Λέα Ούπι-Βρετανία: “Το παιδί μου συχνά ντρέπεται να πει ότι είναι αλβανικής καταγωγής εξ αιτίας της κακής φήμης των Αλβανών λόγω εγκληματικότητας

Μεγαλώνοντας στην Αλβανία του Χότζα

Η ιστορία ενηλικίωσης σε ένα κράτος-φυλακή, που έγινε μπεστ σέλερ, και οι δεσμοί με την Ελλάδα

Στο εν µέρει αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Ελεύθερη, Μεγαλώνοντας στο Τέλος της Ιστορίας» (εκδ. Πατάκη), η Λέα Ούπι περιγράφει με την αθώα ματιά ενός παιδιού την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία. Είναι σαν μια αλβανική εκδοχή του «Goodbye Lenin», αφού η –ανήλικη σε αυτή την περίπτωση– κεντρική ηρωίδα μοιάζει να αγνοεί ότι γύρω της καταρρέει ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Εκείνη παραμένει προσκολλημένη στο άγαλμα του Στάλιν και στον «πατερούλη Ενβέρ» Χότζα, χωρίς να συνειδητοποιεί το σύνθετο «βιογραφικό» της οικογένειάς της. Ο προπάππους της ήταν ο Τζαφέρ Ούπι, Αλβανός πρώην πρωθυπουργός, τον οποίον το καθεστώς έχει αποκηρύξει. Εκείνη όμως θεωρεί ότι με τον «εχθρό του λαού» τη συνδέει μόνο η συνωνυμία. Η οικογένειά της μιλάει συνθηματικά μπροστά της εναντίον του Χότζα και μόνο το 1991 μετά το τέλος του καθεστώτος τολμάει να της αποκαλύψει ότι η χώρα ήταν μια απέραντη φυλακή καταπίεσης και λογοκρισίας. Ο τραυματικός εμφύλιος του 1997 την κάνει να αναθεωρήσει τα πάντα, ακόμη και την έννοια της ελευθερίας. Σήμερα είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο LSE και διδάσκει το έργο του Καρλ Μαρξ στους φοιτητές της. Μαθαίνει ελληνικά για να συνδεθεί με τις ρίζες της γιαγιάς της, περνάει τις μισές διακοπές της στη χώρα μας και θαυμάζει την Ελένη Φουρέιρα. Το παιδί της συχνά ντρέπεται να πει ότι είναι αλβανικής καταγωγής.

Μεγαλώνοντας στην Αλβανία του Χότζα-1

– Μεγαλώσατε στο Δυρράχιο, αγνοώντας πλήρως πόσο καταπιεστικό ήταν το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα ή αυτό τουλάχιστον γράφετε στο βιβλίο σας. Πόσα από αυτά είναι μυθοπλασία και μέχρι ποιο σημείo η οικογένειά σας όντως σας είχε αφήσει στο σκοτάδι;

– Το σημείο αυτό δεν είναι καθόλου προϊόν μυθοπλασίας. Οντως με είχαν αφήσει στο σκοτάδι. Μεγάλωσα φιλοδοξώντας να γίνω μια καλή πολίτις στην κομμουνιστική Αλβανία χωρίς να ξέρω ότι η οικογένειά μου ήταν «ταξικός εχθρός». Μόνο όταν άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα συνειδητοποίησα ότι οι «ταξικοί εχθροί», τους οποίους είχα εκπαιδευθεί να μισώ, ήταν οι άνθρωποι που με μεγάλωσαν. Αρχισα να κρατώ ημερολόγιο, ίσως για να αντιμετωπίσω τη σύγχυση. Πολλές λεπτομέρειες του βιβλίου έχουν αντληθεί από το ημερολόγιο, το οποίο επιβεβαιώνει πόσο πρωτόγνωρα ήταν όλα αυτά.

