” Φορολογικά δικαστήρια”, φόρος κληρονομιάς και χρέη κληρονομιάς.
Ωστόσο, από τους φορολογούμενους, οι προσφυγές των οποίων απορρίπτονται, ποσοστό πάνω από το 40% προσφεύγουν στα φορολογικά δικαστήρια, τα οποία έχουν να εκδικάσουν δεκάδες χιλιάδες φορολογικές υποθέσεις.
Στο παρελθόν, η αρχική και η τροποποιητική δήλωση φόρου κληρονομιάς υποβάλλονταν σε έντυπη μορφή συνοδευόμενη από τα απαραίτητα δικαιολογητικά στην αρμόδια ΔΟΥ που ανήκει το ακίνητο. Τώρα υφίσταται η δυνατότητα ψηφιακής υποβολής της δήλωσης του φόρου κληρονομιάς μέσω της πλατφόρμας της ΑΑΔΕ, myProperty. Η ηλεκτρονική υποβολή της αρχικής και τροποποιητικής δήλωσης είναι υποχρεωτική από τις 01/01/2023. Όμως, υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις που απαιτείται η έντυπη δήλωση του φόρου κληρονομιάς.
Ο φόρος κληρονομιάς ακινήτου επιβάλλεται σε κάθε ακίνητη περιουσία που κληρονομείται και βρίσκεται στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Ν. 2961/2001. Ο φόρος επιβάλλεται στον δικαιούχο ανεξάρτητα από την υπηκοότητα του κληρονομούμενου.
Η αξία μπορεί να είναι είτε η φορολογητέα/αντικειμενική αξία του ακινήτου, είτε η αγοραία αξία. Συνήθως, για τον προσδιορισμό του φόρου κληρονομιάς χρησιμοποιείται η φορολογητέα αξία. Ωστόσο, εάν θεωρείς ότι η αγοραία αξία είναι χαμηλότερη από τη φορολογητέα, τότε μπορείς εντός 1 μήνα από την υποβολή της δήλωσης σου, να ζητήσεις προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου από το αρμόδιο διοικητικό Πρωτοδικείο.
Η αποποίηση μπορεί να είναι άκυρη, στις παρακάτω περιπτώσεις.
-Αν ο κληρονόμος έχει ρητά ή σιωπηρά δηλώσει ότι αποδέχεται την κληρονομιά. Από τη σύνταξη απογραφής της κληρονομιάς και μόνο δεν συνάγεται τέτοια δήλωση.
-Αν γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας για αποποίηση. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομιά θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Ετσι θα πρέπει να τηρηθούν ρητά οι προθεσμίες που απαιτεί ο νόμος. Εστω και μία ημέρα καθυστέρηση μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γίνει αποδοχή της κληρονομιάς, που σημαίνει αποδοχή και του ενεργητικού της (ακίνητα, μετρητά κ.λπ.) αλλά και του παθητικού (δάνεια, χρέη στο Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, χρέη προς τρίτους κ.λπ.).
-Σε περίπτωση που οι φορολογούμενοι δεν έχουν «χριστεί» νόμιμα κληρονόμοι. Αν για παράδειγμα φορολογούμενος είναι κληρονόμος δευτέρου βαθμού, δεν μπορεί να καταθέσει αποποίηση, αν δεν αποποιηθούν πρώτα οι κληρονόμοι πρώτου βαθμού. Για παράδειγμα, φορολογούμενος πεθαίνει και αφήνει ακίνητη περιουσία και χρέη. Θα πρέπει να αποποιηθούν πρώτα τα εν ζωή τέκνα και μετά τα παιδιά τους. Αν γίνει αποποίηση των εγγονών χωρίς να έχει γίνει αποποίηση από τους εν ζωή γονείς, τότε η αποποίηση των εγγονών είναι άκυρη.
-Αν έγινε υπό αίρεση ή προθεσμία ή για μέρος της κληρονομιάς. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι φορολογούμενοι δεν μπορούν να αποποιηθούν μέρος της κληρονομιάς ή να αποποιηθούν θέτοντας προϋποθέσεις. Η αποκλήρωση είναι η στέρηση του δικαιώματος της Νόμιμης Μοίρας. Θα πρέπει να προβλέπεται στον Αστικό κώδικα ο συγκεκριμένος λόγος αποκληρωσης (αλλιώς είναι άκυρη η αποκληρωση). Εάν ο κληρονόμος που αποκληρωθηκε , αποδείξει στο δικαστήριο ότι ο λόγος αποκληρωσης είναι ψευδής, τότε είναι άκυρη η αποκληρωση.
