«Στον αιώνα μας της χαμέρπιας,/ Παντού, όπου κι αν κοιτάξεις,/ Ο άνθρωπος είναι τύραννος, προδότης ή φυλακισμένος.»

 

(Μέρος πρώτο)

 

Ο διάλογος μεταξύ του Όλεγκ Κοστοκλότωφ και του Χουλούμπιν,  χαρακτήρες στο ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του νομπελίστα και εμβληματικού πολιτικού κρατουμένου των σοβιετικών Γκούλαγκ, Α. Σολζενίτσιν, «Πτέρυγα καρκινοπαθών», πρώτο δημοσιευμένο το 1966, μας αφορά και μας αγγίζει, σήμερα και πάντοτε…

Ο εσωστρεφής, ηλικιωμένος, Αλέξη Φιλίπποβιτς Χουλούμπιν, εν αναμονή μιας κρίσιμης χειρουργικής επέμβασης, ανοίγεται απρόσμενα στον Όλεγκ (κατά πρότυπον του Σολζενίτσιν), που βρίσκεται σε τροχιά ανάρρωσης, με το εξιτήριο, σχεδόν, στη τσέπη.

Αποσπάσματα από το 31ο κεφάλαιο, «Τα είδωλα του εμπορίου», από την έκδοση του 1970, Εκδόσεις «Βιβλιοθήκη για όλους» (Α/φοι Τολίδη), παραθέτει η «ληξουριώτισσα»:

« [Χουλούμπιν] – […] Εσείς πάλι, έ, όπως κατάλαβα, πήγατε στον πόλεμο κι έπειτα στη φυλακή, δεν είν’ έτσι;

  • Χωρίς να λογαριάσουμε ότι δεν μπόρεσα να σπουδάσω, να γίνω αξιωματικός. Χωρίς να λογαριάσουμε ότι είμαι ένας επ’ αόριστον εξόριστος. Ο Όλεγκ τ’ απαρίθμησε όλα αυτά χωρίς να υψώσει τη φωνή, με ύφος σκεφτικό. Χωρίς να λογαριάσουμε τον καρκίνο…
  • Καλά, όσο για τον καρκίνο, είμαστε πάτσι. Αλλά για τ’ άλλα, παλληκάρι μου…
  • Παλληκάρι; Θ’ αστειεύεστε! Θέλετε να πείτε ότι ζω ακόμη. Ότι δεν με ξέκαναν;
  • Για τ’ άλλα θέλω να σας πω αυτό: Εσείς, όπως και νάναι, έχετε πει λιγότερα ψέματα, καταλαβαίνετε; Σκύψατε λιγότερο το κεφάλι. Αυτό είναι κάτι! Εσάς, σας πιάνανε. Εμάς, μας ξεσήκωναν στις συγκεντρώσεις, για να σας χτυπήσουμε. Εσάς, σας τιμωρούσαν, εμάς μας ανάγκαζαν να επικροτούμε, όρθιοι τις δικαστικές αποφάσεις. Τι λέω, να επικροτούμε! Έπρεπε ν’ απαιτούμε να σας εκτελέσουν, να το απαιτούμε! Θυμάστε τι έγραφαν οι εφημερίδες: «Σαν ένας άνθρωπος, όλος ο σοβιετικός λαός ξεσηκώθηκε, όταν πληροφορήθηκε τ’ αποτελέσματα αυτής της ανήκουστης κακοήθειας…» Μονάχα αυτή η φράση «σαν ένας άνθρωπος», αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει; Είμαστε όλοι διαφορετικοί και ξαφνικά «σαν ένας άνθρωπος». Κι εμείς έπρεπε να χειροκροτούμε, να σηκώνουμε το χεράκι μας όσο γίνεται πιο ψηλά, για να μας δουν οι διπλανοί μας και το Προεδρείον. Και πέστε μου, ποιος δεν αγαπά τη ζωούλα του; Ποιος σηκώθηκε να σας υπερασπιστεί; Ποιος διαμαρτυρήθηκε; Υπήρχε κάποιος Ντίμα Ολίτσκι. Αυτός έκανε απλώς αποχή. Δεν ήταν κατά, σκεφθείτε το! Έκανε αποχή τη στιγμή που ψήφιζαν. «Να εξηγηθεί, φώναζαν οι άλλοι, να εξηγηθεί». Σηκώνεται τότε, κομπιάζοντας: «Νομίζω πως δώδεκα χρόνια μετά την επανάσταση, θα έπρεπε να βρούμε άλλα μέσα για να χτυπήσουμε…». «Α, τον προδότη! Τον πουλημένο! Τον χαφιέ…». Και την άλλη μέρα το πρωΐ  μια κλήση από την Γκεπεού. Και επ’ αόριστον… […]

Ο Κοστοκλότωφ προσπαθούσε να μη φανερώνει την ικανοποίησή του για τα όσα λέχτηκαν.

