«Στον αιώνα μας της χαμέρπιας,/ Παντού, όπου κι αν κοιτάξεις,/ Ο άνθρωπος είναι τύραννος, προδότης ή φυλακισμένος.»

 

(Μέρος τρίτο)

  • «[…] Η κόρη μου είναι συντάκτρια επαρχιακής εφημερίδας και γράφει λυρικά ποιήματα τέτοιου είδους:

«Όχι, δεν ξέρω να υποχωρώ!

Δεν ξέρω να ζητώ συγγνώμη.

Στον πόλεμο όλα συμβαίνουν!

Ο πατέρας μου; (Μα τι να γίνει, πολεμάμε).

Σαν ανήμπορα φτερά, σέρνονταν οι άκρες της ρόμπας του.»

  • Ναι, βέβαια… Ο Κοστογκλότωφ δεν έβρισκε ι άλλο να πει. Συμφωνώ, τα πράγματα δεν ήταν πιο εύκολα για σας.
  • Λοιπόν, τι σας έλεγα; Συνέχισε ο Χουλούμπιν. Πήρε μιαν ανάσα, βολεύτηκε καλύτερα και είπε πιο ήρεμος: Μα, πέστε μου, πως να εξηγήσει κανείς το αίνιγμα της διαδοχής των περιόδου στην Ιστορία; Πως ένας λαός, μέσα σε μια δεκαετία περίπου, χάνει όλη τη μαζική του δραστηριότητα και οι ηρωικές τάσεις του μεταβάλλονται σε ανανδρία; Γιατί εγώ είμαι απ’ τους παλιούς μπολσεβίκους του 1917. Έπρεπε να βλέπατε με τι θρασύτητα κατατρόπωνα τη Δούμα των μενσεβίκων και των σοσιαλιστών στο Ταμπόβ, παρ’ όλο που δεν είχαμε τότε παρά μόνο τα δύο μας χέρια για όπλα. Πολέμησα στον εμφύλιο πόλεμο, εγώ! Διακινδυνεύαμε, θάμασταν ευτυχείς να δώσουμε τη ζωή μας για την παγκόσμια επανάσταση! Και πως γινήκαμε; Πως μπορέσαμε κι υποταχθήκαμε; Και σε τι κυρίως; Στον φόβο; Στα είδωλα του εμπορίου; Στα είδωλα του θεάτρου; Καλά, άσε εμένα: είμαι ένα ανθρωπάκι. Αλλά η Κρούπσκάγια; Εκείνη πως, δεν καταλάβαινε, δεν έβλεπε; Γιατί εκείνη, δε σήκωσε τη φωνή; Ξέρετε τι θα σήμαινε για όλους μας, αν έπαιρνε εκείνη θέση; Έστω και αν τη πλήρωνε με τη ζωή της. Ίσως τότε, να είχαμε αλλάξει όλοι μας, θα είχαμε όλοι ξεσηκωθεί και τα πράγματα θα σταματούσαν ως εκεί. Και ο Ορτζονικίτζε; Εκείνος ήταν αετός. Ούτε τα κάτεργα δεν τον είχαν λυγίσει. Τι τον εμπόδιζε, λοιπόν, να χτυπήσει ανοιχτά τον Στάλιν, έστω για μια φορά, για μια φορά μόνο; Μα όχι, προτίμησαν όλοι τους να πεθάνουν κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες ή ν’ αυτοκτονήσουν, αυτό λέγεται θάρρος; Εξηγείστε μου!
  • Εγώ να σας εξηγήσω! Εγώ, σ’ εσάς; Μα, μάλλον εσείς θα μου εξηγήσετε!

Ο Χουλούμπιν αναστέναξε και προσπάθησε ν’ αλλάξει στάση. Αλλά όπως κι αν καθόταν, πονούσε.

  • Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει, είν’ άλλο πράγμα. Ας πάρουμε τη δική σας περίπτωση. Γεννηθήκατε μετά την Επανάσταση. Αλλά κάνατε και φυλακή. Πέστε μου, χάσατε την πίστη σας στο σοσιαλισμό ναι ή όχι;

Ο Κοστογκλότωφ χαμογέλασε αόριστα.

  • Δεν ξέρω. Εκεί, πάντως, είμαστε τόσο εξουθενωμένοι, που μόνο οι καυγάδες μας λείπανε.