Οι λόγοι που μπορεί να επικαλεσθεί ο διαθέτης – κληρονομούμενος για να αποκλείσει από την νόμιμη μοίρα, κάποιο κληρονόμο του (π.χ. το παιδί του) είναι :
• Εάν ο μεριδιούχος-κληρονόμος επιβουλεύτηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη ή
• Εάν προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στον διαθέτη ή στην σύζυγό του ή
• Εάν έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση κατά του διαθέτη ή του συζύγου του, ή
• Εάν αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει τον διαθέτη, ή
• Εάν ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη(
A.K. 1839, 1840).
Εάν κάποιος κληρονόμος αποκληρώθηκε ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της Νόμιμης Μοίρας, το δικαίωμα της Νόμιμης Μοίρας αποκτούν και ασκούν οι μεριδιούχοι που έρχονται στη θέση του κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Δηλαδή η μερίδα του εκπεσόντος δεν προσαυξάνει τις μερίδες των συμμεριδιούχων. Δηλαδή στη θέση του υπεισέρχονται οι κατιόντες του. A.K. 1826
Όταν ο μεριδιούχος αντιληφθεί ότι έχουν αποκλεισθεί τα δικαιώματά του στη διαθήκη, μπορεί να αντιτάξει το δικό του εκ του νόμου κληρονομικό δικαίωμα έναντι του εκ διαθήκης κληρονόμου του οποίου η εγκατάσταση στο ακίνητο περιορίζεται, κατόπιν αυτού, στο μέρος που δεν προσβάλει τη νόμιμη μοίρα.
Η αγωγή του μεριδιούχου προς απόδοση της νόμιμης μοίρας, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία απαιτούνται, τα αντικείμενα της κληρονομίας, τα οποία κατακρατεί ο νομέας της κληρονομίας, που αντιποιείται το κληρονομικό δικαίωμα. (A.K. 1871).
Η περί κλήρου αγωγή αποτελεί το βασικότερο ένδικο μέσο έννομης προστασίας του κληρονομικού δικαιώματος, σε περίπτωση που αυτό προσβληθεί μετά την επαγωγή της κληρονομίας.
Το δικαίωμα στην νόμιμη μοίρα, είναι αναγκαστικού δικαίου.
Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας (βλ. και ΑΠ 64/2006, ΠΠρΒερ 289/1999). Η νόμιμη μοίρα του επιζώντος συζύγου, αν αυτός συντρέχει με κατιόντες του κληρονομούμενου, είναι το 1/8 της κληρονομίας. Αν συντρέχει με άλλους συγγενείς του κληρονομούμενου είναι το 1/4 της κληρονομίας (βλ. ΕφΑθ 1428/1999).
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ:
Όπως προκύπτει από το άρθρο 1825 του Α.Κ. τα πρόσωπα που δικαιούνται νόμιμη μοίρα είναι οι κατιόντες του κληρονομούμενου, δηλαδή τα παιδιά του, οι γονείς του και ο επιζών σύζυγος του κληρονομουμένου, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι (βλ. ΠΠρΒερ 289/1999).
Νόμιμος μεριδούχος είναι το πλησιέστερο στο βαθμό ή την τάξη πρόσωπο που θα ερχόταν στην κληρονομία αν χωρούσε η εξ αδιαθέτου διαδοχή (βλ. ΕφΠειρ 1188/1996). Αν υπάρχουν κατιόντες του κληρονομούμενου, οι γονείς του, ακόμα και αν βρίσκονται εν ζωή, δεν θα κληθούν ως αναγκαίοι κληρονόμοι. Με τον όρο κατιόντες νοούνται τα τέκνα, εγγόνια, δισέγγονα κ.λπ., που προέρχονται από γάμο του διαθέτη. Στους γονείς συμπεριλαμβάνεται σε κάθε περίπτωση η μητέρα και ο πατέρας όταν η σχέση του με το τέκνο συνάγεται από το γάμο του με την μητέρα. Όταν το τέκνο έχει αναγνωρισθεί, εκούσια ή δικαστικά. Ο επιζών σύζυγος συγκαταλέγεται στους νόμιμους μεριδούχους όταν ο γάμος του με τον κληρονομούμενο διαρκούσε μέχρι το θάνατο του τελευταίου. Αν ο γάμος ακυρωθεί, η ακύρωση έχει αναδρομική ενέργεια (1381 Α.Κ.), με εξαίρεση την περίπτωση του νομιζόμενου γάμου (1383 Α.Κ.).
