Η στρατιωτική στρατηγική και το δόγμα της Ελλάδας και Τουρκίας κατά τον πόλεμο στην Ιωνία (Μικρά Ασία) 1919-1922

του Δρ. Πολυχρόνη Ναλμπάντη, Υπτγου ε.α. Αντιπροέδρου του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (Ι.Α.Α.Α – I.S.D.A.)

Η στρατιωτική στρατηγική του κράτους, η οποία είναι μια από τις διαστάσεις της συνολικής υψηλής (εθνικής) στρατηγικής, υποστηρίζει την εθνική στρατηγική και συμμορφώνεται με την εθνική πολιτική, που υιοθετεί η κυβέρνηση για την επιδίωξη εθνικών στόχων, και αναφέρεται στη χρήση ένοπλης βίας σε ξηρά, θάλασσα, και αέρα μεταξύ των εμπολέμων.1 Αποτελεί τέχνη και επιστήμη για τη χρησιμοποίηση των ενόπλων δυνάμεων ενός κράτους στην επίτευξη των στόχων της εθνικής πολιτικής με την επιβολή βίας ή την απειλή χρήσης βίας, καθορίζει την αποστολή και τα κύρια επιχειρησιακά έργα των ενόπλων δυνάμεων, την παροχή στρατηγικών κατευθύνσεων για τον τακτικό τρόπο ανάπτυξης αλλά και γενικότερα τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής ισχύος2.

Η γενική έννοια της στρατηγικής περιγράφεται με τη σχέση: Στρατηγική = Στόχοι + Τρόποι + Μέσα, που μπορούμε να αναπτύξουμε ως μια προσέγγιση στη στρατιωτική στρατηγική3. Οι «Στόχοι» εκφράζουν τους στρατιωτικούς αντικειμενικούς σκοπούς, οι δε «Τρόποι» προσδιορίζουν τις διάφορες μεθόδους εφαρμογής της στρατιωτικής ισχύος. Στην ουσία, αυτό γίνεται με εξέταση των τρόπων δράσης (που ονομάζονται στρατιωτικές στρατηγικές έννοιες/δόγματα) και αποσκοπούν στην επίτευξη του στρατιωτικού στόχου. Τα «Μέσα» αναφέρονται στους στρατιωτικούς πόρους (στρατιωτικό δυναμικό, υλικά και πλατφόρμες οπλικών συστημάτων, οικονομικοί πόροι, δυνάμεις, υλικοτεχνική υποστήριξη κλπ.), που απαιτούνται για την εκπλήρωση της αποστολής. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εξίσωση της στρατιωτικής στρατηγικής είναι:

1 Παπασωτηρίου, Χ. (2000). Βυζαντινή υψηλή στρατηγική: 6ος – 11ος αιώνας. Αθήνα: Ποιότητα, 17. 2 JCS Pub. 1 (1987). Dictionary of Military and Associated Terms. Washington: U.S. Department of Defense, 232.

3 Lykke, F. A. Jr., (2001). Toward an Understanding of Military Strategy. Στο Joseph R. Cerami & James F. Holcomb, Jr., (Ed.). Guide to Strategy. Carlise: U.S. Army War College, 179.

1

Στρατιωτική Στρατηγική = Στρατιωτικοί Στόχοι + Στρατιωτικές Στρατηγικές Έννοιες + Στρατιωτικοί Πόροι4.

Η εννοιολογική αυτή προσέγγιση ισχύει και για τα τρία επίπεδα πολέμου: στρατηγικό, επιχειρησιακό και τακτικό. Αποκαλύπτει τις θεμελιώδεις ομοιότητες μεταξύ της εθνικής στρατιωτικής στρατηγικής, της επιχειρησιακής τέχνης και της τακτικής. Υπάρχουν δύο επίπεδα στρατιωτικής στρατηγικής: η επιχειρησιακή και η ανάπτυξη της δύναμης. Οι στρατηγικές που βασίζονται στις υπάρχουσες στρατιωτικές δυνατότητες είναι επιχειρησιακές στρατηγικές και χρησιμεύουν ως βάση για τη διαμόρφωση συγκεκριμένων σχεδίων δράσης για χρονικό διάστημα μικρής περιόδου. Οι στρατηγικές μεγαλύτερης εμβέλειας μπορούν να βασίζονται σε εκτιμήσεις μελλοντικών απειλών, στόχων και απαιτήσεων και, συνεπώς, δεν περιορίζονται από την τρέχουσα κατάσταση της δύναμης. Οι στρατιωτικές στρατηγικές μπορούν να είναι τόσο περιφερειακές όσο και παγκόσμιες και με συγκεκριμένα σενάρια απειλών5. Ο Liddell Hart τονίζει ότι προκειμένου να συζητήσουμε το θέμα του «στόχου/αντικειμενικού σκοπού» στον πόλεμο, είναι σημαντικό αφενός μεν αυτός να είναι σαφής, αφετέρου δε εμείς να έχουμε εμπεδώσει τη διάκριση μεταξύ πολιτικού και στρατιωτικού στόχου. Τα δύο αυτά είναι διαφορετικά, αλλά όχι ξεχωριστά. Για τα έθνη δεν διεξάγεται ο πόλεμος για χάρη του πολέμου, αλλά ως άσκηση πολιτικής. Ο στρατιωτικός στόχος είναι μόνο το μέσο για έναν πολιτικό στόχο/σκοπό. Ως εκ τούτου, ο στρατιωτικός στόχος θα πρέπει να διέπεται από τον πολιτικό αντικειμενικό σκοπό, με την προϋπόθεση ότι η πολιτική δεν απαιτεί αυτό που είναι στρατιωτικό, πράγμα πρακτικά αδύνατο.6 Η στρατιωτική στρατηγική διακρίνεται σε επιθετική και αμυντική, ενώ συνίσταται στην καθιέρωση στρατιωτικών στόχων, στη διαμόρφωση στρατιωτικών στρατηγικών εννοιών για την επίτευξη των στόχων και τη χρήση στρατιωτικών πόρων για την εφαρμογή των εννοιών. Όταν κάποιο από αυτά τα βασικά στοιχεία είναι ασυμβίβαστο με τα άλλα, η εθνική ασφάλεια του κράτους μπορεί να κινδυνεύσει.

Η εκστρατεία του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία υπήρξε η μεγαλύτερη πολεμική προσπάθεια, που εκτέλεσε η Ελλάδα από την έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας του 1821 μέχρι σήμερα. Το εύρος του θεάτρου πολέμου και αντίστοιχα των αξόνων εφοδιασμού, το εφαρμοσμένο στρατιωτικό δόγμα, τα είδη των επιχειρήσεων, οι τακτικές και οι στρατιωτικές στρατηγικές, που εφαρμόστηκαν για τα δεδομένα της εποχής, καταδεικνύουν ανάγλυφα το μέγεθος της εκστρατείας.

4 Ό.π., 179 – 180.

5 Ό.π., 180 – 182.

6 Liddell Hart, H. B. (1975). Strategy. New York: Praeger Publishers, 351 – 352.

2

Φωτογραφία: © Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Κατά το πρώτο εξάμηνο του 1917, ενώ η Ελλάδα ήταν διχασμένη σε δυο Κυβερνήσεις, η Ιταλία μετά από διαπραγματεύσεις με τις Δυνάμεις της Συνεννόησης (Entente) σύναψε τη συνθήκη του St. Jean de Maurienne (Απρίλιος 1917), η οποία προέβλεπε την παραχώρηση της Ιωνίας και της Σμύρνης στην Ιταλία7. Η Ιταλική κυβέρνηση αποτελούσε την κύρια διπλωματική αντίπαλο της Ελλάδας και οι διεκδικήσεις της στηρίζονταν στην αρχή της ισορροπίας των δυνάμεων στη Μεσόγειο8. Στη συνέχεια, το Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων (Βρετανός Πρωθυπουργός Lloyd George, Πρόεδρος των ΗΠΑ Wilson, Γάλλος Πρωθυπουργός Clemenceau) ενέκρινε την εισήγηση του Πρωθυπουργού Βενιζέλου για την κατάληψη της περιοχής Σμύρνης – Αϊδινίου από τα ελληνικά στρατεύματα. Το Συμβούλιο διεξήχθη χωρίς την παρουσία της Ιταλίας, λόγω της διαφωνίας τους για τη μη παραχώρηση του Fiume (σημερινή Rijeka στην Κροατία), κατά τη Συνεδρίαση της 22ας Απριλίου 19199. Η παραχώρηση της εδαφικής περιοχής της Σμύρνης στην

7 Νίδερ, Κ. (Αντγος). (1927). Η εκστρατεία της Μικράς Ασίας. Στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος Β΄, Εβδομαδιαίο Περιοδικό 37. Αθήνα: Υπουργείο Στρατιωτικών, 10 – 11. 8 ΓΕΣ/ΔΙΣ. (1960). Επίτομη Ιστορία της εκστρατείας στη Μικρά Ασία 1919 – 1922. Τα προ της Τουρκικής Επιθέσεως Γεγονότα, Τόμος 6ος. Αθήνα: ΔΙΣ/ΓΕΣ, (Ανατύπωση 2012), 15 – 17.

9 Ζαφειρόπουλος, Θ. (1984). Ο Γεώργιος Κονδύλης και η εποχή του. Αθήνα: Ζαφειρόπουλος, 116 – 117.

3

Ελλάδα, βάσει των ελληνικών αξιώσεων αναφορικά με τη Μικρά Ασία10, έγινε βάσει της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών11.

Φωτογραφία: © Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Η αποστολή Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη υπήρξε πολιτική και στρατιωτική αναγκαιότητα της Αγγλίας, Γαλλίας και ΗΠΑ για την ανάσχεση της Ιταλικής υψηλής στρατηγικής στα παράλια της Ιωνίας με τη δημιουργία τετελεσμένων, η οποία συνέβαλε στην απόφαση του πρωθυπουργού Βενιζέλου για ελληνική στρατιωτική παρέμβαση (military intervention) στη Σμύρνη12. Το μικρασιατικό ζήτημα είχε σκοπό την απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού της Μικράς Ασίας και ήταν στενά συνυφασμένο με τη «Μεγάλη Ιδέα», την ιδέα δηλαδή της αποκατάστασης του Γένους στην πάλαι πότε ακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας13. Ο κύριος σκοπός του πολέμου, στον οποίο υποβλήθηκε η Ελλάδα, ήταν η αποκατάσταση της πάγιας και

10 Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου: Φάκελος 10, Υπόμνημα του Ε. Βενιζέλου σχετικά με τις ελληνικές διεκδικήσεις στη δυτική Μικρά Ασία, 1919.

Διαθέσιμο στο: http://www.venizelosarchives.gr/rec.asp?id=39219

11 Νίδερ, Κ. (Αντγος). (1927). Η εκστρατεία της Μικράς Ασίας. Στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος Β΄, Εβδομαδιαίο Περιοδικό 37, 7-8.