– Ποια είναι η σχέση σας με την Ελλάδα; Γνωρίζετε Αλβανούς που αντιμετωπίστηκαν με ρατσιστικό τρόπο από Ελληνες, ειδικά μετά τον εμφύλιο πόλεμο του 1997, ή κάποια ιστορία επιτυχίας συμπατριωτών σας στη χώρα μου;

– Εχω δύο διαφορετικές σχέσεις: η μία αφορά το παρελθόν και η άλλη το παρόν. Η πρώτη κληροδοτήθηκε από τη γιαγιά μου, η οποία γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από αλβανική οικογένεια και ήταν μέλος της οθωμανικής ελίτ. Η γιαγιά μου αγαπούσε πολύ τη Θεσσαλονίκη, αν και δεν τη θεωρούσε ελληνική πόλη, παρόλο που η ίδια μιλούσε άπταιστα ελληνικά. Για εκείνη ήταν οθωμανική πόλη, ένα πολυπολιτισμικό χωνευτήρι, το οποίο άφησε πίσω της για να μετακομίσει στην Αλβανία στα μέσα της δεκαετίας του ’30. Οταν έπεσε το κομμουνιστικό καθεστώς επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη σε μια προσπάθεια να ανακτήσει την οικογενειακή περιουσία που άφησε πίσω της, αλλά απέτυχε. Η δεύτερη σχέση μου με την Ελλάδα σχετίζεται με τις ιστορίες Αλβανών που μετανάστευσαν εκεί μετά το τέλος του κομμουνισμού. Πολλοί συμπατριώτες μου άλλαξαν το όνομά τους και βαφτίστηκαν ορθόδοξοι γιατί πίστεψαν ότι θα τους βοηθήσει να ενσωματωθούν. Πολλοί αντιμετώπισαν ρατσισμό ή ξενοφοβία. Η οικονομική κρίση και η πανδημία τούς έπληξαν βαρύτατα. Οσο για ιστορίες επιτυχίας, πανηγύρισα για τη συμμετοχή της Ελένη Φουρέιρα στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision. Διάβασα όμως ότι γεννήθηκε στην Αλβανία με το όνομα Εντέλα Φουρεράι και η περίπτωσή της αποδεικνύει τόσο τους αγώνες όσο και την επιτυχία.

– Ποια είναι η γνώμη σας για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις; Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση στην Ελλάδα (κυρίως σε εθνικιστικούς κύκλους) πως οι Αλβανοί έχουν αλυτρωτικές βλέψεις και θέλουν να δημιουργήσουν τη Μεγάλη Αλβανία, συμπεριλαμβανομένων τμημάτων της Ελλάδας, του Κοσόβου, του Πρέσεβο στη Σερβία.

– Εχουμε διαμορφωθεί από την ίδια ιστορία, έχουμε ένα κοινό οθωμανικό παρελθόν, αμφότερες οι χώρες έχουν αγωνιστεί κατά αυταρχικών καθεστώτων, το φαγητό είναι το ίδιο και το ταμπεραμέντο μας, αν κάποιος είναι πρόθυμος να καταφύγει σε γενικεύσεις, μοιάζει πολύ. Οι Αλβανοί αγωνίστηκαν περισσότερο από άλλους να γίνουν ανεξάρτητοι μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και θα έλεγα ότι ο εθνικισμός τους είναι αμυντικός κυρίως παρά επεκτατικός. Είναι όμως πάντα πιο εποικοδομητικό να επικεντρωνόμαστε στο παρόν. Ξεκίνησα πρόσφατα να μαθαίνω ελληνικά για να μελετήσω καλύτερα το παρελθόν της οικογένειάς μου και την ιστορία της χώρας μου. Οι περισσότερες διακοπές μου μοιράζονται μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Οι ταυτότητες δεν είναι αποκλειστικές. Πρέπει να αντισταθούμε σε όσους πολιτικούς επιχειρούν να μας πείσουν για το αντίθετο.

– Επιλέξατε το επιτηδευμένα αφελές ύφος του παιδιού για να αποφύγετε να γράψετε ένα δοκίμιο για μια δύσκολη ενηλικίωση; Πρόκειται δηλαδή για μια απόπειρα να χειριστείτε το τραυματικό παρελθόν με χιούμορ και προσποιητή άγνοια;

Οταν άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα συνειδητοποίησα ότι οι «ταξικοί εχθροί», τους οποίους είχα εκπαιδευθεί να μισώ, ήταν οι άνθρωποι που με μεγάλωσαν.

