ΓΚΟΡΖ, ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΑΝΤΙΟ
Του Γιάννη Σχίζα*
Είναι μάταιος ο αγώνας για μια διαφορετική κοινωνία χωρίς τον αγώνα για μια διαφορετική τεχνολογία
Αντρέ Γκορζ
Είπε «Αντίο στο Προλεταριάτο», μέσα από τις γραμμές ενός έργου που διακατεχόταν από αισιοδοξία όσον αφορά το μέλλον της αυτόνομης και ποιοτικής εργασίας. Όμως στα 84 του χρόνια ο στοχαστής Αντρέ Γκορζ , γνωστός στο ελληνικό κοινό και ως Μισέλ Μποσκέ, συγγραφέας βιβλίων όπως το «Οικολογία και Πολιτική» ή «Οι δρόμοι του παραδείσου», δεν μπορούσε να τρέφει αισιοδοξία για την μελλοντική ποιότητα της ίδιας της ζωής του: Γι αυτό προτίμησε τον «εθελοντικό θάνατο» μαζί με την καρκινοπαθή σύζυγό του Ντορίν, με την οποία είχε συμβιώσει επί 58 χρόνια . Προτίμησε ένα «Αντίο» στη ζωή χωρίς την αισθητική ποιότητα των αποχαιρετισμών, που έκαναν οι ετοιμοθάνατοι στην παραδοσιακή γαλλική ύπαιθρο από το κρεβάτι τους,τριγυρισμένοι από συγγενείς και φίλους : Των αποχαιρετισμών που είχαν περάσει στις γραμμές του έργου του , στα πλαίσια της διάχυτης και ολιστικής προβληματικής του για την ενεργό ζωή, για την υγεία, για την αρρώστια και το θάνατο. Πάντως στις συγκεκριμένες συνθήκες η φυγή του είχε αναμφίβολα κάτι το ηρωϊκό και συγκινητικό.
Ο Αντρέ Γκορζ ήλθε σε επαφή με το ελληνικό κοινό των περιβαλλοντικά ευαίσθητων πολιτών από τις αρχές της δεκαετίας του 80. Το δοκίμιό του για την «Κοινωνική ιδεολογία του ΙΧ» «έπαιξε» σε διάφορα έντυπα της εποχής, μεταξύ των οποίων και στο «Οικολογία και Περιβάλλον» του Μαϊου του 1983. Πατώντας στο κριτικό υπόβαθρο που είχε διαμορφωθεί από συγγραφείς όπως ο Πιερ Σαμουέλ και ιδιαίτερα ο Ιβάν Ίλιτς, ο Γκορζ χρησιμοποίησε την αυτοκίνηση για μια κριτική του συστήματος αναγκών καθώς και για την κατάδειξη των συνολικών επιπτώσεών της στον ανθρώπινο χρόνο και χώρο: Τα ΙΧ μπορούσαν να «εξοικονομούν» χρόνο μέσα από την ανάπτυξη υψηλών ταχυτήτων, όμως τα ίδια σπαταλούσαν χρόνο στα συγκοινωνιακά μποτιλιαρίσματα ή στις διάφορες δραστηριότητες συντήρησης και επισκευών. Τα ΙΧ καλούντο να καλύψουν αποστάσεις, που εν μέρει τα ίδια είχαν δημιουργήσει μέσα από την επιβολή μιας εκτατικής πολεοδομικής ανάπτυξης! «Κανένα γρήγορο μέσο μεταφοράς και απόδρασης δεν θα αποζημιώσει ποτέ τη δυστυχία του να κατοικεί κανείς σε μια πόλη μη κατοικίσιμη», σημείωνε ο Γκορζ στο δοκίμιό του «Οικολογία και κοινωνία».
