ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΗΣΙΟΔΟΣ; ΠΟΙΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ;

Για τον Ησίοδο που έζησε τον 8ο αι περίπου

και υπήρξε ποιητής, συγγραφέας και ραψωδός, ο δεύτερος σπουδαιότερος ποιητής μετά τον Όμηρο, λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε.

Πως όμως συνδέονται ένας χρησμός, μια συκοφαντία, τα δελφίνια με το τέλος της ζωής του;

Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι της γνώσης.

▪️▪️▪️▪️▪️▪️▪️▪️▪️▪️▪️▪️▪️▪️▪️

Ο τρόπος και χρόνος θανάτου του είναι συγκεχυμένος. 

Μία παράδοση θέλει τον τάφο του Ησίοδου στον Ορχομενό Βοιωτίας, συγκεκριμένα στην αγορά όπου λέγεται πως αιώνες μετά, ακόμη δείχνανε οι κάτοικοι τον τάφο του.

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το μαντείο των Δελφών έβγαλε χρησμό ότι ο Ησίοδος θα «πέθαινε στη Νεμέα», οπότε εκείνος κατέφυγε στη Λοκρίδα, όπου όμως σκοτώθηκε στον τοπικό ναό του Νεμαίου Δία και ετάφη εκεί.

Γύρω από το θάνατο του Ησιόδου υπήρχαν διάφορες θρυλικές αφηγήσεις. 

Έλεγαν ότι φονεύτηκε στην Λοκρική Οινόη από τους Αμφιφάνη και Γανύκτορα, αδελφούς της Κρυμένης, την οποία ο Ησίοδος είχε διαφθείρει.

Ακόμη και η τύχη των οστών του είναι γεμάτη από θρύλους.

Για τον τρόπο που βρήκαν τα οστά, ή τα υποτιθέμενα οστά, του Ησιόδου και για την κύρια αιτία της μεταφοράς τους ειδικά στον βοιωτικό Ορχομενό, ο Παυσανίας (IX,38,3) αναφέρει την ακόλουθη βοιωτική παράδοση:

«Όταν μία επιδημική λοιμώδης αρρώστια είχε πέσει στον Ορχομενό σε ανθρώπους και ζώα, έστειλαν αντιπροσώπους στον θεό Απόλλωνα και η Πυθία έδωσε την απάντηση ότι πρέπει να μεταφέρουν τα οστά του Ησιόδου στον Ορχομενό, και ότι άλλος τρόπος θεραπείας δεν υπάρχει γι’ αυτούς. Αφού τα βρήκαν, τα πήγαν με ευλάβεια. Και ο λαός του αρχαίου Ορχομενού πήρε θάρρος και άρχισε να πιστεύει ότι η μεγάλη συμφορά θα περάσει πολύ γρήγορα». 

Σύμφωνα με τις περισσότερες πληροφορίες, στον, επί του Ορχομενού, τάφο ανεγράφη το γνωστό εκείνο ως «επιτάφιο εις Ησίοδο», επίγραμμα: 

“Άσκρη μεν πατρίς πολυλήιος, αλλά θανόντος

 Οστέα πληξίππων γή Μινυών κατέχει Ησιόδου, του πλείστον εν ανθρώποις κλέος εστίν Ανδρών κρινομένων εν βασάνω σοφίης”.

“πατρίδα του ήταν η Άσκρη με τον πολύ ήλιο, όταν όμως πέθανε η γη των εξαίρετων καβαλάρηδων Μινυών δέχτηκε τα κόκαλά του, του Ησιόδου, που μεγάλη θα είναι η δόξα του, όταν για τους ανθρώπους κριτήριο γίνει η σοφία”. 

Το πιο αναλυτικό όμως απόσπασμα γύρω από τον θάνατο του Ησιόδου, μας έρχεται από τον Ηθικά του ΠΛΟΎΤΑΡΧΟΥ ( Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον) .

Λέει λοιπόν:

“Κάποιος, Μιλήσιος καταπώς φαίνεται, που μαζί του ο Ησίοδος διέμενε φιλοξενούμενος στη Λοκρίδα, συνευρέθηκε κρυφά με την κόρη του ανθρώπου που τους φιλοξενούσε. 