– Ηθελα να γράψω μια ιστορία για την ελευθερία, στην οποία πολλές φωνές θα μπορούσαν να ακουστούν ελεύθερα, καθεμία με τη δική της ερμηνεία των γεγονότων, το δικό της σύστημα αξιών και με συζητήσεις που δεν προσπαθούν να απαντήσουν σε ερωτήσεις για τους αναγνώστες, απλώς τις ξεκινούν. Ημουν αποφασισμένη να γράψω με έναν μη πατερναλιστικό τρόπο. Η ελευθερία δεν διδάσκεται. Είναι ένα ταξίδι για το οποίο ξεκινάς. Η παιδική φωνή είναι χρήσιμη και γι’ αυτό επειδή ένα παιδί δεν έχει δική του υπόσταση αναπαράγει τις απόψεις των άλλων. Δεν είναι δυνατόν να κατηγορηθεί ότι χειραγωγεί οποιονδήποτε.

– Εχετε κατηγορηθεί από κάποιους κριτικούς ότι αντιμετωπίζετε με «εξωτισμό» τον κομμουνισμό, χρησιμοποιώντας κλισέ όπως το κουτάκι Coca-Cola, το άγαλμα του Στάλιν, την κωδική φράση για τη φυλάκιση («αποφοίτηση από το πανεπιστήμιο»).

– Ολοι είναι ελεύθεροι να ερμηνεύσουν το βιβλίο όπως νομίζουν. Για εμένα ο κόσμος δεν χωρίζεται σε «εξωτικό» και «μη εξωτικό». Η κριτική βασίζεται στην ερμηνεία των βασικών συστατικών στοιχείων της ζωής στην Αλβανία μέσα από ένα πρίσμα, συνήθως διαμορφωμένο από σχήματα που κυριαρχούν εκτός της χώρας μου. Το βιβλίο προσπάθησε να κάνει το αντίθετο. Μιλώντας για την τοπική πλαισίωση διεθνών συμβόλων και πολιτισμικών χαρακτηριστικών επιχείρησε να δώσει φωνή στους Αλβανούς πολίτες. Να τους παρουσιάσει όχι σαν μια ομάδα ανθρώπων που έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου, αλλά ως ανθρώπινα όντα.

Μεγαλώνοντας στην Αλβανία του Χότζα-2

– Είστε ένα από τα επιφανέστερα παραδείγματα brain drain στην Αλβανία. Ποια είναι η γνώμη σας για τη δυναμική αλβανική διασπορά; Θα επιστρέψουν ποτέ οι συμπατριώτες σας;

– Το brain drain είναι μια επιδημία για την Αλβανία. Δυστυχώς δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Αυτό που αποτελεί κέρδος για τις πλούσιες χώρες, η προσέλκυση μεταναστών με δεξιότητες, είναι απώλεια για τις φτωχές. Η μόνη εναλλακτική είναι να υπάρξει μια αντίστοιχη εξέλιξη, στο πλαίσιο της οποίας η ελευθερία μετακίνησης περιλαμβάνει την ελευθερία παραμονής στην πατρίδα. Αυτό προϋποθέτει πως η μετανάστευση δεν αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα, αλλά ως απόρροια παγκόσμιας αδικίας. Για να το λύσουμε πρέπει να αναστοχαστούμε την παγκόσμια οικονομική και πολιτική τάξη.

– Διάβασα στον λογαριασμό σας στο Twitter ότι το παιδί σας κρύβει πως είναι αλβανικής καταγωγής από τους συμμαθητές του.

