Άννα η Πορφυρογέννητη πριγκίπισσα.





Γράφει η Markesina (Ιστορικός και μέλος της Tantric Yoga Team). * 

Η μεγάλη ιστορική αλλαγή  στο Ρωσικό έθνος έγινε την εποχή του Μεσαίωνα, όταν συμμάχησαν οι Βυζαντινοί και οι Ρώσοι. Με την Ρωσοβυζαντινή συνθήκη που υπογράφτηκε στην Δρίστρα το 971 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμισκή και τον Ηγεμονα Σβιατοσλάβο, οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών έχουν αποκατασταθεί. 

Οι Ρώσοι έμποροι άρχισαν πάλι να επισκέπτονται κάθε χρόνο την Κωνσταντινούπολη, οι βυζαντινές κατακτήσεις της Κριμαίας, δηλαδή το θέμα της Χερσώνας, επέτρεπαν στην αυτοκρατορία να διατηρεί μόνιμες και γόνιμες επαφές με τους κατοίκους της βορείας ακτής της Μαύρης Θάλασσας και τον Ουκρανικών πεδιάδων. Οι ρωσοβυζαντινές σχέσεις συσφίχθηκαν ακόμη περισσότερο με αφορμή την επανάσταση του Βάρδα Φωκά από το 987 μέχρι το 989. Ο Βασίλειος Β΄, ο λεγόμενος Βουλγαροκτόνος, είχε αναγκαστεί να ζητήσει τη στρατιωτική βοήθεια των Ρώσων, προκειμένου να αντιδράσει. Η συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών είχε και άλλους όρους. Οι Βυζαντινοί υποσχέθηκαν να δώσουν την πορφυρογέννητη Άννα, αδερφή του αυτοκράτορα Βασίλειου, ως σύζυγο στον Ρώσο ηγεμόνα του Κιέβου, Βλαδίμηρο. Από την Βυζαντινή πλευρά, ο διακανονισμός αυτός αποτελούσε μια μεγάλη υποχώρηση: διοτι για πρώτη φορά μια πορφυρογέννητη θα παντρευόταν ξένο άρχοντα. 

Για αυτόν τον λόγο η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης προσπάθησε να το αποφύγει. Ομως το 989 μ.Χ , τα Ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν την Χερσώνα και η αυτοκρατορία, εξαντλημένη από τον εμφύλιο πόλεμο, αναγκάστηκε να υποχωρήσει υπό τον όρο να εκχριστιανιστεί ο Βλαδίμηρος, και μαζί του όλοι οι Ρώσοι. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ (976-1025) είχε περιέλθει το 987 σε πολιτικό αδιέξοδο.

Η σοβαρή ήττα που είχε υποστεί από τον Σαμουήλ της Βουλγαρίας είχε αναζωπυρώσει την επανάσταση του Βάρδα Φωκά στην Ανατολή, ο οποίος, έχοντας με το μέρος του το στρατό και την αριστοκρατία, είχε αυτοανακηρυχθεί σε αυτοκράτορα. 

Κάτω από τις συνθήκες αυτές πραγματοποιήθηκε η αποστολή πρεσβείας από τον Βασίλειο στο Κίεβο με το αίτημα να σταλεί στρατιωτική βοήθεια από τους Ρώσους. Κατά τις διαπραγματεύσεις, που έγιναν τον Σεπτέμβριο του 987, συμφωνήθηκε να ενισχυθεί ο Βασίλειος με ρωσικά στρατιωτικά τμήματα, καθώς και να του παρασχεθεί βοήθεια από τον Βλαδίμηρο στις επιχειρήσεις κατά της Κριμαίας, όπου πιθανώς ο αποστάτης Βάρδας διέθετε συμμάχους. Ο Βλαδίμηρος θα έπαιρνε ως αντάλλαγμα το χέρι της αδελφής του αυτοκράτορα, της πορφυρογέννητης Άννας, υπό την προϋπόθεση ότι ο ίδιος και ο λαός του θα ασπάζονταν τη χριστιανική θρησκεία. 

Η άμεση συνέπεια των διαπραγματεύσεων ήταν να αποστείλει ο Βλαδίμηρος στον αυτοκράτορα ένα σώμα από 6000 Βαραγγούς – Σκανδιναβούς, τους οποίους, λίγα χρόνια νωρίτερα είχε ο ίδιος καλέσει στη Ρωσία, για να τον βοηθήσουν να κερδίσει το θρόνο του Κιέβου και του είχαν γίνει εν τω μεταξύ ενοχλητικοί. Με την αποφασιστική βοήθεια του σώματος αυτού, αναδείχθηκε ο Βασίλειος νικητής κατά την αναμέτρησή του με τον Βάρδα Φωκά (το θέρος του 988), ενώ η συμμετοχή των Ρώσων συνέβαλε στην κατάληψη της Χερσώνας στην Κριμαία από τους Βυζαντινούς. 

