Ο Γερμανός ναζί στρατηγός τον οποίο υπερασπίστηκε ο Τσώρτσιλ!

 

Ο Έριχ φον Μάνσταϊν (Erich von Manstein, 24 Νοεμβρίου 1887 – 10 Ιουνίου 1973) ήταν Γερμανός στρατάρχης κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες της Βέρμαχτ.

Θεωρήθηκε ο ποιό ευφυής στρατιωτικός ηγέτης   της εποχής του, σύμφωνα με τους συναδέλφους του!

Υπήρξε μια κορυφαία, αλλά αινιγματική προσωπικότητα…

Πολέμησε σε όλα τα μέτωπα τόσον στον Α΄ όσο και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πήρε στους ώμους του την εκστρατεία εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, διεύθυνε τις επιχειρήσεις στο Λένινγκραντ, το Στάλινγκραντ και το Κίεβο, συγκρούστηκε ανοικτα με τον Χίτλερ ο οποίος τον καρατόμησε, γνώριζε για την απόπειρα εναντίον του, δικάστηκε με τον Ουινστων Τσόρτσιλ και τον στρατάρχη Μοντγκόμερυ να τον υποστηρίζουν (!), και μετά το τέλος του πολέμου  κλήθηκε από τον τότε Δυτικογερμανό Καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ και τοποθετήθηκε ως Σύμβουλος Εθνικής Άμυνας και πρόεδρος μιας υποεπιτροπής συμβουλευτικής προς το Κοινοβούλιο σχετικά με την οργάνωση της Μπούντεσβερ (ο γερμανικός Στρατός ύστερα από τον Πόλεμο) και της ένταξής της στο ΝΑΤΟ.

Καθώς ουδέποτε υπήρξε μέλος του Ναζιστικού Κόμματος, ο Μάνσταϊν δεν αντιμετώπισε προβλήματα όπως οι συμπαθούντες τον Εθνικοσοσιαλισμό συνάδελφοί του.

Έχοντας μεγάλη επιρροή στην Μπούντεσβερ, εθεωρείτο, κατά τα πρώτα χρόνια ύπαρξής της, ως ο “ανεπίσημος” Αρχηγός του Επιτελείου της.

ΠΑΡΩΝ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΤΩΠΑ

Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μάνσταϊν στάλθηκε αρχικά στο Ανατολικό μέτωπο:

Το 1914 υπηρέτησε στην Πολωνία, όπου τραυματίστηκε σοβαρά το Νοέμβριο. Επανήλθε στην ενεργή δράση το 1915, προαγόμενος σε λοχαγό, τοποθετήθηκε ως αξιωματικός του επιτελείου (σε επιτελική θέση παρέμεινε ως το τέλος του πολέμου) και στάλθηκε στη Σερβία το 1915-16.

Στη συνέχεια μετατέθηκε στο Δυτικό μέτωπο (Γαλλία – Βέλγιο) και έλαβε μέρος στην επίθεση του Βερντέν (1916) και στις επιχειρήσεις στην Καμπανία (1917-18).

Πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών με την Πολωνία, στις 18 Αυγούστου 1939, ο Μάνσταϊν αποσπάται από τη διοίκηση της Μεραρχίας του και τοποθετείται αρχηγός του Επιτελείου της Ομάδας Στρατιών “Süd” (νότου), τη διοίκηση της οποίας είχε ο Γκερντ φον Ρούντστεντ.

Παρεκκλίνοντας από το αρχικό του σχέδιο, ο Μάνσταϊν υπέδειξε στον Ρούντστεντ να κυκλώσει τους Πολωνούς στο Ράντομ, πράγμα που έγινε και οδήγησε στην αποκοπή των Πολωνών από το νότιο τμήμα της Βαρσοβίας, τομέα που έμεινε ανυπεράσπιστος.

Μετά βρέθηκε στην Γαλλία.