Ο Χουλούμπιν ελευθέρωσε το ένα του χέρι, με το οποίο στηριζόταν πάνω στον πάγκο, ένα χέρι αδύναμο πια, ένα χέρι αρρώστου, και το ακούμπησε στον ώμο του Όλεγκ.

  • Παλληκάρι μου, προπαντός μη κάνετε αυτό σφάλμα. Μη βγάλετε συμπεράσματα, επειδή σεις ο ίδιος υποφέρατε, επειδή περάσατε αυτά τα σκληρά χρόνια, ότι φταίει ο σοσιαλισμός. Θέλω να πω ότι, όποιες κι αν είναι οι ιδέες σας, πάντως τον καπιταλισμό, από κάθε πλευρά, θα τον απορρίψει για πάντα η ιστορία.
  • Όταν είμασταν εκεί… εκεί πέρα, συζητούσαμε ότι η ιδιωτική επιχείρηση έχει πολλά καλά. Απλουστεύει τόσο τη ζωή. Δεν σου λείπει ποτέ τίποτα. Πάντα μπορείς να βρεις αυτό που θέλεις.
  • Κι’ εγώ σας λέω ότι αυτές είναι απόψεις μικροαστών. Η ιδιωτική επιχείρηση είναι κάτι το πολύ ευκίνητο, αλλά είναι καλή σε πολύ περιορισμένα όρια. Αν δεν τη συγκρατήσεις μέσα σε χαλύβδινα πλαίσια, γεννά ανθρώπους-θηρία, ανθρώπους του χρηματιστηρίου, που δεν έχουν φραγμό στην όρεξή τους και στην απληστία τους. Ο καπιταλισμός προτού καταδικασθεί στον οικονομικό τομέα, είχε ήδη καταδικασθεί στον ηθικό τομέα. Από πολύ παλαιά!
  • Μα ξέρετε, είπε ο Όλεγκ σηκώνοντας τα φρύδια, για να μιλήσω ειλικρινά, και σε μας βλέπω ανθρώπους που δεν έχουν φραγμό στην απληστία τους. Και δεν είναι από τους επιστήμονες, κάθε άλλο! Πάρτε τον Εμελιάν, τον Σαχίκ…
  • Σωστά! Είπε ο Χουλουμπίν και το χέρι του όλο και βάραινε περισσότερο πάνω στον ώμο του Όλεγκ, αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; έχουμε σοσιαλισμό. Μα ποιο σοσιαλισμό; Το είχαμε πάρει για εύκολο το πράγμα και λέγαμε: Αρκεί ν’ αλλάξουμε τα μέσα παραγωγής κι ευθύς κι οι άνθρωποι θ’ αλλάξουν. Κι’ όπως οι άνθρωποι δεν άλλαξαν καθόλου! Ο άνθρωπος είναι ένας βιολογικός τύπος. Χρειάζεται εκατομμύρια χρόνια για ν’ αλλάξει.
  • Μα τότε, ποιος σοσιαλισμός;
  • Ε, ναι, ακριβώς, ποιος σοσιαλισμός; Μήπως είναι αίνιγμα; Τον ονομάζουν «δημοκρατικό», αλλά αυτό δεν είναι παρά ένας επιπόλαιος ορισμός, που δεν καθορίζει τη φύση αυτού του σοσιαλισμού, αλλά μόνο τον τρόπο της εγκαθίδρυσης του, τη μορφή της πολιτικής οργάνωσης του Κράτους. Είναι μόνο και μόνο για να πουν ότι δεν θα κόψουν κεφάλια. Αλλά αυτό δεν διευκρινίζει το τι απαιτείται σαν βάση. Ούτε και πάνω στην αφθονία μπορούμε να οικοδομήσουμε το σοσιαλισμό, διότι αν οι άνθρωποι είναι κτήνη, τίποτα δεν θα τους εμποδίσει να ποδοπατήσουν αυτά τα αγαθά. Κι ούτε κι αυτός ο σοσιαλισμός θα είναι σε θέση να μη προκαλεί το μίσος, γιατί δεν υπάρχει κοινωνική ζωή που να μπορεί να στηριχθεί πάνω στο μίσος. Κι αυτοί που χρόνια τώρα, φλέγονταν από μίσος, πως μπορούν, απ’ τη μια μέρα στην άλλη, να πουν: τέλειωσε! Από σήμερα παύω να μισώ και στο εξής μόνο θ’ αγαπώ. Όχι, το μίσος θα φωλιάζει πάντα μέσα τους και θα βρουν κάποιον πιο κοντά τους για να μισήσουν. Δεν το ξέρετε, αυτό το ποίημα του Χέρβεγκ;

«Αρκετά ως τώρα αγαπήσαμε.»

