Ο Γέρων Μάξιμος Ιβηρίτης για τις νέες ταυτότητες: Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ και οι Σταυρωτές του Ιησού Χριστού
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΙΒΗΡΙΤΗΣ – «Παρέστησαν οι βασιλείς της γης, και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του Χριστού αυτού» [= Εστάθησαν εις απειλητικήν παράταξιν οι ανωτέρω εθνικοί από συμφώνου τόσον κατά του Πατρός, όσον και κατά του Υιού αυτού του Χριστού, τον οποίον αυτός έχρισε Βασιλέα όλων των εθνών](Ψαλ. β ́, 2).
< Ταύτα διεπράχθησαν εναντίον του Κυρίου υπό της τότε πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας· ήτοι, υπό των πέριξ του Ηρώδου και Πιλάτου Ρωμαίων στρατιωτών και των πέριξ των Αρχιερέων Άννα και Καιάφα Ιουδαίων.
Δυστυχώς, επί τη ανατολή του ψηφιακού ολοκληρωτισμού, δι’ ου σχεδιάζεται μία παγκοσμιοποίησις κατά του Χριστού και θα διευκολύνη ούτω την έλευσιν του Αντιχρίστου εις τον Κόσμον, η ιστορία παρουσιάζει ήδη μίαν φωτοτυπικήν επανάληψιν, με στόχον και την ακαταμάχητον Ελληνορθόδοξον Πατρίδα μας, ήτις δι’ ολίγου εκλεκτού φυράματος αντιστέκεται εις την Νέαν Τάξιν Πραγμάτων. † Δύναμις όμως των ευσεβών Ορθοδόξων Χριστιανών και όπλον κατά του Διαβόλου είναι ο Τίμιος Σταυρός του Σωτήρος Χριστού. Ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός καταλαμβάνει όλως εξέχουσαν θέσιν εις την Χριστιανικήν πίστιν και λατρείαν. Αφ’ ης στιγμής ο Κύριος έπαθεν επί του Σταυρού, ο Σταυρός συμβολίζει την θυσίαν και προεικονίζει την Ανάστασιν. Όθεν, ο Σταυρός και η Ανάστασις αποτελούν δύο πυλώνας, επί των οποίων στηρίζεται η ζωή της Εκκλησίας και των μελών αυτής.
< Το σχήμα του Σταυρού με διαφόρους παραλλαγάς ήτο γνωστόν εις τον αρχαίον προχριστιανικόν Κόσμον, απαντώμενον απανταχού της γης. Ο Σταυρός ήτο εξ αρχαιοτάτης εποχής όργανον θανατικής εκτελέσεως. Αρχικώς, φαίνεται ότι εγίνετο η χρήσις αυτού και παρά τοις Βαβυλωνίοις, Μήδοις και Πέρσαις. Ο Διόδωρος
μαρτυρεί παρά τοις Ασσυρίοις (2, 1) και Ινδοίς, ο δε Ηρόδοτος παρά τοις Μήδοις (1, 128) και Πέρσαις (3, 125).
< Επί της εποχής των Πατριαρχών, ο σταυρικός θάνατος ήτο συνήθης και παρά τοις Αιγυπτίοις (Γεν. μ ́19 και μα ́13). Εν τούτοις, οι Ιουδαίοι δεν παρέλαβον την συνήθειαν ταύτην παρά των Αιγυπτίων, αλλά παρά των ωμών βασιλέων των Συρίων.
Και αναφέρεται μεν πολύ προ της εποχής ταύτης το κρεμάν επί σταυρού ή ξύλου παρά τοις Ιουδαίοις (Αριθ. κε ́4, Ιησού Ναυή η ́29 και ι ́26, Εσδρ. στ ́11 και αλλαχού)· αλλά τούτο, ως φαίνεται, δεν ήτο καταδίκη εις θάνατον επί Σταυρού, αλλ’ απλώς αναβίβασις των ήδη νεκρών σωμάτων επί Σταυρού, προς παραδειγματισμόν ή κρέμασμα επί δένδρου. Τέλος, εισήχθη ο σταυρικός θάνατος παρά τοις Έλλησι και Ρωμαίοις· των μεν πρώτων παραλαβόντων την συνήθειαν ταύτην παρά των Ανατολικών λαών, των δε δευτέρων πιθανώς παρά των Καρχηδονίων.
< Ο Σταυρός και παρά τοις αρχαίοις, κατά την Χριστιανικήν δηλαδή εποχήν, είχε βαθυτέραν τινά έννοιαν και δη θρησκευτικήν. Ούτω π.χ. παρ’ Αιγυπτίοις εδήλου ενίοτε συμβολικώς την μέλλουσαν ζωήν, παρά δε τοις Φοίνιξι και Ασσυρίοις την δύναμιν του ηλίου, την τα πάντα ζωογονούσαν· άλλοτε δε επί του στήθους των
αρχαίων βασιλέων της Ασσυρίας, την εξουσίαν αυτών. Επίσης, παρά τοις Βουδισταίς και τοις Ινδοίς ευρίσκομεν το σημείον του Σταυρού εν βαθυτέρα συμβολική και θρησκευτική εννοία.
< Η τιμή του Σταυρού εις την Χριστιανικήν Εκκλησίαν είναι αρχαιοτάτη· όμως, διά λόγους προστασίας των πιστών, κυρίως των νεοφωτίστων, σπανίως απαντώμεν το σημείον τούτο εις τας κατακόμβας [= προς αποφυγήν σκωμμάτων παρά των εθνικών]. Όθεν, αντί τούτου, επεκράτει εις την Εκκλησίαν αρχαιοτάτη συνήθεια του γράμματος Χ: είτε μόνου, είτε μετά του Ι, είτε και μετά του Ρ [= Ιησούς Χριστός], προς παράστασιν του επί του Σταυρού θανόντος Χριστού.
< Περί της υπό των Χριστιανών αποδιδομένης τιμής εις τον Σταυρόν, έχομεν πλείστας αρχαίας μαρτυρίας, όπως επί παραδείγματι του Τερτυλλιανού (De cor. mil 3), του Κυρίλλου Ιεροσολύμων (Κατ. 4, 14), και του Αυγουστίνου (Serm. 28). Ο Μέγας Κωνσταντίνος, αναγνωρίσας ως επικρατούσαν θρησκείαν την Χριστιανικήν,
απηγόρευσε την διά του Σταυρού θανατικήν ποινήν (Σωζ. 1, 8) και διέταξε να τεθή εις την Ρωμαικήν σημαίαν, το λάβαρον, αντί του αετού το μονόγραμμα του Χριστού.
< Και ουχί μόνον τούτο, αλλ’ εκόσμησε το αυτοκρατορικόν στέμμα και τον μανδύαν διά Σταυρού, και έθεσεν επί των Βυζαντινών νομισμάτων τον Σταυρόν. Και επί των νομισμάτων πάλιν του Μεγάλου Θεοδοσίου (θαν. 395), παρατηρούμεν την εικόνα του αυτοκράτορος κρατούντος εν τη χειρί αυτού την γηίνην σφαίραν, επί της οποίας υπάρχει Σταυρός· από δε της εποχής του Ιουστινιανού επεκράτησεν η συνήθεια, όπως οι αυτοκράτορες κατά τας εξόδους αυτών εν ημέραις εορτών φέρουν, αντί του αρχαίου αυτοκρατορικού σκήπτρου, χρυσούν Σταυρόν κεκοσμημένον διά πολυτίμων λίθων. Κατόπιν τούτων, ο Σταυρός εισήχθη πανταχού [= Ναούς, δημοσίας και ιδιωτικάς οικίας, οδούς, αγρούς κ.λπ].
< Μέχρι του 6ου αι. απαντώμεν απλούς Σταυρούς άνευ του Εσταυρωμένου, κατόπιν δε Σταυρούς επί των οποίων ήτο προσηλωμένος ο Χριστός. Αρχικώς, αντί του Εσταυρωμένου ετίθετο κάτωθεν του Σταυρού ο αμνός, όστις συμβολικώς παριστά τον Ιησούν Χριστόν, ως τον αμνόν τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου· έπειτα δε ετίθετο ο αμνός ούτος και επί του Σταυρού. Η δε Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος διέταξε να τίθεται επί του Σταυρού, αντί του αμνού, ο Χριστός (Καν. 82)· έκτοτε επεκράτησε πανταχού η παράστασις του επί του Σταυρού Εσταυρωμένου.
< Το σημείον του Σταυρού χρησιμοποιείται ως σύμβολον παρά πλείστων επιστημών. Ως μαθηματικόν σύμβολον, όρθιος μεν † είναι σημείον της προσθέσεως και των θετικών μεγεθών, χιαστός δε Χ σημείον του πολλαπλασιασμού. Εις την γραφήν και την τυπογραφίαν χρησιμοποιείται ως σημείον παραπομπής εις τας σημειώσεις του περιθωρίου, αντί υπογραφής παρά των αγραμμάτων· τέλος δε προτάσσεται του ονόματος των τεθνεώτων και της υπογραφής των Κληρικών.
≤ Ο Σταυρός κατά το σχήμά του διακρίνεται εις τέσσαρας κυρίως τύπους:
1) Τον συνεπτυγμένον ή Αιγυπτιακόν ή Σταυρόν του Αγίου Αντωνίου, έχοντα σχήμα προχριστιανικού οργάνου της ανασκολοπήσεως Τ, σπανίως δε τον σχήμα του δικράνου Υ.
2) Τον επικαμπή Σταυρόν ή γραμμάδιον ή σβάστικα, απαντώντα εις προιστορικά μνημεία της Ευρώπης, Ασίας και Αμερικής και κατά τους ιστορικούς χρόνους [= δηλούντάς τι εν τω παρελθόντι] καταστάντα θρησκευτικόν σύμβολον των Ινδών και των Σινών.
3) Τον μετά λαβής, έχοντα σχήμα Τ μετά μικρού κύκλου ύπερθεν του μέσου της οριζοντίας δοκού, και απαντώντα ως θρησκευτικόν έμβλημα εις Αιγυπτιακά και Ασσυριακά μνημεία.
4) Τον ανεπτυγμένον ή κεφαλωτόν, έχοντα σχήμα δύο κατ’ ορθήν γωνίαν διατεμνομένων δοκών και αποτελέσαντα το κατ’ εξοχήν σύμβολον της Χριστιανικής θρησκείας· διακρίνεται δε ούτος εις τον Λατινικόν ή του Αγίου Πέτρου, έχοντα το σχήμα του ανθρώπου με εκτεταμένους τους βραχίονας και αποτελέσαντα το
όργανον του Μαρτυρίου του Ιησού Χριστού και εις τον Ελληνικόν ισοκέραιον Σταυρόν.
≤ Βασικαί παραλλαγαί του Χριστιανικού Σταυρού είναι:
1) Ο χιωτός ή Σταυρός του Αγίου Ανδρέου, αποκληθείς από του επί τοιούτου Σταυρού μαρτυρήσαντος Αγίου. 2) Ο πεπλατυσμένος, έχων τριγωνικάς τας κεραίας με το πλατύ μέρος προς τα έξω αυτών άκρα και απαντών επί Ασσυριακών ήδη μνημείων.
3) Ο διπλούς ή Ρωσσικός ή Πατριαρχικός ή Αρχιεπισκοπικός, έχων δύο οριζοντίους δοκούς, εξ ων η ανωτέρα είναι ελάσσων της άλλης, και συμβολίζων την επί του μαρτυρικού Σταυρού του Ιησού Χριστού επιγραφήν ΙΝΒΙ· απαντά ιδίως εις μνημεία της Αττικής, του Μωρέως και του Άθω, γενόμενος αποδεκτός και εις τους Δυτικούς και εις τους Διαμαρτυρομένους.
4) Ο τριπλούς ή Παπικός, έχων τρεις οριζοντίους δοκούς, και αποκλειστικώς από του 15ου αι., παρά του Πάπα φερόμενος [= καταστάντος διπλού ιεραρχικού εμβλήματος των Καρδιναλίων και Αρχιεπισκόπων της Δυτικής Εκκλησίας].
