20 Φεβρουαρίου 1827. Η μάχη των τριών Πύργων του Ιλισσού.


«300 υπό τον Καλλέργην κατέλαβαν τρεις πυργίσκους παρά τας εκβολάς του Ιλισσού, κατηδάφισαν το άνω μέρος αυτών, επέτρωσαν το κάτω, και ανοίξαντες τας συνήθεις πολεμίστρας ητοιμάσθησαν εις πόλεμον.
Την δε 20 φεβρουαρίου πολλοί εχθροί ώρμησαν πολλάκις εις κυρίευσιν των πυργίσκων εξ εφόδου, αλλά πάντοτε απεκρούσθησαν και πολλήν ζημίαν έπαθαν»
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ.
Ο Κιουταχής θεώρησε αναγκαία τήν κατάληψη τού Πειραιά, γιά νά μήν έχουν οι Έλληνες ένα έρεισμα στήν προσπάθειά τους νά ανακουφίσουν τούς πολιορκημένους τής Ακρόπολης.
Έτσι επιχείρησε εκ νέου τήν κατάληψη τής Καστέλλας αποστέλλοντας νέες ισχυρές δυνάμεις πεζικού καί ιππικού.
Αυτή τή φορά οι Έλληνες είχαν οχυρώσει τή θέση «Τρείς Πύργοι» καί περίμεναν κρυμμένοι σέ αυλάκια τήν επίθεση τού εχθρού.
Τά αυλάκια, πού είχαν διαλέξει νά καλυφθούν οι 500 άνδρες τών Γεωργίου Λέκκα, Χαράλαμπου Ιγγλέση (τακτικος Ελληνικος στρατος)καί Παναγιώτη Σωτηρόπουλου, δυσκόλευαν τήν κίνηση τού εχθρικού ιππικού, αφού τά άλογα βούλιαζαν μέσα στήν λάσπη καί γίνονταν εύκολος στόχος γιά τά όπλα τών αμυνομένων.
Τά βόλια τών Ελλήνων έριξαν τούς ντελήδες κάτω από τά άλογα φέρνοντας αναστάτωση τόσο στό ιππικό όσο καί στό τουρκικό πεζικό πού ακολουθούσε.
Τελικά, ο Κιουταχής αναγκάστηκε νά αποσύρει τά αποδεκατισμένα στρατεύματά του καί νά γυρίσει πίσω στά Πατήσια, εγκαταλείποντας τήν ιδέα τής κατάληψης τού Πειραιά.
Οι Έλληνες πήραν στα χέρια τους ένα τουρκικό μπαϊράκι.
Στην μάχη διακρίθηκε ο οπλαρχηγος Χελιωτης.
Ο Μακρυγιάννης αναφερόμενος στη σχετική μάχη εξάρει τη συμμετοχή του Χελιώτη:
«Σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν όλο τ’ άνθος τών Τούρκων περίπου από χίλιους διακόσιους. […]
Όλοι οι Έλληνες εκεί μέσα πολέμησαν ως λιοντάρια, κ’ εμείς από τά πλευρά τούς βαστάξαμεν ανοιχτόν τόν δρόμον της θάλασσας και τις πλάτες τους. λαμπρύνεται εκεί μέσα ο Γιώργης Σκουρτανιώτης, ο Σπύρος Δοντάς Αθηναίος, ο Σωτηρόπουλος, ο Χελιώτης πολέμησαν αντρείως.
Η πατρίς τους χρωστάγει χάριτες ολουνών όσων ήταν μέσα.»
Ο Μακρυγιαννης στα απομνημονεύματα του γράφει για την μάχη αυτή.
«Οἱ Ἕλληνες τοὺς Τούρκους τοὺς καταφρόνεσαν ὅλως δι᾿ ὅλου. Καθεμερινῶς πολεμούσαμεν, κι᾿ ὅλο τους νικούσαμεν· ποτὲ δὲν κέρδεσαν. Τοὺς πήραμεν τὸν ἀγέρα καὶ τοὺς εἴχαμεν σὰν Ὁβραίους.
Πηγαίναμεν ὡς ἀπόξω τὸ Σέντζος. Πιάσαμεν καὶ τὰ Μποστάνια λεγόμενα· εἶναι ἕνας βάλτος· ἦταν περιβόλια τῶν Τούρκων ἐκεῖ καὶ βάλτωσαν.
Βγαίνει νερὸ ὁ τόπος καὶ εἶναι κάτι χαντάκια, ὁποῦ ἂν δὲν ξέρῃ ὁ ἄνθρωπος, χάνεται.
Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι εἰς τὴν ἄκρη τὴν θάλασσα κατὰ τὸ μέρος τῶν Τριῶν Πύργων.
Ἦταν καὶ κάτι παλιόπυργοι καὶ τοὺς πιάσαμεν.
Στείλαμεν ὅλοι οἱ καπεταναῖγοι ἀνθρώπους ὡς διακόσους.
Μίαν αὐγὴ ὁ Κιτάγιας μ᾿ ὅλες του τῆς δύναμες, πεζούρα καὶ καβαλλαρία καὶ κανόνια καὶ γρανέτες, μέθυσε τοὺς Τούρκους κ᾿ ἔπιασαν τὸν πόλεμον ἀπὸ τὴν αὐγὴ μπονόρα καὶ βάσταξε ὡς τὸ δειλινό.
Καὶ ρίχτηκαν μὲ μεγάλη ὁρμὴ οἱ Τοῦρκοι ῾στοὺς δικούς μας εἰς τὰ Μποστάνια.
Στείλαμεν μιντάτι τὸν Σωτηρόπουλον μὲ καμμιὰ ἐκατοστὴ ἀνθρώπους. Κιντύνευαν.
Στείλαμεν μ᾿ ἄλλους ἑκατὸ τὸν γενναῖον Γιωργάκη Χελιώτη, ἄξιον πολεμιστὴ καὶ τίμιον πατριώτη.
Οἱ Τοῦρκοι τοὺς στένεψαν πολὺ τότε, καὶ θὰ τοὺς χάλαγαν, ὅτι πολεμοῦσαν νὰ τοὺς κλείσουνε μέσα.
Τότε κατεβήκαμεν κ᾿ ἐμεῖς καὶ πήγαμεν εἰς τὸ Γλυκὸν νερόν· καὶ βαστούσαμεν τὸν εἴσοδον ἀνοιχτὸν καὶ πολεμούσαμεν.
Καὶ βάλαμεν καὶ τὸν γενναῖον Ἰγγλέζη μὲ τὸ ταχτικὸν καὶ βαστοῦσε τὴν φτερούγα ἀκίνητος εἰς τοῦ Χαϊμαντᾶ τὴν μάντρα ὀνομαζόμενη.
Κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ ἀγαθοὶ ἄντρες τοῦ ταχτικοῦ κι᾿ ὁ ἀρχηγός τους ὁ Ἰγγλέζης ριζικάρησαν πολύ· καὶ ἡ θεία πρόνοια μᾶς ἔσωσε ὅλους.
Τὸ βράδυ κάμαμεν ριτιράτα μ᾿ ὄμορφον τρόπον.
Καὶ σώθηκαν ὅλοι οἱ ἐδικοί μας, ὁποῦ ἦταν μέσα κλεισμένοι.
Σκοτώθηκαν καὶ πληγώθηκαν ὅλο τ᾿ ἄνθος τῶν Τούρκων περίτου ἀπὸ χίλιους διακόσιους.
Πῆραν πλῆθος κεφάλια οἱ Ἕλληνες, ἄρματα, σημαῖγες καὶ τἄφεραν εἰς τὸν Φαληρέα· καὶ μαζώχτηκαν τόσοι Εὐρωπαῖγοι κ᾿ ἔβλεπαν αὐτὸν τὸν ἀφανισμόν.
Σκοτώθηκαν κι᾿ ἀπὸ τοὺς δικούς μας δυό, ἕνας καλὸς πατριώτης Ἀργίτης, γενναῖος ἄντρας κι᾿ ἀγαθός, ὀνομαζόμενος Μπεκιάρης, κ᾿ ἕνας Ἀθηναῖος.
Ὠφέλησαν πολὺ τὰ χαντάκια.
Ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἐκεῖ – μέσα πολέμησαν ὡς λιοντάρια· κ᾿ ἐμεῖς ἀπὸ τὰ πλευρὰ τοὺς βαστάξαμεν ἀνοιχτὸν τὸν δρόμον τῆς θάλασσας καὶ τῆς πλάτες τους.
Λαμπρύνεται ἐκεῖ μέσα ὁ Γιώργης Σκουρτανιώτης, ὁ Σπύρος Δοντᾶς Ἀθηναῖος, ὁ Σωτηρόπουλος, ὁ Χελιώτης – πολέμησαν ἀντρείως.
Ἡ πατρὶς τοὺς χρωστάγει χάριτες ὁλουνῶν ὅσων ἦταν μέσα.»
Στρατηγού Μακρυγιάννη
Απομνημονεύματα.

loading...