  • Αλέξη Φιλίπποβιτς, όλα εξαρτιώνται από το λαχνό που τράβηξες. Εσείς, στη θέση μας, θα είσασταν ένας από τους μάρτυρες, όπως εμείς. Κι εμείς πάλι, στη θέση σας, θα ήμασταν σαν κι εσάς οππορτουνιστές. Αλλά να, τι συμβαίνει: Εκείνοι που δυσανασχετούσαν, ήταν άνθρωποι όπως εσείς, που καταλάβαιναν, που είχαν καταλάβει από πολύ νωρίς. Αλλά για εκείνους που πίστευαν, όλα ήταν πολύ εύκολα. Για κείνους, τα λερωμένα χέρια τους, δεν ήσαν λερωμένα, αφού δεν το καταλάβαιναν!

Ο γέροντας του έριξε μια λοξή, φαρμακερή ματιά.

  • Και για πέστε μου, ποιοι πίστευαν;
  • Να, εγώ, παραδείγματος χάρη. Πίστευα μέχρι που έγινε η μάχη της Φιλανδίας.
  • Για σταθείτε, για σταθείτε, για πόσον καιρό πιστεύατε; Πόσος καιρός σας χρειάστηκε για να καταλάβετε; Ένα παιδί, δε λογαριάζεται! Αλλά να παραδεχτώ ότι από χθες ως σήμερα ένας εργατικός άνθρωπος έχασε τον κοινό νου, αυτό όχι! Δεν το δέχομαι. Άλλοτε, ο άρχοντας, από το μπαλκόνι του, μπορούσε να λέει στους χωρικούς ό,τι ήθελε. Εκείνοι γελούσαν κάτω απ’ τα μουστάκια τους. Ο άρχοντας φυσικά δεν ήταν χαζός, αλλά κι ο επιστάτης, απ’ τη γωνιά του, το καταλάβαινε κι αυτός. Κι όμως, μετά την ομιλία, υποκλινόντουσαν όλοι τους «σαν ένας άνθρωπος». Θα μου πείτε πως οι χωρικοί πίστευαν στον άρχοντά τους; Μα τι σόϊ άνθρωπος πρέπει νάσαι για να πιστεύεις; Συνέχισε απότομα ο Χουλούμπιν κι όλο και άναβε περισσότερο. Το πρόσωπό του ήταν απ’ εκείνα που, κάτω από ένα έντονο συναίσθημα, αλλοιώνονται, παίρνουν τελείως άλλη όψη και πάλλονται ολόκληρα. Πως, μονομιάς όλοι οι καθηγητές, όλοι οι επιστήμονες έγιναν σκιτζήδες, και βρίσκεται άνθρωπος που το πιστεύει; Οι καλύτεροι διοικητές μονάδων στον εμφύλιο πόλεμο, έγιναν κατάσκοποι των Γερμανών και των Γιαπωνέζων, κι εκείνος πιστεύει; Όλοι οι σύντροφοι του Λένιν έγιναν προδότες, κι εκείνος πιστεύει; Όλοι οι φίλοι του κι οι γνωστοί του έγιναν εχθροί του λαού, κι εκείνος πιστεύει; Χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες πρόδωσαν την πατρίδα τους, κι εκείνος εξακολουθεί να πιστεύει;  Θερίζονται πληθυσμοί ολόκληροι, από τους γέρους μέχρι τα μωρά, κι εκείνος εξακολουθεί να πιστεύει; Τότε, με συγχωρείτε, τι πρέπει νάναι αυτός ο άνθρωπος; Ηλίθιος;  Αλλά δεν πιστεύετε, φυσικά, ότι ολόκληρη η χώρα κατοικείται από ηλιθίους; Να με συγχωρείτε! Να με συγχωρείτε! Ο λαός δεν είναι ηλίθιος αλλά θέλει να ζήσει. Οι μεγάλοι λαοί ακολουθούν έναν νόμο: να επιζήσουν με κάθε ξυσία. Κι όταν κάποτε, πάνω απ’ τον τάφο του καθενός μας, ρωτήσει η Ιστορία: ποιος ήταν αυτός; Δεν θα μένει παρά να διαλέξεις, κατά τον Πούσκιν:

«Στον αιώνα μας της χαμέρπιας,

Παντού, όπου κι αν κοιτάξεις,

Ο άνθρωπος είναι τύραννος, προδότης ή φυλακισμένος».

Ο Όλεγκ ανατρίχιασε. Δεν τους ήξερε αυτούς τους στοίχους, αλλά έκλειναν μέσα τους αυτή τη τσουχτερή αληθοφάνεια, που σου φέρνει ολοζώντανους μπροστά στα μάτια σου και τον ποιητή και την αλήθεια.»

ληξουριώτισσα

loading...