– Εσχάτως υπάρχει μια καμπάνια αρνητικών στερεοτύπων και ξενοφοβίας που στοχοποιεί Αλβανούς που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα παιδιά είναι εξαιρετικά ευαίσθητα σε τέτοια θέματα και ξέρω πως έχουν υπάρξει συζητήσεις με τους φίλους του γιου μου για το κατά πόσον οι Αλβανοί είναι «εγκληματίες», όπως ισχυρίστηκε πρόσφατα το βρετανικό υπουργείο Εσωτερικών. Οι Αλβανοί είναι η τελευταία ομάδα μεταναστών που δαιμονοποιείται και επιστρατεύεται στον πόλεμο των φτωχών κατά των φτωχών για να συγκαλύψει την αποτυχία πολιτικών. Το σενάριο είναι οικείο, οι μετανάστες κατηγορούνται ότι βλάπτουν τις συνθήκες διαβίωσης παρόλο που αμέτρητα στοιχεία αποδεικνύουν το αντίθετο. Δεν νομίζω όμως ότι αποτελεί εξαίρεση αυτό που συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ισως αλλάζουν τα ονόματα όσων στοχοποιούνται, η τάση όμως είναι ίδια σε όλη την Ευρώπη.

– Ως πανεπιστημιακός ταξιδεύετε πολύ. Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι σήμερα χρειάζονται μια αίσθηση να ανήκουν κάπου, να έχουν μια πατρίδα;

– Ναι, για να εξερευνήσουμε τον κόσμο χρειαζόμαστε ρίζες, οι οποίες όμως είναι σύνθετες. Αν μπορούσαμε να απομακρυνθούμε από το απλουστευτικό σχήμα του κρατο-κεντρικού, εθνικιστικού παραδείγματος, που δυστυχώς ακόμη διαμορφώνει τα εκπαιδευτικά μας συστήματα, θα μπορούσαμε να δούμε πως οι ρίζες μας αλληλοσυνδέονται πέρα από εθνικά σύνορα. Η ιστορία γράφεται συχνά από ελίτ που έρχονται στην εξουσία με τη βοήθεια αφηγημάτων, τα οποία αποκλείουν αντί να συμπεριλαμβάνουν. Τείνουμε να πιστεύουμε αυτά τα αφηγήματα. Είναι όμως εφικτό να κινηθούμε πέρα από την ιδέα μιας μοναδικής πατρίδας χωρίς να υπονομεύουμε την πολιτισμική μας ιδιαιτερότητα. Ετσι θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε την πολιτισμική ποικιλία ως πηγή δύναμης και πλούτου αντί απειλών. Θα μπορούσαμε να ανήκουμε σε πολλαπλές κοινότητες και να γίνουμε πολίτες του κόσμου.

ΑΠΟΨΗ

Λογοτεχνία για μια τυραννία χωρίς κάθαρση

Της Ιλίρα Αλίαϊ*

Αν δεν είχα γεννηθεί στην ίδια χώρα με τη συγγραφέα, θα είχα χαρακτηρίσει το βιβλίο ένα ευχάριστο, γλυκόπικρο και κάπως εξωτικό βιβλίο ενηλικίωσης. Τυχαίνει όμως να έχω γεννηθεί στην Αλβανία. Στη χώρα όπου η λογοτεχνία για το κομμουνιστικό παρελθόν περιορίζεται σε μερικές συνταρακτικές προσωπικές μαρτυρίες αντιφροντούντων συγγραφέων και όπου τα βιβλία με διεθνή αναγνώριση μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το κενό αυτό κάλυψε το βιβλίο «Ελεύθεροι» (σ.σ. στα αλβανικά ο τίτλος είναι σε πληθυντικό και υπονοεί οι ελεύθεροι άνθρωποι, ενώ στα ελληνικά έχει μεταφραστεί «ελεύθερη») της Λέα Ούπι – τουλάχιστον στο κομμάτι της διεθνούς αναγνώρισης.