Πιθανότατα στις 6 Ιανουαρίου του έτους 988, βαπτίστηκε ο Βλαδίμηρος στο Κίεβο, ενώ, την άνοιξη του ίδιου έτους, ακολούθησε η βάπτιση του λαού του Κιέβου στο ποταμό Δνείπερο και, το καλοκαίρι, ο γάμος του ρώσου ηγεμόνα με την Άννα. Ο γάμος με μια πορφυρογέννητη βυζαντινή πριγκίπισσα σήμαινε για τον Βλαδίμηρο μια χωρίς προηγούμενο αναβάθμιση του κύρους του, επειδή, μέχρι τότε, κανένας ξένος ηγεμόνας δεν είχε καταφέρει να αποσπάσει από τους Βυζαντινούς μια πορφυρογέννητη, μια πριγκίπισσα, δηλαδή γεννημένη, ως κόρη του κυβερνώντος αυτοκράτορα, στην «πορφύρα», το ιδιαίτερο διαμέρισμα του αυτοκρατορικού παλατιού. 

Η σπουδαιότητα του γεγονότος αυτού γίνεται εμφανέστερη, αν θυμηθεί κανείς τις επικρίσεις που απευθύνει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ στον προκάτοχο του Ρωμανό Λακαπηνό (920-944), επειδή έδωσε μια συγγενή του ως σύζυγο του βούλγαρου ηγεμόνα Πέτρου. Οι Βυζαντινοί, τηρώντας μέχρι τότε την παράδοση, δεν είχαν ανταποκριθεί ούτε και στου Όθωνα Α’ το αίτημα, του ηγέτη της δυτικής αυτοκρατορίας, να νυμφευθεί ο γιος και διάδοχος του Όθων Β’ μια πορφυρογέννητη και του απέστειλαν, όπως είναι γνωστό, μιαν απλή συγγενή του αυτοκράτορα, τη Θεοφανώ (972). Γίνεται λοιπόν κατανοητός ο λόγος για τον οποίο δέχθηκε αμέσως ο Βλαδίμηρος την προσφορά του αυτοκράτορα Βασιλείου, μια παραχώρηση απέναντι σε έναν αλλοδαπο, στην οποία, για πρώτη φορά, προβαίνει η αυτοκρατορία. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Τσιμισκή, η Βυζαντινή αυτοκρατορία, είχε καταστεί έρμαιο στάσεων και διχονοιών. 

Οι δύο στρατηγοί Σκληρός και Φωκάς αντιμάχονταν το στέμμα. Ο στρατηγός Βάρδας Φωκάς ένας γαιοκτήμονας από τους δυνατούς των Μικρασιατικών περιοχών πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη διεκδικώντας τον θρόνο. Τα γεγονότα αυτά ανάγκασαν τους αυτοκράτορες να παραβλέψουν την υπερηφάνειά τους και την περιφρόνησή τους προς τους ειδολωλάτρες, μέχρι εκείνη την εποχή Ρώσους. 

Κρίνοντας ότι η βοήθεια εκ μέρους του ισχυρού Βλαδίμηρου θα ήταν ικανή ώστε να διατηρήσουν τον θρόνο, δέχθηκαν την πρότασή του να παντρέψουν την αδελφή τους, με τον όρο ότι θα αποδεχθεί την χριστιανική θρησκεία, οπότε θα ήταν πλέον άξιος, όχι μόνο για το χέρι της βασιλοπούλας, αλλά και της βασιλείας των ουρανών. Το κατόρθωμά αυτό της κατάληψης της Χερσώνος, του έδωσε θάρρος και με τον αέρα του νικητή, ανάγγειλε με πρέσβεις στους Έλληνες αυτοκράτορες, ότι εάν δεν του έστελναν την αδελφή τους, την πριγκίπισσα Άννα γιά νύφη, θα επιχειρούσε την άλωση της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. 