12 Τσιριγώτης, Δ. (2010). Η Ελληνική Στρατηγική στη Μικρά Ασία 1919 – 1922, 140 – 141. 13 Μπουλαλάς, Κ. Κ (1959). Η Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922 (Με τον Φακό της Ιστορικής Αλήθειας), 26.

4

ασφαλούς ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή και η εξασφάλιση των Στενών των Δαρδανελλίων (Ελλήσποντου)14.

Ο Mustafa Kemal Passa, μετά από την αποβίβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη, απαγόρευσε την αποστράτευση του Οθωμανικού/Τουρκικού Στρατού στις επαρχίες και διέταξε γενική επιστράτευση. Υπό τη διεύθυνσή του, στα Εθνικιστικά Συνέδρια του Ερζερούμ (Ιούλιος 1919) και της Σεβάστειας (Σεπτέμβριος 1919) αποφασίστηκε η οργάνωση του Στρατού Εθνικής Αμύνης, με σκοπό την απόκρουση των εχθρών της Τουρκίας15.

Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, τις οποίες η Ελλάδα ανέλαβε με δική της πρόθεση, είχαν ως αντικειμενικό σκοπό την πλήρη συντριβή των Κεμαλικών δυνάμεων και, συνεπώς, έτσι θα επιτυγχάνονταν οι αντικειμενικοί σκοποί του πολέμου16. Η πρώτη περίοδος των επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία, από τον Μάιο του 1919 μέχρι τον Μάιο του 1920, χαρακτηρίζεται από επιχειρήσεις τοπικού χαρακτήρα εναντίον ατάκτων, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πλευράς στρατιωτικής στρατηγικής ή τακτικής. Γενικά, ήταν μία περίοδος στασιμότητας και αναγκαστικής αναμονής για τον Ελληνικό Στρατό, λόγω της απαγόρευσης της επέκτασης της δράσης του από τις Συμμαχικές δυνάμεις17. Αντίστοιχα, η στρατιωτική στρατηγική του Τουρκικού Στρατού (αρχικά λόγω ανεπάρκειας δυνάμεων) συνίστατο κυρίως σε αμυντική στάση και αποφυγή μάχης εκ παρατάξεως, σε υποχώρηση λόγω αναγκαιότητας σε άλλη τοποθεσία, στην παραχώρηση μεγάλων εδαφικών εκτάσεων, στην καταστροφή των συγκοινωνιών και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απομάκρυνση του αντιπάλου από τις βάσεις εξορμήσεως18. O Βενιζέλος εφάρμοσε τη στρατιωτική στρατηγική της εξουθένωσης του Kemal, οριοθετώντας το κέντρο βάρος του αντίπαλου στην Κωνσταντινούπολη, υπογραμμίζοντας τοιουτοτρόπως τις στρατιωτικές δυνατότητες και τον υψηλό βαθμό τρωτότητας της ελληνικής στρατιωτικής στρατηγικής στις επιχειρήσεις στην Ιωνία19.

14 ΓΕΣ/ΔΙΣ/Φ298/Α/2, Στρατιά Μικράς Ασίας/Επιτελείον/Γραφείο Επιτελάρχη: Σκέψεις επί της Στρατιωτικής Κατάστασης μετά το πέρας των Επιχειρήσεων υπο του Υποστράτηγου Ξενοφώντος Στρατηγού, 1 – 2.

15 Κανελλόπουλος, Δ. Κ. (Ανχης). (1936). Η Μικρασιατική Ήττα, Αύγουστος 1922. Αθήνα: Ν. Τιλπέρογλου, 51 – 52.

16 ΓΕΣ/ΔΙΣ/Φ298/Α/2, Στρατιά Μικράς Ασίας/Επιτελείον/Γραφείο Επιτελάρχη: Σκέψεις επί της Στρατιωτικής Κατάστασης μετά το πέρας των Επιχειρήσεων υπο του Υποστράτηγου Ξενοφώντος Στρατηγού, 2 – 3.

17 Λαλούσης, Χ. (Υπτγος / Δκτης ΣΣΕ). (2018). Συνέντευξη 18 Ιανουαρίου 2018.

18 Ό.π.,

19 Τσιριγώτης, Δ. (2010), 225.

5

Η στρατιωτική στρατηγική του Βενιζέλου είχε περιορισμένους αντικειμενικούς σκοπούς μέσω της διεξαγωγής περιορισμένου πολέμου (limited war)20. Οι επιθετικές αναγνωρίσεις προς Φιλαδέλφεια – Προύσα – Ουσάκ από τον Ιούνιο του 1920 είναι οι πρώτες σε σχετικά μεγάλη κλίμακα, που ανέλαβε ο Ελληνικός Στρατός. Κατά τις επιχειρήσεις αυτές, οι Ελληνικές δυνάμεις πέτυχαν με ευχέρεια και με μικρές απώλειες να καταλάβουν τους γεωγραφικούς αντικειμενικούς σκοπούς, αλλά δεν πέτυχαν τη συντριβή των εθνικιστικών τουρκικών δυνάμεων του Kemal, οι οποίες απλά και μόνο ηττήθηκαν στο τακτικό πεδίο21. Η δεύτερη περίοδος αφορά στις επιθετικές επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921, με τις οποίες επιδιωκόταν η κατάληψη της στρατηγικής γραμμής Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ, με αντικειμενικό σκοπό τη συντριβή του αντιπάλου, τη διάλυση και την αιχμαλωσία των Τουρκικών δυνάμεων22. Οι επιθετικές επιχειρήσεις κατέληξαν σε πλήρη αποτυχία, οφειλόμενη στην εφαρμογή κακώς προετοιμασμένου σχεδίου επιχειρήσεων, την ανεπάρκεια δυνάμεων για την εφαρμογή του, την υποτίμηση των δυνατοτήτων του εχθρού και την αδέξια διεύθυνση του αγώνα των επιχειρήσεων από τη Στρατιά23. Κατά τις επιχειρήσεις αυτές ο Ελληνικός Στρατός αντιμετώπισε εχθρό συγκροτημένο και άριστα διοικούμενο, η δε διεύθυνση των επιχειρήσεων από την Ανώτατη Τουρκική Διοίκηση υπήρξε πράγματι ουσιαστική και δύναται να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα στρατηγικού ελιγμού. Η Τουρκική διοίκηση βασίσθηκε στην κινητή άμυνα, αποφεύγοντας το στατικό πνεύμα στη διεξαγωγή του αμυντικού αγώνα και εκμεταλλευόμενη κατά τον καλύτερο τρόπο τα διατιθέμενα μέσα, επηρέασε δε καθοριστικά την εξέλιξη των επιχειρήσεων τοπικά και χρονικά, δείχνοντας υψηλό επίπεδο στρατηγικής και τακτικής αντίληψης24.

20 Το 1827, ο Clausewitz, έπειτα από 11 έτη μετά από την περίοδο του Napoleon όπου η Ιερά Συμμαχία διαφύλαττε το status quo της Ευρώπης, αντιλήφθη ότι η ανάλυσή του, που αφορούσε στον «απόλυτο πόλεμο/absolute war», δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε όλους τους πολέμους, επειδή μερικοί πόλεμοι δεν έμοιαζαν με τον «απόλυτο πόλεμο» του Napoleon. Καθώς οι πολιτικοί στόχοι του Napoleon ήταν απεριόριστοι (unlimited), οι στρατιωτικοί του στόχοι και αυτοί ήταν απεριόριστοι και αντίστοιχα η βία σε αυτούς τους πολέμους δεν είχε όρια. Συνεπώς στο ερώτημα γιατί οι πόλεμοι δεν έμοιαζαν με τον «απόλυτο πόλεμο» του Napoleon; Η απάντηση είναι ότι οι πόλεμοι είναι πολιτικά εργαλεία και δεν μπορούν να λάβουν τις πραγματικές τους διαστάσεις, εάν η πολιτική τους θέτει περιορισμούς. Έτσι, περιορισμένοι πολιτικοί στόχοι (limited political aims), καταλήγουν σε περιορισμένους στρατιωτικούς στόχους. Έτσι ο Clausewitz ξεκίνησε τη συγγραφή του βιβλίου, αλλά ποτέ δεν το ολοκλήρωσε, (βλ. Hauser, B. & Freedman, L. (2001). Στρατηγική. Στο L. Freedman (Ed), Πόλεμος, (μτφρ Π. Ναλμπάντης). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 242 – 243. Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1994). Επίσης, περιορισμένος πόλεμος (limited war) είναι ο πόλεμος όπου οι αντιμαχόμενοι επιδεικνύουν αυτοσυγκράτηση με στόχο να αποφευχθεί τυχόν ανεξέλικτη κλιμάκωση (βλ. Κολιόπουλος Κ. (2008). Η στρατηγική Σκέψη από την Αρχαιότητα έως σήμερα. Αθήνα: Ποιότητα, 43). 21 Δούσμανης, Β. (Αντγος), (1928). Η Εσωτερική Όψις της Μικρασιατικής Εμπλοκής. Αθήνα: Πυρσός, 174 – 176.

22 ΓΕΣ/ΔΙΣ/Φ/315/Γ/1, Στρατηγικόν Σχέδιον δια τον Ελληνικόν Στρατόν εναντίον των Κεμαλικών Στρατευμάτων, (Μάρτιος 1921), 1 – 4.

23 Λαλούσης, Χ. (Υπτγος / Δκτης ΣΣΕ). (2018). Συνέντευξη 18 Ιανουαρίου 2018.

24 Ό.π.,

6

Φωτογραφία: © Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Ο Kemal, λόγω της εφαρμογής του αγώνα κινήσεων και της αξιοποίησης του παράγοντα έδαφος, αλλά και λόγω της μη εκμετάλλευσης των τακτικών επιτυχιών από πλευράς του Ελληνικού Στρατού, κατάφερε να αποφύγει τον εγκλωβισμό και την καταστροφή του Τουρκικού Στρατού. Η διαφυγή αυτή παρέσυρε την Ελληνική Στρατιά Μικράς Ασίας σε νέες επιχειρήσεις προς το εσωτερικό της Τουρκίας, τις μεγαλύτερες και δυσχερέστερες που ανέλαβε ποτέ ο Ελληνικός Στρατός.