Η συγγραφέας επιλέγει τον 11χρονο εαυτό της για να διηγηθεί τη δική της ιστορία και μαζί την ιστορία της χώρας στα τέλη της δεκαετίας του ’80, την πτώση του καθεστώτος και όσα ακολούθησαν. Το ευφυές τέχνασμα της σκηνοθετημένης αφέλειας κάνει το βιβλίο ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Η δε επιμελημένη προβολή του κομμουνισμού μέσα από τα μάτια της μικρής Λέα δημιουργεί μεγάλα ερωτήματα. Η μικρή Λέα είναι αφοσιωμένη στα διδάγματα και στις επιταγές του κόμματος, ονειρεύεται να μεγαλώσει και να υπηρετήσει και εκείνη με τη σειρά της το κόμμα και το καθεστώς. Και η ενήλικη Λέα; Τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα και προκαλούν μεγάλη αμηχανία. Αν η μικρή Λέα δεν έχει ηθικά διλήμματα σχετικά με το κομμουνιστικό καθεστώς, η Λέα που περνάει από το στάδιο της ενηλικίωσης οφείλει να τοποθετηθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια. Η Λέα που ενηλικιώνεται περιγράφει μια χώρα σε πνευματική και οικονομική κατάρρευση, γεγονός που η ίδια αποδίδει στον ξέφρενο φιλελευθερισμό. Παραλείπει, ωστόσο, να αναρωτηθεί τι κατάλοιπα αφήνει μια δικτατορία 45 ετών και πώς μια χώρα που βρισκόταν σε πλήρη απομόνωση για μισόν αιώνα μπορεί να επανενταχθεί στο διεθνές γίγνεσθαι.

Τριάντα τρία χρόνια μετά την πτώση της κομμουνιστικής δικτατορίας στην Αλβανία, δεν υπάρχει ακόμη μία ημέρα μνήμης για τα χιλιάδες θύματα του καθεστώτος.

Ενα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου κάνει μια αποτίμηση των γεγονότων μετά την πτώση του καθεστώτος. Αν το βιβλίο έχει την πρόθεση να αντιπαραβάλει τα δύο συστήματα, πρόκειται για μια πολύ προβληματική και αναντίστοιχη προσέγγιση. Το καθεστώς που η Αλβανία βίωσε ήταν μια δολοφονική τυραννία. Δεν ήταν κάποιο εναλλακτικό μοντέλο διακυβέρνησης για το οποίο, 30 χρόνια αργότερα, μπορούμε να κάνουμε φιλοσοφικούς στοχασμούς για όσα πήγαν καλά και όσα όχι. Συχνά είχα την εντύπωση ότι η συγγραφέας προσπάθησε να αναδείξει τα υπέρ και τα κατά των δύο αυτών κόσμων. Σαν να είναι, δηλαδή, κανείς στη φυλακή για 50 χρόνια και εσύ να του λες «ε, και ο έξω κόσμος έχει και αυτός τα κακά του». Πόσο κυνικό θα ήταν κάτι τέτοιο;

Τριάντα τρία χρόνια μετά την πτώση της κομμουνιστικής δικτατορίας στην Αλβανία, δεν υπάρχει ακόμη μία ημέρα μνήμης για τα χιλιάδες θύματα του καθεστώτος. Μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία για τυραννικά καθεστώτα χωρίς την ηθική υποχρέωση των συγγραφέων να τοποθετηθούν χωρίς εκπτώσεις; Πόσο μάλλον όταν μέλη του τότε κομμουνιστικού κόμματος παραμένουν μέχρι σήμερα σε θέσεις-κλειδιά και η παρούσα κυβέρνηση αρέσκεται να αποσιωπά το κομμουνιστικό παρελθόν. Η ίδια αυτή κυβέρνηση φιλοξένησε την παρουσίαση του βιβλίου στα Τίρανα παρουσία όλης της πολιτικής ελίτ και των προσωπικών ΜΜΕ του πρωθυπουργού. Κανένα από τα ελεύθερα μέσα ενημέρωσης δεν είχε προσκληθεί στην εκδήλωση. Η οποία πραγματοποιήθηκε στην πρώην βίλα του δικτάτορα – ένα «άβατο» που δεν είναι προσβάσιμο για το κοινό και που η συγγραφέας «πάντα ήθελε να επισκεφτεί όταν ήταν παιδί»(!).

* Η κ. Ιλίρα Αλίαϊ είναι εκπαιδευτικός. Γεννήθηκε στην Αλβανία. Εζησε στην Ελλάδα. Σήμερα ζει στο Βερολίνο.

https://www.kathimerini.gr/

loading...