εκ τούτου, όσο μένει η Τουρκία στο ΝΑΤΟ για λόγους συμφέροντος (και θα μένει γαντζωμένη χάρη στη διπλωματική ευλυγισία του Ερντογάν που την κρατά στον αφρό, παρά την διπρόσωπη πολιτική της), η δική μας Εξωτερική πολιτική και η πολιτική Άμυνάς μας πρέπει να είναι προετοιμασμένες για το χειρότερο.
Και το χειρότερο είναι το ενδεχόμενο να κάνει πράξη ο Ερντογάν επί του πεδίου τις απειλές του σε βάρος Ελλάδας και Κύπρου. Να υλοποιήσει, δηλαδή, το όραμα της ”Μεγάλης Τουρκίας” (αντιστροφή της Συνθήκης των Σεβρών του 1920 σε βάρος μας) – όπως διαβλέπει η ετήσια έκθεση εργασίας του πανεπιστημίου του Stratfor (ΗΠΑ) – με de facto αναθεώρηση των Συνθηκών Λωζάνης (1923) και Παρισίων (1947) που χάραξαν τα ελληνικά σύνορα…
Κρινιώ Καλογερίδου