Οι τουρκικές αντεπιθέσεις του Kemal κατά των ελληνικών θέσεων στη Μικρά Ασία ώθησαν την Ελλάδα στην απόφαση για εκτέλεση επιθετικής εκστρατείας σε βάθος, ενώ η Βρετανία κατέβαλε διπλωματικές προσπάθειες για κάποιο συμβιβασμό, που θα διέσωζε την ουσία της ελληνικής πρωτοκαθεδρίας στην περιοχή. Μετά την αποτυχία των διπλωματικών της προσπαθειών λόγω της τουρκικής απορριπτικής στάσης, η Βρετανία υποστήριζε πολιτικά σε ύψιστο επίπεδο την ελληνική στρατιωτική προσπάθεια για κατάληψη της Άγκυρας, γεγονός στο οποίο συνέβαλαν και οι δηλώσεις του Βρετανού Πρωθυπουργού Lloyd George στην Βουλή των Κοινοτήτων στις 22 Ιουλίου/4 Αυγούστου 192125. Οι εκλεγείσες βασιλικές κυβερνήσεις, μετά τον Νοέμβριο 1920, δεν οριοθέτησαν τον σκοπό του πολέμου και

25 Παπασωτηρίου, Χ. (1997). Η Πορεία της Νεοελληνικής Υψηλής Στρατηγικής, 52 – 53.

7

αγνόησαν την εξασφάλιση εσωτερικής και εξωτερικής εξισορρόπησης, τη μείωση του βαθμού τρωτότητας των ενεργειών, καθώς και της αποτελεσματικότητας του παράθυρου ευκαιρίας για την καταστροφή των στρατιωτικών δυνάμεων του Kemal26. Πολιτική και στρατιωτική ηγεσία συναίνεσαν στη διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων σε βάθος, εφαρμόζοντας τη στρατηγική της εκμηδένισης, με αντικειμενικό σκοπό την καταστροφή του κέντρου βάρους του εχθρού (Άγκυρα), που θα συνέτριβε το ηθικό των αντιπάλων και θα συνέβαλε στην αποδιάρθρωση του Κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος27.

Φωτογραφία: © Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Tο Βρετανικό στρατιωτικό επιτελείο (στρατάρχης Sir Henry Wilson /Chief of the Imperial General Staff και Winston Churchill/Secretary of State for War and Secretary of State for Air) είχε ήδη εκθέσει εγκαίρως τις ανησυχίες και τις απόψεις του στον Βενιζέλο (1919 – 1920), ως προς τη δυνατότητα της διατήρησης των εδαφών της Μικράς Ασίας από την Ελλάδα, χωρίς συμμαχική οικονομική ή στρατιωτική βοήθεια28. Η ολοσχερής και διαρκής εκμηδένιση της Τουρκίας με στρατιωτικές επιχειρήσεις, είτε υπό την Κεμαλική μορφή είτε υπό οποιαδήποτε άλλη,

26 Τσιριγώτης, Δ. (2010). Η Ελληνική Στρατηγική στη Μικρά Ασία 1919 – 1922, 436.

27 Ό.π., 224.

28 ΓΕΣ/ΔΙΣ/Φ332/Ε/1, Απόσπασμα εκ των απομνημονευμάτων του Right Leopold S. Amery αφορώντα την Ελλάδα και τα Βαλκάνια (1915), 9.

8

καθίσταται λόγω των γεωγραφικών προβλημάτων αδύνατη όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για οποιαδήποτε άλλη δύναμη29. Η διπλωματική, οικονομική και στρατιωτική προσέγγιση της Κεμαλικής κυβέρνησης, αρχικά με τη Σοβιετική Ένωση «Σύμφωνο Φιλίας και Αδελφοσύνης»30 και στη συνέχεια με τη Γαλλία (γαλλοκεμαλικές συμφωνίες, του Μαρτίου και Οκτωβρίου 1921)31 και Ιταλία, επέφερε σημαντική παροχή στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας και εξασφάλισε τα πλευρά των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Κεμαλικού τουρκικού κράτους. Οι πολιτικο-στρατιωτικές σχέσεις του Κεμάλ με τα ευρωπαϊκά κράτη δημιούργησαν στρατιωτικό επιχειρησιακό περιβάλλον με ελευθερία δράσης των Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων για τη διεξαγωγή υποχωρητικών επιχειρήσεων σε βάθος32. Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν αναπόφευκτη, διότι η Ελλάδα δεν μπορούσε επί μακρόν να υποστηρίζει προωθημένες στρατιωτικές θέσεις στη Μικρά Ασία και δεν ελαμβάνοντο υπόψη τα ακλόνητα επιχειρήματα του Ιωάννη Μεταξά προς τους υπουργούς του βασιλιά Κωνσταντίνου, που απεδείκνυαν αυτή την πραγματικότητα33.

Οι μετανοεμβριανές κυβερνήσεις αποφάσισαν να δώσουν υπερέκταση (overextension) στις επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας, την οποία ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός, αποφασιστικά είχε αρνηθεί στο ελληνικό στρατηγείο, να απομακρυνθεί δηλαδή από τη Σμύρνη, διότι οι βάσεις των ελληνικών επιχειρήσεων εξασθενούσαν μαθηματικά τη Στρατιά σε κάθε χιλιόμετρο προέλασης, με συνέπεια την επελθούσα καταστροφή στον Σαγγάριο34.

Η ελληνική στρατιωτική στρατηγική, μετά από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, επεδίωξε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο κατά της Τουρκίας. Η κυβέρνηση Γούναρη επιστράτευσε 7 κλάσεις εφεδρείας, μετά τον Μάρτιο του 1921, και υπό τα όπλα η ελληνική στρατιωτική δύναμη ανήλθε σε 310.000 άνδρες, από τις οποίες οι 220.000 αποτελούσαν τον Στρατό της Μικράς Ασίας για τις επιχειρήσεις προς την Άγκυρα35.

29 ΓΕΣ/ΔΙΣ/Φ298/Α/2, Στρατιά Μικράς Ασίας/Επιτελείον/Γραφείο Επιτελάρχη: Σκέψεις επί της Στρατιωτικής Κατάστασης μετά το πέρας των Επιχειρήσεων υπο του Υποστράτηγου Ξενοφώντος Στρατηγού, 4 – 5.

30 Μελαίνος, Ι . Ε. (1955). Ιστορία των Ξενικών Επεμβάσεων: Τόμος Γ΄, 181.

31 Πιπινέλης, Ν. Π. (1961). Περισσότερον Φως, Η Εθνική μας Πολιτική κατά τον Πρώτον Παγκόσμιον Πόλεμον. Αθήνα, 43.

32 Παπασωτηρίου, Χ. (1997). Η Πορεία της Νεοελληνικής Υψηλής Στρατηγικής, 53.

33 Ό.π., 53 – 54.

34 Βενιζέλος, Ε. (1953). Η Πολιτική των «Βασιλικών» Κομμάτων, Μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, Άρθρον 2ον, 13 Οκτωβρίου 1934. Στο Η Ιστορία του Εθνικού Διχασμού (1915 – 1935).Αθήνα: Εθνικός Κήρυκας, 11.

35 Κονδύλης, Γ. (1979). Ο Δρόμος προς την Καταστροφήν, 257.

9

Φωτογραφία: © Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Η εκτέλεση επιχειρήσεων προς Σαγγάριο – Άγκυρα απέβλεπε στη συντριβή του κέντρου βάρους των Κεμαλικών δυνάμεων36 και, εάν ο εχθρός δεν ηττάτο, επιβαλλόταν η επιστροφή του Ελληνικού Στρατού στο Δορύλαιο, επειδή η παραμονή του στην Άγκυρα ήταν μειονεκτική37.

Βέβαια, ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι η κατάληψη της τουρκικής πρωτεύουσας δεν θα επέφερε το τέλος του πολέμου, από τη στιγμή που η παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου διατάραξε τις συμμαχικές σχέσεις της Ελλάδας, και η Βρετανία, η

36 Κατά την επιθετική επιχείρηση προς Άγκυρα, η δύναμη του Τουρκικού Στρατού ανέρχονταν, μετά από στρατολόγηση νεοσυλλέκτων και εφέδρων, σε 18 Μεραρχίες Πεζικού και 5 Μεραρχίες Ιππικού, ενώ είχε το πλεονέκτημα πληθώρας αξιωματικών (τουρκική παλλαϊκή στράτευση), της κατοχής αλλεπάλληλων οχυρών τοποθεσιών, της γνώσης του τόπου και της υπεροχής σε πυροβολικό. Αντίστοιχα, ο Ελληνικός Στρατός παρέμεινε στις 9 Μεραρχίες, τις οποίες διέθετε κατά την έναρξη των επιχειρήσεων του Ιουλίου 1921, παρουσίαζε σημαντική έλλειψη αξιωματικών, υπήρχαν ελάχιστες ενισχύσεις σε προσωπικό και το βαρύ πυροβολικό ήταν υποδεέστερο αριθμητικά και ποιοτικά του αντιστοίχου εχθρικού.

37 ΓΕΣ/ΔΙΣ/Φ301/Δ/2, Υπόμνημα Αρχιστρατήγου Α. Παπούλα περί επιχειρήσεων Στρατιάς προς Άγκυραν (15 Ιουλίου 1921), 1-2.

10

οποία επιθυμούσε την αύξηση της Ελλάδας, δεν είχε πλέον την ικανότητα να επιβάλει τις θέσεις της επί της Γαλλίας38.

Η Στρατιά της Μικράς Ασίας αγνοούσε το πραγματικό στρατηγικό βάθος της Τουρκίας, τις δυνατότητες κινητοποίησης του τουρκικού κράτους σε προσωπικό, μέσα και υλικά, την πραγματική ικανότητα της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας σε κατασκευή πυρομαχικών και πυροβόλων και, κυρίως, τις στρατιωτικές ικανότητες των ενόπλων δυνάμεων (στρατός, αεροπορία) του Kemal και τη θέληση του Τουρκικού λαού για συνέχιση του πολέμου39. Παρά τις σημαντικές στρατιωτικές ήττες σε τακτικό επίπεδο, το ηθικό του Κεμαλικού στρατού και του Τουρκικού λαού δεν είχε συντριβεί και τούτο διαπιστώνεται αφενός από τις συνεχείς υποχωρητικές επιχειρήσεις προς το εσωτερικό της Τουρκίας, οι οποίες εκτελούνταν με αριστοτεχνικό τρόπο, διότι απέφευγαν την περικύκλωση και την καταστροφή από τον Ελληνικό Στρατό, και αφετέρου από τα συνεχή προβλήματα που προκαλούσαν στο σύστημα ανεφοδιασμού και επικοινωνιών του Ελληνικού Στρατού οι συνεχείς επιθέσεις άτακτων Τούρκων40. Τέλος, οι Τούρκοι διοικητές των Μεραρχιών ήταν ενθουσιώδεις νεαροί αξιωματικοί ηλικίας 35-38 ετών και είχαν τον βαθμό του συνταγματάρχη, ενώ οι διοικητές των συνταγμάτων τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και ταγματάρχη41.

