ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΑ ‘ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ’: ΕΙΝΑΙ ΒΑΣΙΜΑ; 

 

του Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου*   

ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ Η ΘΕΟ(ΜΥΘΟ)ΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ

Από τον 2ο αιώνα και μετά συντάχθηκαν πολλά απόκρυφα χριστιανικά κείμενα που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα κανονικά Ευαγγέλια και τα άλλα εκκλησιαστικά κείμενα και δανείζονταν τα ονόματα των Αποστόλων και μαθητών του Χριστού για να προσδώσουν κύρος στα λεγόμενά τους. Τα απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα αυτά κείμενα είναι πολύ μεταγενέστερα των Ευαγγελίων, αναφέρονται με διαφορετικό πνεύμα (μη εκκλησιαστικό) σε γεγονότα και πρόσωπα της Καινής Διαθήκης, παραποιούν την πραγματική ιστορία, εισάγουν μύθους στα γεγονότα της πίστεως, τροποποιούν το αληθινό νόημα των καταστάσεων ή προσπαθούν να γεμίσουν με αρκετή φαντασία τα μισοτελειωμένα, κατά την γνώμη των συγγραφέων τους, περιστατικά και κενά σημεία των Ευαγγελίων για τα οποία δεν έχουμε ιστορικές πληροφορίες (παιδική ηλικία της Θεοτόκου και του Ιησού, φυγή της αγίας οικογένειας στην Αίγυπτο, κάθοδος του Χριστού στον άδη, τα γεγονότα μετά την Ανάληψη, κήρυγμα, βίος και θαύματα των Αποστόλων μετά το τέλος του βιβλίου των Πράξεων κ.λπ.).

Τα απόκρυφα κείμενα έτυχαν δια μέσου των αιώνων διαφορετικής αντιμετώπισης από πλευράς εκκλησιαστικών ανδρών, αλλά και της Εκκλησίας ως συνόλου. Ορισμένα κατηγορήθηκαν αμέσως ως παντελώς ακατάλληλα, διότι δεν έχουν ίχνος θεοπνευστίας στις σελίδες τους αλλά έχουν περιεχόμενο νόθο και ψεύτικο. Γι’ αυτό και απορρίφθηκαν εξαρχής από την Εκκλησία. Άλλα εξ αυτών διέσωσαν ονόματα, πληροφορίες και στοιχεία από την πρωτοχριστιανική Παράδοση. Μερικά επηρέασαν την τέχνη, την λατρεία, την απολογητική, την διδαχή του θείου λόγου, την λαϊκή ηθική ζωή, την επιστήμη. Από τα κείμενα αυτά (που χωρίζονται σε Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές και Αποκαλύψεις) σπουδαία για την σύγχρονη έρευνα θεωρούνται και τα εξής: Το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, το ευαγγέλιο του Νικοδήμου, το κατά Πέτρον ευαγγέλιο, το κατά Θωμάν ευαγγέλιο, το Κήρυγμα Πέτρου, οι Πράξεις του Παύλου, οι Πράξεις του Ιωάννου, η Αλληλογραφία Παύλου και Σενέκα, η Αποκάλυψη Πέτρου, η Αποκάλυψη Θωμά κ.α. (βλ. και Ιω. Καραβιδόπουλου, «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη», εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλ. 1998).

 

Ο ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΝΩΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Μέσω τέτοιων απόκρυφων και μυθικών διηγήσεων έδρασαν και οι Γνωστικοί, παραθρησκευτικοί θα λέγαμε αιρετικοί των πρώτων αιώνων, στους οποίους γνωστικούς αναφέρονται τόσο ο αντιαιρετικός εκκλησιαστικός πατέρας Ειρηναίος, όσο και ο ιστορικός Ευσέβιος και ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου.

Τα γνωστικά ‘ευαγγέλια’ (καμία σχέση δεν έχουν με την δομή και θεολογία των κανονικών Ευαγγελίων) δεν τα έγραψαν οι μαθητές του Χριστού, αλλά κάποιοι κύκλοι που δανείστηκαν και χρησιμοποίησαν τα ονόματα των Αποστόλων και των μαθητών του Χριστού για να παραπλανήσουν τους Χριστιανούς. Γράφτηκαν μάλιστα από τον 3ο αιώνα και εξής, και όχι στα χρόνια των Αποστόλων. Έχουν θεολογία τελείως διαφορετική από εκείνη της Εκκλησίας, και αυτή η θεολογία είναι, θα λέγαμε σήμερα, αποκρυφιστική ή της Νέας Εποχής. Οι γνωστικοί, στο πνεύμα των οποίων ανήκει και το ‘ευαγγέλιο του Ιούδα’, ισχυρίζονταν και ισχυρίζονται ότι υπήρχε ένας κορυφαίος θεός και πολλές κατώτερες θεότητες, αρσενικοί ή θηλυκοί, που ξέπεσαν από τον ουράνιο κόσμο, αναμείχθηκαν με την ύλη, και κάποιος κατώτερος θεός απ’ αυτούς δημιούργησε και τον άνθρωπο. Με αυτόν τον μοχθηρό, υποτίθεται, θεό που έπλασε τον άνθρωπο ταύτισαν το Θεό της Παλαιάς Διαθήκης.