< Ήσσονος σημασίας παραλλαγαί είναι οι εν οικοσήμοις ιδίως χρησιμοποιούμενοι Σταυροί: αγκυρωτός, ανθεμωτός, κυματιών, Ιεροσολυμιτικός, καμακοειδής, οφιοειδής, ραβδωτός κ.α. Τέλος, άξιοι μνείας είναι και οι αστερόκτιστοι Σταυροί των ψηφιδωτών του Ι. Ναού του Αγίου Απολλιναρίου εν Ραβένη, εικονιζόμενοι εν
μέσω στερεώματος και έχοντες επί της κορυφαίας κεραίας το συμβολικόν όνομα ΙΧΘΥΣ, επί της βασικής την φράσιν SALUS MUNDI και επί των πλαγίων τα ψηφία Α και Ω· προσέτι δε οι Σταυροί οι διακόσμητοι με ζεύγη αντωπών ζώων:
λέων, ιέραξ και αετός ή ταώς, περιστερά και αμνός, συμβολίζοντα τας κακίας τας οποίας κατέρριψε, και τας αρετάς τας οποίας ανύψωσεν ο Χριστιανισμός (πρβλ. Παπά Π.Ν. (Φιλολόγου), Σταυρός, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία, τομ. 22ος, «Πυρσός», Ανώνυμος Εταιρεία Εκδόσεων και Γραφικών τεχνών, Ιερά οδός 61,
Αθήναι [1933], σελ. 304-305).
≤ Σταυρού προτυπώσεις:
Ο Σταυρικός θάνατος του Ιησού Χριστού, εκείθεν δε και ο Τίμιος Σταυρός, αποτελούν εν των συμπαθεστέρων θεμάτων της καθ’ ημάς Ορθοδόξου Χριστιανικής Θεολογίας και ευσεβείας. Οι ανά τους αιώνας Πατέρες και συγγραφείς εύρον μυρίους όσους τρόπους διά να μελετήσουν τα περί το Πάθος και τον Σταυρόν του
Σωτήρος. Ο Σταυρός συσχετίσθη μετά των γεγονότων της Παλαιάς Διαθήκης, πολλά των οποίων θεωρούνται ως ο τύπος, η προεικόνισις του Σταυρού. Ο Απόστολος Παύλος πολλάκις καταφεύγει εις την Παλαιάν Διαθήκην, διά να ερμηνεύση γεγονότα και ιδέας της Καινής ( Ρωμ. α ́17, β ́24, γ ́9-20, δ ́3, 17, θ ́6- 17, ι ́5, 6, 15-21, ιβ ́19 κ.λπ., Α ́ Κορ. α ́19, 31, ι ́7, Β ́ Κορ. δ ́13, στ ́1-18 κ.λπ.).
< Αυτός δε ο Κύριος προλέγει περί του Πάθους του, αναφερόμενος εις την ιστορίαν του χαλκού όφεως. Ειδικώς, ως προς το Πάθος και τον Σταυρόν, πλείστοι όσοι τύποι επισημαίνονται εις τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, διά των οποίων ο εκλεκτός λαός παρεσκευάζετο διά την Μεσσιανικήν ημέραν. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς άρχεται ομιλίας εις τον Τίμιον Σταυρόν ως εξής: «Ο του Χριστού Σταυρός προανεκηρύττετο και προετυπούτο εκ γενεών αρχαίων» (PG 151, 124). Ιδού διάφοροι τύποι εξ αυτών:
1) Πολλοί Πατέρες, αναφερόμενοι εις το «ξύλον» το εν τω Παραδείσω, περί του οποίου ομιλεί η Γένεσις (κεφ. α ́και β ́), θεωρούν αυτό ως προτυπούν τον Σταυρόν του Κυρίου. Οι κατά την Παύλειον έκφρασιν, παλαιός και νέος Αδάμ συσχετίζονται μετά του Σταυρού. Λέγεται π.χ. εν προκειμένω, ότι «το ξύλον του παραδείσου αιχμάλωτον και γυμνόν εποίησε τον Αδάμ, και κρυβήναι αυτόν παρεσκεύασε· το ξύλον του σταυρού τον νικητήν Χριστόν εφ’ υψηλού πάσιν εδείκνυεν… Ο δε θάνατος του Αδάμ και τους μετά ταύτα ανθρώπους κατεδίκασε και εθανάτωσε και κατέκρινεν· ο δε θάνατος του Χριστού και τους προ αυτού πεσόντας και θανατωθέντας ανέστησε και εζώωσε, και πάσι τοις ανθρώποις σωτηρίας οδόν εχαρίσατο» (Φιλόθεος ΚΠόλεως, PG 154, 725).
< Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, θέτων επί γενικωτέρας βάσεως το αυτό θέμα, λέγει: «Παρθένος και ξύλον, και θάνατος της ήττης ημών ην τα σύμβολα. Παρθένος ην η Εύα· ούπω γαρ άνδρα εγίνωσκε· ξύλον ην το δένδρον, και θάνατος ην το επιτίμιον του Αδάμ. Αλλ’ ιδού, πάλιν παρθένος και ξύλον και θάνατος, τα της
ήττης σύμβολα ταύτα, και της νίκης εγένετο σύμβολα. Αντί γαρ της Εύας, η Μαριάμ· αντί του ξύλου του ειδέναι το καλόν και το πονηρόν, το ξύλον του σταυρού· αντί του θανάτου του Αδάμ, ο θάνατος του Χριστού» (PG 49, 396).
2) Τα ξύλα της θυσίας του Ισαάκ παρά του πατρός του Αβραάμ (Γεν. κβ ́ 1-2) θεωρούνται ως τύπος του Σταυρού· ο δε μέχρι θυσίας υπήκοος υιός, τύπος του θυσιασθέντος Θεού (Ανδρέας Κρήτης, PG 97, 1032).
3) Ο πατριάρχης Ιακώβ ηυλόγησε προ του θανάτου αυτού τον υιόν του Ιωσήφ «και ώμοσεν αυτώ, και προσεκύνησεν… επί το άκρον της ράβδου αυτού» (Γεν. μζ ́ 31). Ο αυτός πατριάρχης ηυλόγησε τα τέκνα αυτού, «εκτείνας δε… την χείρα την δεξιάν επέβαλεν επί την κεφαλήν Εφραίμ… και την αριστεράν επί κεφαλήν Μανασσή, εναλλάξ τας χείρας» (Γεν. μη ́ 14). Κατά τον Άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν, ουχί μόνον εις τας προαναφερθείσας περιπτώσεις, αλλ’ εν τω βίω παντί του Ιακώβ το μυστήριον ενηργείτο του Σταυρού (PG 151, 133).
4) Ο Βίος του παγκάλου Ιωσήφ εκτιμάται ιδιαζόντως εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ήτις άγει την μνήμην αυτού κατά την Εβδομάδα των Παθών (Μ. Δευτέραν), ανακαλούσα εις την σκέψιν των πιστών του πολλά παθόντος Ιωσήφ: Ο «υιός του Ιακώβ αυτός ην τύπος και μυστήριον του σταυροθησομένου μετά ταύτα θεανθρώπου Λόγου» (PG 151, 133.-Παρβλ. PG 140, 53 και 98, 236).
5) Η βιβλική ιστορία μας πληροφορεί περί της μεγάλης μορφής του Μωϋσέως, όστις είχεν αναλάβει το μέγα και βαρύ έργον συνασπίσεως των εν Αιγύπτω Ισραηλιτικών δυνάμεων, και της ηγεσίας του λαού εν μέσω μυρίων αντιξοοτήτων. Ο Μωϋσής παρετήρησεν έκθαμβος το θαυμαστόν γεγονός της φλεγομένης και μη
καιομένης βάτου ( Εξ. γ ́ 4-5)· Ενταύθα έχομεν τον τύπον ολοκλήρου μεν της ζωής του Σωτήρος, γενικώς εξεταζομένης· συγχρόνως όμως και ειδικώς, του Σταυρού (PG 151, 125).
6) Κατά την διάβασιν της Ερυθράς θαλάσσης, επάρας την ράβδον του ο Μωϋσής, «εξέτεινε…την χείρα επί την θάλασσαν… και εσχίσθη το ύδωρ και εισήλθον οι υιοί Ισραήλ» ( Εξ. ιδ ́ 15-25).
7) Ο λαός του Ισραήλ, κατά την πορείαν του εις την έρημον Σούρ, εδοκιμάσθη με έλλειψιν ύδατος ( Εξ. ιε ́ 22)· ευρόντες δε εν Μερρά ύδωρ, τούτο ήτο πικρόν και οι Ισραηλίται ουκ ηδύναντο ποιείν εξ αυτού, διό παρεπονούντο εις τον Μωϋσήν. Τότε «έδειξεν αυτώ Κύριος ξύλον και ενέβαλεν αυτό εις το ύδωρ και εγλυκάνθη το ύδωρ» ( Εξ. ιε ́25). Το ξύλον, δι’ ου μετετράπη το πικρόν ύδωρ εις πόσιμον, θεωρείται ως εις των τύπων του ξύλου του Σταυρού (PG 94, 1133).
8) Ότε πάλιν πορευόμενος ο λαός του Ισραήλ προς την γην της επαγγελίας και ευρέθη εν μέσω άλλης ερήμου, της Σιν, εδοκιμάσθη διά μίαν έτι φοράν με την έλλειψιν ύδατος (Αριθ. κ ́1-13, Εξ. ιζ ́1-7)· και ενώ εδυσχέτει, «επάρας Μωϋσής την χείρα αυτού επάταξε την πέτραν» δις διά της ράβδου του «και εξήλθεν ύδωρ πολύ». Διά μίαν ακόμη φοράν η ράβδος του Μωϋσέως θεωρείται προτύπωσις του Σταυρού ( Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Op. Omn. 11, 912). Εις την προκειμένην περίπτωσιν, η πρωτύπωσις είναι ευρυτέρα, διότι και η πέτρα, εκ της οποίας
προήλθε το ζωογόνον ύδωρ, θεωρείται τύπος του Κρανίου τόπου, ένθα εστήθη ο Σταυρός του Κυρίου.
9) Μετά της ράβδου του Μωϋσέως και η ράβδος του Ααρών θεωρείται ως προτυπούσα τον Σταυρόν του Κυρίου. Συμφώνως με την διήγησιν των Αριθμών (Αριθ. ιζ ́17-28), ο Μωϋσής έλαβε δώδεκα ράβδους, μίαν εξ εκάστης φυλής, ης και το όνομα ανέγραψεν επί της αντιστοίχου ράβδου.
Τας ράβδους ταύτας, αίτινες παρεδόθησαν εις τον Μωϋσήν υπό των αρχηγών εκάστης φυλής, ούτος τας «απέθηκεν… έναντι του Κυρίου, εν τη σκηνή του Μαρτυρίου». Την επαύριον διεπιστώθη, ότι μία των δώδεκα ράβδων [= εκ της φυλής Λευί] είχε βλαστήσει· αύτη είχε παραδοθή υπό του Ααρών την προτεραίαν ημέραν. Η ράβδος αύτη εφυλάττετο έκτοτε εντός της Σκηνής του Μαρτυρίου και δη εντός της Κιβωτού της Διαθήκης.
Η δε φυλή του Λευί, προωρίσθη έκτοτε διά την ιερατείαν.
10) Κατά την επίθεσιν των Αμαληκιτών εναντίον των Ισραηλιτών, ο Μωϋσής ανήλθεν επί υψώματος. Εκεί εξέτεινε τας χείράς του προς τα πλάγια. Όσον χρόνον διήρκει η στάσις αύτη, αι δυνάμεις του Ισραήλ ενίκων· ηττώντο δε, ότε πλήρης κοπώσεως ο Μωϋσής ηναγκάζετο να καταβιβάση τας χείράς του δι’ ανάπαυσιν.
Προ της καταστάσεως ταύτης, δύο επίσημοι άνδρες, ο Ααρών και ο Ωρ, ανέλαβον να υποστηρίξουν ανά μίαν των χειρών του Μωϋσέως, με αποτέλεσμα να νικήσουν αι δυνάμεις του Ισραήλ. Πέραν του διαγραφέντος σχήματος του Σταυρού διά των χειρών του Μωϋσέως, ερμηνεύεται τυπολογικώς και η συμπαράστασις των δύο ανδρων.Τούτο, διότι «Ααρών την ιερατικήν επείχεν αξίαν· ο δε Ωρ της βασιλικής φυλής είχε την συγγένειαν. Δορυφορεί τοίνυν την εικόνα του σταυρού ιερωσύνη και βασιλεία» ( Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Op. Omn. 6 , 602).