Ο Μάνσταϊν, σε άτυπη συνεργασία με τον Χάιντς Γκουντέριαν είχε προτείνει την επίθεση μέσω Αρδεννών και ως κέντρο βάρους την κωμόπολη του Σεντάν.

Με τον τρόπο αυτό παρακάμπτεται η Γραμμή Μαζινό.

Ο Χίτλερ υιοθέτησε το “σχέδιο Μάνσταϊν”, επέλεξε όμως να το καταστρώσει με λεπτομέρειες μόνος του, καθώς “μελετούσε με το φακό κάθε ξέφωτο στις Αρδέννες”.

Από το σχέδιο του Χίτλερ έλειπε το δεύτερο κύμα επίθεσης, που προέβλεπε το σχέδιο Μάνσταϊν.

Ο Μάνσταϊν προήχθη σε Αντιστράτηγο και τιμήθηκε με το Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού.

Το Λένινγκραντ –στην συνεχεια-πολιορκείται ήδη από το 1941 αλλά λόγω της φυσικής θέσης του οι Γερμανοί δεν είναι σε θέση να το καταλάβουν.

Ο Μάνσταϊν αντιτείνει ότι για να έχει επιτυχία κάτι τέτοιο, χρειάζεται και ταυτόχρονη επίθεση των Φινλανδών από το Βορρά, πράγμα που οι Φινλανδοί δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν.

Ωστόσο αποδεικνύει για μια ακόμη φορά τη στρατηγική μεγαλοφυϊα του, καθώς καταφέρνει να αποκρούσει όλες τις σοβιετικές αντεπιθέσεις – με δυνάμεις που ξεπερνούν κατά πολύ τις δικές του – και να αποτρέψει τη λύση της πολιορκίας.

Στις 27 Αυγούστου οι Σοβιετικοί εξαπολύουν σφοδρή αντεπίθεση κατά της 18ης Στρατιάς του Γκέοργκ Λίντεμαν στη λίμνη Λάντογκα.

Ο Μάνσταϊν αντιδρά αποφασιστικά, εκτρέπει τις δικές του δυνάμεις και καταφέρνει να απεγκλωβίσει την παγιδευμένη Στρατιά και σταθεροποιώντας ξανά το μέτωπο της πολιορκίας.

Αποφασίζεται, έτσι, η πολιορκία να συνεχιστεί και το 1943.

ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ

Στις 21 Νοεμβρίου 1942 και ενώ μαίνεται η μάχη του Στάλινγκραντ, με τις προοπτικές να διαγράφονται ιδιαίτερα ζοφερές για τις γερμανικές δυνάμεις, ο Χίτλερ καταφεύγει για μια ακόμη φορά στις στρατηγικές ικανότητες του Μάνσταϊν.

Τον τοποθετεί επικεφαλής της νεοσυσταθείσης Στρατιάς του Ντον (Heeresgruppe Don), ενός σχηματισμού αποτελούμενου από καταπονημένες μονάδες, ημιδιαλυμένο εξοπλισμό και μονάδες από Ρουμάνους, Ούγγρους και Ιταλούς.

Η επίθεση εξαπολύεται στις 12 Δεκεμβρίου 1942 και οι θωρακισμένες μονάδες βρίσκονται μόλις 30 μίλια από το Στάλινγκραντ στις 20 του ίδιου μήνα.

Οι Σοβιετικοί, όμως, εξαπολύουν σφοδρή αντεπίθεση, αρχικά αναχαιτίζουν και στο τέλος απωθούν τις προωθημένες γερμανικές δυνάμεις.

Ο Μάνσταϊν ζητά από τον Χίτλερ να διατάξει τη διάσπαση του κλοιού από τον Πάουλους, εκείνος όμως αρνείται πεισματικά…

Οι διαφωνίες Μάνσταϊν – Χίτλερ συνεχίζονται.