Όμως από το στόχαστρό του δεν περνούσε μόνο ο «αβίωτος βίος» των πόλεων και η αναποτελεσματικότητα κάθε φυγής, αλλά και σφετερισμός της υπαίθριας φύσης από τα μεγάλα συμφέροντα. Όταν οι «προοδευτικές δυνάμεις» περιορίζονταν να μιλάνε για μεγάλα κέρδη, θέσεις απασχόλησης , επενδύσεις που πρέπει να γίνουν με δημοκρατικές διαδικασίες κλπ.κλπ., ο Γκορζ πήγαινε κατευθείαν «στο προϊόν» και στις καταστρεπτικές συνέπειές του στην ποιότητα ζωής. Έγραφε λοιπόν τον Ιούλιο του 1983 : «…συγκροτήματα επιχειρήσεων και τράπεζες αγοράζουν αυτή τη στιγμή τα τελευταία μέρη όπου μπορεί κανείς να απολαύσει δωρεάν τον ήλιο, τη θάλασσα ή μια ωραία θέα. Χτίζουν εκεί αεροδρόμια, πύργους διαμερισμάτων, ξενοδοχεία με πισίνα, εξοπλισμένες πλαζ, λιμάνια αναψυχής, πάρκινγκ, έτσι ώστε αν θέλετε να χαρείτε τον ήλιο πρέπει να περάσετε αναγκαστικά (και πληρώνοντας) από τα βιομηχανικά μέσα που έχουν υποτάξει την απόλαυση του ήλιου, της πλαζ, της παραλίας»(«Οικολογία και Κοινωνία», Le Sauvage)
Ο Γκορζ ως κριτικός του συστήματος αναγκών, υπογράμμιζε τη διάκριση μεταξύ των αναγκών που μπορούσαν να ικανοποιηθούν στην κλίμακα όλης της κοινωνίας , και εκείνων που από τη φύση τους σχετίζονταν με τον ελιτισμό και την διάκριση. Οι επαύλεις, τα ιδιωτικά τζετ , τα πολυτελή κοσμήματα και τα άλλα εξαρτήματα μιας επιδεικτικής έως βιτσιόζικης κατανάλωσης, δεν θα μπορούσαν ποτέ να «κατακτηθούν» από το σύνολο του λαού. Από την άλλη όμως πλευρά η «υπαρκτή φτώχεια» στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού ισοδυναμούσε με τη στέρηση πολύ αναγκαίων αντικειμένων. Ο Γκορζ ορθότατα ερμήνευε αυτή τη φτώχεια σαν αποτέλεσμα όχι του περιορισμένου μεγέθους της υλικής παραγωγής αλλά του είδους των παραγόμενων αγαθών και του τρόπου κατανομής του εισοδήματος. Ήταν αναμφίβολα από τους πρώτους αναλυτές που είδε την έννοια της έλλειψης και της ένδειας σε διάφορες ταξικές εκδοχές : Στη μεγαλομεσαία εκδοχή, όπου η «έλλειψη» καθορίζεται από την τάση για «διακεκριμένη κατανάλωση» – όταν λ.χ. ένας πλούσιος αισθάνεται τη δραματική έλλειψη μιας κίτρινης μερσεντές που θα ταιριάζει με την κίτρινη γραβάτα του και θα τον καταξιώνει στον περίγυρό του! Στην μικρομεσαία εκδοχή, όπου η έλλειψη υπαγορεύεται από τη βουλημική διάθεση έναντι της κατανάλωσης πραγμάτων – κάτι αντίστοιχο με αυτό που ο Ζολώτας ονόμαζε «υποκειμενική ένδεια». Ο Γκορζ στήριξε και ανέπτυξε την κριτική της «περισσοτερότητας», διακήρυξε ότι το «περισσότερο» δεν είναι «καλύτερο» στην ατομική αλλά και στη κοινωνική κλίμακα, υπογράμμισε τις αρετές της οικολογικής λιτότητας στο ίδιο το άτομο και στη φύση.
ΟΧΙ LIGHT ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΣΤΗΣ
Ο Γκορζ δεν ήταν ένας απλός σχολιαστής των πολιτιστικών επιφαινομένων, ούτε ένας από τους συνηθισμένους light περιβαλλοντιστές, με την άνευ ειρμού κριτική των υπαρκτών παραγωγικών δυνάμεων. Εντρύφησε ιδιαίτερα στη σφαίρα της παραγωγής και συνέδεσε την «ετερόνομη» εργασία με τον γιγαντισμό των παραγωγικών μονάδων, που απέκλειε τη δυνατότητα μιας άλλου τύπου δημοκρατικής διαχείρισης και αυτοδιεύθυνσης. Έδωσε έμφαση στην ζωντανή παραγωγική δύναμη, δηλαδή στην ανθρώπινη εργασία, υπογραμμίζοντας την έννοια της «φυσικής ακεραιότητάς» της ως αντίδοτο στην εμπορευματοποίηση της υγείας των εργαζομένων. Ακόμη διατύπωσε την έννοια της «πολιτιστικής ακεραιότητας» της εργασίας , σε αντιπαράθεση με την αποκτηνωτική εξειδίκευση : Υποστηρίζοντας μια «εδώ και τώρα» ανασύνθεση των εργασιακών διαδικασιών , ως απαραίτητη διάσταση μιας νέας ποιότητας ζωής, εν τέλει μιας άλλης κοινωνίας..