11) Κατά την οδυνηράν δοκιμασίαν των Ισραηλιτών εν τη ερήμω, ότε «όφεις … έδακνον τον λαόν, και απέθανε λαός πολύς των υιών Ισραήλ» (Αριθ. κα ́ 6), ο Μωϋσής, τη εντολή του Θεού, κατεσκεύασεν ομοίωμα όφεως εκ χαλκού, ον ύψωσεν επί κοντού, και αυτόν επί υψώματος. Οι Ισραηλίται, οίτινες έπιπτον θύματα του
δηλητηρίου των όφεων, δεν απέθνησκον εφ’ όσον προσέβλεπον προς το υψωθέν χαλκούν ομοίωμα του όφεως επί εμφανούς τοποθεσίας. Ούτως η ενατένισις προς τον επί «σημείου» όφιν, παρείχε λύτρωσιν από του κακού και εχάριζε την υγείαν.
< Την σκηνήν ταύτην, συμφώνως με τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην, υπέμνησεν ο Ιησούς εις τους ακροατάς του, λέγων: «και καθώς Μωϋσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δεί τον υιόν του ανθρώπου, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» ( Ιωάν. γ ́ 14-15.-Πρβλ. Α ́Κορ. ι ́ 9). Κατά
ταύτα, ο ίδιος ο Κύριος εθεώρησε το εν τη ερήμω εκείνο γεγονός ως τύπον του Σταυρικού του θανάτου, και της δι’ αυτού σωτηρίας πάντων των πιστών. Εντεύθεν, πολλοί Πατέρες θεωρούν την υπό του Μωϋσέως ύψωσιν ως προτύπωσιν τηςΣταυρώσεως: «Αναμφιβόλως γαρ του σταυρού μυστήριον η κατά την έρημον του
χαλκού όφεως ύψωσιν προϋπέγραφε» (PG 98, 229.-Πρβλ. PG 94, 1933).
12) Η Ορθόδοξος Εκκλησία διαβλέπει και εις τα πάθη του Ιώβ προτύπωσιν του Σταυρικού Πάθους του Κυρίου. Διά τον λόγον τούτον, κατά την διάρκειαν της Μεγάλης Εβδομάδος, μεταξύ των άλλων Αναγνωσμάτων εκ της Παλαιάς Διαθήκης, σπουδαίαν θέσιν καταλαμβάνουν αποσπάσματα εκ του βιβλίου του Ιώβ.
13) Εις το δεύτερον μέρος του βιβλίου του Ησαίου, υπάρχει ο ύμνος του «δούλου του Θεού», υποδιαιρούμενος εις τέσσαρα μέρη: α ́) Ησ. μβ ́1-7, β ́) μθ ́1-9α, γ ́) ν ́4-9, και δ ́) μβ ́13-μδ ́12, όστις πολλαχώς απησχόλησεν ερμηνευτάς τε και κριτικούς. Η Ορθόδοξος λατρεία θεωρεί τα πάθη του «δούλου του Θεού» ω τύπον
του Σταυρικού Πάθους του Κυρίου. Δι’ ον λόγον, μεταξύ των Αναγνωσμάτων της Μεγάλης Παρασκευής, αναγινώσκεται δις το τέταρτον μέρος του ύμνου του «δούλου του Θεού».
14) Το προφητικόν βιβλίον του Ησαίου δίδει αφορμάς εις πολλούς Εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπως αναζητήσουν, υπό διαφόρους εκφράσεις, τύπους του Σταυρού. Ο Άγιος Γερμανός ο ΚΠόλεως, ομιλών περί του άνθρακος, ον έδωκεν εις τον Ησαίαν «εν σεραφείμ», παρατηρεί: «Τι γαρ εστιν άνθραξ ή ξύλον εμπεπυρωμένον ολοτελώς; το γαρ πυρ της απαθούς θεότητος του εν αυτώ τυθέντος αμνού ακαταπαύστως κατηνθράκωσε· και ημείς οι τα χείλη σήμερόν σοι προσψαύοντες έμπυρον κάθαρσιν των αμαρτημάτων λαμβάνομεν» (PG 98, 241). Ούτως, υπό τον άνθρακα του οράματος, και άρα από το ξύλον, αναζητείται προτύπωσις του Σταυρού.
15) Το ίδιον και το βιβλίον των Ψαλμών, επιτρέπει την αναζήτησιν τύπων του Σταυρού: ούτως, από του «έδωκας τοις φοβουμένοις σε σημείωσιν του φυγείν απόπροσώπου τόξου» (Ψαλ. νθ ́[ξ ́]), λαμβάνεται αφορμή όπως λεχθή: «Σημείον ο σταυρός, εν μετώπω και χειρί του πιστού, τόξον δε η πλάνη» ( Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Op. Omn. 11, 904). Ο δε δ ́ψαλμός και δη το ημίστιχον «εσημειώθη εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, Κύριε», δίδει αφορμήν διά την εξής σκέψιν:
«Ποίον άρα φως, ει μη ο σταυρός του Κυρίου και Θεού και σωτήρος ημών Χριστού;» (ως αν. 11, 903).
≤ Σταυρού τιμή και υμνολογία εις την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν: Εις την Ορθόδοξον ημών Εκκλησίαν δεν νοείται έναρξις και λήξις λειτουργικής πράξεως ή τελετής άνευ του σημείου του Τιμίου Σταυρού. Το σημείον αυτού αποτελεί εν των εξωτερικών στοιχείων παντός Μυστηρίου. Η τριαδική έναρξις: Εις το όνομα του Πατρός κ.λπ. προφέρεται εις τέσσαρας χρόνους· ήτοι: α ́) Εις το όνομα του Πατρός, β ́) και του Υιού, γ ́) και του Αγίου Πνεύματος, δ ́) Αμήν, εξυπηρετουμένης ούτω της κινήσεως της χειρός, διά την σημείωσιν του Σταυρού, προς τέσσαρα σημεία του σώματος [= μέτωπον, κάτω, δεξιά, αριστερά]. Το τριαδικόν τυπούται και συμβολικώς, διότι ημείς οι Ορθόδοξοι ποιούμεν το σημείον του Σταυρού ενούντες τους τρεις των δακτύλων της δεξιάς χειρός.
< Ο Σταυρός, όστις αποτελεί εν εκ των θεμάτων της Ορθοδόξου εικονογραφίας, δεσπόζει απανταχού των Ι. Ναών, υπερκείμενος των στεγών, των τρούλλων και των κωδωνοστασίων· μάλιστα, εις των ρυθμών της Εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, είναι ο σταυροειδής μετά τρούλλου. Επί της Αγίας Τραπέζης και όπισθεν αυτής δεσπόζει ο Σταυρός. Επί της μιάς όψεως των λειτουργικών βιβλίων τυπούται πάντοτε ο Σταυρός. Σταυροειδώς σφραγίζεται επί του προσφόρου το ΙΣ-ΧΡ-ΝΙ-ΚΑ.
< Πολλάκις οι απλοί πιστοί σπεύδουν προς τον Ι. Ναόν αναζητούντες τον ιερέα, όπως τους σταυρώση· ήτοι, να τους ευλογήση σταυροειδώς διά του Σταυρού ή άλλου εκ των ιερών σκευών ή των αμφίων, προκειμένου να ενισχυθούν ούτοι κατά του κακού ή εν καιρώ ασθενείας. Οι ευσεβείς Χριστιανοί ποιούν το σημείον του
Σταυρού προ του ύπνου, εγειρόμενοι την πρωίαν, προσευχόμενοι, εξερχόμενοι εκ της οικίας των, διερχόμενοι προ Ι. Ναών, αρχόμενοι της εργασίας των και καταπαύοντες εξ αυτής, εσθίοντες και πίνοντες κ.ο.κ.
< Η Ορθόδοξος ευσέβεια των πιστών τιμά ιδιαζόντως και αυτό το Τίμιον Ξύλον του Σταυρού του Κυρίου· τεμμάχια ή και θρύμματα μόνον εξ αυτού θεωρεί ως πανίσχυρα «φυλακτά». Η συνήθεια αύτη είναι αρχαιοτάτη. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης ομιλεί περί Σταυρού εις τον Βίον της Οσίας Μακρίνης, περιέχοντος
τεμάχιον εκ του Τιμίου Ξύλου και ως «φυλακτόν» χρησιμοποιούμενον (PG 46, 989). Πλείσται Ιεραί Μοναί, εν αίς άπασαι αι του Αγίου Όρους, καυχώνται ως κατέχουσαι τεμάχια Τιμίου Ξύλου.
< Διά τα θαύματα του Τιμίου Σταυρού, πολλά ιστορούνται. Τον Τίμιον Σταυρόν π.χ. του Πρέβελη εν τη Κρήτη, ότε επεχείρησαν οι Γερμανοί κατά τον Β ́Παγκόσμιον Πόλεμον να τον συλήσουν και να τον μεταφέρουν εις την Γερμανίαν από το αεροδρόμιον του Τυμπακίου, δύο ή τρία κατά σειράν πολεμικά αεροσκάφη ενεκρώθησαν και δεν ελειτούργουν, με αποτέλεσμα να ματαιωθή η προσπάθειά των.
Εν τέλει, τον κατεβίβασαν και τον παρέδωσαν πάλιν εις την Μονήν απ’ όπου τον παρέλαβον. Πάλιν, ο Τίμιος Σταυρός του Ψηλορείτου ή «Κουτσοτραχάλου», του οποίου σώζεται μία μόνον κεραία, πιστεύεται κατά την εν Κρήτη τοπικήν παράδοσιν, ότι αναχωρεί ανήμερον της εορτής του Τιμίου Σταυρού και μεταβαίνει εις τον Τίμιον Σταυρόν του Κοφίνου· είτα δε επιστρέφει πάλιν. Αγνοί άνθρωποι ομολογούν, ότι τον βλέπουν κινούμενον εις τον ουρανόν ως οριζοντίαν φωτεινήν ακτίνα.
† Εις την Παρακλητικήν, υπάρχουν δέκα εξ Κανόνες εις τον Τίμιον Σταυρόν, άπαντες έργα Ιωσήφ του υμνογράφου (840-883). Εις την Οκτάηχον ταύτην Βίβλον, η Τετάρτη και η Παρασκευή εκάστης Εβδομάδος αφιερούται εις τον Τίμιον Σταυρόν αφ’ ενός και την Θεοτόκον αφ’ ετέρου. Άπαντες δε χωρούν κατ’ Ακροστιχίδα, της οποίας το θέμα είναι πάντοτε ο Σταυρός του Κυρίου ή το Πάθος και εν τέλει η ονομασία του υμνογράφου Ιωσήφ. Μετά των δέκα εξ Σταυρωσίμων Κανόνων υπάρχουν πλείστοι άλλοι ύμνοι επί του αυτού θέματος, τόσον εις τους Εσπερινούς, όσον και εις τους Όρθρους των ημερών Τετάρτης και Παρασκευής.
< Ούτω π.χ. εις μεν τους Εσπερινούς έχομεν Στιχηρά Προσόμοια Σταυρώσιμα, ως και Απόστιχα Σταυρώσιμα· εις δε τους Όρθρους έχομεν Σταυρώσιμα Καθίσματα,Εξαποστειλάρια, και Απόστιχα των Αίνων. Εις τας Θ. Λειτουργίας, επί πλέον, έχομεν Σταυρωσίμους Μακαρισμούς. Πέραν τούτων, έχομεν και τα Σταυροθεοτοκία, ψαλλόμενα κατά τα Δοξαστικά των Ακολουθιών, αγομένων τούτων κατά τας ημέρας Τετάρτην ή Πέμπτην. Περιεχόμενον Σταυρώσιμον έχουν συνήθως τα Μαρτυρικά όλων των ημερών και των ήχων. Μετ’ αυτών και αι Ακολουθίαι όλων των Κυριακών, κατά τας οποίας ευχερής τυγχάνει η από του Αναστασίμου περιεχομένου αυτών μετάβασις εις το Πάθος και τον Σταυρόν· δοθέντος ότι, «ο Σταυρόν υπομείνας και θάνατον», είναι αυτός ούτος «ο Αναστάς εκ νεκρών».
