ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ: “Πέρασα απίστευτες φτώχειες που δε με ενοχλούσαν καθόλου. Ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις στο σπίτι σου 11 χιλιόμετρα μακρυά με τα πόδια και να σου την πέφτουν λύκοι; Αφού, αναγκαζόμουν να κυκλοφορώ με ένα σπαθί!

Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που ήταν καταπληκτική, ανάμεσα στη στάση Κολόμβου και στο διοικητήριο, με αλάνες γύρω γύρω, με άλογα –επειδή όλες οι μεταφορές γίνονταν με κάρα- με μια φέτα ψωμί και έπαιζα όλη μέρα. Έτρεχα κι έπαιζα και μπάλα ,έτρεχα κι έπαιζα… Να οικειοποιηθώ τον κόσμο.

Για να μην αλητεύω τα καλοκαίρια με έβαζε ο μπαμπάς μου σε δουλειές, και έτσι απέκτησα δεξιότητες σε διάφορες τέχνες που βέβαια μου βγήκαν σε καλό γιατί το να χτίσεις ένα στούντιο ηχογραφήσεων ήθελε από όλα.

Όλα περνούσαν από το χέρι μου.

Ήθελε ξυλουργικά, χτισίματα, ηλεκρολογικά, ηλεκτρονικά.

Το στούντιο Αγροτικόν υπάρχει ακόμα…

Τι στιγμές να θυμηθώ; Είχαμε καταπληκτικές στιγμές δημιουργίας πρώτα από όλα. Επειδή το στούντιο αποτέλεσε έναν πυρήνα και μαζεύονταν εκεί όλοι, προσέφεραν και ιδέες και παιξίματα.

Ξεκίνησα με το τραγούδι, από ένα γυμνασιακό συγκρότημα και διακριθήκαμε σε διάφορα που γίνονταν τότε.

Είχα κάνει, φαίνεται, ιδιαίτερη εντύπωση εγώ, οπότε, σε κάποια στιγμή με φώναξαν οι Ολύμπιανς να αντικαταστήσω τον Πασχάλη.

Αυτοί είχαν σταθερή δουλειά.

Ήταν η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά, αυτή.

Ο Ντύλαν με συγκλόνισε όταν τον «γνώρισα».

Όταν τον άκουσα συγκλονίστικα.

Πω, πω, είπα!

Τι δύναμη είναι αυτή!

Από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας μου ήταν το 1984.

Επειδή δεν μας φώναξε κανένας, πήγαμε μόνοι μας στην Αθήνα, νοικιάσαμε το Ζουμ(ήταν το μόνο που είχε άδεια), και τότε είχα πάρα πολύ καλή ορχήστρα, μα πάρα πολύ καλή ορχήστρα.

Κάθε βράδυ ήταν εκεί ο Μάνος Χατζιδάκης με μια παρέα όσο μεγαλύτερη μπορούσε να μαζέψει και ο Rικ Rάιτ ο κιμπορτίστας των Πινκ Φλόυντ επίσης.

Έμεινα χωρίς ορχήστρα έναν χειμώνα. Και ξαφνικά, χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι, 8 η ώρα το πρωί:

«Έλα, Νίκο, ο Μάνος!».

Λέω: «Τι έχουμε κύριε Μάνο;».

Μου λέει: «Θέλω να παίξεις στο Σείγριο».

Του λέω: «Α, δυστυχώς, Μάνο…».

«Νοέμβγριο» μου λέει…

«Ναι, εντάξει, αλλά, δυστυχώς δεν έχω ορχήστρα!».

«Να βγρεις!» λέει, και «μπαπ!» το κλείνει.

Δε σήκωνε τίποτα…

Ο δίσκος που σηματοδότησε τη λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης» που επηρέασε μετέπειτα νέους καλλιτέχνες ήταν το «Χαράτσι», σίγουρα.

Ήταν προσωπικός δίσκος, από πράγματα που ‘χα φτιάξει από χρόνια και τα δούλευα, τα δούλευα, τα δούλευα, και που φαίνονταν κατ’ αρχάς αταίριαστα μεταξύ τους, αλλά αποφάσισα να τα βάλω να συνυπάρξουν, και δεν έκανα λάθος.

Αγαπήθηκε, δε, αυτός ο δίσκος, πάρα πολύ.

“Η εκδίκηση της γυφτιάς”. Συνεχίζεται, νομίζω, βεβαίως! Βεβαίως, συνεχίζεται.

Με ποιόν τρόπο; Έχει επηρεάσει τόσα και τόσα παιδάκια που αυτή την εποχή είναι μεγάλοι, και έχουν κάνει ομάδες και παίζουν.

Η συνεργασία μου με τον Σαββόπουλο στους Αχαρνείς όταν με κάλεσε να συμμετάσχω στη χορωδία, ήταν κομβικό σημείο της καριέρας μου, και της ζωής μου.

Με τον Διονύση αγαπιόμαστε πάρα πολύ.

Είναι ο πρώτος που μου έδωσε μια φιλική καρπαζιά και μου είπε :

«Μάγκα είσαι σε καλό δρόμο».

Ο δεύτερος ήταν ο Μάνος. Και η δική του φιλική καρπαζιά ήτανε πάρα πολύ σημαντική, γιατί όπως σου είπα ήταν ένα διάστημα που είχα μείνει χωρίς ορχήστρα, κι είχα και μια πάρα πολύ βαθιά απογοήτευση από παλαιότερους συνεργάτες μου και ξανάρχισα τα πάντα από την αρχή!

Το τραγούδισμα μου είναι τροπικό. Ούτως ή άλλως. Είναι τροπικό. Δηλαδή, οι κλίμακες στις οποίες τραγουδώ, είναι τροπικές, δεν είναι αυτές που αντιστοιχούν στα πλήκτρα του πιάνου.

Και ίσως αυτό να θυμίζει flamenco, ή Αραβία, ή Μικρά Ασία, να το πούμε. Ήταν αυτό το συνονθύλευμα που ήτανε στη Μικρά Ασία: Αρμενέοι, Έλληνες, Εβραίοι…

Οι θρύλοι για μένα πάντοτε ήταν οι πνευματικοί άνθρωποι της Θεσσαλονίκης.

Δε με ενδιαφέρουν δηλαδή οι γιάπιδες και οι επιτυχημένοι, κι αυτοί που, ξέρω γω, έχουν ωραίο και βαρύ και ακριβό αυτοκίνητο.

Νομίζω πώς από αυτή την άποψη έχουμε φτωχύνει πολύ.

Έχουμε φτωχύνει…

Μαύρη φτώχεια! “

Ο Νίκος Παπάζογλου έφυγε νωρίς έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο μια Απριλιάτικη ημέρα του 2011,σε ηλικία 63 ετών, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια μουσική

κληρονομιά,μια καλλιτεχνική παραγωγή

και επιμορφωτική περιουσία,

ανεκτίμητης αξίας.

Το κενό που δημιουργήθηκε, ασφαλώς αναντικατάστατο.

Όμως μια ψυχή δε χάνεται, παρά μόνο όταν ξεχνιέται και δε μνημονεύεται από τους ζωντανούς.

Για το λόγο αυτό ο Νίκος Παπάζογλου θα ζει αιώνια στη ψυχή κάθε μουσικόφιλου Έλληνα και όχι μόνο.

Πηγή:

Αποσπάσματα από συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό THESSALONIKI CONFIDENTIAL 2010, (Εκδ. Λυμπέρη)

Συνέντευξη στην Κρυσταλία Πατούλη.

loading...