Σε αντίθεση με τον οικονομιστικό «συρμό» εκείνης της περιόδου με τον αγιάτρευτο έρωτα για φετιχιστικά μεγέθη, ο Γκορζ έδωσε πολλές νότες όσον αφορά τις «οσμώσεις» εργασίας , παιδείας, ελεύθερου χρόνου, πολιτισμού. Μπορούμε να πούμε ότι στο στόχαστρό του έβαλε αυτό που ο Μαρκούζε ονόμασε «Μονοδιάστατος άνθρωπος», γι αυτό και εξέπεμπε ιδέες ριζοσπαστικές για τη δική του εποχή, πολύ δε περισσότερο για τις επόμενες. Ήταν ο ριζοσπάστης αναλυτής που εν μέσω των θεωρητικών της καπιταλιστικής συσσώρευσης πρόσεχε ότι «… οι άνθρωποι δεν τραγουδούν πια, αλλά αγοράζουν εκατομμύρια δίσκους όπου επαγγελματίες τραγουδούν γι αυτούς…δεν ξέρουν να τρέφονται σωστά, αλλά πληρώνουν το γιατρό και τις φαρμακευτικές βιομηχανίες για να θεραπευθούν από τα αποτελέσματα μιας ανθυγιεινής διατροφής…δεν ξέρουν να αναθρέψουν τα παιδιά τους, αλλά προσφεύγουν στις υπηρεσίες διπλωματούχων παιδαγωγών».Πίσω από όλα αυτά υπήρχε η αγωνία απέναντι στη δρομολογημένη ή διαφαινόμενη υποταγή σε μια κοινωνία άκριτης εξειδίκευσης, όπου ακόμη και η πολιτική είχε διακριτούς παραγωγούς και «καταναλωτές» . Ήταν η ίδια η κοινωνία της ακρωτηριαστικής μονομέρειας που διακωμώδησε ο Σαρλώ στους «Μοντέρνους καιρούς» : Που έστεκε στον αντίθετο πόλο από το αναγεννησιακό πρόταγμα του Homo Universalis – του «καθολικού ανθρώπου» , με την ευρύτητα γνώσεων και δεξιοτήτων.
ΕΝΑΣ ΑΝΤΙΠΥΡΗΝΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΤΙΜΟΤΕΡΟΣ
Στη δεκαετία του 1970, πριν να συμβούν τα δύο μεγάλα πυρηνικά ατυχήματα του Three Mile Island (1979) και του Τσερνομπύλ (1986), ο Αντρέ Γκορζ συνόψισε μέσα στο έργο του την πολεμική μιας ολόκληρης γενιάς αντιπυρηνικών συγγραφέων και ακτιβιστών. Τω καιρώ εκείνω πολλές «προοδευτικές» δυνάμεις αναφέρονταν στον δημοκρατικό έλεγχο των πυρηνικών αντιδραστήρων ή στους σοσιαλιστικούς αντιδραστήρες που «υπερείχαν των αντίστοιχων καπιταλιστικών». Έχοντας πλήρη συνείδηση της ανθρωπολογικής απειλής που αντιπροσώπευε η πυρηνική ενέργεια και βλέποντας πέρα από τις άμεσες πιθανότητες δυσλειτουργίας των αντιδραστήρων ή πέρα από τον τρέχοντα «ορίζοντα» προβλημάτων, ο Γκορζ υποστήριξε ότι «….Θα ήταν προτιμότερος ένας καπιταλισμός χωρίς πυρηνική ενέργεια από έναν σοσιαλισμό με πυρηνική ενέργεια, γιατί η υποθήκευση του μέλλοντος από τον πρώτο θα είναι ελαφρότερη». Λαμβανομένης υπόψη της ολότητας του έργου του Γκορζ ,μπορούμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη προτίμηση ενός αντιπυρηνικού καπιταλισμού είχε σαφώς «τακτικό» χαρακτήρα. Ο Γκορζ ανήκε στη γενιά των «εναλλακτικών», που