† Εις το Τριώδιον έχομεν πολλούς Εκκλησιαστικούς ύμνους, οίτινες αναφέρονται εις τον Σταυρόν και το Πάθος. Έχομεν και ενταύθα Σταυροθεοτοκία, κατά τα Δοξαστικά των Εσπερινών και των Όρθρων εκάστης Τετάρτης και Παρασκευής.
Οι Τριώδιοι Κανόνες της λειτουργικής περιόδου, την οποίαν υπηρετεί το εν λόγω λειτουργικόν βιβλίον, και δη κατά τας προαναφερθείσας ημέρας, αναφέρονται πολλάκις εις τον Σταυρόν και το Πάθος. Στοιχεία παρά των εξ αυτών θεμάτων ειλημμένα, περιέχει και ο Μέγας Κανών του Αγίου Ανδρέου Κρήτης, όστις
ψάλλεται κατ’ αυτήν την περίοδον του Τριωδίου.
< Εις τον Σταυρόν αφιερούται εξ ολοκλήρου η υμνολογία της Γ ́Κυριακής των Νηστειών-Σταυροπροσκυνήσεως ή της Μεσονηστίμου, κατά πολλούς Πατέρας της Ανατολής. Η επομένη Εβδομάς Δ ́των Νηστειών, έως το εσπέρας του Σαββάτου αφιερούται εις τον Σταυρόν. Την Παρασκευήν π.χ. της Εβδομάδος ταύτης, ψάλλεται Κανών εις τον Τίμιον Σταυρόν εις ήχον πλ. δ ́, έργον πάλιν του Ιωσήφ, κατά την Ακροστιχίδα: «Το προσκυνητόν πάντες υμνούμεν ξύλον, Ιωσήφ».
< Αι Ακολουθίαι της Μ. Εβδομάδος αναφέρονται εις το Πάθος και τον Σταυρόν, ιδία αι Ακολουθίαι της Μ. Παρασκευής, ο Όρθρος της οποίας ψάλλεται κατά το εσπέρας της Μ. Πέμπτης. Συμφώνως με το υπόμνημα του Τριωδίου, του αφορώντος εις την ημέραν ταύτην, αναγινώσκομεν: «Τη αγία και μεγάλη Παρασκευή, τα άγια και σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελούμεν· τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην και προ πάντων τον σταυρόν και τον θάνατον, α δι’ ημάς
εκών κατεδέξατο, έτι δε και την του ευγνώμονος Ληστού, του συσταυρωθέντος αυτώ, σωτήριον εν τω σταυρώ ομολογίαν».
† Το Πεντηκοστάριον, εις το οποίον δεσπόζει το Αναστάσιμον στοιχείον, δεν είναι εντελώς ξένον ως προς το θέμα του Σταυρού. Εις τους Αίνους της Διακαινησίμου Εβδομάδος, οίτινες προέρχονται από τους συνήθεις διά τας Κυριακάς μετά της προσθήκης των Πασχαλίων, έχομεν συχνάς αναφοράς εις τον Σταυρόν και το Πάθος, ίνα εκείθεν μεταβώμεν εις την Αγίαν Ανάστασιν. Αι δε Ακολουθίαι των ημερών Τετάρτης και Παρασκευής, έχουν πολύ Σταυρώσιμον στοιχείον, ειλημμένον εκ της Παρακλητικής.
† Τα Μηναία της Εκκλησίας, και ιδία κατά τον μήνα Σεπτέμβριον, αναφέρονται εις πολλάς περιπτώσεις εις τον Σταυρόν, όπως την 4 του μηνός αυτού, επ’ ευκαιρία της εορτής του Προφήτου Μωϋσέως, της ζωής του οποίου πολλά γεγονότα θεωρούνατι προτύπωσις του Σταυρού· ομοίως και κατά το διάστημα από 13 έως 21 του αυτού μηνός. Εν αυτώ, η πλουσία υμνολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναφέρεται προεορτίως την 13 Σεπτεμβρίου εις τον Σταυρόν, διότι την 14 εορτάζε-ται η Παγκόσμιος Ύψωσις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Από δε της 15 έως 20 αναφέρεται μεθεορτίως επί του αυτού θέματος· και την 21 του μηνός γίνεται η
«Απόδοσις της εορτής της Υψώσεως».
< Εις το Μηναίον του Μαρτίου, την 7 του μηνός αυτού, άγεται η «Μνήμη του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού, ώρα τρίτη της ημέρας κ. λπ.». Επ’ ευκαιρία της αναμνήσεως του γεγονότος τούτου, η υμνολογία του Μηναίου κατ’ αυτήν την ημέραν αναφέρεται εξ ολοκλήρου εις τον Σταυρόν.
< Πολλά Σταυρώσιμα στοιχεία περιέχει το Μηναίον του Ιουλίου, την 31 του μηνός αυτού, ότε μετά του Αγίου Ευδοκίμου εορτάζονται και τα «Προεόρτια της προελεύσεως του Τιμίου Σταυρού».
< Κατά το αντίστοιχον Μηναίον, από 1 έως 15 Αυγούστου εορτάζεται «Η πρόοδος του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού», ήτοι η κατά παλαιάν συνήθειαν εν τη ΚΠόλει περιφορά ανά τας οδούς του Τιμίου Ξύλου, οπότε και ψάλλονται αι Καταβασίαι: «Σταυρόν χαράξας Μωϋσής».
< Πολλαχού των Μηναίων καταχωρίζονται και Σταυροθεοτοκία, τα οποία ψάλλονται αντί των αντιστοίχων Θεοτοκίων, εφ’ όσον αι Ακολουθίαι εις τας οποίας αναφέρονται συμπέσουν μετά Τετάρτης ή Παρασκευής. Πολλάκις, πάλιν εις τα Μηναία, καταχωρίζονται ύμνοι με Σταυρώσιμον περιεχόμενον. Τούτο παρατηρείται κυρίως κατά τας εορτάς των Αγίων, οίτινες συνέδεσαν την ζωήν των με γεγονότα ή ενεργείας, αίτινες εθεωρήθησαν ως προτυπώσεις του Σταυρού. Το ίδιον παρατηρείται και κατά τας εορτάς των Μαρτύρων, οπότε οι Ορθόδοξοι υμνογράφοι μεταβαίνουν ευχερώς από του Μαρτυρίου αυτών επί του Σταυρού και τανάπαλιν.
† Η Ορθόδοξος υμνολογία έχει και 24 Οίκους εις τον Τίμιον Σταυρόν μετ’ αντιστοίχου Κανόνος, όπως ακριβώς συμβαίνει με την Ακολουθίαν του Ακαθίστου Ύμνου, μεθ’ ου συνδέεται ο γνωστός Κανών του υμνογράφου Ιωσήφ. Οι Οίκοι εις τον Τίμιον Σταυρόν χωρούν κατ’ Ακροστιχίδα ομοίαν προς την του Ακαθίστου, ήτοι κατ’ αλφάβητον. Ο συγγραφεύς των Οίκων και του Κανόνος του Σταυρού μιμείται, ενίοτε αυτολεξεί, τους αντιστοίχους ύμνους εις τον Ακάθιστον (πρβλ. Γρατσέα Γεωργίου (Διδάκτορος Θεολογίας), Σταυρός, Θ.Η.Ε., 11ος τομ., Αθήναι 1967, στ. 414-434).
≤ Σταυρού θεία δύναμις [Αγιο -Νικοδημικά-Συναξαριακά] (Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού…, 1868):
1) Εις την 6 Σεπτεμβρίου: Μνήμη του εν Κολοσσαίς (ήτοι εν Χώναις) της Φρυγίας γενομένου θαύματος παρά του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, κατά την εποχήν του Οσίου Αρχίππου [= Προσμοναρίου του εν Χώναις Ι. Ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ περί το β ́ήμισυ του 7ου ή α ́ήμισυ του 8ου αι.], αναφέρεται ότι ο Μέγας Αρχιστράτηγος του Θεού Μιχαήλ, όστις και πάλαι μεν προ της Ενσάρκου οικονομίας είχεν ευσπλαγνίαν και κηδεμονίαν προς το ανθρώπινον γένος, και πολλάς ευεργεσίας έδειξεν εις αυτό, «τον Ναόν του ως άλλην κιβωτόν διεφύλαξε και ρείθρων των ποταμίων τον ρούν πόρρω ηκόντισε»: διά του σημείου του Τιμίου Σταυρού (Απολυτίκιον)·(πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Α ́, ως αν., σελ. 24 – 25 & Παπαδοπούλου Στυλιανού Γ., Άρχιππος, Θ.Η.Ε, 3ος τομ., Αθήναι 1963, στ. 339-340).
2) Εις την 25 Σεπτεμβρίου: Ανάμνησις του Μεγάλου Σεισμού, και της εις τον αέρα αρπαγής του Παιδός, επί Θεοδοσίου του Μικρού εν έτει 410, αναγράφεται ότι οι χοροί των Αγγέλων αναφέρουν εις τον Θεόν τον Τρισάγιον Ύμνον χωρίς την προσθήκην ο Σταυρωθείς, λέγοντες: «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς» (βλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Α ́, ως αν., σελ. 80).
3) Εις την 4 Νοεμβρίου: Του Αγίου Μάρτυρος Πορφυρίου του από Μίμωνος, αθλήσαντος επί βασιλέως Αυρηλιανού το 270, αναφέρεται ότι αφ’ ου εβαπτίσθη, εφάνησαν ενώπιόν του Άγγελοι, οι οποίοι του εδίδαξαν να προσεύχηται κατ’ ανατολάς, και να τυποί εις το μέτωπον και εις όλον του το σώμα τον Τίμιον Σταυρόν (πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Α ́, ως αν., σελ. 222).
4) Εις την 9 Δεκεμβρίου: Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Στεφάνου του νεολαμπούς, του εν τω Αγίω Αντίπα κειμένου, ακμάσαντος επί Θεοφίλου του Εικονομάχου τον 9ον αι., αναφέρεται ότι, καθ’ ον χρόνον εγεννήθη ο Άγιος, ω του θαύματος! εφάνη εις τα στήθη του εις Σταυρός φωτοειδής και περικαλλέστατος· τούτο δε ήτο μέγιστον σημείον της σταυρώσεως και αποστροφής, εις ην έμελλε ναέχη εις τα του κόσμου πράγματα (πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Α ́, ως αν., σελ. 337-338).
5) Εις την 13 Δεκεμβρίου: Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ευστρατίου, Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστου, ακμασάντων κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού τον 3ον αι., αναφέρονται τα εξής: « Ο δε Άγιος Ορέστης, επειδή εν ω εξηκόντιζε το βέλος εις τον σκοπόν, εφάνη ο χρυσούς Σταυρός, τον οποίον είχε κρεμασμένον εις τον λαιμόν του υποκάτω των φορεμάτων του, και εκ τούτου εγνωρίσθη ότι και αυτός είναι Χριστιανός. Εκ τούτου δείκνυται, ότι οι παλαιοί Χριστιανοί συνήθιζον να φέρωσιν επάνω των τον Σταυρόν του Χριστού, κατεσκευασμένον εκ ξύλου, ή χρυσού, ή αργύρου, ή άλλου τινός μετάλλου, προς διαφύλαξίν των και σωτηρίαν. Όθεν και ο Άγιος Παγκράτιος ο Ταυρομενίας Επίσκοπος, ο εορταζόμενος κατά την ενάτην του Ιουλίου, αφ’ ου εβάπτιζε τους Χριστιανούς, έδιδεν εις έκαστον και ένα Σταυρόν εκ κέδρου να τον βαστάζη επάνω του. Σταυρόν εκράτει και ο Θεολόγος Γρηγόριος προς αποτροπήν παντός εναντίου,
όθεν και έλεγε προς τον Διάβολον ηρωελεγείως:
̔ ̔Φεύγ ̓ απ’ εμής καρδίης, δολομήχανε, φεύγε τάχιστα. Φεύγ ̓ απ’ εμών μελέων, φεύγ ̓ απ’ εμού βιότου. Μη σε βάλω Σταυρώ, τω παν υποτρομέει. Σταυρόν εμοίς μελέεσσι φέρω, σταυρόν δε πορείη, Σταυρόν δε καρδίη. Σταυρός εμοί το κλέος ̓ ̓.