Τόσο ο δημιουργός θεός όσο και η ύλη είναι κάτι το κακό για τον γνωστικισμό. Πίστευαν λοιπόν πως έπρεπε να απαλλαγούν από το σώμα τους, το οποίο θεωρούσαν (και οι απόγονοί τους θεωρούν) ως φυλακή και τάφο της ψυχής. Δίδασκαν ότι ο Χριστός ήταν ένας τέτοιος κατώτερος θεός, που φαινομενικά και μόνο έγινε άνθρωπος, φαινομενικά σταυρώθηκε και φαινομενικά αναστήθηκε (Δοκητισμός). Κάθε άνθρωπος, ισχυρίζονται, έχει μέσα του θείους σπινθήρες που μπορούν να μας κάνουν όλους «Χριστούς», ενωμένους με το θείο ουσιαστικά, χωρίς όμως μετάνοια, κάθαρση και κατ’ ενέργειαν Θεού, όπως πιστεύει η Εκκλησία. Απλώς δηλαδή ανακαλύπτοντας τις κρυμμένες, εσωτερικές, και εν υπνώσει υποτίθεται ευρισκόμενες, παραψυχολογικές ικανότητες μέσα μας. Απορρίπτουν και σήμερα οι νεοεποχίτες, όπως απέρριπταν και οι πνευματικοί τους πρόγονοι, την θεολογία της Εκκλησίας και βασίζονται στην (άμεση) «γνώση» υποτίθεται κρυμμένων αληθειών («εποπτείες» και οράματα) και όχι στην πίστη στον Τριαδικό Θεό. Παρόμοιας υφής γνωστικά ‘ευαγγέλια’ είναι του «Θωμά», του «Φιλίππου», της «Μαρίας», των «Αιγυπτίων» και της «Αληθείας», που ανακαλύφθηκαν στο Nag Hammadi της Άνω Αιγύπτου, το 1945, μαζί με πολλά άλλα απόκρυφα κείμενα (βλ. και βιβλίο «Ιησούς, ο Χριστός», Ι. Μητροπόλεως Σύρου, Μιχαήλ Γ. Χούλη, έκδοσις Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Οκτώβριος 2005).

 

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΨΕΥΔΩΝΥΜΗ ΓΝΩΣΗ

Οι γνωστικοί είχαν τους δικούς τους ιερείς, αλλά όχι επισκόπους. Αυτό, γιατί οι επίσκοποι συμβόλιζαν ανέκαθεν στην Ορθοδοξία την ενότητα της Εκκλησίας, και οι γνωστικοί στην αρχή δεν θέλησαν να αποσπαστούν από την Εκκλησία, αλλά δημιούργησαν παρασυναγωγές. Η αίρεση πάντως των γνωστικών δεν ήταν δυνατόν να υπερισχύσει της Εκκλησίας. Όχι μόνο γιατί αλλοίωναν στα διδάγματά τους τις σωτηριώδεις αλήθειες του Χριστιανισμού, όχι μόνο γιατί απέρριπταν πολλά βιβλία της Αγίας Γραφής και διέστρεφαν το νόημά τους, αλλά και διότι στηρίχθηκαν μόνο στα δικά τους μέλη, τους ‘Εκλεκτούς’. Σιγά – σιγά, ανέπτυξαν δικό τους εκκλησιαστικό τυπικό και λατρεία, ξεχώρισαν από την επίσημη Εκκλησία, χειροτόνησαν δικούς τους επισκόπους και ανταγωνίστηκαν το Χριστιανισμό, προβάλλοντας τη ‘γνώση’ ως ανώτερη της πίστης, ώστε τα γνωστικά τους συστήματα να φαίνονται ανώτερα από τις κατά τόπους Εκκλησίες. Είχαν, ακόμη, αναπτύξει πλήρεις δογματικές θέσεις περί Θεού, δημιουργίας, πτώσεως, σωτηρίας και εσχατολογίας.

Προσπαθούσαν, έτσι, να παρουσιαστούν ως πνευματικά υπερέχοντες σε σύγκριση με τα εκκλησιαστικά δόγματα και τη λατρεία, με τον ίδιο τρόπο που οι σημερινοί απόγονοί τους, οπαδοί της Νέας Εποχής, προσπαθούν να ξεπεράσουν και διαβρώσουν την χριστιανική πίστη με την αποκρυφιστική γνώση. Η Εκκλησία ωφελήθηκε γιατί συστηματοποίησε την διδασκαλία της και αντέδρασε με τρία κυρίως μέσα, που διασώζει ο άγιος Ειρηναίος στα κατά των αιρετικών συγγράμματά του :

α) το επισκοπικό αξίωμα, με την αδιάκοπη αποστολική διαδοχή του

β) την ομολογία του βαπτίσματος των χριστιανικών κοινοτήτων

γ) τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης

(α) Με την αδιάκοπη διαδοχή των επισκόπων, των οποίων καταρτίστηκαν κατάλογοι από την αποστολική εποχή, διαλυόταν ο ισχυρισμός ότι η απόκρυφη γνώση προερχόταν από τον Κύριο και τους Αποστόλους, εφόσον δεν είχαν ακούσει η παραλάβει τίποτε σχετικό οι ίδιοι οι συνεχιστές των Αποστόλων, δηλαδή οι επίσκοποι.

(β) Με τις διάφορες βαπτισματικές ομολογίες, των οποίων ο πυρήνας προερχόταν από την αποστολική εποχή, αποδεικνυόταν ότι οι δογματικές θέσεις των γνωστικών ήσαν εσφαλμένες, και τέλος,

(γ) Με τη συλλογή των γνησίων κειμένων, επιστολών και Ευαγγελίων από την Εκκλησία, που απετέλεσαν τελικά τον Κανόνα της Αγίας Γραφής, ξεχώριζε έντονα κάθε πλανεμένη συλλογή και ψεύτικη διδασκαλία

(βλ. ‘Εκκλησιαστική Ιστορία’ Βλασίου Φειδά, Αθ. 1978 / ‘Εκκλησιαστική Ιστορία’ Στεφανίδου / Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, ‘Ελληνοκεντρικός πολυθεϊσμός ή Ελληνοχριστιανισμός;’ , Μιχαήλ Χούλη, Ερμούπολη Σύρου, Δεκ. 2003).