Και ο Όλεγκ συνέχισε:

  • «Θέλουμε επιτέλους να μισήσουμε.» Και πως μας το μάθαιναν στο σχολείο;
  • Ασφαλώς, ασφαλώς το μαθαίναμε στο σχολείο. Αλλά εδώ ακριβώς είναι το τερατώδες! Σας το μάθαιναν στο σχολείο, ενώ έπρεπε να σας μαθαίνουν ακριβώς το αντίθετο:

Αρκετά ως τώρα μισήσαμε

Θέλουμε επιτέλους ν’ αγαπήσουμε.

Κι ας πάει στο διάβολο το μίσος σας! Θέλουμε ν’ αγαπήσουμε επιτέλους! Να, πως θάπρεπε να είναι ο σοσιαλισμός.

  • Χριστιανοί τότε; ρώτησε ο Όλεγκ.
  • «Χριστιανοί» πολλά τα ζητάμε. Τα κόμματα που πήραν αυτή την ονομασία, στα καθεστώτα που είχαν σαν βάση τα συστήματα του Χίτλερ και του Μουσολίνι, δεν βλέπω πάνω σε τι και με ποιους θα μπορούσαν να οικοδομήσουν αυτού του είδους τον σοσιαλισμό. Και ο Τολστόη, που στα τέλη του περασμένου αιώνα, θέλησε να εισαγάγει στην κοινωνία έναν πρακτικό χριστιανισμό, απέτυχε, γιατί οι ξεπερασμένες αυτές ιδέες φάνηκαν ανυπόφορες στους συγχρόνους του, οι ομολογίες της πίστης του δεν είχαν καμμιά σχέση με την πραγματικότητα. Εγώ πάλι νομίζω πως ειδικώς για μας τους Ρώσους με τις κατανυκτικές μας καταστάσεις, με τις ομολογίες της πίστης μας και τις εξεγέρσεις μας, με τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόη και τον Κροπότκιν, δεν υπάρχει παρά μόνον ένας σοσιαλισμός, ο ηθικός σοσιαλισμός. Και αυτός είναι ο πιο ρεαλιστικός απ’ όλους.

Ο Κοστογκλότωφ συνοφρυώθηκε:

  • Μα πως πρέπει να τον πάρει κανείς και να τον φαντασθεί, αυτόν τον «ηθικό σοσιαλισμό»;
  • Δεν είναι τόσο δύσκολο να τον καταλάβει κανείς, είπε ο Χουλούμπιν, φουντώνοντας πάλι. Αλλά δεν ήταν εκείνο το αψύ φούντωμα, όπως πριν, και φαινόταν καθαρά ότι είχε τώρα όλη τη διάθεση να πείσει τον Κοστογκλότωφ. Μιλούσε καθαρά, σα να του έκανε μάθημα: Να δώσει κανείς στον κόσμο μια κοινωνία, όπου όλες οι σχέσεις, όλες οι αρχές κι οι νόμοι, να στηρίζονται σε ηθικές απόψεις, και μόνο σ’ αυτές. Όλοι οι αντικειμενικοί σκοποί, όπως: Πως ν’ αναθρέφουμε τα παιδιά; Για τι πράγμα να τα προετοιμάζουμε; Προς που να κατευθύνομε την εργασία των ενηλίκων; Με τι να τους απασχολήσουμε τις ώρες που δεν δουλεύουν; Ολ’ αυτά θα πρέπει να στηρίζονται μόνον σε ηθικές αρχές. Και οι επιστημονικές ανακαλύψεις; Αξία θα έχουν μόνον εκείνες που δεν αντιτίθενται στην ηθική, και πρωτ’ απ’ όλα στους ίδιους τους ερευνητές. Το ίδιο και με την εξωτερική πολιτική και τις σχέσεις μας με όλα τα Κράτη: να μη μας απασχολεί το πόσο τα τάδε ή τάδε μέτρο θα μας πλουτίσει, θ’ αυξήσει τη δύναμή μας ή το γόητρό μας, αλλά μόνον κατά πόσον είναι ηθικό.»

ληξουριώτισσα

 

 

loading...