< Και αυτοί δε οι ίδιοι δαίμονες ωμολόγησαν βιαζόμενοι εις τον Άγιον Ιωάννην τον Βοστρινόν, τον έχοντα εξουσίαν κατά δαιμόνων, ότι φοβούνται τρία πράγματα των Χριστιανών: το Βάπτισμα, τον Σταυρόν τον οποίον φορούσιν εις τον τράχηλον, και την Αγίαν Κοινωνίαν. Διά τούτο και όλοι οι τωρινοί Χριστιανοί πρέπει να μιμώνται τους παλαιούς, και να φορώσι και αυτοί Σταυρόν, προς ένδειξιν, ότι είναι Χριστιανοί και προς αποτροπήν παντός κακού» (βλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Α ́, ως αν., σελ. 352-353 & σημ.1).
6) Εις την 26 Δεκεμβρίου: Του Οσίου Πατρός ημών Κωνσταντίνου του εξ Ιουδαίων, ακμάσαντος κατά τον 10ον αι., αναφέρεται ότι πολύ νέος ων ηκολούθει την μητέρα του και βλέπων Χριστιανόν τινα, όστις «όταν εχασμήθη» [= εχασμωρήθη] εσχημάτισεν εις το στόμα του τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, έκτοτε και αυτός
έπραττε το ίδιον μιμούμενος τον Χριστιανόν. Ούτος οδηγούμενος υπό θείας νεφέλης μετέβη εις εν Μοναστήριον, Φουβούτιον λεγόμενον, εκεί ότε ησπάζετο το κάτω μέρος του Σταυρού μετά φόβου και ευλαβείας, τότε, ω του θαύματος! έκλινεν ο Σταυρός επί της οσίας αυτού κεφαλής και εχάραξεν εις αυτόν τον τύπον του Σταυρού, όστις έμεινεν ανεξάλειπτος εν αυτή μέχρι του θανάτου του (πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Α ́, ως αν., σελ. 410).
7) Εις την 1 Μαρτίου: Προοίμιον Συναξαρίου, λέγει ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ότι κατά τούτον τον μήνα κατέβη εκ των Ουρανών ο Υιός του Θεού διά την σωτηρίαν μας, και συνελήφθη εις την μακαρίαν κοιλίαν της αειπαρθένου Μαρίας, σάρκα εξ αυτής δανεισάμενος, δηλ. κατά την εικοστήν πέμπτην του Μαρτίου τούτου, κατά την οποίαν εορτάζεται ο Ευαγγελισμός της Κυρίας Θεοτόκου και η του Θεού λόγου άσπορος σύλληψις. Κατά τον μήνα τούτον, ήτοι κατά τας εικοσιτρείς του Μαρτίου, κατεδέχθη να λάβη ο Κύριος τον διά Σταυρού θάνατον, και κατά την εικοστήν πέμπτην του ιδίου τούτου Μαρτίου Ανέστη ο Κύριος εκ του μνήματος, ότε και κύριον Πάσχα λέγεται, και διά της Αναστάσεώς του εχάρισε και εις ημάς θεοπρεπώς την Ανάστασιν.
< Εις τον μήνα τούτον πιστούμεθα, ότι μέλλει να γίνη και η κοινή και παγκόσμιος όλων των ανθρώπων Ανάστασις, ως και η παντελής και ακατάλυτος πάντων των κτισμάτων αποκατάστασις. Όθεν, όστις ονομάσει τον Μάρτιον τούτον μήνα άρτιον, φερωνύμως και προσφυώς θέλει τον ονομάση, επειδή εις τον μήνα τούτον ευρίσκει περιεχόμενα όλα τα μυστήρια της πλάσεως και αναπλάσεως των ανθρώπων και όλης της κτίσεως, όσα έγιναν, και γίνονται, και θα γίνουν (πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Β ́, ως αν., σελ. 165).
8) Εις την 6 Μαρτίου: Του Οσίου Πατρός ημών Ησυχίου του θαυματουργού, τελειωθέντος εν ειρήνη μεταξύ των ετών 788-797, αναφέρεται ότι εξερχόμενος εν καιρώ εκ του Κελλίου του και βλέπων ένα βούν αγροίκου βοηλάτου πεσόντα επί της γης, σημειώσας επί του βοός τον Τίμιον Σταυρόν, έκαμε να αναστηθή το ζώον και
να σύρη ελευθέρως το αμάξιον (πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Β ́, ως αν., σελ. 179).
9) Εις την 31 Μαρτίου: Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Υπατίου Επισκόπου Γαγγρών, ακμάσαντος κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου 307-337 [= εις εκ των 318 Θεοφόρων Πατέρων των εν Νικαία το πρώτον συνελθόντων εν έτει 325], αναφέρεται ότι εις τους χρόνους του υιού του Κωνσταντίνου μέγας τις δράκων ελθών εκ τινος μέρους εμβήκεν εις το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον και επροξένει φόβον εις τους ανθρώπους. Μαθών δε ο βασιλεύς την φήμην του Αγίου, απέστειλε πρέσβεις και μεσίτας προς αυτόν, και παρεκάλει όπως σπεύση και τους λυτρώση από τον δράκοντα. Ελθών δε ο Άγιος και θεασάμενος τούτον άνευ φόβου, προσέταξε να ανάψουν μίαν πυράν εν μέσω της αγοράς, εγγύς της ανεγηγερμένης στήλης του πατρός του Μεγάλου Κωνσταντίνου· είτα, πλησιάσας μόνος το θησαυροφυλάκιον, και με την ράβδον του, φέρουσαν επάνω τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, έπληξε τον δράκοντα, αλλ’ ουδέν κατώρθωσεν.
< Ακολούθως όμως, υψώσας τα όμματα εις τον ουρανόν, και τον Θεόν επικαλεσάμενος, έβαλε την ράβδον του εις το στόμα του θηρίου, και είπεν: «εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ακολούθει μοι, ω θηρίον»· και ο δράκων, δαγκάσας την ράβδον του Αγίου, ηκολούθει αυτόν μέχρις ότου εβλήθη υπ’ αυτού επί της πυράς και κατεκάει· ο δράκων δε εκείνος ήτο φοβερόν και εξαίσιον θέαμα· έχων, ως έλεγον, μέγεθος εξήκοντα όλων πήχεων [= 25-30 μ. περίπου](πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Β ́, ως αν., σελ. 238).
10) Εις την 7 Απριλίου: Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Καλλιοπίου, αθλήσαντος κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού τον 3ον αι., αναφέρεται ότι ούτος κατεδικάσθη να σταυρωθή· συνεκοινώνει όμως ο μακάριος με τα Δεσποτικά Πάθη και τον Σταυρόν του Κυρίου ουχί μόνον κατά τον τρόπον του θανάτου, αλλ’ ακόμη και κατά τον καιρόν κατά τον οποίον έμελλε να σταυρωθή· διότι ότε ελήφθη η του θανάτου απόφασις ήτο Μεγάλη Πέμπτη, καθ’ ην εορτάζομεν τα φρικτά του Κυρίου Παθήματα. Παρεκαλεσάσης δε της μητρός αυτού τους διώκτας να μη θανατώσουν διαφορετικώς τον υιόν της, ειμή διά Σταυρού, τους προσέφερε διά τούτο μόνον πέντε χρυσά νομίσματα.
< Εσταυρώθη δε ο Άγιος κατακέφαλα· και ότε ήλθεν η τρίτη ώρα της Μεγάλης Παρασκευής, τότε ο του Χριστού Μάρτυς παρέδωκε το πνεύμά του. Καταβιβασθέντος δε τούτου εκ του Σταυρού και εναγκαλισαμένη τον Μάρτυρα η μήτηρ του, παρέδωκε και εκείνη την ψυχήν της εις χείρας Θεού· ούτως, ενεταφιάσθησαν ομού παρ’ ευσεβών τινων και πιστών ανδρών (πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Β ́, ως αν., σελ. 253-254).
11) Εις την 19 Απριλίου: Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Θεοδώρου του εν Πέργη της Παμφυλίας, αθλήσαντος επί βασιλέως Αντωνίου κατά τα έτη 138-161, αναγράφεται ότι η μήτηρ του Μάρτυρος Αγία Φιλίππα ενήργησε περίπου όπως και η μήτηρ του Μάρτυρος Καλλιοπίου, διά την σταυρικήν θανάτωσιν του υιού της· προτρεπομένη δε αύτη παρά του ηγεμόνος, όπως νουθετήση τον υιόν της ίνα θυσιάση εις τα είδωλα, εκείνη απήντησεν: «ο υιός μου όταν σταυρωθή υπό σου, τότε θέλει θυσιάση εις τον Θεόν του θυσίαν αινέσως»· ο δε ηγεμών είπεν: «επειδή συ εύρες τον τρόπον του θανάτου του υιού σου, ούτος ο τρόπος ας γίνη και διά του
έργου». Ο Μάρτυς Θεόδωρος, καρφωθείς επί του Σταυρού, εκρέματο ζωντανός επ’ αυτού τρεις ημέρας.
< Η τιμία κάρα του Αγίου Θεοδώρου μένει αδιάφθορος και είναι αποτεθησαυρισμένη εις την καθ’ ημάς εν Αγίω Όρει του Άθω Ι. Μονήν των Ιβήρων, πνέουσα άρρητον ευωδίαν· φέρει δε επ’ αυτής εμφανή τα στίγματα του Μαρτυρίου. Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, αναφέρει τα εξής εις τον Συναξαριστήν αυτού: «Λυπηρόν μοι εφάνη να σιωπήσω ο,τι είπεν ο Άγιος Μάρτυς Θεόδωρος, όταν είδε τον Σταυρόν καρφωμένον εις την γην, επί του οποίου έμελλε να σταυρωθή, είπε δε ταύτα:
̔ ̔Χαίροις Σταυρέ, καύχημα των Χριστιανών· Χαίροις λυτρωτά αμαρτιών, στερέωμα δικαίων, κλίμαξ Ουράνιος, Προφητών κήρυγμα, φωστήρ εσκοτισμένων, κήρυξ αληθινέ των του Χριστού παθών, των πιστών η ανάστασις, των νεκρών η άφθορος πηγή. Διά σου οι προσερχόμενοι ζωήν αιώνιον κληρονομούσι. Προσδεξαί με εν ιλαρότητι, όπως τον εν σοι κρεμασθέντα σαρκί Θεόν άφθαρτον δοξάσω εις τους αιώνας. Αμήν ̓ ̓» (βλ. & πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Β ́, ως αν., σελ. 273-276 & σημ.1 και 2).
12) Εις την 7 Μαίου: Ανάμνησις του εν Ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού επί Κωνσταντίνου βασιλέως, υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων εν έτει 346, αναγράφεται ότι κατά τας ημέρας της Αγίας Πεντηκοστής, εν τη εβδόμη του Μαίου μηνός, την τρίτην ώραν της ημέρας, εφάνη ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός όλος συνιστάμενος εκ Θείου φωτός, τον οποίον έβλεπεν άπας ο λαός· εφαίνετο δε εξηπλωμένος επί του Αγίου Γολγοθά έως του Όρους των Ελαιών, και τόσον λαμπρός ήτο, ώστε με τας μαρμαρυγάς και φωτοβολάς του εσκέπασε τας ακτίνας του ηλίου.
< Όθεν κάθε ηλικία, νέων και γερόντων, και με αυτά τα νήπια και θηλάζοντα βρέφη, έτρεξαν εις την Εκκλησίαν και με άμετρον χαράν και κατάνυξιν ανέπεμψαν κοινώς εις τον Θεόν ευχαριστίαν και δόξαν διά το παράδοξον τούτο θέαμα. Περί του θαύματος τούτου εμελώδησεν ο θεσπέσιος Κοσμάς εις την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού το Τροπάριον: «Θαυμαστώς εφαπλούμενος, τας ηλιακάς βολάς εξηκόντισεν ο Σταυρός, και διηγήσαντο Ουρανοί την δόξαν του Θεού ημών» (βλ. & πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Γ ́, ως αν., σελ. 19 & σημ. 1- σελ. 20 & σημ. 1).