Αυτή την πρόταση ο Βλαδίμηρος την έκανε καθαρά από φιλοδοξία, αναλογιζόμενος ότι επρόκειτο να ενωθεί με δεσμούς συγγενείας με τους ένδοξους Έλληνες αυτοκράτορες. Μάλιστα ο Βλαδίμηρος συγκατατέθηκε να βαπτισθεί με προθυμία, προκειμένου να νυμφευθεί την Άννα, ήθελε όμως, σαν επίδειξη πίστης και φιλίας, να του στείλουν πρώτα την αδελφή τους. Η κακή πολιτική κατάσταση της αυτοκρατορίας την έκανε να αποδεχθεί να υποστεί αυτήν την “θυσία”, ενώ σε αυτό συνηγόρησε και η σκέψη της ότι και λόγω θρησκευτικών λόγων επιβάλλονταν να γίνει η πράξη αυτή, διότι με αυτήν της την “θυσία” θα ήταν δυνατόν να εκχριστιανιστούν οι ρώσικοι λαοί. Η Άννα πηγε στην Χερσώνα, ακολουθούμενη από μεγάλη συνοδεία, την οποία αποτελούσαν διάσημοι κληρικοί, πολιτικοί άνδρες και καταξιωμένοι τεχνίτες όλων των τότε επαγγελμάτων. 

Λέγεται όμως ότι όταν η Άννα είδε τον Βλαδίμηρο, ο οποίος ήταν όμορφος, τον ερωτεύτηκε, οπότε και άλλαξε η στάση της απέναντί του. Επίσης ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης την υποδέχθηκε με τόσο ενθουσιασμό, ωσάν να ήταν ο σωτήρας του, που της γλύκανε ακόμη περισσότερο την ψυχή. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι Σκυλίτσης, Κεδρηνός και Ζωναράς, αποκαλούν τον «Άγιο Βλαδίμηρο» γαμπρό των αυτοκρατόρων Βασιλείου και Κωνσταντίνου, όμως δεν αναγράφουν το πότε ακριβώς αυτός νυμφεύθηκε την Άννα. 

Οι Γερμανοί και Άραβες ιστορικοί αναφέρουν αυτόν τον γάμο, ενώ ο Δίτμερος (Ditmer) αναφέρει επίσης ότι η Άννα έπεισε τον Βλαδίμηρο να βαπτισθεί. Το «Ρώσικο Χρονικό» εξ’άλλου σημειώνει, ότι ο ηγεμόνας, κατά την άφιξη της Άννας έπασχε από μυωπία ή κάποια άλλη ασθένεια των οφθαλμών, ώστε ουσιαστικά σχεδόν δεν έβλεπε. Όταν δε πείσθηκε από την Άννα και βαπτίσθηκε, ανέκτησε την όρασή του, μόλις ο χριστιανός αρχιερέας έβαλε πάνω στο κεφάλι του Βλαδίμηρου τα χέρια του. Ο Βλαδίμηρος μόλις γιά πρώτη φορά αντίκρυσε καθαράτην Άννα την Πορφυρογέννητη, έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά της και την ερωτεύτηκε παράφορα. 

Εν τω μεταξύ όλοι οι μεγιστάνες που παρευρίσκονταν στην βάπτιση έμειναν κατάπληκτοι μπροστά από το θαύμα που επιτελέσθηκε στον Βλαδίμηρο και δέχθηκαν αμέσως να βαπτισθούν μαζί με τον Βλαδίμηρο, στον ιερό Ναό των Ελλήνων χριστιανών της Χερσώνος, που ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Βασίλειο. Ο ναός αυτός βρίσκονταν δίπλα στην κεντρική αγορά της πόλης, μεταξύ των δύο ανακτόρων στα οποία κατοικούσαν ο ηγεμόνας και η μέλλουσα σύζυγός του Άννα (ζούσαν ξεχωριστά πρίν τον γάμο). Ο Μητροπολίτης Χερσώνος και οι ιερείς της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι συνόδευαν την βασίλισσα, τέλεσαν διαδοχικά το βάπτισμα, τους αρραβώνες και τον γάμο της βασίλισσας Άννας και του Βλαδίμηρου.

Με αυτόν τον τρόπο εισήχθη επισήμως ο Χριστιανισμός ως θρησκεία του Ρωσικού κράτους. Ο γάμος αυτός, όπως αναφέρει το «Ρώσικο Χρονικό», υπήρξε η ευδαιμονία της Ρωσίας και η ενίσχυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, διότι ο Βλαδίμηρος συμμάχησε με τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου και έστειλε στρατό, με τον οποίο ο Βασίλειος Β και ή αυτοκρατορία) κατάφερε να νικήσει τον Φωκά και να αποκαταστήσει την ειρήνη στην χώρα του.