ΔΙΑΔΟΧΗ Ή ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΣΤΗ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ:
Σύμφωνα με το άρθρο 1826 Α.Κ., αν κάποιος μεριδούχος, ολικά ή μερικά, αποκληρώθηκε νόμιμα ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ή λόγω αναξιότητας εξέπεσε, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ασκούν οι μεριδούχοι που έρχονται στη θέση του, κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Στη θέση του αποκληρωθέντος ή παραιτηθέντος ή του εκπεσόντος λόγω αναξιότητας υπεισέρχεται, αν υπάρχει, ο μεριδούχος του. Ήτοι ο απώτερος αυτού της επόμενης τάξης (π.χ. γονέας) κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής (βλ. ΑΠ 108/2000). Η μερίδα του εκπεσόντος δεν προσαυξάνει τις μερίδες των συμμεριδούχων του αποκληρωθέντος, παραιτηθέντος, ή εκπεσόντος. Διότι η διάταξη επιβάλλει τη διαδοχή βαθμών ή τάξεων και αποκλείει την προσαύξηση των συμμεριδούχων του αποκληρωθέντος, παραιτηθέντος ή εκπεσόντος (βλ. ΑΠ 108/2000).
ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ:
Αν στο μεριδούχο έχει καταλειφθεί λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα, το δικαίωμά του υπάρχει για το μέρος που λείπει. (άρθρο 1827 Α.Κ.).
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ:
Κάθε περιορισμός του μεριδούχου από τη διαθήκη, όσο βαρύνει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται σαν να μην έχει γραφτεί (άρθρο 1829 Α.Κ.).
ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΗΡΩΣΗ:
Σύμφωνα με το άρθρο 1839 Α.Κ., ο διαθέτης μπορεί να στερήσει το μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα (αποκλήρωση). Η αποκλήρωση γίνεται με διάταξη τελευταίας βούλησης.
Οι προϋποθέσεις αποκλήρωσης είναι:
α) Ο διαθέτης θα πρέπει να έχει συντάξει έγκυρη διαθήκη.
β) Ο διαθέτης θα πρέπει να επικαλείται κάποιον από τους λόγους των άρθρων 1840-1842 Α.Κ, τα οποία αναφέρονται στους λόγους για τους οποίους μπορεί ο διαθέτης να αποκληρώσει τον κατιόντα, τους λόγους για τους οποίους μπορεί να αποκληρώσει τον ανιόντα καθώς και το/τη σύζυγο.
γ) Ο λόγος αποκλήρωσης θα πρέπει να είναι αληθινός.
δ) Ο λόγος αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης.
ε) Να μην έχει αποσβεστεί το δικαίωμα αποκλήρωσης με παροχή συγγνώμης.
Οι λόγοι για τους οποίους ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα είναι, αν αυτός:
1. επιβουλεύθηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη,
2. προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στο σύζυγο του, από τον οποίο κατάγεται ο κατιών,
3. έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή του συζύγου του,
4. αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει το διαθέτη,
5. ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη. Η αποκλήρωση για το λόγο αυτό είναι άκυρη, αν ο κατιών κατά το θάνατο του διαθέτη είχε οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο ή ανήθικο βίο (άρθρο 1840 Α.Κ.)
Σύμφωνα με το άρθρο 1841 Α.Κ., το τέκνο από την άλλη μπορεί να αποκληρώσει το γονέα του αν συντρέχουν μόνο οι παραπάνω λόγοι 1,3 και 4. Δεν δικαιούται να τον αποκληρώσει αν ο γονέας του προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις. Αν όμως η σωματική κάκωση συνιστά σοβαρό πλημμέλημα το κύρος της αποκλήρωσης διασώζεται.
Ο διαθέτης μπορεί επίσης να αποκληρώσει το/τη σύζυγό του, αν κατά το χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του/της συζύγου (όπως προκύπτει από το άρθρο 1842 Α.Κ.).