Το στρατιωτικό δόγμα, το οποίο εφάρμοζαν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Μικρασιατική Εκστρατεία, δεν ήταν εξαρχής διατυπωμένο με σαφήνεια. Αναπροσαρμοζόταν αναλόγως των απαιτήσεων της ελληνικής υψηλής και στρατιωτικής στρατηγικής, δηλαδή, αναλόγως των αναγκών για την υποστήριξη των εκάστοτε πολιτικών επιδιώξεων των ελληνικών κυβερνήσεων, εν αναμονή και προς επιβολή της Συνθήκης των Σεβρών42. Η υιοθέτηση των προτάσεων της Στρατιάς για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων του Μαρτίου και εν συνεχεία Ιουνίου – Ιουλίου 1921, έγινε αποδεκτή από την πολιτική ηγεσία, παρά την εισήγηση του Α/ΓΕΣ Υπτγου Γουβέλη Κων/νου, για ταχείες και αποφασιστικές επιχειρήσεις σε μεγάλο βάθος, σχέδιο, που εκρίθη ως άριστο από τον Υπουργό Αμύνης Δημήτριο Γούναρη

38 Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου, Φάκελος 03, Επιστολή του Ε. Βενιζέλου προς τον Π. Γ. Δαγκλή σχετικά με την προέλαση του Ελληνικού Στρατού στην Άγκυρα., 26 1921 Αύγουστος 1921. Διαθέσιμο στο: http://www.venizelosarchives.gr/rec.asp?id=35994

39 ΓΕΣ/ΔΙΣ/Φ301/Β/2, Γενικαί Παρατηρήσεις Διοικητού Στρατιάς Μ. Ασίας δια την επιθετικήν αναγνώρισιν Μαρτίου 1921, 22 – 23.

40 Ό.π., 23 – 24.

41 ΓΕΣ/ΔΙΣ/Φ259/ΙΒ/2, Α΄ ΣΣ / Επιτελείον / ΙΙον: Συνοπτική Έκθεσις επί Κεμαλικού Στρατού, της 24 Μαΐου 1921, 1 – 20.

42 Γκίνης, Κ. (Στγος, Επίτιμος Α/ΓΕΣ). (2018). Συνέντευξη της 1 Δεκεμβρίου 2018.

11

αλλά τελικά ενέκρινε το σχέδιο επιχειρήσεων της ΣΜΑ, με αποτέλεσμα να οδηγήσει στην παραίτηση του Α/ΓΕΣ43.

Οι επιθετικές επιχειρήσεις προς την Άγκυρα αποτέλεσαν το μεταίχμιο της οριστικής τροπής του Μικρασιατικού ζητήματος για την Ελλάδα σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Η ευθύνη για τις επιθετικές επιχειρήσεις σε βάθος επιβαρύνει τους πάντες, τον Βασιλιά, τον Πρωθυπουργό, τον Υπουργό Στρατιωτικών, τον Αρχηγό ΓΕΣ, τον Σύνδεσμο της Στρατιάς με την Κυβέρνηση και φυσικά τη Στρατιά Μικράς Ασίας (Διοίκηση και Επιτελείο) καθώς ενέκριναν την 15 Ιουλίου 1921, στο Πολεμικό Συμβούλιο της Κιουτάχειας, μια επιχείρηση προς Άγκυρα, η οποία περιείχε εξαρχής το «σπέρμα» της αποτυχίας καθώς η Στρατιά θα εκτελούσε μια επιδρομή44 (raid) και αν οι συνθήκες ήταν ευμενείς θα συνέχιζε την ενέργεια προς Άγκυρα, άλλως η Στρατιά θα αναλάμβανε την επάνοδο προς το Δορύλαιο και στη γραμμή Εσκί Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ45.

Ειδικά, από στρατιωτικής πλευράς, μετά τη μάχη του Σαγγαρίου ποταμού, η πρωτοβουλία των κινήσεων αφαιρέθηκε από τον Ελληνικό Στρατό, που καταδικάστηκε έκτοτε σε παθητική άμυνα, όπως και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Εάν ελιγμός σημαίνει «προσαρμογή των μέσων προς τον επιδιωκόμενο σκοπό», τότε ο ελιγμός που εφαρμόσθηκε μέσω της Αλμυράς ερήμου της Μικράς Ασίας, ως ζώνη επιχειρήσεων, ήταν ανεδαφικός και ακατάλληλος για το ευρύ μέτωπο των επιχειρήσεων και τις ανεπαρκείς δυνάμεις της Ελληνικής Στρατιάς. Μετά τις επιχειρήσεις του Σαγγάριου ποταμού, ο Ελληνικός Στρατός εγκαταστάθηκε σε μία

43 Γκίνης, Κ. (Στγος, Επίτιμος Α/ΓΕΣ). (2018). Συνέντευξη της 1 Δεκεμβρίου 2018.

44 Η καταδρομή ή επιδρομή (raid), έννοιες ταυτόσημες, είναι μια επίθεση περιορισμένου ΑΝΣΚ, μέσα ή πίσω από τις εχθρικές γραμμές για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό και όχι για να καταλάβουν και διατηρήσουν έδαφος. Τυπικά η καταδρομή εκτελείται για να καταστραφούν εγκαταστάσεις υψίστης σημασίας του εχθρού, να συλλάβουν ή να ελευθερώσουν αιχμαλώτους ή να αποδιοργανώσουν είτε τα συστήματα ελέγχου και επικοινωνιών του εχθρού είτε τις εγκαταστάσεις ΔΜ αυτού. Η δύναμη που εκτελεί καταδρομή πάντοτε μετά την επίτευξη του ΑΝΣΚ αποσύρεται από την περιοχή όπου ενεργεί και συνήθως ανασυντάσσεται πίσω από τις φίλιες γραμμές, εκτός εάν έχει αποστολή να παραμείνει στην τοποθεσία για κάποια άλλη ενέργεια. Η τεχνική εκτελέσεως της ενεργείας αυτής εξαρτάται από τη σύνθεση της δυνάμεως που θα την εκτελέσει (βλ. ΕΕ 100-1. (1996). Επιχειρήσεις. Αθήνα: ΓΕΣ/ΔΕΚΠ/3α, 82-83). Το Υπόμνημα του Αρχιστρατήγου Α. Παπούλα αναφορικά με τις επιχειρήσεως Στρατιάς προς την Άγκυρα εισηγείτο ότι «διά της καταλήψεως του Δορυλαίου και της διασπάσεως του εχθρικού Μετώπου Δορίλαιον – Αφιόν Καραχισσάρ, έληξεν η πρώτη περίοδος των επιχειρήσεων. Η επόμενη περίοδος σκοπό έχει την διάλυση των Κεμαλικών δυνάμεων ή την απομάκρυνση αυτών από του Μετώπου Δορυλαίου κατά τοιούτον τρόπον ώστε η προ αυτής συγκέντρωσής των να είναι αδύνατος ή να απαιτήσει μέγιστο χρονικό διάστημα και μέσα τα οποία, προς το παρόν τουλάχιστον, ο εχθρός δεν διαθέτει. Προς τούτο η Στρατιά πρέπει να εκτελέσει επιδρομές προς Άγκυρα, να συντρίψει εάν συναντήσει τις εχθρικές δυνάμεις, να διαλύσει τις προ της Αγκύρας συγκεντρωμένο εφοδιασμό…» (βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ/Φ301/Δ/2, Υπόμνημα Αρχιστρατήγου Α. Παπούλα Περί Επιχειρήσεως Στρατιάς Προς Άγκυραν (15 ΙΟΥΛΙΟΥ 1921).

45 Γκίνης, Κ. (Στγος, Επίτιμος Α/ΓΕΣ). (2018). Συνέντευξη της 1 Δεκεμβρίου 2018.

12

αμυντική γραμμή πολύ μεγάλου μήκους, καλύπτοντας σε αρκετό βάθος προς τα Ανατολικά και Νότια τα επιδικασθέντα στην Ελλάδα εδάφη με τη Συνθήκη των Σεβρών. Για τους Έλληνες επιτελείς το πρόβλημα αμύνης ήταν η επαρκής κάλυψη του ατελείωτου αυτού μετώπου (750 χιλιόμετρα), με ταυτόχρονη δημιουργία εφεδρειών, που θα αντιμετώπιζαν κάθε εχθρική επίθεση. Για να δημιουργήσουν τις εφεδρείες αυτές εξασθένισαν αναγκαστικά την κύρια αμυντική γραμμή και το τελικό αποτέλεσμα δεν εξυπηρετούσε ούτε τον ένα ούτε τον άλλο σκοπό, ήτοι ούτε τη σύμπτυξη του μετώπου ούτε την εξασφάλιση άμυνας σε βάθος46.

Φωτογραφία: © Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Η ελληνική στρατιωτική στρατηγική (Ιανουάριος 1922) δεν κατόρθωσε, παρά τις διπλωματικές προσπάθειες του πρωθυπουργού Γούναρη, να εξασφαλίσει την απαιτούμενη διεθνή χρηματοδότηση του πολέμου (συνομολόγηση δανείου) και την αγορά πολεμικού εξοπλισμού (μέσα), γεγονός που οδηγούσε στη διάλυση της ΣΜΑ στην Ιωνία47. Εντούτοις, μολονότι είχε εξακριβωθεί ότι ήταν αδύνατη η οποιαδήποτε

46 Λαλούσης, Χ. (Υπτγος / Δκτης ΣΣΕ). (2018). Συνέντευξη 18 Ιανουαρίου 2018.

47 ΓΕΣ/ΔΙΣ. (1960). Η Εκστρατεία στη Μικρά Ασία – Τα προ της Τουρκικής Επιθέσεως Γεγονότα, Τόμος 6ος, 3 – 4.

13

οικονομική ενίσχυση, η κυβέρνηση του βασιλιά Κωνσταντίνου ούτε επιδίωξε την επισύναψη ειρήνης, ούτε προέβη στην έγκαιρη εκκένωση της Μ. Ασίας, ούτε σχεδίασε να πραγματοποιήσει τη σύμπτυξη της ΣΜΑ και τη μεταφορά του πολεμικού υλικού εντός της άμεσης περιφέρειας της Σμύρνης, της οποίας την οχύρωση είχε μελετήσει η κυβέρνηση του Βενιζέλου48. Παράλληλα, η απόπειρα της επιχείρησης της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης (Ιούλιος 1922)49, εγκαταλείφθηκε, επειδή θα επέφερε τον άμεσο πόλεμο με τις κατέχουσες την Κωνσταντινούπολη Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), και επέσπευσε την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, με την υπόψη επικίνδυνη εξασθένηση των στρατιωτικών δυνάμεων στο θέατρο πολέμου της Ιωνίας50.