προβληματιζόταν για νέες μορφές μετάβασης σε μια χειραφετημένη κοινωνία : Μορφές που θα ήταν διακριτές από τις κλασικές επαναστατικές εφόδους εναντίον των Χ ή Ψ «χειμερινών ανακτόρων». Γι αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαία και περιστασιακή η αναφορά του στον εθελοντισμό ως μεθόδου πρακτικής κριτικής της κοινωνίας κι ακόμη «επανοικειοποίησης» με το χώρο . Σημείωνε λοιπόν στον επίλογό του στο «Οικολογία και Πολιτική» υπό τον τίτλο «Αυτή η χώρα μας ανήκει» : «Ένα φυλλάδιο που έφερα…διηγείται πως 10.000 εθελοντές καθάρισαν τις κοίτες και την όχθη του ποταμού Blackstone (στο Rhode Island ) και τον παρέδωσαν στους κολυμβητές για βαρκάδα. Μέσα σε μιάμιση μέρα μάζεψαν 10.000 τόνους απορρίμματα. Τους είχαν δανείσει μερικές μπουλντόζες και φορτηγά. Ας το πούμε με άλλα λόγια: Όταν οι άνθρωποι αυτοί θέλησαν να επανακτήσουν το ποτάμι τους, δεν κατέβηκαν στους δρόμους, δεν διαμαρτυρήθηκαν, δεν φώναξαν «τι κάνει η κυβέρνηση;». Πήραν σκούπες και φτυάρια, απαίτησαν από τους πρωτεργάτες της ρύπανσης μπουλντόζες και φορτηγά. Με δυο λόγια , σαν τυπικοί Αμερικανοί ξεκίνησαν από το αξίωμα ότι στο χέρι τους κι όχι στο χέρι των αυθεντιών είναι να αλλάξουν – πως το λέτε στη Γαλλία : Ν’ αλλάξουμε τη ζωή»….
Ο Γκορζ επιδόθηκε σε συστηματικό σχολιασμό και κριτική του «θεραπευτικού συστήματος» και της αρρώστιας χωρίς να αποδεχθεί όσα πολλοί αποδέχονταν ως «θέσφατα» ή ως αδιαμφισβήτητα πορίσματα της Επιστήμης. .Αξιοποιώντας αναλύσεις των Ιβαν Ίλιτς , Ζαν Πιερ Ντυπουϊ και Σέργιου Καρσέντυ, και σε συνάρτηση με την υπόλοιπη κριτική του σκέψη, κατήγγειλε την «ιατρικοποίηση» της υγείας και την μέσω αυτής απώθηση κάποιων φυσικών δεδομένων της ζωής όπως τα γηρατειά, η αρρώστια , ο θάνατος. Μέσα από εξαιρετικά πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις ο Γκορζ έδειξε τον προβληματικό χαρακτήρα ορισμένων οικονομολογικών εργαλείων όπως το ΑΕΠ, δηλώνοντας λόγου χάρη ότι η αρρώστια και οι βιομηχανίες υγείας αυξάνουν το εθνικό εισόδημα και αποφέρουν κέρδη, ενώ το ίδιο δεν γίνεται με την υγεία! Οι απόψεις του είχαν μεγάλη δόση αλήθειας , όμως η εκ μέρους του αναφορά των φυσικών δεδομένων της ζωής (αρρώστια – θάνατος κλπ.) παραγνώριζε ένα άλλο δεδομένο όπως η ανθρώπινη φύση : Η φύση που είναι εγγενώς «αντιστασιακή» απέναντι στον πόνο, στην ασθένεια, στην παρακμή, στο θάνατο. Το λάθος του ήταν τυπικό και συνηθισμένο σε μια κατηγορία «Παλαιοοικολόγων», που εκθείαζαν την φυσικότητα και την παθητική προσαρμογή σε αυτήν.Που μετέφεραν το πνεύμα του Ρουσσώ στη σύγχρονη εποχή.
ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Υπάρχουν δύο ακόμη στοιχεία που αξίζουν να εκτεθούν σε αυτήν εδώ την τηλεγραφική αναφορά σε ένα τόσο μεγάλο έργο. Το πρώτο αφορά τον τρίτο κόσμο, το δεύτερο αφορά το χρόνο εργασίας .Σε μια εποχή που ο τρίτος κόσμος δεν είχε αρχίσει να εποικίζει τον πρώτο κόσμο με τις τις μορφές της «μαύρης εργασίας» – τις ακρως υπονομευτικές για τις εργατικές κατακτήσεις της δυτικής μισθωτής εργασίας – το ζήτημα της διεθνιστικής αλληλεγγύης έμπαινε με ένα τρόπο διακριτό από την απλή μεταφορά πόρων ή την ελεημοσύνη. Ο Γκορζ έδειξε τη «συστημική σχέση» της λιμοκτονίας των τριτοκοσμικών με την κακή διατροφή των πρωτοκοσμικών, με τον εξωστραφή χαρακτήρα των τριτοκοσμικών οικονομιών, με την αδρανοποίηση των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων, με την υποταγή της φυτικής παραγωγής των τριτοκοσμικών στην κρεοφαγία της Δύσης. Γι αυτό και υποστήριζε τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις στο διεθνές εμπόριο, δηλαδή κάτι ριζικά αντίθετο με τη σημερινή παγκοσμιοποίηση. Κι ακόμη υποστήριζε το σύνθημα των οργανώσεων «Αδελφοί των ανθρώπων» και «Γη των ανθρώπων»: «Εδώ καλυτερη διατροφή, εκεί να νικηθεί η πείνα»….
Ο Γκορζ παρέλαβε την άποψη περί «επιλεγμένου χρόνου» εργασίας, που ήταν μια αντίληψη εργασιακής ευελιξίας από την πλευρά των εργαζομένων και όχι από τη πλευρά του κεφαλαίου . Ουσιαστικά πρότεινε μια διεκδίκηση που ούτε καν είχε κατανοηθεί και τεθεί από τις ευρύτερες μάζες, δηλαδή την διεκδίκηση της επιλογής του χρόνου εργασίας από τον εργαζόμενο, την «αυτοδιαχείριση» του χρόνου και την «τοποθέτηση» της εργασίας στις εβδομάδες, στους μήνες και στα χρόνια προτίμησης του εργαζόμενου. Η ιδέα μιας ευέλικτης καριέρας εργασίας με διάρκεια 20.000 ωρών ( το μισό μιας καριέρας εργασίας, που ήταν τότε χοντρικά 40.000 ώρες), όπου ο εργαζόμενος θα μπορούσε να διακόψει την εργασία του για έναν χρόνο ή να «φορτσάρει» κάποιες εβδομάδες, ήταν μια ιδέα συμπαθητική αλλά ταυτόχρονα εγκεφαλική, άσχετη με τους συσχετισμούς δυνάμεων της εποχής.Ίσως ωφέλιμη μόνο από την άποψη ότι έδειχνε την ανάγκη της διατύπωσης όχι μόνο μισθολογικών αλλά και ποιοτικών αιτημάτων από τον κόσμο της εργασίας.Όπως αρκετοί μεταγενέστερα, με τελευταίο τον Τζέρεμυ Ρίφκιν του «Τέλους της εργασίας»(1996) έτσι και ο Γκορζ φαντασίωνε μια αυτοματοποιημένη κοινωνία με μεγάλες δυνατότητες ανατροπών στους όρους απασχόλησης, με περίσσεια ελεύθερου χρόνου. Φυσικά διαψεύστηκε παταγωδώς.
Το έργο του ουσιαστικά διαπνεόταν από την αντίληψη των «καταστασιακών» του Μάη του 68. Ήταν μια κριτική της καθημερινότητας, μια πολύπλευρη επίθεση εναντίον του δεξιού και αριστερού κομφορμισμού : Μια προδρομική αμφισβήτηση του αβαθούς θεωρητικού λόγου, που έμελλε να κυριαρχήσει στη τελευταία δεκαετία του αιώνα που πέρασε….