Το βράδυ που γεννήθηκε ο Ιησού Χριστός έκανε πολύ κρύο.

Η Σπηλιά ήταν κρύα και η Παναγία δεν ήξερε τι να κάνει.

Τότε ο Ιωσήφ Σκέφτηκε να ανάψει φωτιά για να ζεσταθούν λίγο Μα δεν έβρισκε πουθενά ξύλα.

Βγαίνει έξω από τη σπηλιά, κάνει μία βόλτα, μα τίποτα.

Ξαναμπαίνει πάλι μέσα στη σπηλιά παίρνει λίγα άχυρα από τη φάτνη και ανάβει φωτιά.

Μόλις τα είδε η Παναγία δάκρυσε και είπε να είναι πάντα Χρυσα.

Όμως ύστερα από λίγο τα άχυρα έσβησαν.

Η σπηλιά ξαναπάγωσε.

Βγαίνει πάλι ο Ιωσήφ και τα πόδια του μπερδεύτηκαν σε ένα ξερό κλαδί.

Ήταν δεντρολίβανο.

Ο Ιωσήφ το Άναψε και η παναγία ευχήθηκε να μοσχομυρίζει και να στολίζει τις εικόνες των Αγίων.

Μα η φωτιά κράτησε λίγο και η παγωνιά δυνάμωσε.

Τότε ο Ιωσήφ άκουσε μέσα από το σακούλι του        φωνές που του έλεγαν.

Πήγαινε Ιωσήφ στη μάνα μας την ελιά πάνω από τη σπηλιά και πες της πως κινδυνεύει ο Χριστος.

Θα στενοχωρηθεί πολύ που το ξέραμε και δεν της είπαμε τίποτα.

Ο Ιωσήφ πήγε στην Ελιά και εκείνη άρχισε να σπάει κομμάτια ξύλου από το γέρικο κορμί της και να τα σπρώχνει προς την είσοδο της σπηλιάς.

Όλη τη νύχτα έκαιγε η φωτιά και η ζεστασιά απλώθηκε γύρω από τον νεογέννητο Χριστό.

Το πρωί το δέντρο δεν υπήρχε, παρά μόνο ένα κούτσουρο ρίζας.

Όταν το είδε η Παναγία,  δάκρυσε,

Έσκυψε, το χάιδεψε και είπε.

Την ευχή μου να έχεις και να μην ξεραίνεται ποτέ!

Το λάδι σου να τρέφει και να φωτίζει τους ανθρώπους.

Το βράδυ να φωτίζει το καντήλι του Χριστού.

Μέχρι το βράδυ η ελιά ξανάγινε μεγάλη Όπως ήταν πριν.

Από τότε η ελιά δεν γερνά, ξεραίνεται , Μα από τις ρίζες της ξαναβλασταίνει και ξανανιώνει..

loading...