Κατά τις αμυντικές επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού τον Αύγουστο του 1922, επικρατούσε έντονα η αντίληψη της παθητικής άμυνας στην Ελληνική Στρατιά και τους Σχηματισμούς, χωρίς κάποια ιδέα ανάληψης επιθετικής ενέργειας, όταν το επέτρεπαν οι διαμορφούμενες συνθήκες. Οι υπάρχουσες εφεδρείες παρέμειναν αδρανείς και κυρίως μετά τη διάσπαση του μετώπου. Η ραγδαία κατάρρευση του μετώπου και η εσπευσμένη υποχώρηση του Στρατού οφείλονται σε βασικά σφάλματα της διεύθυνσης των επιχειρήσεων από τον Αρχιστράτηγο Χατζηανέστη51. Ο Διοικητής του στρατού εκστρατείας, έπρεπε να μένει κύριος όσον αφορά στην εκλογή της κατάλληλης στιγμής του τόπου και της διεύθυνσης της αποφασιστικής μάχης, ενώ οφείλει να διπλασιάζει την επαγρύπνηση έναντι των εχθρικών κινήσεων, να ματαιώνει εγκαίρως τα σχέδια του εχθρού και να τα μεταβάλλει, όποτε προκύψει ανάγκη, τα δικά του. Επιζητεί κάθε πιθανότητα νίκης, με τη συγκέντρωση προ του εχθρού όλων των δυνάμεων ως προς τα σημεία εμπλοκής52. Ο Αρχιστράτηγος

48 Βενιζέλος, Ε. (1953). Η Ελληνική Πολιτική μετά το 1920, 3ον Άρθρον, 14 Οκτωβρίου 1934. Στο Η Ιστορία του Εθνικού Διχασμού (1915 – 1935).Αθήναι: Εθνικός Κήρυκας, 11.

49 Παπαστρατηγάκης, Μ. Π. (1927). Ο Αρχιστράτηγος Χατζηανέστης 1863-1922, 53 – 55.

50 Βενιζέλος, Ε. (1953). Η Ελληνική Πολιτική μετά το 1920, 3ον Άρθρον, 14 Οκτωβρίου 1934, 11 – 12. 51 ΓΕΣ/ΔΙΣ/Φ241/Θ/4, Αντιστράτηγος ε.α Παναγιώτης Γαρδίκας «Ήττα και Ραγδαία Κατάρρευσις του Μέτωπο». Ο αντγος ε.α. Γαρδίκας, επισημαίνει δεικτικά για τον Αρχιστράτηγο Χατηανέστη, ότι: «Εγκατέλειψε στην τύχη τους δυο Μεραρχίες, την Ιη και ΙVη, επί του κρισίμου και ευαίσθητου μετώπου, να υποστούν την πίεση 9 Μεραρχιών του εχθρού, 2 Σωμάτων Στρατού, 1 Σώματος Ιππικού και στο ποιο κρίσιμο, διατήρησε αχρησιμοποίητη την Γενική Εφεδρεία, το Β΄ΣΣ, εκ 3 Μεραρχιών, ενώ το μέτωπο ήταν εξαιρετικά ασθενές, απειλείτο να καταρρεύσει, και όταν είχε καταρρεύσει τελείως και χειμαρωδώς. Διατήρησε το Σταθμό Διοικήσεως στη Σμύρνη (450 χιλιόμετρα μακριά) και όταν οι διαταγές του έφταναν στο μέτωπο, όταν οι τακτικές καταστάσεις του μετώπου είχαν άρδην αλλάξει ριζικά. Ενώ το κρίσιμο μέτωπο κατέρρεε ή είχε καταρρεύσει και ο εχθρός είχε επιτύχει σημαντικό ρήγμα και σοβαρές δυνάμεις είχαν διεισδύσει στην αμυντική τοποθεσία και τα νώτα της διάταξης μάχης, εκείνος διατηρούσε το υπόλοιπο μέτωπο αδρανές. Τέλος, δέχτηκε να μεταφερθούν στη Θράκη 20 Ταγμάτων εκ Μικράς Ασίας προς κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, η οποία είχε καταλειφθεί προ μακρόν υπό των τριών Μεγάλων Δυνάμεων και των στόλων αυτών».

52 Υπουργείο Στρατιωτικών. (1899). Κανονισμός της εν Εκστρατεία Υπηρεσίας του Στρατού. Αθήναι: Τύποις Μιχαήλ Ι. Σαλιβέρου, 187 – 188.

14

Χατζηανέστης παρέμεινε με το στρατηγείο του στη Σμύρνη και αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι ελληνικές δυνάμεις να εμπλακούν διαδοχικά και όχι ως σύνολο σε έναν αγώνα σταδιακής φθοράς χωρίς τον απαραίτητο συντονισμό και έλεγχο, με συνέπεια ο όγκος της Ελληνικής Στρατιάς να διαχωριστεί σε δύο Ομάδες Μάχης κατά την υποχώρησή του, διεξάγοντας ανεξάρτητες επιχειρήσεις υπό δυσμενείς συνθήκες53. Επιπλέον, λόγω της υπέρμετρης ανάπτυξης του μετώπου (750 χιλιόμετρα), της πλημμελούς οργάνωσης της διοίκησης και διεύθυνσης των επιχειρήσεων, η τύχη της Μικράς Ασίας κρίθηκε από τον αγώνα 3 μόνο Μεραρχιών των Ι, IV και VΙΙ, των ευρισκομένων επί του μετώπου της κύριας επίθεσης, όπου οι Τούρκοι συγκέντρωσαν 12 Μεραρχίες Πεζικού και 3 Ιππικού, ενώ η ελληνική διοίκηση διέθετε 12 Μεραρχίες επί του μετώπου, από τις οποίες οι 8 δεν αγωνίσθηκαν κατά τη διεξαγωγή του κυρίως αμυντικού αγώνα, αλλά μόνο μετέπειτα, κατά την υποχώρηση54. Τέλος, η μαχητική ισχύς και η στρατιωτική δύναμη των ελληνικών ταγμάτων μειώθηκε σοβαρά55 λόγω των απωλειών και διαρροών αλλά κυρίως της απροθυμίας των ελληνικών στρατευμάτων για να πολεμήσουν (14 Αυγούστου 1922)56.

Το επιχειρησιακό δόγμα της Στρατιάς της Μικράς Ασίας εφάρμοζε το Γαλλικό πρότυπο διεύθυνσης των επιχειρήσεων, το οποίο περιόριζε σημαντικά την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας από τους υφιστάμενους διοικητές, με συνέπεια να μην είναι εφικτή η άμεση εκμετάλλευση των ευκαιριών κατά τη διεξαγωγή της μάχης 57. Με τον Οργανισμό του 1913 εισήχθησαν στη δομή δυνάμεως του Ελληνικού Στρατού τα Σώματα Στρατού, που απαιτούσαν επιτελική επάνδρωση με γνώση και εμπειρία για τη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Επισημαίνεται ότι οι ανώτατοι αξιωματικοί που ανέλαβαν τη διοίκηση ή επάνδρωσαν τα επιτελεία των Σωμάτων Στρατού της Στρατιάς Μικράς Ασίας, μετά την πολιτική μεταβολή της 1ης Νοεμβρίου 1920, δεν διέθεταν καμία απολύτως σχετική επιτελική και πολεμική εμπειρία, σε αντίθεση με

53 Λαλούσης, Χ. (Υπτγος / Δκτης ΣΣΕ). (2018). Συνέντευξη 18 Ιανουαρίου 2018.

54 Ό.π.,

55 ΓΕΣ/ΔΙΣ/Φ204/Ε/4, Έκθεσις Προσωπική Αντιστράτηγου ε.α Μπουλαλά Κλεάνθη, 41.

56 Ό.π. Ενδεικτικά ο αντιστράτηγος ε.α. Μπουλαλάς Κλεάνθης τονίζει: «Η ΧΙ Μεραρχία υπό τον υποστράτηγο Κλαδά, παρά τα Μουδανιά, έσπευσε να παραδοθεί, πριν καταβάλλει προσπάθεια αμύνης. Το Απόσπασμα του συνταγματάρχου Ζεγκίνη εκ 5.000 ανδρών, έσπευσε να παραδοθεί, μόλις έμαθε ότι ο εχθρός είχε καταλάβει την οδό υποχώρησης πλησίον της Σμύρνης, ενώ υπήρχαν ανοικτοί οδοί προς Ερυθραία, όπου συγκροτούνταν ο Ελληνικός στρατός. Οι διοικητές 2 Σωμάτων Στρατού και 4 Μεραρχιών (3 υποστράτηγοι και 3 συνταγματάρχες) μεθ’ όλων των αξιωματικών τους εξεδήλωσαν την απόφαση να παραδοθούν και με μόνη την πληροφορία ότι ο εχθρός είχε καταλάβει την οδό υποχώρησης προς Τομλού Μπουνάρ, καίτοι υπήρχαν άλλοι οδοί προς χρήση. Δυο Μεραρχίες μεταφερόμενες εκ Θράκης σε Σμύρνη προς ενίσχυση του υποχωρήταντος στρατού, στασίασαν εν πλω και ηρνήθησαν να αποβιβαστούν στην Σμύρνη».

57 Λουμιώτης Β. (Ταξχος) . (2018). Αίτια της Αποτυχίας και της Ήττας του Ελληνικού Στρατού κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία.

15

τους αντικατασταθέντες, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει σε επιχειρήσεις του Α΄ ΠΠ (Μακεδονικό Μέτωπο), της Ουκρανίας και επί ενάμιση χρόνο στις επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας58. Στη Μικρά Ασία, τα Σώματα Στρατού δεν σχεδίαζαν επιθετικές ή αμυντικές επιχειρήσεις αλλά, κυρίως, μετεβίβαζαν τις οδηγίες επιχειρήσεων της Στρατιάς προς τις Μεραρχίες και τα Συντάγματα. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα είτε να μην διαθέτουν την πραγματική εικόνα για τη διεξαγόμενη μάχη και ως εκ τούτου να μην είναι και σε θέση να τη διευθύνουν είτε να αγνοούν ακόμη και το ότι διεξήχθη κάποια σημαντική μάχη59.

Φωτογραφία: © Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Ο Mustafa Kemal είχε σαφές όραμα να αλλάξει την Οθωμανική Αυτοκρατορία από τον «ασθενή της Ευρώπης» σε ένα κυρίαρχο, αυτοδύναμο, κοσμικό και σύγχρονο τουρκικό κράτος, γνώριζε δε ότι ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ήταν το πρώτο βήμα προς την επίτευξη αυτού του οράματος60. Κατά το αρχικό στάδιο των πολεμικών επιχειρήσεων το 1919 – 1920, η μειονεκτική θέση της Τουρκίας οδήγησε τον Kemal στο συμπέρασμα ότι ο μελλοντικός ένοπλος αγώνας βρισκόταν πολύ κοντά στις γραμμές του ολοκληρωτικού πόλεμου (total war/topyekun savas), αν και

58 Ό.π.,

59 Ό.π.