Η ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ

Οι παραινέσεις του Μάνσταϊν ανησυχούν επίσης συνεργάτες του Φύρερ, όπως ο Χάινριχ Χίμλερ και ο Χέρμαν Γκέρινγκ.

Ο πρώτος αρχίζει να τον κατηγορεί ανοικτά ως ηττοπαθή και να λέγει ότι είναι πλέον ολοσχερώς ακατάλληλος για να διοικεί στρατεύματα ενώ αμφισβητεί και την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του Φύρερ.

Όλα αυτά οδηγούν αναπόφευκτα στην απαλλαγή του Μάνσταϊν από τη διοίκηση.

Ο Χίτλερ τον ανακαλεί και τον αντικαθιστά με τον Βάλτερ Μόντελ, απονέμοντάς του παράλληλα και τα ξίφη επί των φύλλων δρυός (που ήδη κατείχε), την τρίτη υψηλότερη διάκριση στην τότε Γερμανία.

Ο Μάνσταϊν επιστρέφει στη Γερμανία, αρχικά εισάγεται σε μια οφθαλμολογική κλινική στο Μπρέσλαου και στη συνέχεια επιστρέφει στο Βερολίνο όπου αποσύρεται επίσημα.

Ο Μάνσταϊν γνώριζε τη συνωμοσία για την απόπειρα της 20ής Ιουλίου κατά του Χίτλερ.

Ο Χένινγκ φον Τρέσκοβ είχε έλθει σε επαφή μαζί του και τον πληροφόρησε σχετικά.

Ο Μάνσταϊν συμφώνησε με την αναγκαιότητα της πράξης, ωστόσο αρνήθηκε να συμμετάσχει, λέγοντας “Preussische Feldmarschälle meutern nicht” (Οι Πρώσοι Στρατάρχες δεν στασιάζουν).

Εξέφρασε, επίσης, φόβους για πιθανό εμφύλιο πόλεμο, αν η απόπειρα επιτύγχανε.

Αν και ο Μάνσταϊν δε συμμετείχε στη συνωμοσία των υπολοίπων και γνώριζε τα σχέδιά τους, κράτησε κλειστό το στόμα του και δεν τους κατέδωσε.

Στα τέλη Ιανουαρίου του 1945 ο Μάνσταϊν συγκέντρωσε όλα τα μέλη της οικογένειάς του και κατέφυγαν στο δυτικό τμήμα της χώρας. Στις 23 Αυγούστου 1945 παραδόθηκε επισήμως στο Βρετανό Στρατάρχη Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ.

Η ΔΙΚΗ Η ΠΟΙΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Οι Σοβιετικοί πίεζαν ισχυρά τους Βρετανούς να τον εκδώσουν για να δικαστεί στην ΕΣΣΔ. Αντ’ αυτού, υποκύπτοντας μερικά στις σοβιετικές πιέσεις, οι Βρετανοί αποφάσισαν να τον δικάσουν οι ίδιοι, σε ειδικό Στρατοδικείο που συγκροτήθηκε στο Αμβούργο τον Αύγουστο του 1949.

Ορισμένοι Βρετανοί, τόσο επειδή εκτιμούσαν τις στρατιωτικές ικανότητες του Γερμανού Στρατάρχη όσο και λόγω του αναπτυσσόμενου ψυχροπολεμικού κλίματος, εκφράστηκαν με έντονη συμπάθεια προς το πρόσωπό του.

Ο Στρατάρχης Μοντγκόμερυ και ο Μπέιζιλ Λίντελ Χαρτ (Sir Basil Henry Liddell Hart), μεταξύ άλλων, έφθασαν στο σημείο να συμβάλουν οικονομικά προκειμένου να εξασφαλίσουν στον Μάνσταϊν ένα καλό συνήγορο υπεράσπισης.

Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, επίσης, εκφράστηκε υπέρ του Μάνσταϊν, καθώς διέβλεπε ότι η κυβέρνηση του Κλέμεντ Άττλη επιχειρούσε, με αυτή της την ενέργεια, να κατευνάσει τους Σοβιετικούς.