13) Εις την 13 Μαίου: Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Γλυκερίας, ακμασάσης επί βασιλέως Αντωνίου κατά τα έτη 138-161, αναφέρεται ότι, όταν εθυσίαζεν ο ηγεμών εις τα είδωλα, η Αγία Γλυκερία χαράξασα επί του μετώπου της το σημείον του Τιμίου Σταυρού, προσήλθεν εις τον ηγεμόνα, κηρύττουσα και ονομάζουσα εαυτήν Χριστιανήν και δούλην Χριστού (πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Γ ́, ως αν., σελ. 36).
14) Εις την 21 Μαίου: Μνήμη των Αγίων και ενδόξων Θεοστέπτων Μεγάλων Βασιλέων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης επικαλείται τον Δοσίθεον Ιεροσολύμων (σελ. 217 της Δωδεκαβίβλου) λέγοντα, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος εποίησε νόμον να μη καταδικάζηταί τις εις το εξής, ούτε να θανατούται με τον Σταυρόν, ίνα μη το της Σωτηρίας και ζωής γενόμενον όργανον γίνηται πάλιν όργανον καταδίκης και θανάτου· και όλοι οι λεγόμενοι Χριστιανοί βασιλείς εφύλαξαν και φυλάττουν τον τοιούτον νόμον, ουδένα καταδικάζοντες εις σταυρικόν θάνατον (πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου,
Συναξαριστής…, τομ. Γ ́, ως αν., σελ. 55, σημ. 1).
15) Εις την 8 Ιουλίου: Μνήμη του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου, αθλήσαντος επί βασιλέως Διοκλητιανού περί το 290 εν Καισαρεία της Παλαιστίνης, αναγράφεται ότι ο Άγιος αποσταλείς ως δούξ εις την Αλεξάνδρειαν παρά του βασιλέως και λαβών εντολήν όπως τη συνοδεία δύο στρατιωτικών ταγμάτων αναλάβη δράσιν κατά των Χριστιανών, ενώ απήρχετο προς την Αλεξάνδρειαν, καθ’ ώραν τρίτην της νυκτός εγένετο σεισμός και κεραυνός κατέπεσε φοβερώτατος παρά την Απάμειαν της Συρίας· εκ δε της αστραπής εξήλθε φωνή μεγάλη λέγουσα: «Νεανία, που θέλεις να υπάγης και κατά τίνος μάχεσαι;».
< Ο δε Άγιος εκ της καλής γνώμης της ψυχής του κινούμενος, ευθύς ωνόμασε Κύριον τον καλέσαντα αυτόν· όθεν και ο Κύριος καθαρώτερον ενεφανίσθη εις αυτόν, διότι εφάνη αυτώ Σταυρός κρυστάλλινος κατά το είδος, και εκ του Σταυρού ηκούσθη φωνή λέγουσα: «Εγώ ειμι ο εσταυρωμένος Ιησούς, ο του Θεού Υιός». Εκ τούτου διδαχθείς ο Μεγαλομάρτυς, επανελθών εις την Σκυθόπολιν εν τη εν Κοίλη Συρία, κατεσκεύασεν ένα Σταυρόν εκ χρυσού και αργύρου κατά τον εις αυτόν φανέντα τύπον. Ότε δε ετελειώθη ο ρηθείς Σταυρός, εφάνησαν εις αυτόν τετυπωμέναι τρεις Εικόνες, έχουσαι Εβραικά γράμματα, τα οποία εδείκνυον τίνος είναι αύται· διότι άνωθεν μεν εγράφετο Εμμανουήλ, εις το εν μέρος Μιχαήλ και εις το άλλο Γαβριήλ (βλ. & πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Γ ́, ως αν., σελ. 164).
16) Εις την 31 Ιουλίου: Ανάμνησις των Εγκαινίων του σεβασμίου οίκου της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου του εν Βλαχέρναις, ένθα απόκειται η αγία Σορός [= η ένδον θήκης Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου]· και προεόρτια του Τιμίου Σταυρού, ήτοι η από του βασιλικού παλατίου εξέλευσις του Τιμίου Σταυρού εις την
πόλιν, αναφέρεται παρά του Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ότι καθώς γράφει ο Συμεών ο μεταφραστής εις τον Βίον του Αγίου Αναστασίου του Πέρσου, το Τίμιον Ξύλον, όπερ εφυλάττετο εν τω αγίω Γολγοθά ένδον θήκης εσφραγισμένης, τούτο το της Σωτηρίας ημών τρόπαιον, το λύσαν τα δεσμά του θανάτου και την δύναμιν της αμαρτίας, ότε κατελήφθη υπό του βασιλέως της Περσίας Χοσρόου, έσβεσε την ασέβειαν των Περσών, και την λατρείαν του πυρός κατήργησε, και φαινόμενον κατεκτημένον, κατέκτησεν αυτό τας ψυχάς των κατακτητών· καθότι αυτό εφώτισε τους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους, και ήναψε το εσωτερικόν πυρ, όπερ ήλθεν ο Σωτήρ βαλείν επί της γης, δηλαδή το της αγάπης και πίστεως, το οποίον προσέταττεν ο Θεός επί της Παλαιάς να μένη ανημμένον πάντοτε εν τω θυσιαστηρίω, ως σύμβολον ον της προς αλλήλους ενώσεως.
< Καθώς όταν οι Φιλισταίοι ήρπασαν την Κιβωτόν της Διαθήκης κατετροπώθησαν υπό των Ισραηλιτών, ούτω και οι Πέρσαι, όταν ελαφυραγώγησαν τον Τίμιον Σταυρόν ενικήθησαν υπό του Ηρακλείου και των Ρωμαίων. Όθεν έντρομοι γενόμενοι, έλεγον προς αλλήλους: « Ήλθεν ο Θεός των Χριστιανών εις τους τόπους ημών, και τι άρα έσται περί ημών;» (βλ. Συναξάριον Αγίου Αναστασίου, 22 Ιανουαρίου). Ιστορεί δε και ο Βέδας εις την επιτομήν των Αγίων Τόπων της Ιερουσαλήμ, ότι εκ των ρόζων ή κόμβων του Ξύλου του Σταυρού, όπερ ο Ηράκλειος έφερεν εκ της Ιερουσαλήμ εις ΚΠολιν, έρρεεν υγρόν ευωδέστατον διά του οποίου ιατρεύετο πάσα ασθένεια. Αλλά και το άγιον έλαιον της κανδήλας του Τιμίου Ξύλου του Σταυρού εποίει θαύματα, και εξ αυτού λαμβάνοντες οι Χριστιανοί το ωνόμαζον «έλαιον του Σταυρού» (βλ. & πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Γ ́, ως αν., σελ. 210 & σημ. 2- σελ. 211).
17) Εις την 15 Αυγούστου: Ανάμνησις της περί ημάς μεγίστης και ανυπερβλήτου φιλανθρωπίας του Θεού, ην ενεδείξατο, αποστρέψας μετ’ αισχύνης τους αθέους Αγαρηνούς, μεσιτεία της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, αναφέρεται ότι κατά τας αρχάς της βασιλείας Λέοντος Γ ́του Ισαύρου του
και Κόνωνος ονομαζομένου εν έτει 716, πλήθος Σαρακηνών προσέβαλον την θεοφύλακτον ΚΠολιν με χίλια εννεακόσια πλοία. Ούτοι, καταστρέψαντες πρότερον το βασίλειον των Περσών, μετέβησαν έπειτα εις την Αίγυπτον και την Λιβύην, και εξαπατήσαντες με ψευδείς υποσχέσεις τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς, ότι εάν δεν υποταχθούν εις αυτούς δεν θέλουν τους υποχρεώση να παραβούν την Ορθόδοξον αυτών πίστιν· όμως δεν εφύλαξαν οι άθεοι τας υποσχέσεις των, και πολλούς Χριστιανούς τιμωρήσαντες ίνα αρνηθούν τον Χριστόν, εποίησαν αυτούς Μάρτυρας, επειδή δεν ηθέλησαν να ποδοπατήσουν τον Τίμιον Σταυρόν του Χριστού (πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Γ ́, ως αν., σελ. 248).
18) Εις την 17 Αυγούστου: Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων αυταδέλφων Παύλου και Ιουλιανής, ακμασάντων κατά τους χρόνους του βασιλέως Αυρηλιανού εν έτει 270, αναφέρεται ότι ιδών ο Παύλος, ότι έφθασεν ο βασιλεύς Αυρηλιανός εις την Πτολεμαίδα, παρήγγειλεν εις την αδελφήν αυτού Ιουλιανήν να έχη θάρρος και μεγαλοψυχίαν, και να σταθή προθύμως επειδή μέλλει να συμβή εν Πτολεμαίδι μέγας πειρασμός· και αυτός δε ο ίδιος εθωρακίσθη όπως παρασταθή έμπροσθεν του βασιλέως, σφραγίσας το σώμά του με τον τύπον του Τιμίου Σταυρού. Επειδή δε είδον αυτόν οι Έλληνες ποιήσαντα τον Σταυρόν του ως Χριστιανός, έφερον αυτόνεις τον βασιλέα· ομολογήσας δε ο Άγιος την εις Χριστόν πίστιν, και ελέγξας την ματαιότητα των ειδώλων, εκρεμάσθη και εξεσχίσθη (πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Γ ́, ως αν., σελ. 256-257).
≤ Σταυρού εορταί: Προς τιμήν του Τιμίου Σταυρού υπάρχουν πέντε εορταί εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν:
1) Η εορτή της Ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού υπό της μητρός του Μεγάλου Κωνσταντίνου Αγίας Ελένης, η εορταζομένη τη 6 Μαρτίου. Η Αγία Ελένη, ελθούσα το 326 εις Ιεροσόλυμα, εύρε κατόπιν αναζητήσεως τον Τάφον του Χριστού ως και τον Τίμιον Σταυρόν, του οποίου μέγα μέρος απέστειλεν εις ΚΠολιν, το δε υπόλοιπον εναπέθηκεν εις τον Ι. Ναόν της Αναστάσεως, τον οποίον αύτη έκτισεν επί του ευρεθέντος Τάφου του Χριστού. Την Εύρεσιν του Τιμίου Σταυρού υπό της Αγίας Ελένης διηγούνται πολλοί εκ των Εκκλησιαστικών Πατέρων και συγγραφέων [= Σωκράτης ο Σχολαστικός ( Ελλ. Πατρ. 67, 117)· Σωζόμενος Σαλαμίνιος ( Ελλ. Πατρ. 67, 929)· Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος ( Ελλ. Πατρ. 146, 109)· Αμβρόσιος (De obitu Theodossi XLII, Λατ. Πατρολ. 16, 1863)· Παυλίνος Νόλης (Epist. ad Severum, Λατ. Πατρολ. 61, 328)].
2) Η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού τη 14 Σεπτεμβρίου. Μετά την Εύρεσιν του Τιμίου Σταυρού υπό της Αγίας Ελένης, ο Επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος ύψωσεν αυτόν προς προσκύνησιν υπό του συρρεύσαντος πλήθους. Η Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού εορτάζεται τη 14 Σεπτεμβρίου, τη επομένη δηλαδή ημέρα του εορτασμού των εγκαινίων του υπό της Αγίας Ελένης ανεγερθέντος εν Ιεροσολύμοις Ι. Ναού της Αναστάσεως, εις τον οποίον εναπετέθη ο Τίμιος Σταυρός.
Ότε πάλιν ο Ηράκλειτος κατετρόπωσε τους Πέρσας περί το 628, έλαβε παρ’ αυτών και τον Τίμιον Σταυρόν, τον οποίον ούτοι είχον συλήσει προ 14 ετών. Ο βασιλεύς, ανυπόδητος και πενιχρά ενδεδυμένος, επανέθηκεν εις τον εν Ιεροσολύμοις Ι. Ναόν της Αναστάσεως τον Τίμιον Σταυρόν, τον οποίον υψωθέντα προσεκύνησε το
συρρεύσαν πλήθος. Η μνήμη και της Υψώσεως ταύτης του Τιμίου Σταυρού εορτάζεται παρά της ημετέρας Εκκλησίας κατά την αυτήν ημέραν, όπως και η της προηγουμένης, ήτοι 14 Σεπτεμβρίου.
3) Η εορτή του εν Ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού τη 7 Μαίου του 346, επί Κωνσταντίνου βασιλέως, υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων, του διήκοντος από του Γολγοθά μέχρι του Όρους των Ελαιών, η εορταζομένη τη ιδία ημέρα 7 Μαίου.