Όταν το πράγμα αποκαλύφθηκε, ο Ησίοδος κίνησε την υποψία ότι γνώριζε το αδίκημα από την αρχή και ότι συνεργάστηκε στην απόκρυψή του. 

Ο ίδιος δεν έφταιγε σε τίποτε, το έφερε όμως η στιγμή και έπεσε, άδικα, θύμα οργής και διαβολής: τα αδέρφια του κοριτσιού τού έστησαν ενέδρα κοντά στον ναό του Νέμειου Δία στη Λοκρίδα και τον σκότωσαν — μαζί του και τον συνοδό του, που το όνομά του ήταν Τρωίλος. 

Στη συνέχεια έσπρωξαν τα σώματά τους προς τη θάλασσα, και του μεν Τρωίλου το σώμα, παρασυρμένο έξω προς το ρεύμα του ποταμού Δάφνου, κρατήθηκε από έναν περίβρεκτο σκόπελο που προεξείχε λίγο από τη θάλασσα —ο σκόπελος αυτός έχει ως σήμερα το όνομα Τρωίλος—,το πτώμα όμως του Ησίοδου το ανασήκωσε από την ακτή ένα κοπάδι δελφίνια και το μετέφερε προς το Ρίο, στην περιοχή της Μολύκρειας. 

Έτυχε τότε οι Λοκροί να τελούν την καθιερωμένη θυσία και την πανήγυρη των Ρίων, που την τελούν ώς σήμερα στο μέρος εκείνο με λαμπρότητα. 

Καθώς λοιπόν είδαν το σώμα να φέρεται προς το μέρος τους, έμειναν, όπως ήταν φυσικό, έκπληκτοι και έτρεξαν όλοι προς την ακτή. 

Όταν αναγνώρισαν το πτώμα, που ήταν ακόμη πρόσφατο, θεώρησαν —εξαιτίας της φήμης που είχε ο Ησίοδος— ότι έπρεπε να βάλουν σε δεύτερη μοίρα όλα τα άλλα προκειμένου να εξιχνιάσουν τον φόνο. 

Την έρευνά τους την ολοκλήρωσαν γρήγορα και βρήκαν τους φονιάδες: τους ίδιους τούς βούλιαξαν στη θάλασσα ζωντανούς και το σπίτι τους το γκρέμισαν. 

Ο Ησίοδος θάφτηκε στον ναό του Νέμειου Δία. 

Οι πιο πολλοί ξένοι δεν ξέρουν πού βρίσκεται ο τάφος: ο τάφος κρατήθηκε κρυφός, επειδή, όπως λένε, τον έψαχναν οι Ορχομένιοι, θέλοντας, σύμφωνα με κάποιον χρησμό, να πάρουν τα λείψανα και να τα θάψουν στον τόπο τους. 

Αν λοιπόν τα δελφίνια συμπεριφέρονται με τόση οικειότητα και με τόση αγάπη προς τους νεκρούς, είναι ακόμη πιο φυσικό να βοηθούν τους ζωντανούς, και μάλιστα όταν είναι μαγεμένα από αυλούς ή μελωδίες. 

Γιατί αυτό το ξέρουμε πια όλοι, ότι τα ζώα αυτά ευχαριστιούνται πολύ με τη μουσική και τρέχουν από πίσω της, και όταν ο καιρός είναι καλός, κολυμπούν δίπλα στους ναύτες που κωπηλατούν με τη συνοδεία τραγουδιού και αυλού, και είναι τότε μεγάλη η χαρά που τους προκαλούν αυτές οι βόλτες τους. Χαίρονται επίσης με το κολύμπι των παιδιών και αμιλλώνται στο κολύμπι. 

Αυτός είναι και ο λόγος που υπάρχει ένας άγραφος νόμος προστασίας τους: κανένας δεν τα κυνηγάει ούτε τα πειράζει, και μόνο όταν βρεθούν στα δίχτυα των ψαράδων και προκαλέσουν καταστροφή στο ψάρεμα, τιμωρούνται τότε με ξυλιές, όπως τα παιδιά όταν κάνουν αταξίες”.

◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾

Έρευνα αρθρογραφία και συλλογή πληροφοριών έγινε από την Γιώβη Βασιλική. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο μπλογκ Μυθική Αναζήτηση το 2020.

loading...