Στο δικαστήριο ο Μάνσταϊν εκπροσωπήθηκε από το διακεκριμένο δικηγόρο Ρέτζιναλντ Τόμας Πέιτζετ (Reginald Thomas Paget).

Εκεί υποστήριξε ότι είχε πλήρη άγνοια της γενοκτονίας που διέπρατταν οι Γερμανοί στις περιοχές που κατείχαν τα στρατεύματά του. Σύμφωνα με την κατάθεσή του στη δίκη της Νυρεμβέργης έλαβε τη διαταγή του Χίτλερ περί εκτέλεσης των πολιτικών κομισάριων του Κόκκινου στρατού, (η επονείδιστη Komissarbefehl), αλλά αρνήθηκε να την εφαρμόσει.

Η υπερασπιστική γραμμή του Πέιτζετ, με την οποία είχε συνταχθεί και ο ίδιος ο Μάνσταϊν, τον απάλλαξε από τις περισσότερες από τις δεκαεπτά συνολικά κατηγορίες για τις οποίες διωκόταν.

Ωστόσο, το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για δύο αδικήματα και υπόλογο για επτά άλλα, κυρίως επειδή υιοθέτησε την τακτική της “καμένης γης” και επειδή απέτυχε να προστατεύσει τον άμαχο πληθυσμό.

Η αρχική καταδικαστική απόφαση, που εκδόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1949, προέβλεπε 18 ετών φυλάκιση.

Οι υποστηρικτές του Μάνσταϊν, όμως, ξεσήκωσαν τόσο μεγάλο θόρυβο, που η ποινή μειώθηκε στα 12 έτη.

Ο Μάνσταϊν αποφυλακίστηκε στις 6 Μαϊου 1953 για λόγους υγείας.

Μετακόμισε με την οικογένειά του στη Βαυαρία και αποφάσισε να γράψει τα απομνημονεύματά του.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1955 με τον τίτλο Verlorene Siege (= Χαμένες Νίκες) και μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1958.

Σε αυτό διατυπώνει την από μακρού παγιωμένη θέση του ότι, αν οι στρατηγοί, και όχι ο Χίτλερ, είχαν την απόλυτη ευθύνη διεξαγωγής των επιχειρήσεων και της στρατηγικής τους, ο πόλεμος στο ανατολικό μέτωπο θα είχε κερδηθεί.

Καθώς ουδέποτε υπήρξε μέλος του Ναζιστικού Κόμματος, ο Μάνσταϊν δεν αντιμετώπισε προβλήματα όπως οι συμπαθούντες τον Εθνικοσοσιαλισμό συνάδελφοί του.

Έχοντας μεγάλη επιρροή στην Μπούντεσβερ, εθεωρείτο, κατά τα πρώτα χρόνια ύπαρξής της, ως ο “ανεπίσημος” Αρχηγός του Επιτελείου της.

Ο Μάνσταϊν απεβίωσε στις 10 Ιουνίου 1973 στο Μόναχο και ετάφη με πλήρεις στρατιωτικές τιμές.

Στον επικήδειό του οι Times έγραψαν:

“Η επιρροή του προερχόταν από τη νοητική του ισχύ και το βάθος των γνώσεών του και όχι από την “ηλέκτριση” των στρατιωτών του ή την προβολή της προσωπικότητάς του” (The Times. 13-06-1973).

Δημήτρης Σταυρόπουλος

Πληροφορίες

Erich Von Manstein, Lost Victories, μετάφρ. Anthony G. Powell, Zenith Imprint, 2004 (592 σελίδες)

Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας, Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου, Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας

ΦΟΝ ΜΑΝΣΤΑΙΝ, ΕΡΙΧ (1962). victoires perdues. ΠΑΡΙΣΙ. σελ. 482.

Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Anthony Beevor, Stalingrad

 

https://www.militaire.gr

loading...