4) Η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως, η εορταζομένη τη Γ ́Κυριακή των Νηστειών. Κατ’ αυτήν, μετά τον Όρθρον προβάλλεται εις τους πιστούς προς προσκύνησιν ο Τίμιος Σταυρός, ίνα εντεύθεν αρυόμενοι ούτοι χάριν, μη αποκάμουν εν τω μέσω της Νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η αρχή της εορτής της
Σταυροπροσκυνήσεως προέρχεται πιθανώς εκ Παλαιστίνης, ένθα προεβάλλετο εις προσκύνησιν ο Τίμιος Σταυρός κατά την πρώτην Κυριακήν μετά την 6 Μαρτίου· την ημέραν δηλαδή, κατά την οποίαν εωρτάζετο η Εύρεσις του Τιμίου Σταυρού υπό της Αγίας Ελένης, έπειτα δε κατά την Δευτέραν του Πάσχα.
5) Η εξέλευσις [= η έξοδος] εκ των ανακτόρων της ΚΠόλεως του Τιμίου Ξύλου του Σταυρού και της εναποθέσεως αυτού εις το Άγιον Βήμα του Ι. Ναού της Αγίας Σοφίας, εξ ου εγίνετο Λιτανεία εις όλην την πόλιν, μετά την οποίαν επανεφέρετο ο Τίμιος Σταυρός εις τα ανάκτορα. Κατά τον Συναξαριστήν, τα προεόρτια της εορτής ταύτης εωρτάζοντο την 31 Ιουλίου· η δε ανακομιδή [= η επιστροφή] του Τιμίου Ξύλου του Σταυρού εις τα ανάκτορα, εωρτάζετο την 14 Αυγούστου (πρβλ. Συναξαριστάς).
≤ Η περιαγωγή του Τιμίου Σταυρού εις την ΚΠολιν: Συμφώνως με την παράδοσιν, η περιαγωγή του Τιμίου Σταυρού εγίνετο προς αγιασμόν της ατμοσφαίρας και αποτροπήν των λυμαινομένων την ΚΠολιν νόσων. Ο Τίμιος Σταυρός, εξαγόμενος εκ του Σκευοφυλακίου του Ι. Ναού της Αγίας Σοφίας, προετίθετο εις προσκύνησιν τη 25 Ιουλίου εις τον νάρθηκα του Ι. Ναού του Αγίου Βασιλείου προ του Ι. Ναού του Αγίου Στεφάνου της Δάφνης εν τω παλατίω· από δε της 26 έως 28 προετίθετο εις τον ρηθέντα Ι. Ναόν του Αγίου Στεφάνου· μεθ’ ο περιήρχετο την πόλιν και περί τα τεί-χη μέχρι της 13 Αυγούστου, ότε απετίθετο εις τον ευκτήριον οίκον του Αγίου Θεοδώρου εν τω παλατίω· την 14 δε του μηνός έμενεν εν τω Ι. Ναώ της Θεοτόκου του Φάρου και εκείθεν επέστρεφεν εις το Σκευοφυλάκιον (Πορφυρογ., Εκθ. Α ́, σελ. 539-540)· (πρβλ. Γεδεών Μανουήλ Ιω. (Μεγάλου Χαρτοφύλακος της του Χριστού Εκκλησίας), Βυζαντινόν Εορτολόγιον, εν Κωνσταντινουπόλει [1899], σελ. 142).
† Εις το Βυζαντινόν Εορτολόγιον του Μανουήλ Ιω. Γεδεών (14 Σεπτεμβρίου): Ανάμνησις της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, αναγράφονται τα εξής: «Αι λέξεις αύται παρά τω λεγομένω Βασιλειανώ, καθ’ ο ευρούσα τον τίμιον Σταυρόν εν Ιερουσαλήμ η μακαρία Ελένη προσεκύνησε μετά της συγκλήτου· επειδή δ’ εζήτησε και ο λαός να προσκυνήση, διά πολλήν πλήθους συρροήν ̔ ̔ητήσατο καν ιδείν αυτόν· και ήρξατο κράζειν ο λαός, Κύριε ελέησον· και ετυπώθη εις ύψωσιν ̓ ̓, ει και, κατά παλαιάν επίσης παράδοσιν, η ύψωσις εωρτάζετο τη 14 σεπτεμβρίου προς ανάμνησιν πρώτον μεν της ευρέσεως των τιμίων ξύλων υπό της μακαρίας Ελένης, δεύτερον δ’ ότε μετεκομίσθησαν από Απαμείας επί Ιουστίνου ̔ ̔και προσκυνούνται τη μεσονηστίμω ̓ ̓ (Ιεροσλμ. Βιβλ. Β ́, σελ. 483)· εγένετο δ’ η των τιμίων ξύλων είσοδος από της Απαμείας της δευτέρας της Συρίας εις Κωνσταντινούπολιν τω 574 (Κεδρηνός· Α ́, σελ. 685).
< Τας περί του σχήματος του Σταυρού θεωρίας των αρχαιολόγων ή καινολόγων καταλιπών τοις περί τα τοιαύτα δεινοίς, οίοι παρ’ ημίν ούκ εισι, τας δε δημώδεις παραδόσεις τω περί ταύτας δεινώ Νικοδήμω, προσέχω τοις ιστοριογράφοις, καθ’ ούς το ήμισυ του τιμίου Σταυρού εν αργυρά θήκη θησαυρίσασα απέθετο εν Ιεροσολύμοις η αγία Ελένη· το δ’ έτερον ήμισυ, σταλέν εις Κωνσταντινούπολιν, ο Κωνσταντίνος Α ́ ̔ ̔τω εαυτού ανδριάντι κατέκρυψεν, ος εν τη αγορά Κωνσταντίνου επί του πορφυρού κίονος ίδρυται· τούτο μεν ακοή γράψας έχω· τους ήλους δε χαλινούς τε και περικεφαλαίαν ποιήσας εκέχρητο ̓ ̓ (Σωκράτης· Εκκλ. Ιστ. Α ́, ιζ ́. Σωζόμενος, Β ́, α ́).
< Εις των τιμίων Ήλων αναφέρεται σωζόμενος εν Κωνσταντινουπόλει επί Αλεξίου Κομνηνού, άγνωστον όμως εν τίνι μονή (Άννα Κομνηνή· Α ́, σελ. 421). Παράδοσις δ’ υπήρχεν ότι τους Ήλους πάντας ο Μ. Κωνσταντίνος έθετο επί του ανδριάντος του ισταμένου επί του κίονος του Κωνσταντινιανού φόρου (κατά τον βίον Ανδρέου του διά Χριστόν σαλού. Δουκαγίου σημειώσεις εις Ζωναράν· (Δινδορφ. ΣΤ ́, 31).
< Προστεθείσθω, ότι περί τα μέσα της ΣΤ ́εκατονταετηρίδος εσώζετο εν Απαμεία ̔ ̔ξύλον πηχυαίον του Σταυρού μέρος ̓ ̓ εντός ξυλίνης θήκης χρυσώ και λίθοις τιμίοις κεκοσμημένης· εν τινι δε της πόλεως συμφορά Θωμάς ο Απαμείας, αιτήσει των κατοίκων, εξήγαγε προς προσκύνησιν· περιαγομένου δ’ εν τω ναώ του τιμίου ξύλου ̔ ̔ύπερθεν αυτού σέλας πυρός επεφέρετο… βαδίζοντός τε του ιερέως (επισκόπου δήλα δη) πανταχή του νεώ συμπροήει το σέλας ̓ ̓ (Προκοπίου, Ιστορίαι· Α ́, σελ. 200-201, παράβαλε Ευάγριον· Εκκλ. Ιστ. Δ ́, κστ ́). Κατά τον Ι ́αιώνα ο μέγας Σταυρός του Μ. Κωνσταντίνου απέκειτο εν τω ναώ του αγίου Στεφάνου της Δάφνης (Πορφυρογεν. Εκθ. Α ́, σελ. 640)· (πρβλ. Γεδεών Μανουήλ Ιω. (Μεγάλου Χαρτοφύλακος της του Χριστού Εκκλησίας), Βυζαντινόν Εορτολόγιον, ως αν., σελ. 167-168)].
≤ Οι Σταυρωταί του Ιησού Χριστού [= Ηρώδης Αντίπας, Πόντιος Πιλάτος, Άννας και Καιάφας]:
1) Ο Ηρώδης Αντίπας ήτο υιός του Ηρώδου του Μεγάλου και εν τοις Ευαγγελίοις αναφέρεται ως τετράρχης [= της Γαλιλαίας και της Περαίας], αλλά και ως βασιλεύς (Μαρκ. στ ́ 14). Είναι εκείνος, όστις διά των πανούργων σχεδίων της Ηρωδιάδος απεκεφάλισε τον Τίμιον Πρόδρομον. Τούτον ο Ιησούς είχεν άλλοτε αποκαλέσει ̔ ̔αλώπεκα ̓ ̓ (Λουκ. θ ́ 9, κγ ́ 7-15, ιγ ́ 31).
<Συμφώνως με τον Ευαγγελιστήν Λουκάν, ιδών ο Ηρώδης τον Ιησούν, λίαν εχάρη· επεθύμει γαρ ιδείν αυτόν, ακούων αυτού τα θαύματα α εποίει, ουχ ότι ήθελεν ίνα κερδήση τι ψυχωφελές εκ της θείας αυτού διδασκαλίας, αλλ’ επειδή ήκουεν ότι σοφός εστι και τερατουργός, διά ταύτα επεθύμει τρόπον τινά ιδείν αλλόκοτον άνθρωπον, και ακούσαί τι παράξενον παρ’ αυτού. Ενδύσας ούν αυτόν λαμπράν εσθήτα, ήρξατο ερωτάν αυτόν πόθεν ην, και εκ ποίου γένους, ο δε Ιησούς εσιώπα. Ειστήκησαν δε οι Αρχιερείς κατηγορούντες αυτόν. Ο ούν Ηρώδης θέλων και θαύμά τι ιδείν εξ αυτού γενόμενον, και μη ιδών, και ότι ουδέ καν απόκρισιν έδωκεν αυτώ, εμπαίξας αυτόν και εξουδενήσας, περιβαλών αυτόν εσθήτα λαμπράν απέστειλεν αύθις προς τον Πιλάτον, και γεγόνασι φίλοι ότε Πιλάτος και Ηρώδης, εν εκείνη τη ημέρα, προϋπήρχον γαρ εν έχθρα (Λουκ. κγ ́ 8-12).
< Ο Ηρώδης Αντίπας, τη υποκινήσει της Ηρωδιάδος μετέβη μετ’ αυτής εις Ρώμην, ελπίζων να λάβη τον βασιλικόν τίτλον παρά του αυτοκράτορος Καλιγούλα διαδόχου του Τιβερίου Καίσαρος, αλλ’ εξωρίσθη εις Λούγδουνον [= Λυών] της Γαλλίας· εκείθεν, αυτοκρατορική διαταγή, ωδηγήθη εις την Ισπανίαν, ένθα και απέθανε το 41 μ.Χ. (πρβλ. Θ.Η.Ε., λήμμα: Ηρώδης, τομ. 6ος, Αθήναι 1965, στ. 69-70).
2. Ο Πιλάτος ήτο Ρωμαίος επίτροπος της Ιουδαίας κατά το έτος της επικυρώσεως της θανατικής καταδίκης του Ιησού. Πιθανώς κατήγετο εκ της παλαιάς Σαμνιτικής οικογενείας των Ποντίων και υπήρξεν ο πέμπτος κατά σειράν επίτροπος μετά την καθαίρεσιν του Αρχελάου (το 6 μ.Χ.), διωρισθείς υπό του Τιβερίου Καίσαρος.
Ο Πόντιος Πιλάτος, το όνομα του οποίου συνεδέθη στενώς μετά της νέας θρησκείας, την οποίαν ίδρυσε διά του Μαρτυρικού του θανάτου ο Ιησούς, έδρασε, λοιπόν, όλως παρανόμως εις το αιματηρόν δράμα του Γολγοθά, καταδικάσας εις θάνατον, παρά την πεποίθησίν του, τον ακίνδυνον κήρυκα της Αληθείας.