Ο Βλαδίμηρος επέστρεψε στους αυτοκράτορες την πόλη που είχε αλώσει (Χερσώνα), ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης για τον γάμο του με την αδελφή τους. Απερχόμενοι οι Ρώσοι ηγεμόνες από την Χερσώνα, αντί για αιχμαλώτους, όπως συνήθιζαν, παρέλαβαν ιερείς, δύο αγάλματα και τέσσερεις χάλκινους ίππους, τους οποίους έστησαν στην αγορά του Κιέβου, σαν μαρτυρία της αγάπης της Άννας προς τις καλές τέχνες, ενώ κατέστρεψαν όλα τα είδωλα που υπήρχαν μέσα στην πόλη του Κιέβου. Κήρυξε ότι όλοι οι Ρώσοι, αφέντες και δούλοι, ώφειλαν να βαπτισθούν. Έτσι το πλήθος αθρόο, θελγόμενο από την νεαρή ηγεμόνα, έτρεχε προς τις όχθες του ποταμού Βορυσθένη και οι Έλληνες ιερείς, με την παρουσία των ηγεμόνων, εβάπτιζαν το αναρίθμητο εκείνο πλήθος. Η βασίλισσα Άννα συμμετείχε ενεργά στον εκχριστιανισμό των Ρώσων: Διατέλεσε θρησκευτικός σύμβουλος του Βλαδίμηρου και ίδρυσε πολλά μοναστήρια και εκκλησίες. Μερικοί μελετητές πιθανολογούν πως χάρισε τρία παιδιά στον Βλαδίμηρο, ο οποίος πριν από τον γάμο του με την Άννα ήταν διαβόητος για τον έκλυτο βίο του. Με αυτόν τον τρόπο, πάνω στα ερείπια της παλαιάς ειδωλολατρίας, στήθηκαν τα σύμβολα της νέας θρησκείας, ενώ στο κέντρο του Κιέβου οι ηγεμόνες ανήγειραν ναό, στην θέση που έως τότε στέκονταν το άγαλμα του Περούν. Η συμβίωση με την ευσεβή Άννα και η χριστιανική διδασκαλία, ενέπνευσαν προς τον Βλαδίμηρο τέτοια τάση προς τις αγαθοεργίες, ώστε πλέον απέφευγε την καταδίκη σε θάνατο ακόμη και για αυτούς τους δολοφόνους. Έτσι ο Βλαδίμηρος, ο οποίος σαν ειδωλολάτρης ήταν στο έπακρο φιλέκδικος, ασελγής, αιμοβόρος και αδελφοκτόνος, σαν χριστιανός έγινε άλλος άνθρωπος. Μάλιστα λέγεται ότι τόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του προς την Άννα ώστε ζήτησε να τον θάψουν δίπλα της. Η Άννα, μετακάλεσε από την Ελλάδα, όχι μόνον κληρικούς, αλλά και καλλιτέχνες, οι οποίοι εισήγαγαν την αρχιτεκτονική, την γραφή και την ζωγραφική σε αυτήν στην χώρα. Έφερε από το Βυζάντιο τις πρώτες ιερές εικόνες και εκόσμησε τον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου του Κιέβου, ο οποίος είχε ανεγερθεί από Βυζαντινούς αρχιτέκτονες και λιθοδόμους. Δυστυχώς όμως η ζωή της Άννας δεν υπήρξε μακρά. Περί το 1011 απέθανε η Βυζαντινή ηγεμονίς, η οποία υπήρξε το όργανο της θείας χάριτος, αυτή που εισήγαγε την χριστιανική πίστη στα άγρια έως τότε στίφη των ρωσικών στεππών. 

Η Άννα Πορφυρογέννητη (Анна Византийская), Άννα η Βυζαντινή, 13 Μαρτίου 963 – 1011) έγινε η σύζυγος του Μεγάλου Πρίγκηπα του Κιέβου Βλαδίμηρου Α´. Η Άννα ήταν κόρη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ρωμανού Β´ και της αυτοκράτειρας Θεοφανούς. Ήταν επίσης αδελφή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου και του Κωνσταντίνου Η´. Η Άννα ήταν πορφυρογέννητη, δηλαδή νόμιμη κόρη αυτοκράτορα που είχε γεννηθεί στο ειδικό πορφυρό δωμάτιο του βυζαντινού αυτοκρατορικού παλατιού. Ποτέ προηγουμένως μια πορφυρογέννητη δεν είχε παντρευτεί έναν ξενο ηγεμονα, μάλιστα ακόμη και προτάσεις γάμου από Φράγκους και Γερμανούς πρίγκιπες είχαν εμφατικά απορριφθεί. 

loading...