60 Byrne N. M. (2003) Mustafa Kemal Ataturk – Commander and an effective leader. Geddes Papers, 3. Διαθέσιμο στο:

http://www.defence.gov.au/ADC/Publications/Geddes/2003/PublcnsGeddes2003_300310_MustafaK emal.pdf

16

ποτέ δεν χρησιμοποίησε συγκεκριμένα τον όρο αυτό. Έτσι, στο μυαλό του, οι τρεις κύριες οντότητες -το έθνος (millet), η συντακτική συνέλευση (meclis) και ο στρατός (ordu)- θα διεξήγαγαν τον πόλεμο και η πολιτική έπρεπε να οδηγήσει τα στρατιωτικά σχέδια. Το δίλημμά του για την εφαρμογή της επιχειρησιακής τακτικής αφορούσε στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να επιφέρει αυτή τη σύντηξη σε μία δύναμη. Τελικά, η πολιτική κουλτούρα και το διεθνές περιβάλλον της εποχής διαμόρφωσε ως στρατηγική στη σκέψη του Kemal τη διεξαγωγή ολοκληρωτικού πολέμου61. Η υψηλή στρατηγική του Mustafa Kemal επιδίωκε την κινητοποίηση ολόκληρου του τουρκικού έθνους σε έναν αμυντικό πόλεμο, προκειμένου να απομακρύνει όλα τα ξένα στρατεύματα από το τουρκικό έδαφος. Η στρατιωτική του στρατηγική σχεδίαζε τη διεξαγωγή αποφασιστικής μάχης υπό ευνοϊκούς όρους, ώστε να πολεμήσει και να καταστρέψει την ελληνική εκστρατευτική δύναμη σε αποφασιστική μάχη, για να υπαγορεύσει η Τουρκία τους τελικούς πολιτικούς όρους της ειρήνης62. Ο Mustafa Kemal Ataturk διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στον καθορισμό και τη σύνταξη του επιχειρησιακού δόγματος και εκσυγχρόνισε την οθωμανική στρατηγική. Καθώς είχε πολεμήσει εναντίον των Ιταλών στη Λιβύη (Drena 1911), έμαθε πώς να εφαρμόσει τον ψυχολογικό πόλεμο, τον ανταρτοπόλεμο και τις υποχωρητικές επιχειρήσεις. Υπογράμμισε την πειθαρχία, την ακεραιότητα, διοικώντας με παράδειγμα και προσωπική παρουσία στο πεδίο της μάχης, και τελικά ενέπνευσε τον εθνικό Τουρκικό Στρατό63.

Από την άλλη πλευρά, ο Τουρκικός Στρατός, σε αντιδιαστολή με τον Ελληνικό, ακολουθούσε το γερμανικό πρότυπο διεύθυνσης και διεξαγωγής των επιχειρήσεων, δηλαδή ότι το πεδίο της μάχης είναι απρόβλεπτο και μόνο η ανάπτυξη της πρωτοβουλίας από το κατώτατο μέχρι το ανώτατο κλιμάκιο της διοικήσεως μπορεί να οδηγήσει στη νίκη. Η διεύθυνση των επιχειρήσεων από τον επιχειρησιακό διοικητή, τους διοικητές των Ομάδων Μεραρχιών μέχρι και το Τάγμα ήταν συνεχής και ασκείτο από πολύ προωθημένες θέσεις, ώστε να αντιμετωπίζονται άμεσα οι δυσχερείς καταστάσεις και να γίνεται ταχεία εκμετάλλευση των παρουσιαζόμενων ευκαιριών. Όταν κρίνονταν αναγκαίο, μετέβαιναν σε προωθημένες θέσεις κατά τη μάχη τόσο ο αρχιστράτηγος Mustafa Kemal όσο και ο γενικός επιτελάρχης Fervi Çakmak. Ο Τουρκικός Στρατός σε όλες τις επιχειρήσεις που διεξήχθησαν κατά τη

61 Gawrych, W. G. (1988). Kemal Atatürk’s politico-military strategy in the Turkish war of independence, 1919–1922: From Guerrilla warfare to the decisive battle, 325. Διαθέσιμο στο: https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/01402398808437345

62 Ό.π., 339.

63 Roberts, M. (2012). Ataturk: Lessons in Leadership from the Greatest General of the Ottoman Empire. Journal of Strategic Security 5, Νo 1, 89 – 90. Διαθέσιμο στο: https://scholarcommons.usf.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1161&context=jss

17

Μικρασιατική Εκστρατεία είχε τις δυνάμεις του κλιμακωμένες σε βάθος. Αυτό του επέτρεπε να μεταφέρει ταχέως τις δυνάμεις του προς τις περιοχές ενδιαφέροντος, ώστε αποκτώντας υπεροχή ισχύος να μπορεί είτε να αντιμετωπίσει δυσχερείς καταστάσεις είτε να αναλάβει την εκτέλεση επιθετικών ενεργειών64.

Φωτογραφία: © Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Το ελληνικό επιχειρησιακό δόγμα και η διεύθυνση των επιχειρήσεων είχαν καταστήσει τη Στρατιά Μικράς Ασίας συστηματικά πιο αργή από τον Τουρκικό Στρατό. Η Στρατιά Μικράς Ασίας αντιλαμβανόταν πιο αργά την εκτίμηση τακτικής κατάστασης, αποφάσιζε και διέτασσε πιο αργά και ως εκ τούτου κινείτο και ενεργούσε πιο αργά από τις Τουρκικές δυνάμεις. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να αποτυγχάνει ο ελιγμός, λόγω έλλειψης ταχύτητας κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, και να μην επιτυγχάνεται ο σκοπός του πολέμου περί της καταστροφής των Τουρκικών δυνάμεων του Kemal.

Κατά την εκστρατεία στην Μικρά Ασία, η διατεθείσα ελληνική αεροπορική δύναμη είχε συγκροτηθεί με παλαιά αεροσκάφη, παρουσίαζε σοβαρές ελλείψεις

64 Ό.π.

18

υποστήριξης τεχνικού υλικού και εκτέλεσε αποστολές επιθετικών αναγνωρίσεων, πολυβολισμών, βομβαρδισμών και επιχειρήσεις απαγόρευσης.65 Η ελληνική αεροπορική ισχύς στην Μικρά Ασία ήταν ιδιαίτερη χαμηλή, ενώ απουσίαζε η πολιτική και στρατιωτική βούληση για ενίσχυση και χρησιμοποίηση της Αεροπορίας στις επιχειρήσεις.

Φωτογραφία: © Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Η Διεύθυνση Αεροπορίας Υπηρεσίας Στρατού, με Έκθεσή της (30-11-1921) επεσήμαινε την σοβαρή έλλειψη σε αεροπορικό υλικό και προσωπικό, τα διατιθέμενα αεροπλάνα μετώπου ήταν 9 και αιτούνταν την άμεση ενίσχυσή της με αγορά αεροπλάνων (γαλλικά, αγγλικά ή ιταλικά) ώστε να είναι ικανή για υποστήριξη των μελλοντικών πολεμικών επιχειρήσεων του Στρατού, και παράλληλα τόνιζε την ενίσχυση της Αεροπορίας του Kemal με αεροπλάνα και αεροπόρους66. Με νεώτερη Έκθεσή της (Φεβρουάριος 1922) επεσήμαινε τις σοβαρές ελλείψεις (σε ενέργεια 11 διθέσια και 4 μονοθέσια και σε επισκευή 25 διθέσια και 5 μονοθέσια) και συμπέρανε ότι θα μπορούσε να ενεργεί επιχειρησιακά μέχρι τον Ιούνιο του 1922 μετά

65 Ιστορία της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. (1983). Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία από τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την ίδρυση του Υπουργείου Αεροπορίας 1919 – 1929, Τόμος Δεύτερος. Αθήνα: Διεύθυνση Ιστορίας Αεροπορίας, 220.

66 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ366-Β-2, Έκθεσις επι της Αεροπορίας Ξηράς Νοέμβριος 1921, 1- 4.

19

υπάρχοντα επισκευασμένα, αλλά όχι να επιχειρεί ως Αεροπορία Παρατηρήσεως και Βομβαρδισμού.67 Από την άλλη πλευρά, ήταν σημαντική η εκτέλεση αποστολών αναγνωρίσεων, ώστε ο αντιστράτηγος Κοντούλης, Διοικητής του Α΄ΣΣ να τονίζει: «η Αεροπορία αντικατέστησε πλήρως εις το Α΄ Σώμα Στρατού ως προς τας αναγνωρίσεις το ελλείπον ιππικόν». Κατά τις επιχειρήσεις του Σαγγαρίου, η Ναυτική Αεροπορία δεν έλαβε μέρος, αλλά τέθηκε στη διάθεση του Νότιου Συγκροτήματος Μεραρχιών λόγω της περιορισμένης αντίληψης του Αρχιστρατήγου Παπούλα στην αξία του αεροπορικού Όπλου.68 Επίσης, παρέμεινε σημαντικό το πρόβλημα του διαχωρισμού σε Στρατιωτική και Ναυτική Αεροπορία υπό τα αντίστοιχα Υπουργεία, με συνέπεια ο διοικητικός και επιχειρησιακός διαχωρισμός να προκαλεί σοβαρότατα προβλήματα στη διοίκηση του Αρχιστρατήγου της Στρατιάς Μικράς Ασίας.69 Ο Αρχιστράτηγος Χατζηανέστης, κατά την απολογία του στο Στρατοδικείο, στηλίτευσε το λάθος του διαχωρισμού της Αεροπορίας και υπογράμμισε τα επιχειρησιακά προβλήματα που προξενούσε η έλλειψη ενιαίας διοίκησης και ελέγχου.70 Η δράση της Ναυτικής Αεροπορίας τον Ιούλιο του 1922 ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και το πολεμικό έργο ανέλαβε εξολοκλήρου η Στρατιωτική Αεροπορία.71 Ο Ζάννας, έφεδρος αξιωματικός της Αεροπορίας και μετέπειτα Υφυπουργός του Υπουργείου Αεροπορίας σχολίαζε: «Ἡ Στρατιωτική καί Ναυτική Αεροπορία, δημιουργήματα τοῦ Μεγάλου Πολέμου, ἀνεπτύχθησαν παραλλήλως, ἑκάστη κατά τρόπον ἐντελώς διάφορον, ὡς ἄν ἦταν ὑπηρεσίαι μή ἀνήκουσαι εἰς ἕν, ἀλλά εἰς δύο διαφορετικά κράτη, …., καί ὑπάρχουσι παρ’ ἡμῖν στρατιωτικοί, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Αεροπορία δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρά ἕν συμπλήρωμα τοῦ στρατοῦ καί τοῦ

67 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ366-Β-3, Έκθεσις επί της Καταστάσεως της Αεροπορίας Ξηράς Φεβρουάριος 1922, 1 – 4.

68 Παλούμπης, Ι. (Ανχος). (2012). Η συμβολή της Ναυτικής Αεροπορίας στη Μικρασιατική Εκστρατεία .Ναυτική Επιθεώρηση, Τόμος 172, Τεύχος 582, 83 – 87.