< Ο Πιλάτος υπέχει ακεραίαν την ευθύνην του αδίκως εκχυθέντως τιμίου αίματος του Χριστού. Διά το πραξικόπημά του ετιμωρήθη υπό της Θείας Προνοίας παρά της ιδίας χειρός του Καίσαρος, καθώς και υπό της ιστορίας, ήτις μετέδωκε και θα μεταδίδη εις τας επερχομένας γενεάς το κατηραμένον όνομά του. Ομοίως ο Καίσαρ και τον Αρχέλαον και όλους τους πρώτους των Ιουδαίων κεφαλική τιμωρία εθανάτωσεν.
3) Ο Άννας και ο Καιάφας ήσαν οι πρωτεύοντες του Ιουδαικού λαού και της Συναγωγής, λόγω του Αρχιερατικού αξιώματος αυτών, και εις τούτους είχεν ανατεθή η τήρησις του Μωσαικού Νόμου και η ερμηνεία των Προφητών και των λοιπών Γραφών των περιλαμβανομένων εν τω Ταλμούθ. Το Αρχιερατικόν αξίωμα, παρά της κυριάρχου Ρώμης απονεμόμενον, παρείχεν αυτοίς εξουσίαν και δικαιώματα μεγάλα, των οποίων εποιούντο κατάχρησιν εις βάρος του λαού. Ο Άννας, διορισθείς Αρχιερεύς υπό του Πραίτωρος Συρίας το 8 μ.Χ., εξέπεσεν ένεκα πολιτικών λόγων και αντικατεστάθη υπό του γαμβρού αυτού Καιάφα.
< Κατ’ ουσίαν, το Αρχιερατικόν αξίωμα ο Καιάφας το είχε λάβει εκ του πενθερού του Άννα· ήτο τρόπον τινά οικογενειακόν το αξίωμα τούτο εις αυτούς, χορηγούν αυτοίς πλην των θρησκευτικών και δικαστικά καθήκοντα, ως επί της εποχής των Κριτών, καθ’ ην το Ιερατείον είχε λάβει μεγάλην δύναμιν και διέπραττεν όργια εις βάρος του λαού. Η Διδασκαλία του Ιησού, καρποφορούσα εν τω λαώ, υπέσκαπτε τα βάθρα της εξουσίας των, ήτις έβλεπον ότι ολίγον κατ’ ολίγον διέφευγεν εκ των χειρών των, διό και απεφάσισαν να φονεύσουν τον Μέγαν τούτον Διδάσκαλον της Αληθείας, όστις ήτο επικίνδυνος εχθρός αυτών, ζώντων τούτων διά του ψεύδους, της υποκρισίας και της απάτης.
< Αλλά διά να πραγματοποιήσουν την απόφασιν αυτών, έπρεπε να συλλάβουν κρυφίως τον Ιησούν, φοβούμενοι μήπως εξεγερθή κατ’ αυτών ο λαός, ο παρά τούτων μεν εμπαιζόμενος και απατώμενος, παρ’ εκείνου δε φωτιζόμενος, διδασκόμενος και ευεργετούμενος. Αφού δε θα τον συνελάμβανον κρυφίως, θα εδημιούργουν την πρόχειρον κατηγορίαν, ότι εβλασφήμησεν, αποκαλέσας εαυτόν Υιόν Θεού, όστις ηπείλησε να κρημνίση και τον Ναόν του Σολομώντος. Θα ενήργουν ταχέως και θα επετύγχανον διά των φωνασκιών την καταδικαστικήν απόφασιν του Πιλάτου, λέγοντες αυτώ ότι είναι στασιαστής και εχθρός του Καίσαρος, και ούτω θα απηλλάσοντο του επικινδύνου εχθρού των.
< Ταύτα υπελόγισαν καλώς οι αποτελούντες την Συναγωγήν υπό την προεδρίαν του Καιάφα, διότι εγνώριζον τον δειλόν και ασταθή, τον ψοφοειδή και παλίμβουλον χαρακτήρα του ηγεμόνος Πιλάτου. Ως προς τον λαόν δεν ανησύχουν, διότι ούτος θα ευρίσκετο προ τετελεσμένου γεγονότος. Το δύσκολον κατ’ αυτούς μέρος της
υποθέσεως, ήτο ο τρόπος της συλλήψεως. Αλλά και η δυσχέρεια αύτη εξέλιπε, διότι επαρουσιάσθη εις αυτούς ο Ιούδας, όστις ανέλαβε να υποδείξη το μέρος, ένθα διέμενεν ο Ιησούς την εσπέραν εκείνην, και να παραδώση αυτόν τοις στρατιώταις και την Ιουδαικήν σπείραν. Και ούτω προέβησαν οι Αρχιερείς εις το μεγαλύτερον
ανοσιούργημα αυτών, προετοιμάσαντες τον Μαρτυρικόν θάνατον εις τον Σωτήρα της ανθρωπότητος].
< Το τέλος των Αρχιερέων Άννα και Καιάφα ήτο οδυνηρόν, κατά την παράδοσιν: Ο μεν Άννας ωδηγήθη δέσμιος μετά των άλλων εις την Ρώμην. Τούτον ο Καίσαρ ουκ ηθέλησεν εξετάσαι, αλλά προσέταξε και ετύλιξαν αυτόν γυμνόν εντός νεαρού δέρματος βοός και έρριψαν εις τον ήλιον εν καιρώ θέρους· ξηρανθέν δε το δέρμα από την υπερβολικήν καύσιν του ηλίου, και σφίγξαν αυτόν βιαίως, εξήλθον τα εντόσθια αυτού, και ούτω πικρώς ετελεύτησεν. Ο δε Καιάφας ετελεύτησε καθ’ οδόν προς Ρώμην, εις το Ηράκλειον της Κρήτης. Ο τάφος αυτού σώζεται εισέτι εις την πόλιν ταύτην. Η θέσις αυτού κείται περί τα 200 βήματα μακράν της λεγομένης ̔ ̔Καινούργιας Πόρτας ̓ ̓, αριστερόθεν της εν ταίς Αρχάναις αγούσης οδού και επί των επάλξεων του εξωτερικού τείχους του φρουρίου, ένθα διακρίνεται σωρός πετρών.
≤ Πάντα δε ταύτα επράχθησαν παρά του Τιβερίου Καίσαρος, ολίγον μετά την Ανάστασιν του Κυρίου· και ούτως οι σταυρωταί του Χριστού έλαβον ανεξαιρέτως εν τη παρούση ζωή τον αρραβώνα της αιωνίου κολάσεως.
< Δυστυχώς, επί τη ανατολή του ψηφιακού ολοκληρωτισμού καθώς προείπομεν, δι’ ου σχεδιάζεται μία παγκοσμιοποίησις κατά του Χριστού και θα διευκολύνη ούτω την έλευσιν του Αντιχρίστου εις τον Κόσμον, η ιστορία παρουσιάζει ήδη μίαν φωτοτυπικήν επανάληψιν, με στόχον νυν και την Ελληνορθόδοξον Πατρίδα μας, ήτις δι’ ολίγου εκλεκτού φυράματος αντιστέκεται εις την Νέαν Τάξιν Πραγμάτων.
√ Λίαν διαφωτιστική είναι η από 22.4/5.5 2011 αταλάντευτος Ανακοίνωσις της Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους Άθω περί της Ηλεκτρονικής Διακυβερνήσεως και της «Κάρτας του Πολίτη», εξ αφορμής της καταθέσεως εις την Βουλήν των Ελλήνων του νομοσχεδίου «Διά την Ηλεκτρονικήν Διακυβέρνησιν» και την απορρέουσαν εκ τούτου μελλοντικήν έκδοσιν της «Κάρτας του Πολίτη»:
« Η ̔ ̔Κάρτα του Πολίτη ̓ ̓ ταυτοποιεί την προσωπικότητα του πολίτη και τον μετατρέπει σε ένα αριθμό του συστήματος της ηλεκτρονικής διακυβερνήσεως. Όλοι οι πολίτες εντάσσονται πλέον σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα, το οποίο ελέγχει και επεξεργάζεται τα στοιχεία της προσωπικής τους ζωής (οικονομική δραστηριότητα, θέματα υγείας, εργασίας, κοινωνικής συμπεριφοράς κ.λπ.), καταργώντας ουσιαστικά τις προσωπικές τους ελευθερίες [και καταλήγει]: Η υποχρεωτική επιβολή τοιούτου είδους Κάρτας μας ευρίσκει αντιθέτους».
< Προ δεκαετίας επεσκέφθη την ημετέραν Ιεράν Μονήν των Ιβήρων κλιμάκιον Γερμανών και Αυστριακών βουλευτών· τούτους ξεναγών ενώπιον της Θαυματουργού Εικόνος της Παναγίας Πορταιτίσσης, ηρωτήθην υφ’ ενός, ποίαν γνώμην έχω περί της παγκοσμιοποιήσεως; Άνευ περιστροφής του απήντησα, ότι εάν η μελετωμένη παγκοσμιοποίησις ενεργείται με βάσιν το Ιερόν Ευαγγέλιον τουΧριστού, τότε και ημείς θα είμεθα σύμφωνοι εις τούτο· όμως, απ’ εναντίας «σχεδιάζεται μία παγκοσμιοποίησις κατά του Χριστού», όπως είχεν είπει εις μίαν ομιλίαν του ο διορατικός Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης (†2014).
< Εις το επίκεντρον των εξελίξεων ευρίσκεται και η καθ’ ημάς Ορθόδοξος Εκκλησία. Ως γνωστόν, η Αγία μας Εκκλησία αποτελεί συνέχειαν της Αγίας Πεντηκοστής, και δεν θα πρέπη να έχη σχέσιν με την εκάστοτε μορφήν εξουσίας. Παρά ταύτα, η υπ’ αριθ. 167/6.9.2023 εκδοθείσα Εγκύκλιος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της
Ελλαδικής Εκκλησίας επί του θέματος των ηλεκτρονικών Ταυτοτήτων ή «Καρτών του Πολίτη», καταργουμένου δι’ αυτών του θεοσδότου δώρου της ελευθερίας και προβλεπομένου νυν ή οσονούπω και του χαράγματος του θηρίου εν αυταίς, συμπλέει απολύτως με την γραμμήν της υφισταμένης εκτραπείσης πολιτικής εξουσίας, καθ’ ην στιγμήν πέπλον σκότους απλούται εφ’ όλης της χώρας, και παραπέμπει εις την Ιουδαικήν Συναγωγήν της Σταυρώσεως του Ιησού Χριστού, ότε οι Αρχιερείς προέβησαν εις το μεγαλύτερον ανοσιούργημα αυτών, προετοιμάσαντες τον Μαρτυρικόν θάνατον εις τον Σωτήρα της ανθρωπότητος!
< Αλλ’ όμως: «Ιδού έρχεται μετά των νεφελών (ο Σωτήρ), και όψεται αυτόν πας οφθαλμός και οίτινες αυτόν εξεκέντησαν, και κόψονται επ’ αυτόν πάσαι αι φυλαί της γης, ναί, αμήν. Εγώ ειμι το Α και το Ω, λέγει Κύριος, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ» [= Ιδού έρχεται ο Θεάνθρωπος Κύριος με τας νεφέλας, επί των οποίων θα κάθηται ως Θεός. Και θα τον ίδη κάθε οφθαλμός. Ουχί μόνον οι πιστοί, οίτινες ελπίζουν εις αυτόν, αλλά και όλοι οι άπιστοι και ιδιαιτέρως εκείνοι, οίτινες τον εσταύρωσαν και τον ελόγχησαν επί του Σταυρού.
Και θα κτυπήσουν τα στήθη των εξ αιτίας της λύπης και του φόβου, τον οποίον θα δοκιμάσουν πάσαι αι
φυλαί της γης, όσαι παρέμειναν άπιστοι. Ναί, αμήν. Διακηρύττω και βεβαιώ τούτο εγώ, ο οποίος είμαι το Α και το Ω, η αρχή ήτις εδημιούργησε τα πάντα, και το τέλος εις το οποίον θα καταλήξουν ως ύψιστον σκοπόν των, λέγει Κύριος ο Θεός, όστις υπάρχει από τον εαυτόν του, δίχως να τον δημιουργήση άλλος, και όστις υπήρχεν αιδίως και θα υπάρχη διαρκώς και εις το μέλλον, ο Θεός ο παντοκράτωρ]
(Αποκ. α ́ 7, 8).
[ Επί τη εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, 14 Σεπτ. 2023].