69 Παπαστρατηγάκης, Μ. Π. (1927). Ο Αρχιστράτηγος Χατζηανέστης 1863 – 1922. Αθήνα: Ταρουσόπουλος Ν., 293.

70 Ό.π. Ο Αρχιστράτηγος Χατζηανέστης, κατά την κατάθεσή του στη δίκη των Εξ, τόνισε το επιχειρησιακό πρόβλημα της Αεροπορίας: «Ἄλλο ζήτημα ἐπίσης προηγηθέν τῆς ἐπιθέσεως, τό ζήτημα τῆς ἀεροπορίας… Ὑπῆρχεν ἐκεῖ ἕνας ἀριθμός ναυτικῶν ἀεροπόρων, οἱ ὁποῖοι ὑπήγοντο εἰς τό Ὑπουργεῖο τῶν Ναυτικῶν. Ἐλάμβανον διαταγάς ἀπό τάς Ἀθήνας, δέν εἶχον δικαίωμα νά τούς δώσω καμμίαν διαταγήν, οὐδέ νά τιμωρήσω, οὐδέ τίποτε … Νά εἶμαι Προϊστάμενος τῆς Στρατιᾶς, νά ἔχω στρατηγούς καί ὑποστρατήγους ὑπό τάς διαταγάς μου καί νά ὑπάρχει κράτος ἐν κράτει, αὐτή ἡ λεγόμενη ναυτική ἀεροπορία, ἡ ὁποία νά εἶναι ἀσύδοτος! Μεταξὺ αὐτῶν ὑπῆρχον ἀεροπόροι ἄξιοι, παρατηρητές μετριώτατοι … Ἐπανέλαβα τά πράγματα εἰς τάς 10 Ἰουλίου ἐπί τοῦ ΑΒΕΡΩΦ καί μοι ἐδόδη ὑπόσχεσις ἀπό τόν κ. Ὑπουργόν τῶν Στρατιωτικῶν καί τόν κ. Ὑπουργόν τῶν Ναυτικῶν ὅτι τό ζήτημα θά λυθῇ. … Τό ζήτημα δέν εἶχε λυθεῖ. … Ἐτηλεγράφησα στόν Ὑπουργόν τῶν Ναυτικῶν, ἀνάγκη μεγάλη διά τάς ἀναγνωρίσεις, ἀεροπόρος ἤ ναυτικός νά ἔλθει στή Μικρά Ἀσία, …, καί δέν ἐπετεύχθηκε ἡ ὑποταγή τῶν ἀεροπόρων εἰς τάς διαταγάς μου».

71 Ιστορία της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. (1983). Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία από τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την ίδρυση του Υπουργείου Αεροπορίας 1919 – 1929, Τόμος Δεύτερος. Αθήνα: Διεύθυνση Ιστορίας Αεροπορίας, 208.

20

ναυτικοῦ».72 Κατά την Μικρασιατική εκστρατεία, η Πολεμική Αεροπορία χωρίς αεροπορικό δόγμα, εκτέλεσε κυρίως αποστολές αεροπορικών αναγνωρίσεων, μεταφορά διαταγών από την κεντρική διοίκηση στα μαχόμενα τμήματα, βομβαρδισμών με ρίψη αυτοσχέδιων βομβών από τον παρατηρητή, όπως κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ενώ αρχικά, υπήρξε έντονη πρόθεση για την ανάπτυξη της αεροπορικής σκέψης και της συγκρότησης του νέου αεροπορικού όπλου, η έλλειψη επιχειρησιακού δόγματος και κυρίως η έλλειψη αεροσκαφών βομβαρδισμού και φωτογραφικής αναγνώρισης απέδειξε την αδυναμία εφαρμογής της αεροπορικής ισχύος στο θέατρο πολέμου της Μικράς Ασίας.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των Υπουργείων Στρατιωτικών και Ναυτικών επεδίωκε την ανάπτυξη του αεροπορικού Όπλου σύμφωνα με τις δικές τους αντιλήψεις και ανάγκες. Οι αξιωματικοί του Στρατού εκτιμούσαν ότι η υπαγωγή του στη χερσαία δύναμη θα προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες για την τακτική διεξαγωγή των επιχειρήσεων με αποστολές αναγνωρίσεων, αεροφωτογραφίσεων, βομβαρδισμού και κανονισμού βολής πυροβολικού. Αντίθετα, οι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού το θεωρούσαν ιδιαίτερα χρήσιμο για εκτέλεση αποστολών τορπιλισμού πλοίων, υποβρυχίων και ανιχνεύσεων. Όμως, οι συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις επιβεβαίωναν ότι η άμεση αυτή εξάρτηση της αεροπορικής δύναμης από τους δυο Κλάδους, (Στρατό και Ναυτικό), την καθιστούσε Όπλο υποβοηθητικό, υποβαθμισμένο και μικρότερης σημασίας, ενώ επιβράδυνε τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξή του. Συνεπώς, απαιτούνταν κρίσιμες διαρθρωτικές αλλαγές για την ενίσχυση του αεροπορικού Όπλου, και κυρίως την οργάνωσή του ως ενιαίου ανεξάρτητου Κλάδου των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.

Τοιουτοτρόπως, η Στρατιά δεν διέθετε επαρκή αεροπορική δύναμη σε προσωπικό, αεροσκάφη, συστήματα βομβαρδισμού, φωτογραφικό υλικό και μηχανές, στέγαστρα και αυτοκίνητα. Η απόκτηση τούτων θα εξασφάλιζε στη Στρατιά την εκτέλεση αναγνωρίσεων σε βάθος και μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις παρενοχλήσεως και βομβαρδισμού του εχθρού73. Η επίδραση της αεροπορικής ισχύος στα θέατρα πολέμου κατά τον Α΄ ΠΠ είχε αγνοηθεί από τους Έλληνες επιτελείς, οι οποίοι σχεδίασαν πόλεμο χερσαίων επιχειρήσεων χωρίς αεροπορική υποστήριξη, ενώ, αντίθετα, ο Kemal επεδίωξε και φρόντισε να ενισχυθεί ο στρατός

72 Ιστορία της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. (1990): Η Εξέλιξη της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας από την ίδρυση του Υπουργείου Αεροπορίας έως το 1940 και η δράση της κατά τον ΕλληνοΪταλικό Πόλεμο, Τόμος Τρίτος. Αθήνα: Υπηρεσία Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας, 22. 73 ΓΕΣ/ΔΙΣ/Φ305/Θ/3,Έκθεσις της Διεύθυνσης Αεροπορικής Υπηρεσίας/Στρατιά Μ. Ασίας, της 5 Ιανουαρίου 1922.

21

του με σημαντικό αριθμό σύγχρονων γαλλικών αεροσκαφών το 192274. Στις 13 Αυγούστου 1922 εκδηλώθηκε η γενική τουρκική αντεπίθεση με διάρρηξη, διάσπαση και στη συνέχεια κατάρρευση ολόκληρου του ελληνικού αμυντικού μετώπου και την κατάληψη και καταστροφή της Σμύρνης (9 Σεπτεμβρίου 1923).75

Η εκστρατεία στην Μικρά Ασία επέφερε τεράστιες απώλειες στον Ελληνικό Στρατό, οι οποίες ανήλθαν σε 3.104 αξιωματικούς (1.408 νεκροί και 1.696 τραυματίες) και σε 88.111 οπλίτες (40.927 νεκροί και 47.184 τραυματίες). Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πολέμησαν με εξαιρετική ανδρεία στο θέατρο πολέμου της Ιωνίας και υπό λίαν δυσμενείς συνθήκες και πολλές φορές έγραψαν σελίδες δόξας σε μάχες, όπως των Ακ Μπουνάρ – Καβαλίτσας, Τσαούς Τσιφλίκ, Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχειας – Αφιόν Καραχισάρ, Ταμπλού Ογλού, Αρντίγ Νταγ κ.α. Αλλά και μετά τη διάσπαση του μετώπου και την υποχώρηση, πολλά τμήματα του Ελληνικού Στρατού υποχωρούσαν μετά από σκληρές και από δυσμενείς συνθήκες αναλογίας δυνάμεων και ηθικού, μάχες όπως, στο Αλί Βεράν, Σαλιχλή, Ντεράκιοι, Χαλμούρκοϊ, να προκαλούν την έκπληξη και τον θαυμασμό των συμμάχων αλλά και των αντιπάλων.76

Στα πλαίσια της νέας ισορροπίας δυνάμεων που διαμορφώθηκε στην περιοχή, η εθνικιστική Τουρκία προοριζόταν να αναλάβει ρόλο καταλυτικής σπουδαιότητας77. Η συνδιάσκεψη της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923 καθόριζε τη νέα εδαφική φυσιογνωμία της ευρύτερης γεωγραφικής ζώνης, όπου το νέο εθνικό, τουρκικό κράτος επέβαλε την εθνική του ανεξαρτησία και την ικανοποίηση των εδαφικών του επιδιώξεων, με την προσάρτηση των ελληνικών νήσων Ίμβρου και Τενέδου, την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών και την επιβολή πολεμικής αποζημίωσης στην Ελλάδα προς την Τουρκία.

Συμπερασματικά, κατά τη συμμετοχή του Ελληνικού Στρατού στην Entente στο θέατρο πολέμου στη Βαλκανική στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το στρατιωτικό δόγμα υπαγορευόταν από το συμμαχικό στρατηγείο όσον αφορά στην εκτέλεση των

74 Οι γαλλοκεμαλικές συμφωνίες, (Μάρτιος και Οκτώβριος 1921), διάνοιξαν τις γραμμές ανεφοδιασμού δια της Αλεξανδρέττας και παρέδωσαν σημαντική γαλλική στρατιωτική βοήθεια σε υλικά και μέσα, όπως 50 αεροπλάνα από τον Γαλλικό στρατό και τα οποία έδωσαν την κυριαρχία στον αέρα στο θέατρο πολέμου της Μικράς Ασίας (βλ. Πιπινέλης, Ν. Π. (1961). Περισσότερον Φως, Η Εθνική μας Πολιτική κατά τον Πρώτον Παγκόσμιον Πόλεμον, 43).

75 Σβολόπουλος, Κ. (1983). Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική από τις Αρχές του 20ου αιώνα ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, 146 – 149.

76 Λιάκουρης, Γ. (Αντγος). (2012). Μικρασιατική Εκστρατείας. Σύντομη εξιστόρηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ναυτική Επιθεώρηση , Τεύχος 582, 77.

77 Σβολόπουλος, Κ. (1983). Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική από τις Αρχές του 20ου αιώνα ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, 146 – 149.

22

επιχειρήσεων. Ο Ελληνικός Στρατός είχε αμυντική διάταξη (αμυντικό δόγμα) στην Ανατολική Μακεδονία και επιθετική εκτέλεση επιχειρήσεων (επιθετικό δόγμα) στην Κεντρική Μακεδονία προς τον Βορρά. Η συμμετοχή του Ελληνικού Στρατού στις επιχειρήσεις Σκρα – Δοϊράνης υπήρξε σημαντικότατη και ήταν αναγνωρισμένη από τους διοικητές του συμμαχικού στρατού του βαλκανικού μετώπου.

Κατά τις επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία, η Ελλάδα αρχικά αποβίβασε στρατεύματα στην περιοχή της Σμύρνης, χωρίς όμως τη δυνατότητα εκτέλεσης επιχειρήσεων λόγω απαγόρευσης από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η μετέπειτα εκτελεσθείσα στρατιωτική στρατηγική υλοποίησε έναν πόλεμο ολοκληρωτικό (total war) για τις στρατιωτικές δυνάμεις της Ελλάδας, ο οποίος τελικά επέφερε τη στρατιωτική καταστροφή, χωρίς να υπολογίζονται οι συντελεστές ισχύος του κράτους, σε συνδυασμό με την υποδεέστερη πολεμική τεχνολογία σε σχέση με την Τουρκία. Ο Τουρκικός Στρατός, αφού εκτέλεσε αριστοτεχνικά υποχωρητικές επιχειρήσεις μέχρι την Άγκυρα, επιτυγχάνοντας την κατατριβή και φθορά της Στρατιάς Μικράς Ασίας κατά τις επιχειρήσεις του Σαγγάριου ποταμού, προέβη σε σημαντική κινητοποίηση των πόρων του κράτους, εξασφάλισε διεθνή νομιμοποίηση περί του «Πολέμου της Ανεξαρτησίας της Τουρκίας», ενισχύθηκε σημαντικά σε πεζικό, ιππικό, πυροβολικό, μεταγωγικά αυτοκίνητα και αεροπορία, καθώς και τεχνολογικά σε βαρύ πυροβολικό, μέσα επικοινωνιών και αεροπορική ισχύ. Επομένως, ήταν βέβαιο ότι ο Kemal θα προέβαινε σε επιθετική επιστροφή για την ανακατάληψη των κατακτηθέντων εδαφών του -δεν υπήρχε πρόθεση ανακωχής ή σύναψης συνθήκης ειρήνης με την Ελλάδα-, και θα διεξήγαγε αγώνα επιβίωσης του Τουρκικού έθνους στην κατεστραμμένη Οθωμανική αυτοκρατορία. Συνεπώς, επεδίωξε την απόλυτη συντριβή του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία.

Η Ελληνική Κυβέρνηση και το Γενικό Επιτελείο της Στρατιάς καθυστέρησαν να αντιληφθούν ότι η Τουρκική στρατιωτική στρατηγική του Kemal ήταν η εκμηδένιση του Ελληνικού Στρατού στην Ιωνία και, όταν υπήρχαν Έλληνες αξιωματικοί, όπως ο υπαρχηγός επιτελείου της ΣΜΑ συνταγματάρχης Πάσσαρης78, ο διευθυντής 4ου επιτελικού γραφείου (διοικητική μέριμνα) της ΣΜΑ

78 Σύμφωνα με το Υπαρχηγό Επιτελείου της Στρατιάς Μικράς Ασίας, Συνταγματάρχη Μιχαήλ Πάσσαρη «το μέτωπο (έκτασις της κατεχόμενης γραμμής τα 840 ή έστω τα 500 χιλιόμετρα) ούτω κατειλημμένον ήτο απανταχού κενόν), και παρά την υποβολή του υπομνήματός του προς τον Αρχιστράτηγο Χατζηανέστη, «Ανασκόπισις του κατεχομένου μετώπου» τον Ιούνιο του 1922, για αναδιάταξη και αμυντική εγκατάσταση, ο Αρχιστράτηγος δεν απεδέχθη την εισήγηση του Υπαρχηγού του Επιτελείου του, αλλά παρασύρθηκε σε στρατιωτική επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από την Μεγάλη Ιδέα, με περεταίρω αποδυνάμωση της Στρατιάς σε προσωπικό και μέσα (βλ. Πάσσαρης, Ν. Μ. (Σχης ΠΖ). (1934). Διάσπασις, Διάλυσις, Αιχμαλωσία. Αθήνα: Έκδοσις Εφημερίδος «Τα Παγκόσμια Στρατιωτικά Νέα», 15, 26, 60 – 82, 94 – 97).

23

αντισυνταγματάρχης Κοντούλης79 και ο Μεταξάς, που είχαν αντιληφθεί την επικείμενη συντριβή της Στρατιάς, όμως η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία παρέμεινε προσηλωμένη σε ολοκληρωτικό πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, ενώ δεν είχε τα διπλωματικά και οικονομικά μέσα για να εξασφαλίσει την ενίσχυση της μαχητικής ισχύος του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία. Ωστόσο, τον Ιούνιο του 1922, ο νέος Υπαρχηγός Επιτελείου της Στρατιάς Συνταγματάρχης Μιχαήλ Πάσσαρης80 είχε διαπιστώσει την επικείμενη συντριβή της Στρατιάς Μικράς Ασίας λόγω της υπερέκτασης του θεάτρου πολέμου στην Ιωνία και της μείωσης των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Στρατιάς. Ο ίδιος προσωπικά είχε υποβάλλει έγκαιρα μελέτη (Υπόμνημα) με τίτλο «Ανασκόπισις του κατεχομένου μετώπου» για αναδιάταξη και αμυντική εγκατάσταση των μονάδων και σχηματισμών της Στρατιάς, που απερρίφθη άμεσα από τον Αρχιστράτηγο Χατζανέστη (Ιούνιος 1922)! Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία παρέμεινε προσηλωμένη στον ολοκληρωτικό πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, ενώ δεν είχε τα πολιτικά, διπλωματικά, οικονομικά, τεχνολογικά και κοινωνικά μέσα για να εξασφαλίσει την ενίσχυση της μαχητικής ισχύος του Ελληνικού Στρατού, του Ναυτικού και της Αεροπορίας.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις αποφάσισαν και εκτέλεσαν επιθετική στρατιωτική στρατηγική άμεσης προσέγγισης, με σκοπό την επιβολή της ελληνικής πολιτικής βούλησης επί του Kemal και την καταστροφή των στρατιωτικών του δυνάμεων, μέσω της επιζήτησης και διεξαγωγής αποφασιστικής μάχης, η οποία ουδέποτε επιτεύχθηκε. Οι βασιλικές (αντιβενιζελικές) κυβερνήσεις, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, συμπλέχτηκαν σε ολοκληρωτικό πόλεμο με την Τουρκία θέτοντας συνεχείς και απεριόριστους πολιτικούς και στρατιωτικούς αντικειμενικούς σκοπούς. Η Ελλάδα διεξήγαγε πόλεμο από το 1912, προσέφυγε αποκλειστικά σε άμετρη χρήση της στρατιωτικής δύναμης για την επίτευξη του πολιτικού στόχου, τη Μεγάλη Ιδέα. Επήλθε η κατάρρευση των συντελεστών ισχύος του κράτους με ταυτόχρονη διεθνή απομόνωση και τελικά, υπέστη την εθνοκάθαρση του Ελληνισμού στην Ιωνία από το εθνικιστικό τουρκικό κράτος του Mustafa Kemal Atatürk.

79 Βασιλόπαιδος Ανδρέου, (Αντγος). (1928), 217.

80 Πάσσαρης, Ν. Μ. (Σχης ΠΖ). (1934). Διάσπασις, Διάλυσις, Αιχμαλωσία. Αθήνα: Έκδοσις Εφημερίδος «Τα Παγκόσμια Στρατιωτικά Νέα», 15-26, 60-82, 94-97. Σύμφωνα με τον Υπαρχηγό Επιτελείου της Στρατιάς Μικράς Ασίας, Συνταγματάρχη Μιχαήλ Πάσσαρη, « […] το μέτωπο (έκτασις της κατεχόμενης γραμμής τα 840 ή έστω τα 500 χιλιόμετρα) ούτω κατειλημμένον ήτο απανταχού κενόν), και παρά την υποβολή του Υπομνήματός του προς τον Αρχιστράτηγο Χατζηανέστη, με τίτλο «Ανασκόπισις του κατεχομένου μετώπου» τον Ιούνιο του 1922, για αναδιάταξη και αμυντική εγκατάσταση, ο Αρχιστράτηγος της Στρατιάς Μικράς Ασίας δεν αποδέχτηκε την ορθή επιτελική εισήγηση του Υπαρχηγού Επιτελείου, αλλά εκτέλεσε και άσκοπη στρατιωτική επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης με σκοπό την υλοποίηση του οράματος της «Μεγάλης Ιδέας», με περεταίρω αποδυνάμωση της Στρατιάς σε προσωπικό, μέσα και υλικά.

24

Φωτογραφία: © Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Η εθνοκάθαρση και η γενοκτονία εθνοτήτων ήταν στρατηγική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της εθνικιστικής Τουρκίας του Mustafa Kemal για την επίτευξη πολιτικών στόχων κατά τον 20ο αιώνα. Πραγματοποιήθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους και σε διάφορες φάσεις, όπως η γενοκτονία των Αρμενίων81 το 1915-1918, η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου82 στη δεκαετία 1913-1923, αργότερα η εθνοκάθαρση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβριο του 1955.

Υπτγος (ε.α) Πολυχρόνης Ναλμπάντης: Αντιπρόεδρος στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας/Ι.Α.Α.Α. – Institute for Security & Defence Analysis/I-SDA. Αριστούχος διδάκτορας του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών (2019), κάτοχος Master of Philosophy (MPhil) του King’s College/ London University και πτυχιούχος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Διετέλεσε κεντρικό ρόλο στον σχεδιασμό και τη συγγραφή του θεσμικού κειμένου «Πολιτική Εθνικής Άμυνας (ΠΕΑ) 2005», με ιδιαίτερη έμφαση στο σχεδιασμό του νέου στρατηγικού δόγματος της Ελλάδας «Αμυντικό –

81 https://www.mfa.gr/blog/dimereis-sheseis-tis-ellados/armenia/

82 Με τον Ν. 2193/1994 (ΦΕΚ 32/τ.Α/11-3/1994) ορίστηκε η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.

25

Αποτρεπτικό» και του θεσμικού κειμένου του ΥΠΕΘΑ, «Αμυντική Στρατηγική Αναθεώρηση/ΑΣΑ 2001» για τη διακλαδικότητα στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.

Βιβλιογραφία

Πολυχρόνης Κ. Ναλμπάντης. (2021). Η Στρατιωτική Σκέψη και το Δόγμα στην Ελλάδα 1830-1941. Εκδότης ΓΕΕΘΑ. Αθήνα: Τυπογραφείο Ελληνικού Στρατού (ΤΥΕΣ).

26

loading...